D-Day και Ψυχρός Πόλεμος: Ο Giles Milton μας ταξιδεύει στις πιο κρίσιμες στιγμές της ιστορίας
Τα D-Day: Απόβαση στη Νορμανδία και Ρουά ματ στο Βερολίνο επιστρέφουν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη διχοτομημένη πρωτεύουσα της Γερμανίας. Τι όμως έχει να πει ο 55χρονος Βρετανός συγγραφέας για όλα αυτά αλλά και την άνοδο του non-fiction;
- 29 ΝΟΕ 2021
Giles Milton, ετών 55, Βρετανός, πολύ πετυχημένος συγγραφέας που έχει μεταφραστεί σε 25 διαφορετικές γλώσσες και συνεχίζει να γράφει ασταμάτητα. Ειδικότητά του; Η ιστορία και τα καταιγιστικά non–fiction. Στην πατρίδα του έγινε διάσημος με το Nathaniel’s Nutmeg, την ιστορική αφήγηση για τη σκληρή κόντρα ανάμεσα στη Βρετανική Αυτοκρατορία και την Ολλανδία όσον αφορά τον έλεγχο στο εμπόριο του μοσχοκάρυδου.
Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε καλύτερα όταν ασχολήθηκε με κάτι που ακόμη μας ξύνει πληγές, τη Μικρασιατική Καταστροφή, μέσα από το έργο Χαμένος Παράδεισος: Σμύρνη 1922. Τώρα, δύο πρόσφατες εκδόσεις στα ελληνικά κινούν ξανά το ενδιαφέρον για το όνομά του. Τα D–Day: Απόβαση στη Νορμανδία και Ρουά ματ στο Βερολίνο μας ταξιδεύουν, κατά σειρά, στον Β΄ Παγκόσμιο και τον Ψυχρό Πόλεμο. Οι αφηγήσεις του Milton είναι το λιγότερο ζωντανές.
Τι έχει όμως να πει ο συγγραφέας για όλα αυτά; Πώς είναι να μιλά με βετεράνους μαχών που καθόρισαν την ιστορία; Πόσο βρόμικο ήταν το κατασκοπικό παιχνίδι; Και, τελικά, εκείνος προτιμά τις fiction ή τις non-fiction αφηγήσεις;
Πώς νιώσατε όταν παίρνατε συνεντεύξεις από ανθρώπους που έζησαν από πρώτο χέρι την απόβαση στη Νορμανδία ή D-Day όπως έμεινε στην ιστορία;
Οι συνεντεύξεις με ανθρώπους που έζησαν την έξαψη της στιγμής είναι πάντοτε πολύ έντονη εμπειρία. Κατά την απόβαση στη Νορμανδία, πολλοί από αυτούς βίωσαν φρικτές καταστάσεις που τους σημάδεψαν για το υπόλοιπο της ζωής τους. Η μυρωδιά της μάχης, του θανάτου και του κορδίτη έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη τους. Αν και ηλικιωμένοι τώρα πια, μου είπαν πως ακόμη βλέπουν εφιάλτες.
Συνεντεύξεις πήρα, επίσης, από Γάλλους που ζούσαν στην ακτή της Νορμανδίας το 1944. Αυτοί ήταν και οι πρώτοι μάρτυρες της απόβασης. Συνομίλησα μαζί τους και το 1994, κατά την 50ή επέτειο της απόβασης. Για κάποιους, η εξιστόρηση των γεγονότων που έζησαν αποτελούσε μια βαθιά συναισθηματική εμπειρία. Ένας ηλικιωμένος μου περιέγραψε πως, το βράδυ που σηκώθηκε για να πάει στην τουαλέτα, κοίταξε έξω από το παράθυρο του μπάνιου και είδε τη μεγαλύτερη αρμάδα στην ιστορία να έρχεται κατά πάνω του!
«Η θάλασσα ήταν γεμάτη πλοία» είπε με δάκρυα στα μάτια, καθώς τα συναισθήματα εκείνης της ημέρας ήταν ακόμη έντονα. Εν μέρει, χάρηκε στη σκέψη πως οι Σύμμαχοι έρχονταν να απελευθερώσουν εκείνον και την οικογένειά του. Όμως, παρά το νεαρό της ηλικίας του, ήξερε ότι στις επόμενες ώρες θα εξαπλώνονταν ο θάνατος και ο πόνος.
Συνήθως η ιστορία γράφεται από την οπτική των «μεγάλων ανδρών» (πολιτικών, στρατηγών). Η ιστορία διαφέρει όταν λέγεται από τη σκοπιά ενός απλού στρατιώτη;
Σίγουρα. Η ιστορία της απόβασης γράφτηκε στα αμέσως μετά τον πόλεμο χρόνια, σχεδόν αποκλειστικά από τους στρατηγούς και τους ανώτατους διοικητές. Οι διοικητές είπαν τη δική τους πλευρά της ιστορίας, παρόλο που στην περίπτωση της απόβασης ελάχιστοι από αυτούς αποβιβάστηκαν πράγματι στις ακτές το πρωί της 6ης Ιουνίου. Οι περισσότεροι από αυτούς βγήκαν στις ακτές μία ή δύο μέρες μετά την απόβαση.
Οι αποβάσεις ήταν, φυσικά, σχολαστικά προγραμματισμένες μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας. Τα προβλήματα άρχισαν όταν τα στρατεύματα έφτασαν στις ακτές. Πολλά από αυτά αποβιβάστηκαν σε λάθος μέρη, ενώ τα περισσότερα έχασαν επαφή με τους άνδρες τους. Κάποιοι, όμως, πολύ θαρραλέοι στρατιώτες πήραν την κατάσταση στα χέρια τους και έπραξαν με μεγάλη γενναιότητα. Ανέλαβαν ηγετικούς ρόλους, συγκεντρώνοντας τους άνδρες που είχαν αποκοπεί από τις μονάδες τους και οδηγώντας τους μακριά από τις ακτές, με σκοπό να ηγηθούν στις επιθέσεις κατά των γερμανικών οχυρωμάτων. Αυτές ήταν οι ιστορίες που ήθελα να πω, ακατέργαστες ωμές ιστορίες θάρρους και γενναιότητας.
Πολλοί από αυτούς τους «απλούς» στρατιώτες ένιωσαν πικρία μετά τον πόλεμο, ένιωσαν ότι οι ιστορίες τους δεν είχαν ειπωθεί. Οι μόνοι που έλαβαν δόξα (και μετάλλια) ήταν οι ανώτεροι αξιωματικοί. Ελπίζω το βιβλίο μου να αποκαταστήσει την ισορροπία και να δώσει φωνή σε όσους δεν ακούστηκαν ποτέ.
Έχετε σκεφτεί ποτέ τι θα είχε συμβεί αν η απόβαση είχε αποτύχει;
Αν η απόβαση είχε αποτύχει, θα ακολουθούσε η απόλυτη καταστροφή. Οι Σύμμαχοι δε θα μπορούσαν να κάνουν άλλη προσπάθεια για τουλάχιστον έναν χρόνο, και στο διάστημα αυτό οι Γερμανοί θα είχαν ενισχύσει σημαντικά την παράκτια άμυνά τους. Η απόβαση αποτελούσε ήδη μια τεράστια πρόκληση, μια δεύτερη (επιτυχημένη) προσπάθεια θα ήταν πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί.
Τόσο ο Αϊζενχάουερ όσο και ο Ρόμελ γνώριζαν ότι το ρίσκο ήταν απίστευτα μεγάλο. Όπως είχε πολύ σωστά προβλέψει και ο Ρόμελ, αν οι Σύμμαχοι έφταναν στις ακτές την ημέρα της απόβασης, τότε οι Γερμανοί θα είχαν ήδη χάσει τον πόλεμο.
Το κοινό γνωρίζει άραγε ελάχιστα για τον «πραγματικό» Ψυχρό Πόλεμο; Μιλάω για τα πολιτικά σχέδια πίσω από τις κλειστές πόρτες.
Πάντα με εκπλήσσει το γεγονός ότι έχουν γραφτεί τόσο πολλά βιβλία για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τόσο λίγα για τον Ψυχρό Πόλεμο. Είναι πολύ παράξενο, δεδομένου ότι ο Ψυχρός Πόλεμος διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τον σύγχρονο κόσμο. Την περίοδο αυτή ιδρύθηκε και το ΝΑΤΟ, με τον κόσμο στη συνέχεια να χωρίζεται οριστικά σε δύο, το ίδιο εχθρικά, στρατόπεδα.
Ούτε όμως και οι βασικοί πρωταγωνιστές των πρώτων χρόνων του Ψυχρού Πολέμου είναι ευρέως γνωστοί. Ποιος, σήμερα, έχει ακουστά τον συνταγματάρχη Φρανκ «Χόουλιν Μαντ» Χόουλιν; Ως διοικητής του αμερικανικού τμήματος του Βερολίνου κατά το διάστημα 1945-1949 έπαιξε θεμελιώδη ρόλο στην έκβαση του Ψυχρού Πολέμου. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο Χόουλιν έσωσε το Βερολίνο (ή τουλάχιστον τους δυτικούς τομείς της πόλης) από τους Σοβιετικούς. Κομβικό ρόλο είχε, επίσης, στον σχεδιασμό της αερογέφυρας του Βερολίνου, σώζοντας με αυτό τον τρόπο το Δυτικό Βερολίνο από την πείνα. Ταυτόχρονα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να πείσει τον Πρόεδρο Τρούμαν ότι ο Στάλιν δεν αποτελούσε πλέον σύμμαχο πολέμου, αλλά επικίνδυνο δικτάτορα που είχε ως απώτερο στόχο τον έλεγχο όσο το δυνατόν μεγαλύτερου τμήματος της Ευρώπης.
Θα μπορούσατε να περιγράψετε το Βερολίνο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο; Τι πραγματικά συνέβαινε εκεί;
Μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, το Βερολίνο ήταν μία πόλη γεμάτη ερείπια, δεν υπήρχε καθαρό νερό, αποχετευτικό σύστημα, φυσικό αέριο, ρεύμα, ούτε καν κυβέρνηση. Δεκάδες χιλιάδες γυναίκες είχαν βιαστεί από μεθυσμένους σοβιετικούς στρατιώτες, ενώ στον υπόκοσμο της πόλης κυριαρχούσαν γκάγκστερ και πρώην Ναζί. Δεν υπήρχε, επίσης, σχεδόν καθόλου φαγητό και οι Βερολινέζοι λιμοκτονούσαν.
Οι Σοβιετικοί έφτασαν δύο μήνες νωρίτερα από τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς. Αυτό το διάστημα το εκμεταλλεύτηκαν για να λεηλατήσουν ό,τι μπορούσαν: ανεκτίμητα έργα τέχνης, εργοστάσια, βαριά μηχανήματα, τρένα, λεωφορεία. Τα πάντα. Απήγαγαν ακόμα και επιστήμονες και τεχνικούς μεταφέροντάς τους στη Μόσχα. Η κανονικότητα στο Βερολίνο άρχισε να επιστρέφει όταν έφτασαν οι Βρετανοί, οι Αμερικανοί και οι Γάλλοι. Εκείνοι αποκατέστησαν την πειθαρχία, εισάγοντας το δελτίο προμήθειας ειδών και διοικώντας την πόλη μέσω ενός σώματος που ονομαζόταν Κομαντατούρα, ένα συμβούλιο τεσσάρων δυνάμεων που προσπαθούσε να βρει λύσεις σε πολλά προβλήματα που έπλητταν τη διαλυμένη γερμανική πρωτεύουσα.
Τα πράγματα όμως άρχισαν και πάλι να παίρνουν άσχημη τροπή. Οι τρεις δυτικοί σύμμαχοι συμφωνούσαν σε πολλά πράγματα, αλλά οι Σοβιετικοί όχι. Έγινε γρήγορα φανερό ότι οι τέσσερις δυνάμεις αδυνατούσαν να συνεργαστούν, με τους Σοβιετικούς να είναι βαθιά εχθρικοί προς τους πρώην συμμάχους τους. Όπως είπε ο Χόουλιν, «Ήρθα στο Βερολίνο νομίζοντας ότι οι Γερμανοί ήταν ο εχθρός, αλλά πολύ σύντομα κατάλαβα ότι ήταν οι Ρώσοι».
Πόσο «βρόμικο» ήταν το παιχνίδι της κατασκοπείας εκείνη την εποχή;
Ήταν πολύ βρόμικο! Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προσπάθεια τόσο των Σοβιετικών όσο και των Δυτικών να απαγάγουν, να αιχμαλωτίσουν ή να συλλάβουν Γερμανούς που θα μπορούσαν να τους ωφελήσουν. Συχνά επέλεγαν μηχανικούς αεροδιαστημικής, πυρηνικούς φυσικούς ή τεχνικούς του στρατού. Κάθε πλευρά κατηγόρησε την άλλη για βάναυση συμπεριφορά, όμως η αλήθεια είναι ότι όλες οι δυνάμεις είχαν σκοπό να αρπάξουν όσο το δυνατόν περισσότερους χρήσιμους Γερμανούς.
Η Αμερική, κατά πάσα πιθανότητα, κέρδισε αυτό το «παιχνίδι», καθώς κατάφερε να αιχμαλωτίσει και τους δύο ειδικούς σε θέματα πυρηνικής ενέργειας (και βραβευμένους με Νόμπελ), τον Ότο Χαν και τον Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, καθώς και τον μηχανικό αεροδιαστημικής Βέρνερ φον Μπράουν. Ο τελευταίος, ως γνωστόν, σχεδίασε τους πυραύλους που μετέφεραν τους Αμερικανούς αστροναύτες στο φεγγάρι. Η χρήση καταναγκαστικής εργασίας κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου διαγράφηκε αθόρυβα από όλα τα ιστορικά αρχεία.
Υπάρχει περίπτωση να γράψετε άλλο βιβλίο για την Ελλάδα;
Υπάρχουν τόσες ιστορίες που θα ήθελα να πω! Έχω μια προσωπική εμμονή με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, θα γινόταν συναρπαστικό βιβλίο. Με ενδιαφέρουν, ακόμα, οι επιχειρήσεις των ανταρτών του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο βιβλίο μου Ο ανορθόδοξος πόλεμος του Τσόρτσιλ, έγραψα για την καταστροφή της οδογέφυρας του Γοργοποτάμου, όμως είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολλά ακόμα να γραφτούν!
Τα non fiction έργα βρίσκονται σε άνοδο τα τελευταία 5 με 10 χρόνια. Μπορείτε να εξηγήσετε τους λόγους;
Η αλήθεια είναι συχνά πιο παράξενη από τη φαντασία! Πιστεύω ότι στους ανθρώπους αρέσει να διαβάζουν για άτομα που έχουν βρεθεί σε απίστευτες καταστάσεις. Για σημαντικές ιστορικές στιγμές μέσα από τα μάτια των απλών ανθρώπων εκείνης της εποχής, και όχι από την οπτική των βασιλιάδων και των βασιλισσών.
Αν έπρεπε να χαρακτηρίσω τα βιβλία μου με τέσσερις λέξεις, θα έλεγα: «Απίστευτες ζωές, απίστευτοι καιροί».
Στο τέλος της ημέρας, αν έπρεπε να διαλέξετε, θα διαλέγατε ιστορικά έργα ή μυθοπλασία, και γιατί;
Το πρώτο σίγουρα! Τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει μια αληθινή ιστορία.
Επόμενα σχέδια;
Αυτή τη στιγμή γράφω για μία ολιγομελή ομάδα που στάλθηκε από τους Συμμάχους για να συνεργαστεί απευθείας με τον Στάλιν κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι καταπληκτική ιστορία! Μόλις χθες διάβαζα για τον Έλληνα πρέσβη στη Μόσχα το 1941, τον Χριστόφορο Διαμαντόπουλο. Έκανε υπέροχα πάρτι!