Διαβάζοντας τον ‘Τελευταίο Πειρασμό’ τη Μεγάλη Εβδομάδα
Ένας συντάκτης γράφει για το έπος των επών του Νίκου Καζαντζάκη και για την ίσως μεγαλύτερη παρεξήγηση στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
- 11 ΑΠΡ 2015
Η πρώτη φορά που προσπάθησα να διαβάσω Καζαντζάκη ήταν στη έκτη δημοτικού, όταν μια φίλη των γονιών μου μου πήρε για δώρο γενεθλίων το ‘Ταξιδεύοντας: Αγγλία’. Άρχισα να το διαβάζω το πρωί της επόμενης μέρας και το παράτησα περίπου είκοσι λεπτά μετά. Ένιωσα ότι η γλώσσα στην οποία γράφει ο Καζαντζάκης δεν είναι τα ελληνικά.
Είκοσι χρόνια μετά και μετά από ένα ατελείωτο γαϊτανάκι βιβλίων που ξεκινούσα αλλά βαριόμουν να τελειώσω (περίπου δέκα σε έξι μήνες), ένας βιβλιοφάγος φίλος μού πρότεινε τον ‘Τελευταίο Πειρασμό’. “Αν συνηθίσεις τα ιδιώματα της γλώσσας του Καζαντζάκη και δεν το παρατήσεις, θα διαβάσεις ένα από τα δύο-τρία καλύτερα βιβλία της ζωής σου”. Είχε απόλυτο δίκιο.
Αυτό που αναμφισβήτητα ισχύει με το -κατά τα λεγόμενα του ίδιου του συγγραφέα- αγαπημένο του βιβλίο είναι το απόλυτο ξεμπρόστιασμα των ασχέτων, των ‘παραλίγο’, αυτών που κρίνουν από τον τίτλο ή απ’ αυτά που έχουν ακούσει, αυτών που δεν διάβασαν ποτέ τον ‘Τελευταίο Πειρασμό’ αλλά είχαν γνώμη και θα άναβαν ευχαρίστως μια φωτιά για να πετάξουν έργο και συγγραφέα μέσα.
Ο ‘Τελευταίος Πειρασμός’ είναι ένα μανιφέστο Αγάπης και η πιο αληθινή (παρότι μιλάμε για λογοτεχνία και όχι ιστορία) εξιστόρηση της ζωής και των παθών του Ιησού.
Η κατανυκτική εισαγωγή και το μανιασμένο όνειρο
“Γιατί ο Χριστός για να ανέβει στην κορυφή της θυσίας (…) πέρασε όλα τα στάδια του αγωνιζόμενου ανθρώπου. Όλα, και γι’ αυτό ο πόνος του μας είναι τόσο γνώριμος και τον πονούμε, κι η τελική νίκη του μας φαίνεται τόσο και δικιά μας μελλούμενη νίκη. Ό,τι είχε βαθιά ανθρώπινο ο Χριστός μάς βοηθάει να τον καταλάβουμε και να τον αγαπήσουμε και να παρακολουθούμε τα Πάθη του σαν να ‘ταν δικά μας πάθη. Αν δεν είχε μέσα του το ζεστό ανθρώπινο στοιχείο, δεν θα μπορούσε ποτέ με τόση σιγουράδα και τρυφερότητα να αγγίξει την καρδιά μας, και δεν θα μπορούσε να γίνει πρότυπο στη ζωή μας”.
Ήδη από τον πρόλογό του, ο Καζαντζάκης μιλάει για το θεάνθρωπο Χριστό με απόλυτη αγάπη, κατάνυξη και ζεστασιά στα λόγια. Αν από τις πρώτες του γραμμές επιχειρεί κάτι που σίγουρα δεν αρέσει στην Εκκλησία και τους φανατικούς θρησκόληπτους, αυτό είναι η έμφαση στην ανθρώπινη υπόσταση του Χριστού.
Όταν οι ιεροί(;) πατέρες μιλάνε για τον θεάνθρωπο Χριστό, η προσοχή τους είναι στη θεία του υπόσταση. Το ‘άνθρωπος’ το υποτιμούν. Αντιθέτως, ο Καζαντζάκης βουτάει στην ανθρώπινη πλευρά του Χριστού και εξηγεί ότι η αγάπη και η ταύτιση μαζί του οφείλονται περισσότερο σε αυτήν. Γι’ αυτό τον νιώσαμε δικό μας.
O Καζαντζάκης βουτάει στην ανθρώπινη πλευρά του Χριστού και εξηγεί ότι η αγάπη και η ταύτιση μαζί του οφείλονται περισσότερο σε αυτήν. Γι’ αυτό τον νιώσαμε δικό μας.
Γιος του κατάκοιτου μαραγκού Ιωσήφ και μιας μάνας που πονάει για τον γιο της που βλέπει καθημερινά να λιώνει εξαιτίας μιας εσωτερικής πάλης που δεν θα μπορούσε ποτέ να μαντέψει, ο Ιησούς φτιάχνει τους σταυρούς στους οποίους σταυρώνουν οι Ρωμαίοι τους ζηλωτές.
Με το καλημέρα, ο Καζαντζάκης μάς μεταφέρει στον πόλεμο της διττής υπόστασης που μαίνεται εντός του Ιησού μέσα από ένα όνειρο που τρυπάει το κρανίο του σαν χίλια καρφιά. Ο ίδιος είναι πεπεισμένος ότι δεν διαφέρει σε τίποτα από τους κοινούς ανθρώπους, αλλά κάθε φορά που στο μυαλό του μπαίνουν πειρασμοί για μια κανονική θνητή ζωή, ο Ιησούς αυτομαστιγώνεται και τιμωρείται. Νιώθει ότι δοκιμάζεται από τον Θεό. Συχνά ξεσπάει, τον ρωτάει τι ζητάει απ’ αυτόν.
Η σιωπή που εισπράττει πίσω ή καμιά φορά το γλυκό, θείο φως που τον χαϊδεύει και του απαλύνει προσωρινά τον σαρκικό πόνο είναι δύο μοτίβα που χρησιμοποιεί συχνά ο συγγραφέας για να απεικονίσει την επικοινωνία του Θεού με τον εκλεκτό, με τον Μεσσία που περιμένει γενιές και γενιές η αλύτρωτη γη του Ισραήλ.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης του βιβλίου, ο Ιησούς παρουσιάζεται πιο άνθρωπος από ποτέ. Πονάει, ματώνουν τα πόδια του, πετάγεται στον ύπνο, γελάει, ανησυχεί, φοβάται, χορεύει με τους μαθητές του, πεινάει, κρυώνει, τραγουδάει, ταξιδεύει, αλλά πάντα, ΠΑΝΤΑ, ο Καζαντζάκης φροντίζει να επισημαίνει τη θεία του κράση, το γεγονός ότι είναι αλλιώτικος από τους άλλους ανθρώπους.
Ο τρόπος του Καζαντζάκη
Μπορεί σε πολλούς να αρκούσε ο χαρακτηρισμός του ‘Τελευταίου Πειρασμού’ ως ένα πανέμορφο θρησκευτικό μυθιστόρημα, αλλά ο τρόπος που χειρίζεται και ξεδιπλώνει την ιστορία ο Καζαντζάκης αφήνει ανοιχτή μια χαραμάδα ότι μπορεί να μιλάμε και για κάτι περισσότερο.
Η μαγική μέθοδος του συγγραφέα στο να εισάγει στην αφήγηση και τους άλλους πρωταγωνιστές που μάθαμε από τα Θρησκευτικά ή τον Τζεφιρέλι σε κάνει απλά να σκίζεις κάθε ιστορία που τόλμησες ποτέ να σκεφτείς και να γράψεις.
Όσον αφορά τη γλώσσα του βιβλίου, δεν περιγράφεται με λέξεις υπό τον κίνδυνο ανεπανόρθωτης έκθεσης του υπογράφοντος. Ας μείνουμε στο ‘δεν περιγράφεται με λέξεις’.
Όσον αφορά τη γλώσσα του βιβλίου, ας μείνουμε στο ‘δεν περιγράφεται με λέξεις’.
Η Μαγδαληνή συστήνεται ως παιδική φίλη του Ιησού, αλλά και ως μια ενοχή που δεν μπορεί με τίποτα να ξεπεράσει. Στον ‘Τελευταίο Πειρασμό’, ο Ιησούς δεν θα αγγίξει ποτέ ερωτικά τη Μαγδαληνή, αλλά θα σταθεί μπροστά της στο πρώτο μισό του βιβλίο ζητώντας της να τον συγχωρέσει για τα δεινά που περνάει εξαιτίας του. Ο Ιούδας είναι ένας ζηλωτής που αρχικά θέλει να σκοτώσει τον ‘προδότη’ Ιησού γιατί φτιάχνει σταυρούς για λογαριασμό των Ρωμαίων, θα φτάσει λίγα εκατοστά πριν το κάνει, αλλά θα θαμπωθεί από το φως και τον Θεό που βλέπει στο πρόσωπό του και θα κάνει πίσω.
Ένα κομβικό σημείο που μπορεί να διαιρέσει το βιβλίο στα δύο είναι η καθηλωτική στιγμή που ο Ιησούς κλεισμένος σ’ ένα μοναστήρι στην έρημο καταλαβαίνει ότι είναι ο εκλεκτός του Θεού, αποτάσσει τις τύψεις για την ανθρώπινη υπόστασή του και βγαίνει ξαλαφρωμένος στα πλήθη να κηρύξει το λόγο του Θεού και το ‘Αγαπάτε Αλλήλους’. Δεν ξέρει τι θα πει κάθε φορά πριν μιλήσει. Απλά ανοίγει το στόμα και ο Θεός βάζει τις λέξεις σε αυτό. Και ο κόσμος τον πιστεύει.
Το τι συμβαίνει από εκείνη τη στιγμή και έπειτα δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε κανένα κείμενο για τον ‘Τελευταίο Πειρασμό’ και την ιδιοφυία του Καζαντζάκη. Είναι κάτι που πρέπει να διαβαστεί από το πρωτότυπο.
Η γνωστή μηδενιστική υποκρισία της Εκκλησίας
Διαβάζοντας μερικά ιστορικά στοιχεία σχετικά με την αντίδραση της Εκκλησίας για το βιβλίο και τον αφορισμό του Καζαντζάκη που τελικά δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα, αναρωτιέμαι αν η γκρίνια και η τυφλή κριτική είναι κάτι που μεταλάβαμε ως έθνος απευθείας απ’ την εκκλησία.
Ο Καζαντζάκης τελείωσε τον ‘Τελευταίο Πειρασμό’ το 1951 και η πρώτη του έκδοση συνέβη έναν χρόνο μετά, σε σουηδική και νορβηγική μετάφραση. Το βιβλίο εκδόθηκε στα ελληνικά το 1955, αλλά η Εκκλησία είχε προλάβει να το καταδικάσει από το 1953 (πηγή: Το Βήμα)! Είτε ο κλήρος ήταν φοβερά προικισμένος στις ξένες, και δη στις σκανδιναβικές, γλώσσες, ή κάποιος μας κοροϊδεύει.
“Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου”.
Βλέπεις, δεν είναι απλά το πιθανό ‘τυφλό’ της καταδίκης που προκαλεί ερωτηματικά, αλλά το ίδιο το έργο του Καζαντζάκη, που στα μάτια μου εδώ και έναν μήνα που έχω καταπιαστεί με τον ‘Τελευταίο Πειρασμό’ μοιάζει με τον πιο αληθινό Χριστιανό που ξέρω. Το 1954, έναν χρόνο πριν την έκδοσή του ‘Τελευταίου Πειρασμού’ στα ελληνικά, η Ιερά Σύνοδος ζήτησε από την κυβέρνηση να απαγορευτούν τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη.
Ο ίδιος, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή: “Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ”.
Ο ‘Τελευταίος Πειρασμός’ καταγράφηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το Index Librorum Prohibitorum. Στον ίδιο Κατάλογο, υπήρχαν βιβλία του Βίκτορος Ουγκό, του Ιμμάνουελ Καντ, του Ονόρε ντε Μπαλζάκ, του Καρλ Μαρξ, του Εμίλ Ζολά, του Ζαν Πολ Σαρτρ. Ο Κατάλογος έχει πλέον καταργηθεί.
Το όνομα του Νίκου Καζαντζάκη δεν έχει αποκατασταθεί ακόμα στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και ούτε πρόκειται.
|Η ποπ κουλτούρα μέσα από εικόνες| Ακολούθησε το Ιnstagram account του PopCode.