Jean-Christian Bourcart/Getty Images/Ideal Image
ΒΙΒΛΙΟ

Δυο-τρία πράγματα που έμαθε η ζωή στον Ντον Ντελίλο

Μια συνάντηση στην Αθήνα, μερικά αστεία και ακόμη περισσότερα αποστάγματα σοφίας από τον κορυφαίο συγγραφέα που κλείνει τα 88.

Γεννημένος στις 20 Νοεμβρίου 1936 στο Μπρονξ της Νέα Υόρκης, ο «σαμάνος της παρανοϊκής σχολής της αμερικανικής λογοτεχνίας» (The New York Times Review of Books), ο αμίμητος γητευτής των λέξεων του οποίου η γραφή θα αιχμαλώτιζε όσο κανενός άλλου την αποκαθήλωση του αμερικανικού ονείρου (Esquire), ο λογοτέχνης που, όπως είπε στο The Paris Review, συνεχίζει να πιστεύει ότι πρέπει οι συγγραφείς να μην ενσωματώνονται στον περιβάλλοντα θόρυβο, να παραμένουν στην αντιπολίτευση, να γράφουν κατά της εξουσίας, να γράφουν κατά των μεγάλων εταιριών ή του κράτους ή του μηχανισμού αφομοίωσης των πάντων, ίσως ο σημαντικότερος εν ζωή Αμερικανός συγγραφέας είναι πια 88 ετών.

Είχα την τύχη να τον γνωρίσω από κοντά τον Μάρτιο του 2016 στην Αθήνα όπου ήρθε καλεσμένος της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Θυμάμαι να σπάω τον πάγο έχοντας μαζί μου ένα αντίτυπο της ελληνικής έκδοσης της συλλογής διηγημάτων Άγγελος Εσμεράλντα (μτφρ. Ελένη Γιαννακάκη, εκδ. Εστία) που είχε κυκλοφορήσει δυο χρόνια νωρίτερα. Ενώ τα επόμενα χρόνια θα ακολουθούσαν τα δύο τελευταία του βιβλία μυθοπλασίας μέχρι σήμερα, τα μυθιστορήματα «Zero K» (μτφρ. Λαμπρινή Κουζέλη, εκδ. Εστία) και Η σιωπή (μτφρ. Ζωή Μπέλλα-Αρμάου, εκδ. Gutenberg), αλλά και το Americana (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Gutenberg), το εν έτει 1971 πρώτο του μυθιστόρημα, καθώς και ο Ζυγός (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Gutenberg) του 1988.

«Ίσως να ήταν καλύτερο χωρίς την αμερικανική σημαία» μου είπε καθώς με τα δάχτυλά του σχεδόν χάιδευε το εξώφυλλο, ίσως αστειευόμενος, όπως υπονοούσε το μικρής έντασης χαμόγελο στο πρόσωπο ενός τιτάνα των γραμμάτων που φυσιογνωμικά έχει εντυπωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο ως βλοσυρός και αγέλαστος.

Αφού πια η συνέντευξή μας -αποστάγματα της οποίας θα διαβάσετε στη συνέχεια- είχε ολοκληρωθεί κι έχοντας εν τω μεταξύ αφήσει την υπογραφή του στην πρώτη σελίδα του διηγήματος που διαδραματίζεται τις ημέρες των μεγάλων αθηναϊκών σεισμών του 1981, τότε που και ο ίδιος ζούσε στο Κολωνάκι και έγραφε τα «Ονόματα» (μτφρ. Νινίλα Παπαγιάννη, εκδ. Εστία), λίγα χρόνια πριν από την καθολική αναγνώριση με τον «Λευκό Θόρυβο» (μτφρ. Πέτρος Αμπατζόγλου, εκδ. Εστία), μου είπε και το εξής: «Ξέρεις, ανέκαθεν μου έκανε εντύπωση ότι το όνομα μου στα ελληνικά γράφεται με “Ντ”».

Ανέκαθεν μου άρεσε να παρατηρώ τα γράμματα. Εννοώ το σχήμα τους. Να ψάχνω στο αλφάβητο μία καλλιτεχνική διάσταση σε καθαρά οπτικό επίπεδο. Αυτό έκανα και με τα ελληνικά, μία γλώσσα με την οποία δεν είχα την παραμικρή σχέση. Τα σχήματα των ελληνικών γραμμάτων σε μία σελίδα ή πάνω σε ένα κομμάτι μάρμαρο, όταν έζησα στην Αθήνα τα αντιλαμβανόμουν όχι απλά ως μια ξένη γλώσσα, αλλά και ως μικρές εικόνες που συνθέτουν μία μεγαλύτερη. Αυτό το σκεπτικό ήταν καθοριστικής σημασίας για μένα καθώς έγραφα τα «Ονόματα».

Ξόδευα πολύ χρόνο για να μελετήσω την εμφάνιση μιας πρότασης ή μιας παραγράφου. Ήταν τόσο έντονο το ενδιαφέρον μου, που άρχισα να γράφω με ένα εντελώς νεό, για μένα μέχρι τότε, σύστημα. Σε κάθε σελίδα έγραφα μόνο μία παράγραφο. Και έγραφα μικρότερες παραγράφους, ώστε το μεγάλο λευκό κενό τριγύρω τους να μου επιτρέπει να παρατηρώ με μεγαλύτερη διεισδυτικότητα τα γράμματα. Μπορείς να πεις, λοιπόν, ότι στην Ελλάδα ήρθα σε επαφή με ένα νέο, γενναίο κόσμο σε συγγραφικό επίπεδο.

Είναι πολύ ευχάριστο να ξέρεις ότι άλλοι συγγραφείς προσέχουν αυτά που γράφεις, ότι μπορεί ακόμη και να επηρεαστούν από τις λέξεις σου. Ακόμη και αν δεν ξέρεις τον συγγραφέα που μιλάει για σένα είναι σημαντικό γιατί σε κάνει να νιώθεις μέλος μιας κοινότητας. Δεν είμαι από εκείνους τους άντρες που έχουν πάρα πολλούς φίλους. Και οι περισσότεροι δεν είναι συγγραφείς. Οπότε είναι καλό να μαθαίνω πού και πού ότι οι συνάδελφοί μου σέβονται αυτό που κάνω.

Αν θέλεις μια σίγουρη απάντηση (σ.σ. για το αν ισχύει κατά τη γνώμη του το στερεότυπο που θέλει τους συγγραφείς κυκλοθυμικούς και σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αφόρητους στην καθημερινότητά τους) μη ρωτάς τον συγγραφέα. Πρέπει να ρωτήσεις τον άνθρωπο που έχει επιλέξει να περάσει τη ζωή του στο πλευρό ενός ανθρώπου που γράφει. Αν το κάνεις, ελπίζω να είναι επιεικής μαζί μου.

Μερικές φορές που κάθομαι και το σκέφτομαι (σ.σ. το ότι γράφει βιβλία πάνω από μισό αιώνα) – ίσως γιατί δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω εκείνη την ώρα – μου φαίνεται δύσκολο να συλλάβω την ποσότητα του χρόνου που έχει φύγει ανεπιστρεπτί.

Η όποια αγωνία έχει να κάνει με το αν η εκάστοτε ιδέα που έχεις θα αποδειχτεί αρκετά δυνατή ώστε να εξελιχθεί σε μυθιστόρημα. Στη δική μου περίπτωση, αυτές οι ιδέες έρχονται με τη μορφή εικόνων, παρά ως κάτι γενικό, για παράδειγμα μία επιθυμία να γράψω ένα βιβλίο για την έννοια του χρόνου, ή για τη βία.


Τα πάντα ξεκινάνε από μία εικόνα. Ορισμένες φορές, με κάποιον μυστηριώδη τρόπο, από την εικόνα οδηγούμαι σε λέξεις και προτάσεις. Το έχω ξαναπεί αρκετές φορές στο παρελθόν κι ελπίζω να με πιστεύει ο κόσμος: όταν ξεκινάω να γράφω, δεν ξέρω πού θέλω να καταλήξω, αφήνομαι ώστε να με οδηγήσουν κάπου οι λέξεις.

Δεν προετοιμάζω ποτέ τον σκελετό ενός βιβλίου. Κρατάω, όμως, σημειώσεις, με μολύβι και χαρτί, όπου κι αν βρίσκομαι, στο μετρό, σε ένα πάρκο, οπουδήποτε. Πάντως τουλάχιστον σε κάποια από τα βιβλία μου, μου φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη συμμετρία στη δομή. Υπάρχει ένα μεγάλο πρώτο μέρος, ακολουθεί ένα μικρό, περίπου στη μέση, που δίνει τη θέση του σε ένα μεγάλο δεύτερο μέρος. Κάθε φορά συμβαίνει εντελώς τυχαία. Και κάθε φορά μου προκαλεί εντύπωση.

Σίγουρα δεν είναι ό,τι καλύτερο για κάποιον δημιουργικό άνθρωπο να αφήνεται στις ευκολίες του, να θυσιάζει την ανησυχία του στο βωμό της εμπειρίας και των ευκολιών που αυτή συνεπάγεται. Επιπλέον, κανείς δε μπορεί να σου εγγυηθεί ότι θα θέλεις να συνεχίσεις να γράφεις μέχρι το τέλος της ζωής σου. Ένας φίλος μου, για παράδειγμα, δε θέλει να ξαναγράψει (σ.σ. εννοούσε τον Φίλιπ Ροθ ο οποίος στις αρχές εκείνης της δεκαετίας είχε ανακοινώσει ότι δεν επρόκειτο να γράψει άλλο βιβλίο).

Μπορεί κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσεις ότι δε μπορείς να συνεχίσεις να γράφεις. Ή μπορεί απλά να αποφασίσεις ότι δεν θέλεις να συνεχίσεις. Γιατί θέλεις η ζωή σου να γίνει λίγο πιο εύκολη.

Η μεγάλη απορία μου είναι η εξής: αν σταματούσα το γράψιμο, η ζωή μου θα γινόταν πιο εύκολη ή πιο δύσκολη; Κάθε φορά αναρωτιέμαι μήπως τελικά η ζωή μου θα γίνει ευκολότερη αν απλώς συνεχίσω να γράφω. Και συνεχίζω.

Κατά κανόνα γύρω στους έξι μήνες αφότου έχω ολοκληρώσει ένα βιβλίο, γεννιέται στο μυαλό μου η ιδέα του επόμενου. Αν περάσει πιο πολύς χρόνος, αρχίζει μια μικρή ανησυχία, ξέρεις, τρώγομαι με τα ρούχα μου. Νομίζω πάντως ότι μόνο μια φορά στη ζωή μου με κυρίευσε το άγχος. Είχα μόλις τελειώσει τα «Ονόματα», αλλά δε μπορούσα να σκεφτώ κάτι νέο για να καταπιαστώ. Τελικά, μετά ήρθε ο «Λευκός θόρυβος», οπότε μπορεί οι αμφιβολίες που είχα να μου βγήκαν σε καλό.

Ο θάνατος είναι το απόλυτο θέμα για μία σοβαρή λογοτεχνική δουλειά. Νιώθω ότι η πιο ουσιαστική λογοτεχνία αναπόφευκτα καταπιάνεται με τον θάνατο.

Η διαδικασία της συγγραφής παραμένει ένα μεγάλο μυστήριο για μένα. Το ζητούμενο είναι – και το ξέρω ότι τώρα θα ακουστώ σαν ένας παλιομοδίτης γερόλυκος – η έμπνευση να σε κυριεύσει, για να μπορείς να γράψεις κάθε επόμενη αράδα. Εμένα αυτό μου συμβαίνει όταν βρίσκομαι στο γραφείο και πατάω τα πλήκτρα της γραφομηχανής. Τότε είναι που το ίδιο το βιβλίο παίρνει τον έλεγχο και παρατείνει τη διάρκεια της ζωής του, ξεφεύγοντας από τα στενά όρια μιας ωραίας ιδέας.


Δεν είναι λίγοι αυτοί που δοκιμάζουν να γίνουν συγγραφείς, αλλά τα παρατάνε στην πορεία, υπερβολικά νωρίς. Κι εγώ κινδύνεψα να το κάνω. Αλλά πείσμωσα και συνέχισα κι ας μην έβρισκα εκδότη για το πρώτο μου μυθιστόρημα, για το οποίο είχα ξοδέψει τέσσερα χρόνια της ζωής μου. Ήξερα όμως ότι ήμουν συγγραφέας, ότι αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή μου.

Το πείσμα, το να ταχθείς ολοκληρωτικά στο γράψιμο, δεν είναι εύκολο, ούτε προκύπτει από το πουθενά, μια μέρα που θα πιεις τον πρωινό σου καφέ. Είναι κάτι που αποκτάται με τη δουλειά, ίσως και μετά από χρόνια. Φυσικά, δεν είναι όλοι όσοι γράφουν πλασμένοι για να γίνουν συγγραφείς. Αλλά όλοι πρέπει να συνεχίσουν να γράφουν, ώστε να έχουμε την ευκαιρία να διακρίνουμε μέσα από την πολυγλωσσία, το επόμενο αγαπημένο μας βιβλίο. Αυτό δεν είναι το ζητούμενο;