Ο Daniel Day-Lewis κεντάει στο κύκνειο άσμα του
Είδαμε και σχολιάζουμε τις ταινίες που έκαναν πρεμιέρα στις αίθουσες την 1η Φεβρουαρίου.
- 2 ΦΕΒ 2018
Κάθε εβδομάδα στο PopCode, θα μοιραζόμαστε μαζί σου τη γνώμη μας για τις φρέσκιες ταινίες που σε περιμένουν στις αίθουσες.
Έχουμε και λέμε:
Αόρατη Κλωστή (Phantom Thread)
Σκηνοθετεί: Πολ Τόμας Άντερσον
Παίζουν: Ντάνιελ Ντέι-Λιούις, Βίκι Κριπς, Λέσλι Μάνβιλ
Στο Λονδίνο των ‘50s ο σχεδιαστής ρούχων Ρέινολντς Γούντκοκ (Ντάνιελ Ντέι-Λιούς) κυριαρχεί στο χώρο της μόδας ντύνοντας κάθε λογής μέλος της υψηλής κοινωνίας της πόλης. Στη ζωή του μπαίνει η νεότερή του Άλμα, με την οποία μπλέκεται σε ερωτική σχέση καθώς ο έλεγχός του πάνω στην παραμικρή λεπτομέρεια της καθημερινότητάς του διαταράσσεται.
Μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί θα ήθελε ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις, ο καλύτερος ηθοποιός στον κόσμο αν ήμασταν ποτέ ικανοί να μπορέσουμε να σχηματίσουμε μια κοινή, συλλογική άποψη πάνω σε κάτι τόσο υποκειμενικό όσο η ερμηνευτική τέχνη, αυτός να είναι ο τελευταίος του ρόλος. Δεν είναι απλά μια ακόμα σπουδαία, λεπτομερής ερμηνεία, αλλά είναι ένα διαρκές παιχνίδι επιπέδων και ρόλων μες στον ίδιο του τον ρόλο, κι ο Ντέι-Λιούις παίζει τον Γούντκοκ αντιδρώντας, απορροφώντας, λαμβάνοντας τα γύρω τους βλέμματα, τους ήχους, τις κινήσεις, παρά εξωτερικεύοντας ο ίδιος. Είναι, με λίγα λόγια, μια ερμηνεία απολύτως αντιπροσωπευτική του ίδιου του φιλμ, ενός ερωτικού αινίγματος γεμάτου υπομονή και αυτοπεποίθηση, που σταδιακά αποκαλύπτει όλα τα στρώματα της αλήθειας του, τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Άντερσον νιώθει εκπληκτική άνεση εδώ, μην εξηγώντας εξαρχής στον θεατή τους όρους του παιχνιδιού (η ταινία καθιστά αναγκαία τη δεύτερη θέαση, αλλά προσωπικά υποπτεύομαι θα τη δω πολύ περισσότερες από δύο φορές), αλλά και μη νιώθοντας καν την ανάγκη να κατασταλάξει σε είδος. Φλερτάροντας με το θρίλερ όσο και με την κωμωδία (το φιλμ είναι αληθινά πολύ αστείο), η «Αόρατη Κλωστή» παίζει διαρκώς το δικό της ερωτικό παιχνίδι με τον θεατή όσο, στην καρδιά του έργου, ο Ρέινολντς και η Άλμα παίζουν το δικό τους: Εκείνος τη βλέπει ως μούσα αλλά δεν ανέχεται πολλά περισσότερα, εκείνη προσπαθεί να εντοπίσει ευαισθησία αλλά διαρκώς προσκρούει σε τοίχους, αλλά και στην αυστηρή αδελφή του, την Σίριλ, παιγμένη απολαυστικά με κρύα πυγμή από την Λέσλι Μάνβιλ. (Υποψήφια για Όσκαρ, όπως φυσικά κι ο Ντέι-Λιούις.) Ο άσος στο μανίκι του φιλμ είναι ωστόσο η πρωταγωνίστριά του, η κατά βάση άγνωστη Βίκι Κριπς που κρύβει απόγνωση, θυμό, επιθυμία και αποφασιστικότητα μέσα σε μια ερμηνεία πρακτικής ακινησίας. Σε πρώτη θέαση η προσοχή αναπόφευκτα -και υπολογισμένα- βρίσκεται στον Ντέι-Λιούις, κι αυτό η Κριπς το χρησιμοποιεί υπέρ της- και υπέρ της ταινίας.
Σε αυτό κέντημα ακριβείας ο Άντερσον χτίζει τον ερωτικό γρίφο του φιλμ πάνω σε μια ορχήστρα εκπληκτικών παιχτών. Το διεστραμμένο πιάνο του Τζόνι Γκρίνγουντ (των Radiohead), τον ρυθμό του μοντάζ του Ντίλαν Τίσενορ («Brokeback Mountain») που συντηρεί ένταση και αβεβαιότητα, τον στρατό κουστουμιών του βραβευμένου με Όσκαρ Μαρκ Μπρίτζες, το ηχητικό ντιζάιν-πυρομαχικό του Κρίστοφερ Σκαραμπόζιο, μα πάνω απ’όλα τη δουλειά του ίδιου του σκηνοθέτη στη διεύθυνση φωτογραφίας με την κάμερα να στέκεται με νεκρική επιμονή ή να κυλάει αέρινα ανάλογα με την ανάγκη ή τη διάθεση της σκηνής. Αυτό είναι μια απολύτως προσωπική προτίμηση, αλλά οι αγαπημένες μου ταινίες του Άντερσον είναι εκείνες που μοιάζει χαλαρός, παιχνιδιάρης, ο Άντερσον του «Punch-Drunk Love» και του βραδυφλεγούς «Έμφυτου Ελαττώματος». Φυσικά πολλοί θεατές θα προτιμούν τα γεμάτα ένταση, υπολογισμένα προσωπικά έπη σαν το «Θα Χυθεί Αίμα» ή το «The Master». Η «Αόρατη Κλωστή» νιώθω ενώνει αυτές τις τάσεις, ειδικά χάρη στην ακρίβεια και τη σιγουριά με την οποία παρασύρει τον θεατή στην ερωτική μάχη που κρύβεται μέσα της.
Αρχικά ομολογώ είχα στο μυαλό μου τη «μητέρα!», ως άλλη μια αλληγορική ιστορία για έναν δύστροπο άντρα καλλιτέχνη και τη βασανιστική σχέση με τη μούσα του, όμως αυτή είναι περισσότερο η ταινία που η «μητέρα!» θα ήθελε να είναι (κι όχι μόνο επειδή ο Πολ Τόμας Άντερσον είναι αληθινός σκηνοθέτης). Δίνει θέλω στην ηρωίδα του, ρίχνοντας τους εραστές σε ένα kinky παιχνίδι διαρκούς αναζήτησης ισχύος και ρόλων. Στην πρώτη σκηνή που μοιράζονται στο φιλμ, αφού οι δυο τους φλερτάρουν, εκείνος της ζητάει τελικά να βγουν για φαγητό- εκείνη είχε ήδη γράψει το όνομά της σε ένα κομμάτι χαρτί.
Dolphin Man
Σκηνοθετεί: Λευτέρης Χαρίτου
Αφήγηση: Ζαν-Μαρκ Μπαρ
Στο «Απέραντο Γαλάζιο» του Λικ Μπεσόν, ο Ζαν-Μαρκ Μπαρ είχε υποδυθεί τον θρυλικό δύτη Ζακ Μαγιόλ, μια συναρπαστική προσωπικότητα την οποία επισκέπεται εκ νέου στο ντοκιμαντέρ του Λευτέρη Χαρίτου με το ρόλο του αφηγητή. Ο Χαρίτος επιδεικνύει έναν αξιοθαύμαστο έλεγχο στο υλικό του, χρησιμοποιώντας μπόλικο αρχειακό υλικό αλλά και εντυπωσιακές εικόνες ώστε να μεταφέρει το θεατή στο απέραντο γαλάζιο του ωκεανού, σκιαγραφώντας το προφίλ του Μαγιόλ, ενός άντρα με άσβεστη δίψα για απόδραση. Το φιλμ είναι φιλοσοφημένο, συγκινητικό, όμορφο- ένα ντοκιμαντέρ που πραγματικά αξίζει να δει κανείς στη μεγάλη οθόνη.
Ο Άντρας που Έριξε τον Λευκό Οίκο (Mark Felt: The Man Who Brought Down the White House)
Σκηνοθετεί: Πίτερ Λάντσμαν
Παίζουν: Λίαμ Νίσον, Νταϊάν Λέιν, Τόνι Γκόλνγουιν
Πάνω στην ώρα για τους θεατές που είδαν το «The Post» του Σπίλμπεργκ και θέλουν άμεσα τη συνέχεια της ιστορίας (ή όσους είδαν τον πολύ καλό «Επιβάτη» και θέλουν κι άλλο Λίαμ Νίσον), εδώ έχουμε τον Νίσον να παίζει τον Μαρκ «βαθύ λαρύγγι» Φελτ σε μια μάλλον ‘90s τηλεοπτικών προδιαγραφών παραγωγή που μοιάζει περισσότερο με σκετσάκι του «Saturday Night Live» που ξέχασε τα αστεία, παρά με αληθινή ταινία. Βλέπεται κυρίως για το στόρι και για τα οικεία πρόσωπα του καστ.
Ακόμα στις αίθουσες
Πρεμιέρα κάνει και μεταγλωττισμένο το οικογενειακό animation «Ο Άνθρωπος των Σπηλαίων» του Νικ Παρκ («Οι Κότες Τό’Σκασαν», «Wallace & Gromit») για έναν παλαιολιθικό άνθρωπο που ενώνει τα μέλη της φυλής του ενάντια σε έναν κοινό εχθρό.
* Οι κριτικές αναδημοσιεύονται από την εφημερίδα Έθνος.