Εγκλήματα μες στη βροχή
Τρεις αστυνομικές ιστορίες γεμάτες μυστήριο και ανατροπές από τρεις νέους Έλληνες συγγραφείς για την εποχή του χρόνου που τα πάντα φθίνουν.
- 31 ΟΚΤ 2021
Οι σταγόνες πέφτουν ρυθμικά πάνω στις τέντες της πολυκατοικίας. Σε μια χώρα που δεν είναι φτιαγμένη για βροχή, το νερό που έρχεται με φόρα από τον ουρανό παραλύει τα πάντα. Οι δρόμοι έχουν κίνηση, οι περαστικοί σπάνια κρατούν ομπρέλα, τα περιστέρια κρύβονται όπως-όπως κάτω από κάποιο υπόστεγο, και οι κόρνες δεν σταματούν ποτέ να χτυπούν. Ένα θορυβώδες χάος και μια αίσθηση απειλής αφήνουν τους ανθρώπους παγωμένους μπροστά στα καιρικά φαινόμενα.
Το φθινόπωρο είναι εδώ για τα καλά.
Μετά τα Εγκλήματα στην άδεια Αθήνα, ήρθε η σειρά για τα Εγκλήματα μες στη βροχή, τώρα που άλλαξε η εποχή και το καλοκαίρι είναι μια μακρινή ανάμνηση.
Τι συμβαίνει όμως πίσω από τον ήχο της βροχής, εκεί που τα ανθρώπινα συναισθήματα και συμπεριφορές φτάνουν στα όριά τους;
Ευτυχία Γιαννάκη, Βαγγέλης Μπέκας και Δημήτρης Σίμος γράφουν τρία μικροδιηγήματα αποκλειστικά για το OneMan. Τρεις αστυνομικές ιστορίες για εγκλήματα που λαμβάνουν χώρα τις νύχτες που οι ουρανοί έχουν ανοίξει.
***
Νεροχυτάκια και σάλπιγγες σε δωμάτιο δημόσιου νοσοκομείο
της Ευτυχίας Γιαννάκη
Μου είπε: «κοίτα, πώς φθίνω».
Ανάμεσα στις κόρνες κατάλαβα ότι είπε «κοίτα, πως φτύνω» και τσαντίστηκα.
Κοίταξα το μεταλλικό μπολ που είχαμε γι’ αυτή τη δουλειά στο κομοδίνο. Ήταν γεμάτο αίμα. Καλή ένδειξη, σκέφτηκα. Τουλάχιστον δεν φτύσαμε στο πάτωμα.
Σηκώθηκα να το αδειάσω στον μικρό νεροχύτη που υπήρχε στο δωμάτιο. Στο νοσοκομείο υπήρχαν δωμάτια με νεροχυτάκια και δωμάτια χωρίς. Ποιος ξέρει γιατί; Θέμα τύχης.
Δυο σταγόνες έτρεξαν στο θολό τζάμι.
Άρχιζε να βρέχει και όποτε έβρεχε άρχιζαν οι κόρνες. Όποτε άρχιζαν οι κόρνες εκνευριζόταν και όποτε εκνευριζόταν, έφτυνε αίμα στο πάτωμα και όποτε έφτυνε αίμα στο πάτωμα, εκνευριζόμουν.
«Εσύ λες φτυνόπωρο ή φθινόπωρο;» Με κορόιδεψε που παράκουσα.
«Εγώ λέω η εποχή που τα φτύνεις», του πέταξα ένα φτηνό ομολογουμένως λογοπαίγνιο.
«Ε, τότε εγώ λέω φτηνόπωρο με ήτα», συμπλήρωσε με βλέμμα θολό. «Όπου ακούς ήτα, βάλτο με δύο ταφ. Φτηνόπωρο που ξοφλάς, που ηττήθηκες. Πάει, πάπαλα, πέφτεις. Φτύνεις φτηνό φθινόπωρο. Κοινή ρίζα, κοινή κατάληξη».
«Τη σκοτώσαμε ετυμολογικά τη λέξη, αδερφέ», είπα.
Κανονικά είμαι φιλόλογος, θα έπρεπε να είμαι όλη τη ζωή μου σε καμιά τάξη να αναλύω τις λέξεις χαρίζοντάς τους ζωή σε νέα στόματα και όχι να τις αποτελειώνω μαζί του. Πού τέτοια τύχη. Στον αιώνα τον άπαντα όπως έχουν κάνει το σύστημα. Για να ζω κρατάω γέρους στα νοσοκομεία. Τους κουλαντρίζω πηγαίνοντας άλλοτε με τα κέφια τους και άλλοτε με τα δικά μου. Πού και πού τους βοηθάω να ξεπαστρεύονται ανώδυνα. Μέχρι να με ψήσουν να το κάνω νευριάζουν που κάθομαι δίπλα τους στη θέση των συγγενών τους. Νευριάζω κι εγώ που είμαι εκεί, αντί για την αίθουσα διδασκαλίας. Χάλια σύστημα. Κανείς δεν είναι στη θέση του. Πώς να πάει καλά το πράγμα; Ήττα ολκής, ήττα μεγατόνων με δύο ταφ.
Βάζω το μπολ στο κομοδίνο δίπλα. Αντί να το πιάσει σηκώνεται όρθιος και φτύνει στο πάτωμα.
«Κοίτα πως φτύνω», περηφανεύεται πατώντας πάνω στο αίμα. Μουγκρίζω από τα νεύρα μου. Είμαι σίγουρος ότι αυτό ειπώθηκε και πριν. Θέλω να τον σκοτώσω.
Ανοίγει τη βρύση και γεμίζει το νεροχυτάκι με νερό. Σηκώνομαι. Αρπάζει το κεφάλι μου και το βάζει μέσα στο νερό πριν να προφτάσω να αρπάξω το δικό του.
Κάποια δωμάτια έχουν νεροχυτάκια και κάποια όχι. Μικρά, ίσα να χωράει ένα κεφάλι. Ποιος ξέρει γιατί; Θέμα τύχης.
Στέκεται από πάνω μου και πιέζει την παλάμη του κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Τα μπατζάκια μου μουσκεύουν. Η βροχή ατέλειωτη γδέρνει το τζάμι.
«Κοίτα πως φθίνω», μουρμουρίζει, ενώ ο αέρας ανοίγει απότομα το παράθυρο και οι κόρνες τρυπάνε τ’ αυτιά μου σαν σάλπιγγες.
*Το τελευταίο μυθιστόρημα της Ευτυχίας Γιαννάκη, «Στη φωλιά του ιππόκαμπου», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.
***
The Greek way
του Βαγγέλη Μπέκα
Στέκομαι έξω από την πόρτα του υπόπτου με το όπλο στο χέρι μούσκεμα απ’ τη βροχή. Η καταιγίδα δεν λέει να κοπάσει. Δίπλα μου ο αστυνόμος Ντάκος, ο νέος. Εγώ, ο παλιός. Πίσω από την πόρτα βρίσκεται το κρησφύγετό του. Ο Ντάκος το έψαξε, είναι μανούλα στα στοιχεία. Χθες θα έβγαινα στη σύνταξη, μα πώς να έχανα την ευκαιρία.
«Φώναξε ενισχύσεις», του λέω, «ο ασύρματος μου είναι off απ’ τη βροχή». Ευτυχώς, ο δικός του ασύρματος λειτουργεί και καλεί ενισχύσεις. Ορμάω, ρίχνω μια κλοτσιά στην πόρτα με όλη μου τη δύναμη και η πόρτα ανοίγει με κρότο. Είμαι ακόμα ταύρος, η σύνταξη θα περιμένει πολύ.
Προτάσσω το πιστόλι, φωτίζω με το φακό και μπαίνω. Σκοτάδι, παλιά έπιπλα, σκόνη. Η οροφή στάζει νερά κι ο σφυγμός χτυπά στα μελίγγια μου. «Αστυνομία», φωνάζω. Τίποτα. Και κάνω νόημα στον Ντάκο να ακολουθήσει, μα διστάζει. «
Έρχονται ενισχύσεις», λέει, «να περιμένουμε». Είδες στις σειρές του Netflix να περιμένουν, σκέφτομαι, και τον αγριοκοιτώ.
Προχωρώ στο μέσα δωμάτιο, έξω αστραπές, μπουμπουνητά. Λεκέδες υγρασίας στο ταβάνι και μυρίζει κλεισούρα. Κοντοστέκομαι, γύρω μου σκοτάδι. Τολμάω ένα βήμα ακόμα και τότε κάποιος με χτυπά στο κεφάλι με δύναμη! Καταρρέω.
Όταν ξυπνώ βρίσκομαι δεμένος σε μια καρέκλα. Ακούω τη βροχή στα κεραμίδια κι ο Ντάκος είναι ξάπλα κάτω στα αίματα. Γύρω μουσαμάδες. Μπροστά μου όρθιος ένα τύπος με ποδιά χασάπη, στο πρόσωπο φορά μάσκα γουρουνιού. Κρατά μπαλτά. Αυτός είναι. Ο serial killer που σκοτώνει μπάτσους, έτσι είπε ο Ντάκος που το έψαξε. Έπεσε διάνα τελικά. Κι εγώ ο βλάκας που για τρίτη φορά ανέβαλα την συνταξιοδότησή μου, βρίσκομαι στο έλεός του.
Ο τύπος με τον μπαλτά πλησιάζει προς το μέρος μου, τρέμω, νιώθω τα ούρα μου να μουσκεύουν το παντελόνι, σηκώνει τον μπαλτά και τότε ακούγεται μια φωνή από την εξώπορτα.
«Αστυνομία», λέει η φωνή. Γνώριμη φωνή. Η φωνή του γιου μου. Πατέρας και γιος στην ίδια υπηρεσία. Κάνω να φωνάξω αλλά το στόμα μου είναι κλειστό με μια πατσαβούρα. Ο τύπος με τον μπαλτά ορμά στο διάδρομο και ακούγονται αλλεπάλληλα χτυπήματα· κι ύστερα σιωπή. Η καρδιά μου πάει να σπάσει. Ησυχία. Τρομαχτική.
Ώσπου βλέπω να εμφανίζεται μπροστά μου ο γιος μου μουσκίδι αγκαλιά με τον serial killer. Ο Ντάκος σηκώνεται μες στα αίματα, χαμογελάει. Ο serial killer βγάζει την μάσκα, της υπηρεσίας κι αυτός.
«Πατέρα, αν δεν βγεις στη σύνταξη και μετά απ’ αυτό, παραιτούμαι!» λέει ο γιος μου και ξεσπά σε γέλια. Φαρσέρ από μικρός. «Από δω και μπρος… serial killer μόνο στο Netflix, κι ας τους νέους στο κρύο και τη βροχή».
Προσπαθώ να χαμογελάσω ανακουφισμένος όμως ένας πόνος γιγαντώνεται πίσω, αριστερά στην πλάτη. Και ξέχασα να πάρω τα χάπια για την καρδιά.
*Το τελευταίο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Μπέκα, «Ο γιος μας», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
***
Μωβ Μέδουσα
Του Δημήτρη Σίμου
Βροχή, βροχή, βροχή.
«Έρχεται βροχή, Κώστα». Η φωνή της Λουκίας τον έκανε να γυρίσει προς το μέρος της. Το στρυφνό της βλέμμα δεν έκανε τον κόπο να ανέβει προς το πρόσωπό του, σαν αυτή η αδιαφορία της να αποτελούσε μια συνειδητή απόφαση.
Η γυναίκα με τα μάτια καρφωμένα στην είσπραξη της ημέρας και τον λαιμό της να σακουλιάζει σαν γαλοπούλα που πίνει νερό, μετρούσε για δεύτερη φορά τα πενηντάευρα, ενώ η οθόνη στο ταμείο συνέχιζε να φωτίζει, αναγράφοντας τις εισπράξεις της βάρδιας.
Η πρώτη βροντή ακούστηκε τη στιγμή που η ταμπέλα με το παλλόμενο σχέδιο της «Μωβ Μέδουσας» στην είσοδο και τα αρχικά M.M, σταμάτησε να φωτίζει. Η γυναίκα έβαλε τα λεφτά σε μια από τις συσκευασίες που ο Κώστας γέμιζε κατά εκατοντάδες σε μια νύχτα με bao bun γεμισμένα με κομμάτια χοιρινού, γαρίδες, μοσχάρι και σάλτσες Τεριάκι και έκλεισε τα φώτα της σάλας.
«Τελείωνε» φώναξε, φορώντας το μπουφάν της και έχωσε τη χάρτινη συσκευασία μέσα στην τσάντα της.
Εκείνος έβγαλε τη μαύρη ποδιά, φρόντισε να κρύψει το μαχαίρι μέσα στο μανίκι και να της ζητήσει να περιμένει ένα λεπτό.
Ήταν δυο χρόνια σε αυτή την κουζίνα, αλλά του φαινόταν μια ολόκληρη ζωή. Μια ζωή που σπαταλούσε για να καταφέρνει να επιβιώνει, ώστε να γεμίζει τις τσέπες του σπιτονοικοκύρη του, των εταιρειών ρεύματος και του χοντρού μαντρά για το άθλιο σκoύτερ που βρώμαγε λαδίλα χειρότερα και από εκείνον.
Και αν απόψε είχε αποφασίσει η «Μωβ Μέδουσα» να μπει στη δική του τσάντα, δεν ήταν για τα λεφτά, αλλά για το μοίρασμα. Για την ανάγκη να μοιραστεί τον φόβο του με κάποιον άλλον. Να δει στα μάτια εκείνης τι μορφή έχει ο τρόμος όταν τον κοιτάς.
Πλησίασε τη Λουκία, ενώ η βροχή είχε ξεκινήσει. Έσφιξε το μαχαίρι και…
«Τι σκατοβροχή είναι αυτή, ρε;» πρόλαβε να μιλήσει πρώτη η Λουκία. «Με το σκούτερ θα γίνεις σαν μαλάκας. Θα σε πάω εγώ, σπίτι».
Ο Κώστας έφερε το δάχτυλό του κάτω από το πηγούνι της και την έκανε να τον κοιτάξει.
Χαμογέλασε.
«Σε ευχαριστώ» της είπε.
….
«Εεεε! Πού πας ρε ηλίθιε; Περίμενε».
Μια ανδρική φιγούρα με το κράνος περασμένο στον αγκώνα ξεκίνησε να περπατά μέσα στη βροχή.
«Θα πάθεις πνευμονία, ρε μαλάκα…» του φώναξε και αναρωτήθηκε τι δουλειά είχε το μαχαίρι της κουζίνας πάνω στο ταμείο.
*Το τελευταίο μυθιστόρημα του Δημήτρη Σίμου, «Ο θάνατος του Οδυσσέα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.