Το αποστασιοποιημένο υπερθέαμα του Dune
Το πολυαναμενόμενο μπλοκμπάστερ θα κατακλύσει τις αισθήσεις σου κρατώντας επικίνδυνες αποστάσεις.
- 13 ΟΚΤ 2021
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς γιατί ο Denis Villeneuve είχε όνειρο να καταπιαστεί με το Dune. Από το Incendies και το Prisoners μέχρι το Sicario και το Arrival, έχει επιδείξει ως σκηνοθέτης μία βαθιά έλξη για ιστορίες σχετικά με την υπέρβαση του κύκλου της βίας. Το Dune, ως φιλοσοφική μυθοπλασία που αναστοχάζεται γύρω από τις δυσκολίες της γλώσσας και της συνύπαρξης, έμοιαζε κομμένο και ραμμένο για ένα δημιουργό με την ικανότητα του Villeneuve να ζει στην αναμονή των μεγάλων στιγμών και την επικείμενη απειλή του χάους, και, κυρίως, να απηχεί στις αισθήσεις των θεατών χωρίς εκπτώσεις.
Σε αυτά το Dune δεν αποτυγχάνει.
Και σίγουρα είναι μία κινηματογραφική εμπειρία. Ο Villeneuve έχει προτρέψει ξανά και ξανά τον κόσμο να δει το φιλμ στην πιο γιγαντιαία οθόνη που μπορεί να βρει – ενάντια στην απόφαση της Warner Bros. να κυκλοφορήσει την ταινία ταυτόχρονα στο HBO Max στις Ηνωμένες Πολιτείες – και είναι αυτή η σφοδρότητα της μεγαλοπρέπειάς του που μπορεί να κερδίσει ακόμα και όσους βαρεθούν (και θα βαρεθούν πολλοί). Το Dune είναι μία Stars Wars but make it fashion απόπειρα που δε μπορεί να περιοριστεί σε κανέναν τηλεοπτικό δέκτη. Στην πραγματικότητα δεν περιορίζεται ούτε στον κινηματογραφικό, με αχανή visuals μετά βίας κλεισμένα στα κάδρα τους, μονόχρωμα, στεγνά τοπία και συμμετρικές συνθέσεις από τον σπουδαίο φωτογράφο Greig Fraser που δένουν με τα φουτουρο-μπρουταλιστικά σκηνικά του Patrice Vermette και τα αυστηρά, μιλιταριστικά κοστούμια της Jacqueline West. Ο κόσμος του πλανήτη Arrakis είναι αφιλόξενος τόσο για όσους τον έχουν κατά καιρούς εξουσιάσει, όσο και για τον θεατή. Τόσο εμβυθιστικό είναι το Dune που – σε αντίθεση με άλλα sci-fi μπλοκμπάστερ – κανείς δε θα θέλει να φανταστεί μία ζωή στο αδυσώπητο περιβάλλον του.
Η ιστορία είναι ένα ακόμα Ταξίδι του Ήρωα, μία διαστημική οδύσσεια με πρωταγωνιστή τον Paul (Timothée Chalamet), κληρονόμο του Οίκου των Ατρειδών. Οι Ατρείδες προστατεύουν εδώ και δεκαετίες ως ηγεμόνες τον πλανήτη Caladan, όμως τώρα αναγκάζονται να δεχτούν διστακτικά τη μετάθεση που τους επιβάλλει ο Αυτοκράτορας στον πλανήτη Arrakis. Εκεί θα πάρουν τα ηνία από τον Οίκο των βίαιων Harkonnen που έχουν διαταχθεί να αποχωρήσουν από την περιοχή και να παραδώσουν όλες τις εγκαταστάσεις και τα εργαλεία που χρησιμοποιούν για να αντλούν το πολύτιμο “μπαχάρι” από τη γη του Arrakis. Στη μέση βρίσκεται ο ιθαγενής πολιτισμός των Fremen, καταπιεσμένος και κατεχόμενος, που με τα χρόνια έχει μάθει να επιβιώνει σε μία γη που δε συγχωρεί λάθη και απροσεξίες. Το μπαχάρι είναι δικαιωματικά δικό τους, όπως όμως δηλώνει ο χαρακτήρας της Zendaya στην αρχή της ταινίας («Ποιος θα είναι ο επόμενος κατακτητής μας;») δεν έχουν κανένα λόγο να πιστεύουν ότι θα αποκτήσουν ουσιαστικά δικαιώματα στην ίδια τους την πατρίδα. Ο Paul ωστόσο, μέσα από προφητείες, οράματα και το χεράκι που έχει βάλει η μητέρα του και τα πειράματά της, αναδύεται ως πιθανός τους Μεσσίας. Ο άνθρωπος που οι Fremen περιμένουν να οδηγήσει τους ίδιους και την ανθρωπότητα σε καλύτερες μέρες.
Το γεγονός ότι ο Frank Herbert εμπνεύστηκε μεταξύ άλλων από τους αληθινούς, μακροχρόνιους πολέμους των ανθρώπων για το πετρέλαιο – το sci-fi άλλωστε εμπνεόταν πάντοτε από τις ανησυχίες της ανθρωπότητας, συχνά σε real time – φαίνεται πως κράτησε τη φαντασία του Villeneuve προσγειωμένη. Έχει και καλό πρόσημο αυτό.
Έχουμε εδώ την περίπτωση ενός κεντρικού ήρωα με μία εξαρχής δηλητηριώδη αποστολή, χωρίς ίχνος της storybook αφήγησης που έχουμε συνηθίσει σε τέτοια μπλοκμπάστερ. Το δέος που ντύνει τα πάντα γύρω από τον Paul βασίζεται στον τρόμο και την αμηχανία, απογυμνωμένο τελείως από τη θεμελιακή ελπίδα τέτοιων ιστοριών. Το Dune προτείνει έναν πρωταγωνιστή που δε χαρακτηρίζεται (μόνο) απ’ τη γνωστή ανασφάλεια του συγκεκριμένου αρχέτυπου, αλλά έναν λευκό σωτήρα με μεγαλείο κατασκευασμένο από φυτεμένες προφητείες και γενετικά πειράματα, απρόθυμο να ξεκινήσει έναν ιερό πόλεμο χιλιάδων θυμάτων. Ο Chalamet δεν ήταν σοφή επιλογή εδώ κατά τη γνώμη μου, ή ίσως καθοδηγήθηκε με λάθος τρόπο (το σενάριο μάς λέει για παράδειγμα ότι ο Paul έχει «το ασυμβίβαστο βλέμμα του πατέρα του», αλλά ο Chalamet δε βγάζει τέτοια σπίθα), όμως η ιδέα πίσω από την εκτέλεση έχει ενδιαφέρον.
Από την άλλη όμως σκέφτομαι το Dune του David Lynch, μία αναμφισβήτητη αστοχία της καριέρας του που σφήνωνε διαρκώς στην υπερανάλυσή της, και νιώθω πως η ατρόμητη αφοσίωση εκείνης της ταινίας στις πυρετώδεις εικόνες και τις θεοπάλαβες πεποιθήσεις της κάνουν την καλογυαλισμένη κινηματογράφηση του Villeneuve να μοιάζει σχεδόν συμβιβασμένη. Ως οπτική εμπειρία το Dune αναμφίβολα επιβάλλεται και υπνωτίζει, όμως ως υπερθέαμα δεν αφήνει ποτέ στ’ αλήθεια τη Γη μας πίσω.
Μεγαλύτερο όμως ρίσκο είναι η επιλογή του δημιουργού να επιλέξει το ημιτελές φινάλε της ταινίας. Όχι απαραίτητα επειδή ξεφουσκώνει το build-up που έχει προηγηθεί – αυτό είναι το πιο συχνό παράπονο που ακούω ωστόσο και έχει σίγουρα βάση – αλλά γιατί χωρίς να δούμε την κατάληξη της ιστορίας του Paul, αν όντως υπάρχει δηλαδή η διάθεση εδώ να ανατραπεί η αφήγηση του Λευκού Σωτήρα, μένουμε απλώς με αυτή την αίσθηση (ή την ελπίδα;). Θα φάει τα μούτρα του ο Paul όπως διαφαίνεται ή η ταινία στηρίζει πράγματι μία, έστω καλύτερη απ’ των προηγούμενων, εξουσία του πάνω στους Fremen; Δεν υπάρχει κάποια τοποθέτηση εδώ και έτσι η ταινία δεν αποκτά ποτέ πραγματικά νόημα.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση πάντως το Dune είναι ένα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα για την αξία της μεγάλης οθόνης. Δεν ανήκω σε αυτούς που λογαριάζουν για σινεμά μόνο την εμπειρία της αίθουσας, ούτε πιστεύω πως όλες μα όλες ανεξαιρέτως οι ταινίες χάνουν όταν δεν προβάλλονται εκεί, όταν όμως κατακλύζονται τόσο επιθετικά οι αισθήσεις σου όπως συμβαίνει με το Dune, δε μπορείς να υποκριθείς πως ο 1,5 χρόνος που περάσαμε χωρίς κλειστά σινεμά δεν ήταν μία αναντικατάστατη απώλεια.
Η ταινία θα κυκλοφορήσει στις ελληνικές αίθουσες από την Tanweer.