ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο David Krumholtz πιστεύει πως τα στούντιο βρήκαν τρόπο να κάνουν συστημικό το ανεξάρτητο σινεμά

Στο φεστιβάλ του Λοκάρνο στην Ελβετία, μιλήσαμε με τον ηθοποιό του Οπενχάιμερ για την ανεξάρτητη ταινία Lousy Carter εν μέσω της μεγαλύτερης απεργιακής κινητοποίησης του Χόλιγουντ.
Τον David Krumholtz τον ξέρουμε πολύ καλά, ακόμα κι αν δεν είναι το πρώτο όνομα στις διασημότερες ταινίες που έχει παίξει. Ένας από τους πιο αγαπητούς καρατερίστες του σημερινού Χόλιγουντ, ένας από εκείνους τους ηθοποιούς που –πολύ απλά– κάθε φορά που τους βλέπεις να εμφανίζονται σε μια ταινία, σου φτιάχνει η διάθεση. «Α, είναι αυτός ο τύπος!», λες με χαρά δείχνοντας την οθόνη. Σα να είδες έναν παλιό σου, αγαπημένο φίλο.

Ο David Krumholtz είναι Αυτός Ο Τύπος.

Φέτος ας πούμε τον βλέπουμε στο Οπενχάιμερ του Christopher Nolan, μια από τις ταινίες-φαινόμενο της χρονιάς, να είναι μέλος ενός εκπληκτικού ensemble γεμάτο με Τύπους. Ο Krumholtz έγινε ευρύτερα γνωστός στο τηλεοπτικό κοινό με τη σειρά Numb3rs την ώρα που παράλληλα έχτιζε μια εξαιρετική φιλμογραφία με χαρακτηριστικούς ρόλους σε σημαντικές ταινίες: The Ice Storm, 10 Things I Hate About You, The Ballad of Buster Scruggs, Hail Caesar!, This Is the End μερικές μόνο από αυτές.

Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο φεστιβάλ του Λοκάρνο. Το Lousy Carter αναζητά διανομή. Ο David Krumholtz πρωταγωνιστεί στο Οπενχάιμερ που κυκλοφορεί στις αίθουσες. / Ευχαριστούμε το φεστιβάλ του Λοκάρνο για τη φιλοξενία.

Μοιάζει να μπορεί αβίαστα να παίξει δράμα και κωμωδία, με έναν τρόπο που τα κάνει να συνυπάρχουν την ίδια στιγμή, κι αυτό ίσως τον έκανε ιδανικό για μια ταινία που, αυτή τη φορά, χτίστηκε όλη πάνω του. Έτσι, την ίδια χρονιά που τον βλέπουμε στο Οπενχάιμερ να ξεχωρίζει από ένα πολυπληθές ensemble (κάτι που ξέρει πολύ καλά πώς να κάνει), τον απολαμβάνουμε και ως κεντρικό ήρωα σε μια πλήρως ανεξάρτητη αμερικάνικη ταινία, το Lousy Carter.

Εκεί, παίζει έναν άντρα που κάποτε ήταν γεμάτος υποσχέσεις για μια λαμπρή καριέρα ως animator, όμως τώρα έχει συμβιβαστεί με μια μη αξιοσημείωτη καθημερινότητα, διδάσκοντας σε ένα μέτριο κολέγιο. Μια μέρα, μαθαίνει μετά από μια επίσκεψη στον γιατρό πως έχει μπροστά του μόνο 6 μήνες ζωής – αλλά μετά το αρχικό σοκ, δεν κάνει τίποτα με αυτή την πληροφορία. Δεν αλλάζει κάτι ριζικά, δεν παίρνει μεγάλες αποφάσεις. Απλώς, συνεχίζει να υπάρχει.

Τονίζουμε το ότι το φιλμ είναι πλήρως ανεξάρτητο, διότι η πρεμιέρα του στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, στην Ελβετία, γίνεται με παρουσία του ίδιου του πρωταγωνιστή εν μέσω απεργιακών κινητοποιήσεων που απειλούν να παραλύσουν το industry (και δικαίως, με ηθοποιούς και σεναριογράφους να ζητούν καλύτερες διαβεβαιώσεις και συλλογικές συμβάσεις για το μέλλον των επαγγελμάτων τους). Ο David Krumholtz είναι λοιπόν εδώ, ακριβώς επειδή το Lousy Carter είναι ανεξάρτητη παραγωγή και άρα έχει εξασφαλίσει μια πολυπόθητη εξαίρεση από τα σωματεία.

Που σημαίνει, πως ο Krumholtz μπορεί να μας μιλήσει για το Lousy Carter, και μπορεί να μας μιλήσει γενικά για τη βιομηχανία του σινεμά σήμερα (όπως και μας μίλησε), αλλά όχι ας πούμε για το Οπενχάιμερ. Δίπλα του, ο σκηνοθέτης της ταινίας Bob Byington, ένας αληθινός indie δημιουργός, που μαζί με τον Krumholtz κάθισαν ένα ηλιόλουστο απόγευμα και μας μίλησαν για την ταινία και για τη συνεργασία τους.

Ο Byington μας λέει κατευθείαν πως «μπορούμε να είμαστε αστείοι, αλλά έχω άσχημη διάθεση». Τον ρωτάω κατευθείαν γιατί και απαντάει, «δε θέλω να μπω σε αυτό. Αλλά αν δεν ήμουν σε κακή διάθεση θα ήμουν πιο αστείος». ΟΚ, ας μιλήσουμε λοιπόν για αυτό το χιούμορ.

Είναι αυτό το deadpan χιούμορ κάτι που σου ταιριάζει σαν άνθρωπο;

Krumholtz: Εεε… ναι…. Αλλά θέλω να βασίζομαι στον διάλογο. Ο διάλογος πρέπει να λειτουργεί από μόνος του, χωρίς τις επιλογές που θα κάνω εγώ στο πώς τον παραδίδω.

Εμφανώς ο χαρακτήρας μου είναι ένα άτομο σε βαθιά περισυλλογή, με πολλές νευρώσεις, κι αυτό είναι καθαρά εκφρασμένο στον διάλογο ώστε όταν τον πιάνεις σε στιγμές που βρίσκεται στο κενό, να έχεις καθαρή ιδέα τι σκέφτεται. Είναι ψυχολογία.

Ο χαρακτήρας μαθαίνει πως θα πεθάνει στην πρώτη σκηνή της ταινίας και… βγάλε τα συμπεράσματά σου μετά. Στη συνέχεια δηλαδή δεν συμπεριφέρεται ακριβώς όπως το κλισέ αυτού του υποείδους, σαν άλλους χαρακτήρες που «μαθαίνουν πως θα πεθάνουν».

Byington: Ναι, είναι ένα είδος υπό μία έννοια. Όλοι κάνουν ταινίες ζόμπι, ταινίες με βαμπίρ, αυτό είναι το «έχεις 6 μήνες ζωής» είδος. Παίζουμε με τις προσδοκίες, γιατί ακριβώς αυτό που λες, δεν κάνει bucket list, αλλά ζορίζεται με όλα αυτά που ζοριζόταν και πριν. Με κάποιο τρόπο το σενάριο αυτό ήταν και αντίδραση στην πανδημία. Ξέρεις, νιώθαμε πως όλα έχουν 6 μήνες ζωής. Το έγραψα στην αρχή της πανδημίας που όλοι αναρωτιόμασταν, τι διάολο γίνεται;

Υπάρχει μια μικρή σκηνή στην ταινία, που απλώς διορθώνει γραπτά λίγο αφού πήρε τη διάγνωση, και την έβλεπα και λέω… μα τι κάνει; Αλλά μετά σκέφτομαι πως κι εγώ αν μάθαινα ότι έχω ας πούμε δυο μήνες ζωής, δε ξέρω αν θα έκανα κάτι πιο δραστικό. Ξέρεις; Μια μικρή σκηνή, τίποτα, αλλά με έβαλες σε ένα υπαρξιακό σπιράλ.

Krumholtz: Ναι, ξέρω πολύ καλά τι λες. Υπάρχουν κάποιοι τύποι προσωπικότητας που ζουν σε μια μόνιμη υπαρξιακή κρίση, που νιώθουν πάντα διαρκώς νεκροί και ζωντανοί στο πώς σκέφτονται τον εαυτό τους. Και δεν θα άλλαζαν ποτέ τίποτα. Η ζωή απλώς συνεχίζεται κι ο θάνατος απλώς έρχεται. Αυτό ισχύει πάντοτε. Και δεν είναι κάτι που μπορείς να προβλέψεις. Η μόνη διαφορά λοιπόν είναι ότι αυτός παίρνει μια πρόβλεψη. «Θα πεθάνεις τότε». Αλλά δεν τον στεναχωρεί και πολύ.

Byington [προς εμένα]: Σε εξέπληξε καθόλου η σκηνή με τον γιατρό;

Όταν μαθαίνει το μπέρδεμα; Χμ, δεν φαντάστηκα τον ακριβή μηχανισμό, αλλά περίμενα πως κάτι θα γινόταν και δε θα πέθαινε τελικά. Και μετά παθαίνει κάτι άσχετο, οπότε ήταν μια διπλή ανατροπή κατά μία έννοια… Αυτό δεν το περίμενα.

Byington: Αυτό είναι το παιχνίδι που κάνουμε με το «6 μήνες ζωής» είδος. Η ιδέα της ταινίας είναι ότι εσύ νομίζεις πως αυτό θα συμβεί, έχεις κάποιους μήνες και θα πεθάνεις από αυτό, κι η ιδέα είναι πως ξεφυσάς απαλλαγμένος από το άγχος αλλά μετά πεθαίνεις ούτως ή άλλως. 

Που ισχύει έτσι κι αλλιώς!

Byington: Αυτό είναι το θεματικό θεμέλιο.

Και κοίτα, κάνω τρελό eyeroll γενικά στην ιδέα, δηλαδή αν μου έλεγες να κάνω μια ταινία για ένα τύπο που πεθαίνει σε 6 μήνες θα σου έλεγα άντε γαμήσου! Δε θέλω καν να την δω την ταινία σου!


Και γιατί την έκανες τότε; Πώς γεννήθηκε, αφού το είδος αυτό σε απωθεί;

Byington: Δεν το έχω πει σε κανέναν, αλλά είναι από τον πατέρα μου, που πήρε μια τέτοια διάγνωση. Συνέβη στον πατέρα μου το 2003. Αυτή είναι η ιδέα της ταινίας. Να γράψω αυτή τη σκηνή και μετά να το πιάσω από εκεί.

Αλλά επίσης, η γυναίκα του Lousy, στο σενάριο το αρχικό ήταν τρεις γυναίκες. Η Candela – που το όνομά της το έχω πάρει από τις Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης. Ήταν τρεις διαφορετικές στην αρχή. Γιατί οι γυναίκες, οι πρώη μου, πάντα μου λένε πως πρέπει να γίνω καλύτερος. Κι έγιναν κι οι τρεις, η Candela. Και ξέρεις, αν μπορούσα να ξεφορτωθώ το κομμάτι της προσωπικότητάς μου που μου λέει διαρκώς πως πρέπει να γίνω καλύτερος, θα ήμουν πολύ πιο χαρούμενος.

Υπάρχει και μια σκηνή κηδείας που ο Lousy λέει πολλά αρνητικά πράγματα για την μητέρα του, πώς βγήκε αυτή η σκηνή;

Krumholtz: Στην πραγματικότητα έχω γοητευτική μητέρα…

Byington: Ναι.

Krumholtz [τον κοιτάει]: Την ξέρεις;!

Byington: Είναι στο instagram!

[γελάμε]

Krumholtz: Η αλήθεια είναι ότι έχω λίγο περίπλοκη σχέση με τη μητέρα μου όμως, και μου αρέσει η ιδέα του πώς θα ήταν αν λέγαμε την αλήθεια σε μια κηδεία αντί για τις συνήθεις καλοσύνες. Να μιλήσεις για τις περιπλοκότηες ενός ατόμου που είχε διάφορα ζητήματα, ή μπορεί να είναι αποχρώσεις κακίας. Είναι λοιπόν αυτή η σχεδόν βάρβαρη ειλικρίνεια που αγαπώ στον χαρακτήρα μου.

Και ξέρεις, οι άνθρωποι το βλέπουν σαν τρελό αυτό. Ή διακρίνουν κοινωνιοπάθεια στην ωμή ειλικρίνεια. Αλλά κάποιοι άνθρωποι δε μπορεί να υπάρξουν χωρίς να είναι έτσι. Πρέπει να συμβεί με αυτό τον τρόπο. Πρέπει να σου λένε την αλήθεια πάντα!

Byington: Συνήθως οι νεοϋορκέζοι ε;

Krumholtz: Τείνουν να σου λένε την αλήθεια, ναι.

Byington: Ενώ στο Λος Άντζελες οι πάντες σου λένε ψέματα.

[ο David Krumholtz γελάει]

Krumholtz: Οπότε ναι, αυτή η σκηνή έβγαλε τέλειο νόημα για μένα και δεν ήταν δύσκολο να την παίξω υπό καμία έννοια. Έμαθα τις ατάκες όσο τέλεια ήθελε ο Bob και μετά…

Byington: Νομίζω δεν περισσεύει ούτε μία λέξη σε αυτή την ομιλία. Όλα είναι στο σενάριο. Αν και η αγαπημένη μου σκηνή στην ταινία είναι αυτοσχεδιασμός. Όταν κρατά την γυναίκα μετά την τάξη και της λέει για το πρότζεκτ και της λέει ότι δεν τον ελκύει…

Krumholtz: Και το είχα ξεχάσει αλλά είναι κι άλλη μία. Σου έδωσα άλλο έναν αυτοσχεδιασμό που δουλεύει. Που λέω την ατάκα «τα κακά νοσοκομεία σε αφήνουν να πεθάνεις, τα καλά νοσοκομεία σε σκοτώνουν εκείνα». Που βέβαια κι εγώ αυτό το είχα κλέψει.

Πάνω στη συνεργασία σας λοιπόν, επειδή έχετε ξαναδουλέψει μαζί, τι είναι αυτό που εκτιμάτε;

Krumholtz: Γουέλ, ο Bob κάνει τις ταινίες του να συμβούν. Ως ηθοποιός παίρνεις πολλά σενάρια και λες, α θα ήθελα να το κάνω αυτό, και μετά μαθαίνεις ότι δεν είναι καν κοντά στο να γίνουν και λες, τότε πώς διάολο βρέθηκε καν αυτό το σενάριο στην αγκαλιά μου; Αυτό το πράγμα δεν θα συμβεί ΠΟΤΕ! Οπότε νιώθεις πως σου κουνά κάποιος ένα καρότο μπροστά στο πρόσωπό σου. Λές «θα ήθελα να είμαι μέρος της ταινίας» και μετά σου λένε «ωραία, πώς θα μπορούσες να μας βοηθήσεις να γίνει αυτή η ταινία;»

[γελάμε]

Αυτό με ελκύει λοιπόν. Ο Bob κάνει τις ταινίες του. Αλλά είχαμε γνωριστεί μέσω μιας πρώην του που ήταν φίλη μου, δουλέψαμε σύντομα σε ένα πρώιμο φιλμ του και μετά δεν μου μίλησε για 10 χρόνια. Νομίζω πως νόμιζε πως δεν ήμουν και πολύ ταλαντούχος. Που είναι ΟΚ! [γελάει] Και μετά μου ζήτησε να παίξω ένα μικρό ρόλο στο προηγούμενό του.

Ως ηθοποιός, είναι δουλειά μου να καταλάβω τι έχω κοινό με κάποιον, με τον οποιονδήποτε. Είναι η αίσθησή μου. Πρέπει να είμαι παρατηρητικός. Κι ήταν πολύ καθαρό ότι ο Bob κι εγώ έχουμε παρόμοιο σκεπτικό για πολλά πράγματα και ειδικά για τους εαυτούς μας. Κι αυτή η ταινία ήταν όσο καθαρή έκφραση θα μπορούσε να υπάρξει από τον Bob για το πώς αισθάνεται απέναντι στον εαυτό του. Έχει σαφή αυτοβιογραφικά στοιχεία μέσα, και σκέφτηκα… ΟΚ, ακούγεται σαν κάτι που μιλάει και σε εμένα επίσης. Οπότε δεν το σκέφτηκα καν για να την κάνω.


O David Krumholtz απέναντι στον Cillian Murphy στο Οπενχάιμερ.

O David Krumholtz απέναντι στον Cillian Murphy στο Οπενχάιμερ.

Πόσο σημαντικό είναι να κάνεις σήμερα μια αληθινά ανεξάρτητη ταινία; Ποια είναι η πραγματικότητα του να κάνεις σήμερα ταινίες που δεν ανήκουν σε ένα μικρό στούντιο που ανήκει σε ένα μεγαλύτερο στούντιο και που εν τέλει κάποιος θα ελέγχει το όραμά σου;

Krumholtz: Ναι, κοίτα, η Αμερική είναι μια καπιταλιστική χώρα με καπιταλιστικά ιδεώδη, οπότε βρήκαν τρόπο να εκμεταλλευτούν και να απλώσουν το κεφάλαιο και στο χώρο του ανεξάρτητου σινεμά. Οπότε τώρα υπάρχουν επίπεδα ανεξάρτητου φιλμ. Κι όχι απλά ανεξάρτητες ταινίες στα αλήθεια. Τώρα έχεις ατζέντηδες και υπηρεσίες που κάνουν αυτό το πράγμα, που σπρώχνουν ορισμένα φιλμ βάσει του πόσα χρήματα μπορούν να φέρουν, όχι βάσει της ποιότητας αλλά βάσει των χρημάτων. Κι αυτό φυσικά βασίζεται στο ποιοι σταρ είναι μέσα στην ταινία.

Κι έτσι, πριν καν το σκεφτείς, ένα «ανεξάρτητο» φιλμ 8 εκατομμυρίων… [κάνει eyeroll, γελάμε] πουλιέται για τσουβάλι λεφτά στο «ανεξάρτητο» φεστιβάλ που λέγεται Σάντανς. Οπότε…

Και κάθε άλλο φεστιβάλ, εκτός από τα πολύ μεγάλα που πληρώνουν για το δικό τους μάρκετινγκ και κάνουν ό,τι θέλουν, δεν έχουν πια ελευθερία κινήσεων. Θα πρέπει να παίξουν βάσει αυτών των κανόνων και να ακολουθήσουν αυτές τις επιλογές. Τα στούντιο βρήκαν τρόπο να κάνουν συστημικό όλο το ανεξάρτητο σινεμά!

*Το Lousy Brown προβλήθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ του Λοκάρνο. Ο David Krumholtz πρωταγωνιστεί στο Οπενχάιμερ που κυκλοφορεί στις αίθουσες.

*Ευχαριστούμε το φεστιβάλ του Λοκάρνο για τη φιλοξενία.

Exit mobile version