ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ευτυχία Γιαννάκη, γιατί γίνονται τόσοι φόνοι τον Αύγουστο;

Η 46χρονη συγγραφέας μιλά για νέο της αστυνομικό Οι Ναυαγοί του Αυγούστου, αναλύει τη σχέση των crime novels με το ελληνικό καλοκαίρι και δίνει μία εξήγηση πίσω από τα αποτρόπαια εγκλήματα που λαμβάνουν χώρα τον πιο ζεστό μήνα του χρόνου.

Έξι μυθιστορήματα με πρωταγωνιστή τον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο, δύο τριλογίες με αστυνομικές υποθέσεις που ρίχνουν φως σε πολλές και διαφορετικές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, πολύ ελληνικό καλοκαίρι, πολύ σκάλισμα πίσω από τη λογοτεχνική βιτρίνα και μέσα στην ψυχοσύνθεση των ηρώων. Κάπως έτσι, η Ευτυχία Γιαννάκη εδραιώθηκε στη συνείδηση του ελληνικού αναγνωστικού κοινού, αφού παραδίδει ένα νέο crime novel κάθε χρόνο ανελλιπώς από το 2016 μέχρι σήμερα.

Φέτος, επανήλθε με μία ιστορία που ξεκινά από την ανεξιχνίαστη δολοφονία του Κώστα Ταχτσή, γυρνά εσπευσμένα από διακοπές σε ελληνικό νησί ύστερα από μία νέα δολοφονία ενός υψηλά ιστάμενου καθηγητή και φτάνει μέχρι τις πρόσφατες φωτιές της Βαρυμπόμπης.

Οι Ναυαγοί του Αυγούστου (εκδ. Ίκαρος), λοιπόν, είναι ένα ιδανικό βιβλίο για όσους αρέσκονται στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία, η οποία έχει περισσότερη εσωτερική παρά εξωτερική δράση και οι χαρακτήρες της θα μπορούσαν να ήταν άνθρωποι της διπλανής πόρτας – ακόμα και μόνο ως τέτοιοι δε μοιάζουν.

Τι έχει όμως να μας πει η ίδια η συγγραφέας για το νέο της βιβλίο, για τη σχέση της με το γράψιμο αλλά και για τη δική της εξήγηση στο γιατί, τέλος πάντων, γίνονται τόσες πολλές δολοφονίες τον πιο καλοκαιρινό μήνα του χρόνου;


«Αν ξέρεις να χρησιμοποιείς σωστά την εφημερίδα, εξοντώνει μύγες και υπουργούς εξίσου αποτελεσματικά». Λογοτεχνική υπερβολή ή σκληρή πραγματικότητα;

Η έρευνα που χρειάζεται να κάνει κάποιος γράφοντας ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, οι πληροφορίες και οι ιστορίες που συγκεντρώνει από ανθρώπους που έχουν εμπλακεί σε πολύκροτες ή λιγότερο γνωστές υποθέσεις, αποκαλύπτουν πολλά περισσότερα από αυτά που τελικά γράφει και καθιστούν μάλλον απλή τη διατύπωση. Ειδικά για τη διαπλοκή μέσων ενημέρωσης και πολιτικής θα μπορούσαν να γράφονται αστυνομικά στο διηνεκές.

Για τις μύγες αναγνωρίζω ότι ίσως υπάρχει μια υπερβολή. Έχουμε και αποτελεσματικότερα όπλα πια στη διάθεσή μας.

Σχεδόν 500 σελίδες, διαφορετικές ιστορίες που συνδέονται γύρω από εγκλήματα, πολλές θεματικές (φόνος Κώστα Ταχτσή, πυρκαγιά Βαρυμπόμπης, κυκλώματα υιοθεσιών), μπόλικο σκάλισμα στην ψυχοσύνθεση των ηρώων. Δε φοβήθηκες ότι ανάμεσα σε όλα αυτά μπορεί να χαθεί το κλασικό σασπένς που προσφέρει το crime fiction;

Το σασπένς στη δική μου προσέγγιση προκύπτει από το μυστήριο των χαρακτήρων και όχι από εύπεπτες ανατροπές και περιπετειώδη κυνηγητά. Ο αναγνώστης νομίζει ότι διαβάζει για να λύσει το μυστήριο ενός εγκλήματος, να βρει ποιος είναι ο ένοχος, αλλά στην πραγματικότητα διαβάζει για να λύσει το μυστήριο των ανθρώπων, να τους καταλάβει, να τους συναισθανθεί και τελικά να φωτίσει τον εαυτό του και τα δικά του ηθικά όρια και τον τρόπο σκέψης. Το μυστήριο είναι ο χαρακτήρας.

Μέσα σε αυτό έρχεται η ιδιαίτερη συνθήκη, η ατμόσφαιρα, το κοινωνικό διακύβευμα και ο ρόλος μας σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη που γεννάει τα μεγάλα κοινωνικά ερωτήματα. Θα έλεγα ότι οι αφηγήσεις μου στήνουν ένα αγωνιώδες κοινωνικό ψυχογράφημα. 

Μήπως είναι τρομερά ειδυλλιακό το ελληνικό καλοκαίρι για να βρει υλικό η αστυνομική λογοτεχνία;

Θεωρώ ότι όταν το σκοτάδι πέφτει δίπλα στο φως – και την πολυπλοκότητα της ελληνικής κοινωνίας – υπερτονίζονται και τα δύο στοιχεία. Ας πούμε – κάνοντας πολλές υπεραπλουστεύσεις για χάρη της κουβέντας – πως οι Σκανδιναβοί έχουν το αίμα που στάζει εντυπωσιακά στο χιόνι, οι Βρετανοί το φλέγμα τους και το αποικιοκρατικό παρελθόν τους, οι Αμερικανοί το έγκλημα στο πεζοδρόμιο και το χάος των αχανών εκτάσεων και των μεγαλουπόλεων μαζί με το business as usual, οι Γάλλοι τον κοινωνικό προβληματισμό τους και τη μόνιμη αναζήτηση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου και εμείς τον ήλιο, το πέρασμα από τη Δύση στην Ανατολή, το ταξίδι, το βάρος και την ελαφρότητα που εναλλάσσονται, καταστροφές και θριάμβους, μια κληρονομιά που μας πέφτει βαριά και έναν μόνιμο κλαυσίγελο από την ανθρώπινη κατάσταση που επιβάλλει η ιδιαίτερη συνθήκη του τόπου.

Δεν το λες και άσχημο γήπεδο, αν ξέρεις βεβαίως να στήσεις μια καλή ομάδα.

Τι διαφορετικό έχει τελικά ο αστυνόμος Χάρης Κόκκινος από τους άλλους πρωταγωνιστές των ελληνικών αστυνομικών;

Τι όμοιο έχει αναρωτιέμαι και δεν βρίσκω πολλά. Στα μάτια μου είναι μοναδικός, όσο μοναδικός είναι ο καθένας από εμάς, διαφορετικά δεν θα με συγκινούσε υποθέτω, όχι τόσο ώστε να γράψω δύο τριλογίες με τον ίδιο κύριο χαρακτήρα.

Μπορεί κανείς να ψάξει τις ρίζες του, ίσως ακαδημαϊκά, αλλά όπως λένε ο άνθρωπος, όπως και ο χαρακτήρας στα βιβλία, είναι μάλλον ένα ανάποδο δέντρο που οι ρίζες του είναι στον ουρανό. Μπορεί στο γονιδίωμά του να εντοπίσει κανείς κάποια γνώριμα χαρακτηριστικά, αλλά μόνο επιφανειακά. Στην εμφάνιση δηλαδή, ίσως στα ρούχα του, γιατί το βάθος και η πολυπλοκότητά του δεν επιτρέπουν μάλλον περισσότερες συνάψεις. Είναι ένα παιδί αγνώστου πατρός, μόνο για τη μητέρα του μπορώ να είμαι σίγουρη.

Το ντεμπούτο σου στο crime fiction έγινε όταν ήσουν 40 ετών. Νιώθεις ότι άργησες να ξεκινήσεις;

Το ζήτημα στη λογοτεχνία δεν είναι πότε γράφεις κάτι, αλλά τι γράφεις. Νιώθω ότι ξεκίνησα την κατάλληλη στιγμή για εμένα που δεν ήταν καν τα σαράντα. Και η ηλικία, το βίωμα, η εμπειρία που τρυπώνει στο σκεπτικό και τις ιστορίες μου, μάλλον είναι ένα δίχτυ ασφαλείας καθώς κάνω τη βουτιά. Αυτό το ένστικτο με οδήγησε και στη σιωπή σχεδόν είκοσι χρόνων, από τότε που εκδόθηκε με ψευδώνυμο το πρώτο μου βιβλίο. Είναι μια μυστήρια σιωπή αυτή, έτσι δεν είναι; Η απάντηση όμως θα δοθεί στις επόμενες ιστορίες (για να ανεβάσουμε λιγάκι και το σασπένς στην κουβέντα μας ρίχνοντας άγκυρες στο μέλλον).


 

Ζεις από το γράψιμο;

Ζω από το γράψιμο και με το γράψιμο. Ο βίος ο καλλιτεχνικός είναι ο πιο πλούσιος και ο πιο περιπετειώδης απ’ όσους έχω δοκιμάσει.

Και όταν δεν γράφεις τι κάνεις;

Είναι ένα μικρόβιο αυτό που σκάβει μέσα μου διαρκώς, ακόμη και όταν κοιμάμαι. Ίσως, κυρίως όταν κοιμάμαι. Γράφω συνεχώς.

Ποιο ελληνικό αστυνομικό θα ήθελες να είχες γράψει;

Και να ήθελα δεν θα μπορούσα παρά να έχω γράψει μόνο αυτά που γράφω. Το επόμενο βιβλίο, αυτό με το οποίο φλερτάρω, είναι πάντα ο στόχος.

Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που αντιμετωπίζεις ως μέντορες;

Το νήμα όλων των αναγνώσεων που αγάπησα από παιδί μέχρι σήμερα ή και τα βιβλία ακόμη που δε με έπεισαν, είναι οδηγοί σε αυτό που κάνω. Πατρίδα της συγγραφής είναι οι ανάγνωση και αυτή η πατρίδα έχει πολυμορφία, αναφορές, καθρέφτες και είδωλα που φωτίζουν τα δικά μου θραύσματα και τρυπώνουν στις ιστορίες μου. Δύσκολο όμως να αναλυθεί αυτό νήμα μέσα μου, κυρίως ως προς το συναίσθημα που γέννησε και εξακολουθεί να γεννά, γι’ αυτό και αποφεύγω να στήνω βάθρα. Ζούμε στο λυκόφως των ειδώλων, άλλωστε. 

Έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί διαχρονικά συμβαίνουν τόσο αποτρόπαια εγκλήματα το καλοκαίρι και μάλιστα τον Αύγουστο;

Ίσως, γιατί κάποιοι έχουν τον χρόνο να ατενίσουν το κενό μέσα τους και γύρω τους, όπως γράφω στους Ναυαγούς του Αυγούστου

 

«Η ζωή είναι μία εκπαίδευση στην απώλεια». Κυνική παραδοχή ενός λογοτεχνικού χαρακτήρα ή πανανθρώπινη αλήθεια;

Είμαστε από φθαρτό υλικό και η φθορά επιβάλλει το αξίωμα. Χάνουμε τους αγαπημένους μας σταδιακά, μαθαίνουμε να ζούμε με αυτό, εκπαιδευόμαστε μέχρι να χάσουμε τελικά τον εαυτό μας. Είμαστε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και ψάχνουμε μια μαύρη γάτα που τελικά δεν είναι εκεί. Μπορεί να ακούγεται κυνικό, αλλά ταυτόχρονα είναι αστείο. 

Επόμενα σχέδια;

Να φωτιστεί κάπως το δωμάτιο με το επόμενο βιβλίο. Με κάθε επόμενο βιβλίο. 

Exit mobile version