«Είναι λίγο γουέστερν η ελληνική επαρχία»: Ο σκηνοθέτης που σάρωσε τα βραβεία Ίρις μιλά στο OneMan
Ο Τζώρτζης Γρηγοράκης πέρασε από το στούντιο του Pop για τις Δύσκολες Ώρες, λίγες μέρες πριν το Digger σαρώσει τα «ελληνικά Όσκαρ» κερδίζοντας 10 βραβεία. Αυτά είναι όσα μας είπε.
- 19 ΙΟΥΝ 2021
Σε έναν άνευ προηγουμένου θρίαμβο για τα δεδομένα των βραβείων Ίρις, το γουέστερν ελληνικής επαρχίας Digger σάρωσε κερδίζοντας 10 βραβεία, ανάμεσα στα οποία εκείνα για την Καλύτερη Ταινία, Σκηνοθεσία, Σενάριο και Α’ Ανδρικού Ρόλου για τον Βαγγέλη Μουρίκη.
Η ταινία αφορά την επανένωση ενός γιου με τον αποξενωμένο του πατέρα, όταν ο γιος επιστρέφει για να διεκδικήσει μερίδιο της περιουσίας. Και μας ταξιδεύει στα βάθη ενός δάσους της Χαλκιδικής, εκεί όπου η βαριά βιομηχανία αρχίζει να απειλεί το φυσικό τοπίο και μαζί τον απομονωμένο Νικήτα του Μουρίκη.
Σκηνοθέτης είναι ο Τζώρτζης Γρηγοράκης, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Ένα από τα 10 Ίρις που κέρδισε εξάλλου το Digger ήταν και αυτό του Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη- η πρώτη φορά στα 12 χρόνια του θεσμού που ο ίδιος άνθρωπος κερδίζει και τα δύο βραβείο σκηνοθεσίας την ίδια χρονιά.
Σε μια εξαιρετικά ευτυχή συγκυρία, το Digger κυκλοφορεί στις αίθουσες μια μέρα μετά τον θρίαμβό του στα Ίρις, και γι’αυτό θυμόμαστε μερικά από τα όσα πολύ ενδιαφέροντα μοιράστηκε μαζί μας ο Γρηγοράκης στο επεισόδιο του Pop για τις Δύσκολες Ώρες που ήταν αφιερωμένο στα φετινά βραβεία Ίρις.
«Είμαι χαρούμενος για την ταινία και τους συνεργάτες μου, είναι μια ταινία που έγινε με δύσκολο τρόπο και κάθε τμήμα πάλεψε πολύ σε όλα τα επίπεδα για να έχουμε αυτό το άρτιο αποτέλεσμα. Για να βγει η ταινία με σχετικά χαμηλό προϋπολογισμό για τις απαιτήσεις αυτές. Με επικίνδυνα γυρίσματα στα 1,300 μέτρα στην ορεινή Χαλκιδική που ήμασταν».
«Ψάχναμε ένα δάσος φυλλοβόλο, δάσος οξιάς, για αισθητικούς λόγους αλλά και πρακτικτικούς. Θέλαμε τη μετάβαση της εποχής από το φθινόπωρο στο χειμώνα. Ξεκινάει η ταινία και είναι κίτρινα και κόκκινα φύλλα, φθινοπωρινά, και καταλήγει χωρίς φύλλα, το χειμώνα. Τα στοιχεία της φύσης παίζουν και δραματουργικό ρόλο, δεν είναι απλά ντεκόρ».
«Αγαπάω τα δάση πολύ. Άμα ταξιδεύεις σε ένα δάσος έχει ενδιαφέρον, είναι λίγο υπαρξιακό. Είναι σαν ζωντανός οργανισμός».
«Δεν δουλεύουμε μόνο με πράγματα που έχουμε βιώσει προσωπικά. Το πιο σημαντικό είναι ο σκηνοθέτης να έχει τη συναισθηματική αλήθεια που πραγματεύεται η σχέση των ηρώων. Από εκεί και πέρα φέρανε πολλά και οι ηθοποιοί. Ο Theo Alexander έκανε φοβερή δουλειά με την προφορά του και μιλάει σα να είναι από εκεί. Ο Ιατρόπουλος είναι από εκεί. Κι εγώ παρότι παιδί της πόλης, αφουγκραζόμαστε, ξέρουμε τι θα πει επαρχία».
«Είναι λίγο γουέστερν η ελληνική επαρχία και γι’αυτό ταυτίσαμε κάποιες υφές της ταινίας με αυτό το είδος».
«Από κάπου όλοι ξεκινάμε. Είναι μια ταινία τις ρίζες. Είναι μια ταινία για τη γη, πώς πατάνε οι χαρακτήρες στη γη, πόσο στέρεο είναι το έδαφος κάτω από τα πόδια τους και πόσο κοινό έδαφος έχουμε».
«Με ενδιέφερε πάρα πολύ το διττό point of view στους ήρωες, στις επιλογές και στη σχέση τους. Παρακολουθούμε και τον πατέρα και τον γιο, στο τέλος πρωταγωνιστής είναι το δάσος. Κάθε αλήθεια είναι μισή αλήθεια, με την έννοια ότι αυτό που κάνει ο πατέρας, η επιλογή του, για κάποιον είναι εμμονικός και αυτοκαταστρέφεται, για κάποιον άλλον είναι συνεπής με τις επιλογές του».
«Σίγουρα έχει να κάνει με την αρρενωπότητα, με την λανθασμένη αντίληψη του ματσό που είναι πολύ βαρύς και μπορεί να βουλιάξει από το βάρος του».
«Ο Βαγγέλης Μουρίκης είναι κινηματογραφικός μου πατέρας και σίγουρα αν δεν έκανε ο Βαγγέλης τον ρόλο μπορεί να μην έκανα την ταινία. Πίστευα πολύ στον Βαγγέλη, και για μένα έχει κάνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του. Είναι άνθρωπος που σκάβει πολύ σε κάθε ρόλο, γι’αυτό είναι αυτός που είναι».
«Ήταν μες στο κοτέτσι ο Βαγγέλης για μια άλλη σκηνή και την είχε πιάσει την κότα. Κοιτάει πάντα μες στα μάτια! Όλους τους συμπρωταγωνιστές του κοιτάει στα μάτια, είτε παίζει με μια κότα, έναν ταύρο, ένα δέντρο. Ήταν αυτοσχεδιασμός του Βαγγέλη η σκηνή. Είχα πέσει κάτω από τα γέλια, ο ηχολήπτης με έβριζε! Και το πήγε ο Βαγγέλης μονότερμα, σόλαρε κανά λεπτό, μιλούσε στην κότα, όλο το συνεργείο είχε βάλει τα γέλια».
«Είχαμε φανταστεί μια σκηνή κάπως, και ξαφνικά έβρεχε ή χιόνιζε. Και πηγαίναμε με αυτό. Αλλάζαμε το τι θα γυρίσουμε, ανάλογα τι μας έδινε το δάσος. Ο χώρος ο ίδιος, μας έκανε πολύ πιο ανοιχτούς».
«Η ταινία θα υπαχθεί σε μια τετραλογία. Αυτή είναι μια ταινία για τη γη, έχει να κάνει με μια πιο αρρενωπή ενέργεια, σχέση πατέρα-γιου. Η επόμενη θα είναι με το νερό και θα έχει να κάνει με τη θηλυκότητα και τη μητρότητα, μια σχέση μητέρας-γιου. Μετά θέλω να κάνω μια ταινία για τη φωτιά, που προς το παρόν σκέφτομαι να είναι κάτι ερωτικό. Και μετά με τον αέρα, είναι πολύ αφηρημένο αυτό για να το πιάσω ακόμα. Αλλά θα είναι η τελευταία. Το θεωρώ λίγο χρέος να συνδέουμε τις ιστορίες μας με τον πλανήτη, με τη φύση».
«Ο κόσμος γουστάρει να βλέπει καλές ελληνικές ταινίες. Και οι νέοι ψάχνονται, τους ενδιαφέρει να έχουν ένα νέο ελληνικό σινεμά που τους αφορά. Διαφορετικοί σκηνοθέτες, διαφορετικές προσεγγίσεις, πολύ ξεχωριστό, κι αυτό είναι πάρα πολύ ευχάριστο για μένα».
«Όλοι εμείς με διαφορετικό τρόπο, θα το πάμε μέχρι το τέλος. Ό,τι εμπόδιο κι αν έχουμε».
Όλη μας τη συζήτηση με τον Τζώρτζη Γρηγοράκη, αλλά και τους συνυποψηφίους του, Γιάννη Οικονομίδη και Σιαμάκ Ετεμάντι, μπορείτε να ακούσετε στο επεισόδιο του podcast.
*Το Digger κυκλοφορεί στις αίθουσες.