ΒΙΒΛΙΟ

Εγκλήματα στα χιόνια

Τρεις αστυνομικές ιστορίες γεμάτες μυστήριο, ανατροπές και serial killers από τρεις νέους Έλληνες συγγραφείς για εκείνη την εποχή του χρόνου που τα πάντα μπαίνουν στην κατάψυξη.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΡΙΣΤΕΑ ΡΕΛΛΟΥ

Τα χιόνια πέφτουν εκεί που δεν τα περιμένεις. Ιδιαίτερα σε μία πόλη που κανείς δε γνωρίζει (κράτος, αρχές, πολίτες) πώς να αντιμετωπίσει τις άσπρες νιφάδες, η επίδρασή τους είναι παραλυτική. Η Αθήνα υπνωτίζεται και πέφτει σε λήθαργο καθώς το τοπίο -τελείως ξαφνικά αν και πολύ σπάνια- γίνεται πάλλευκο. Ο χρόνος παγώνει, οι άνθρωποι κλείνονται στα σπίτια τους και μονάχα λίγοι τολμηροί περπατούν εκεί έξω· στους χιονισμένους δρόμους μίας πόλης που νιώθει εκτός τόπου και χρόνου.

Τις σπάνιες, λοιπόν, φορές που χιονίζει η πρωτεύουσα παίρνει μία πραγματική γεύση από χειμώνα. Τι συμβαίνει όμως όταν κάποιος αποφασίσει να παραβεί τα όρια του νόμου και της τάξης; Μετά τα Εγκλήματα στην άδεια Αθήνα, και τα Εγκλήματα μες στη βροχή, ήρθε η ώρα για το τρίτο μέρους του αφιερώματος με τίτλο Εγκλήματα στα χιόνια.

Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, Βαγγέλης Γιαννίσης, και Κωνσταντίνος Κέλλης γράφουν τρία μικροδιηγήματα αποκλειστικά για το OneMan. Τρεις αστυνομικές ιστορίες με μία δόση τρόμου για εγκλήματα που παγώνουν το αίμα καθώς το χιόνι σβήνει κάθε άλλο χρώμα από το τοπίο.

Χωρίς άλλες καθυστερήσεις λοιπόν, ορίστε αυτά είναι:

Αίμα σε χιόνι

του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη*

Δεν θυμόταν ξανά τέτοια θεομηνία, δυο εβδομάδες διαρκούς χιονοθύελλας. Του θύμιζε συμβάντα σε μακρινούς τόπους, νέα που φτάνουν στις ειδήσεις μονάχα ως αξιοπερίεργες σημειώσεις στο πίσω μέρος των δελτίων. Κι όμως, εδώ και δεκαπέντε ημέρες το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα στην Αττική, παραλύοντας την πρωτεύουσα – οι μεταφορές είχαν νεκρώσει, τα μαγαζιά παρέμεναν κλειστά, οι ρυθμοί της μεγαλούπολης είχαν ισοπεδωθεί.

Παρά την φαινομενικά αδιατάρακτη σφοδρότητα, είχε παρατηρήσει μικρές διακυμάνσεις στην ένταση της χιονόπτωσης. Κάθε τρεις ημέρες, λίγο μετά το σούρουπο, το χιόνι αραίωνε, σχεδόν σταμάταγε, πριν επανακάμψει ανανεωμένο λίγες ώρες αργότερα.

Ήταν μια περιοδικότητα ασυνήθιστη, ιδίως επειδή εφαπτόταν με αυτήν των πρόσφατων φόνων που είχαν συγκλονίσει την πρωτεύουσα. Ως αρμόδιος ιατροδικαστής, είχε εξετάσει τα μαχαιρωμένα θύματα και είχε ακριβή εικόνα για τις ώρες θανάτου: ο πρώτος άντρας είχε ξεψυχήσει με την έναρξη της χιονόπτωσης· έκτοτε το κάθε φονικό σηματοδοτούσε την ανάκαμψη της έντασης του χιονιά. Μετά τον δεύτερο φόνο, ήξερε πως κάθε αναζωπύρωση της χιονοθύελλας σήμαινε πως το τηλέφωνο θα χτύπαγε μέσα στη νύχτα, καλώντας τον εκτάκτως. Οδηγώντας αργά προς το νεκροτομείο, σκεφτόταν γοητευμένος πως τα σύννεφα ξεδίψαγαν με το αίμα των δολοφονημένων, ανανεώνοντας το φορτίο τους, μετουσιώνοντας αίμα σε χιόνι.

Το χιόνι είχε αρχίσει να αραιώνει πριν ακόμη δύσει ο ήλιος. Τώρα, λίγα λεπτά πριν τις δώδεκα, ελάχιστες νιφάδες φαίνονταν στο φως του στύλου στο σοκάκι. Ο ιατροδικαστής κοίταξε ξανά τις φωτογραφίες των συμβόλων που είχαν χαραχτεί στο σώμα των δολοφονημένων· θαύμασε την απλότητα των γραμμών τους – έμοιαζαν με χιονονιφάδες. Έπειτα τις συνέκρινε με το εργόχειρό του, το νεκρό χαραγμένο σώμα που άχνιζε εκεί δίπλα – δεν διέκρινε κάποιο λάθος. Δεν ήξερε αν υπήρχαν κάποιες λέξεις που έπρεπε να προφέρει, κάποιες κινήσεις που έπρεπε να κάνει, κάτι άλλο που θα συμπλήρωνε την τελετουργία.

Η σύλληψη του δράστη πριν από τρία βράδια τον είχε αναστατώσει. Τον έζωσαν φόβοι για το μέλλον της κακοκαιρίας: πίστευε πως αν δεν έκανε κάτι, αν δεν παραλάμβανε τη σκυτάλη, η θύελλα θα σταμάταγε, το χιόνι θα βρώμιζε, θα έλιωνε, και η ζωή στην πόλη θα επέστρεφε στους παντοδύναμους, άχαρους ρυθμούς της.

Ένα ογκώδες κομμάτι χιονιού ξεκόλλησε από κάποιο μπαλκόνι της διπλανής πολυκατοικίας κι έπεσε στο δρομάκι, μια λευκή γλώσσα που κάλυψε με βουλιμία το φρέσκο αίμα του πτώματος. Πυκνό χιόνι άρχισε να πέφτει καθώς μια καμπάνα σήμανε μεσάνυχτα.

*Το τελευταίο βιβλίο του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη με τίτλο Γυναίκες που επιστρέφουν (μία συνεργασία με τον χαράκτη Φώτη Βάρθη) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.

Χιόνια στο δωμάτιο

του Βαγγέλη Γιαννίση*

Χιόνιζε μες στο υπνοδωμάτιο, τι παράξενο, σκέφτηκε καθώς παρατηρούσε με άκρα προσήλωση τις λευκές νιφάδες που στροβιλίζονταν γύρω από τα δέντρα και τα κτίρια, ελεύθερες προτού η βαρύτητα τις καλέσει ξανά. Η καμπύλη του ουρανού είχε πάρει ένα πορφυρό χρώμα που δεν έμοιαζε με κανένα ηλιοβασίλεμα. Πεφταστέρια στην ίδια απόχρωση ακολουθούσαν την καμπύλη. Θα μπορούσε να είναι εικόνα από την τελευταία μέρα του κόσμου.

Όμως ο κόσμος θα συνεχιζόταν. Οι άνθρωποι θα εξακολουθούσαν να περνούν βιαστικά έξω από το παράθυρο του ημιυπόγειου διαμερίσματος, σκιάζοντας προς στιγμήν το εσωτερικό. Το κατάστημα απέναντι θα συνέχιζε να ανεβάζει καθημερινά τα ρολά του, μέχρι να κλείσει, πιθανότατα για οικονομικούς λόγους. Δεν θα προλάβαινε την τελική κρίση. Τσιγάρα θα συνέχιζαν να πέφτουν στο πεζοδρόμιο και σκύλοι θα εξακολουθούσαν να ουρούν στον τοίχο, δίπλα στο τζάμι. Αναρωτήθηκε πόσες από τις ψυχές που περνούσαν από μπροστά τους ήξεραν πως ενώ οι ζωές τους συνεχίζονταν, μία δίπλα τους είχε μόλις διακοπεί. Οριστικά. Και μέσα στο μικρό ημιυπόγειο διαμέρισμα χιόνιζε.

Δεν θυμόταν πια την αφορμή, αν ήταν μεγάλη ή μικρή, η σκέψη της είχε μουδιάσει, είχε μαγευτεί από τις μικρές, πάλλευκες νιφάδες που χόρευαν μέσα στον γυάλινο θόλο του ουρανού, πάνω και ανάμεσα από μικρά πλαστικά κτίρια. Ουρανοξύστες που δεν είχε δει ποτέ από κοντά, κι όμως με κάποιον μαγικό τρόπο τους παρατηρούσε σαν μικρός θεός από ψηλά και πάνω στην κόκκινη καμπύλη του ουρανού μπορούσε να δει την αντανάκλασή της. Πόσο παράξενο είναι το ανθρώπινο σώμα, σκέφτηκε. Είναι ικανό να πέσει από έξι ορόφους και με κάποιο τρόπο να επιβιώσει, παράλληλα όμως μπορεί να σκοντάψει σε κάποιο έπιπλο, σε κάποια γωνία του καναπέ, το κεφάλι να χτυπήσει στο πάτωμα και φλαπ. Ευθεία γραμμή. Finito.

Πόσο θαυμαστό όργανο ο εγκέφαλος, σκέφτηκε. Πολύτιμος. Γι’ αυτό και η φύση έφτιαξε το κρανίο για να τον προστατεύει. Ένα οστέινο κράνος σκληρό. Εκτός από τις φορές που κοιμάσαι και κάποιο άτομο που εμπιστεύεσαι παίρνει τη χιονόμπαλα που αγόρασες σε κάποιο ταξίδι στη Νέα Υόρκη, τη σηκώνει και την κατεβάζει στον κρόταφο. Επανειλημμένα. Μέχρι να δημιουργηθεί ένας κρατήρας από οστά, αίμα και εγκεφαλικό ιστό. Κι έπειτα, την αφήσει εκεί. Κάπως έτσι μπορεί να χιονίσει μέσα σε ένα υπνοδωμάτιο.

*Το τελευταίο βιβλίο του Βαγγέλη Γιαννίση με τίτλο Λεωφόρος Αλεξάνδρας 173 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Η καλοσύνη των ξένων

του Κωνσταντίνου Κέλλη

Σε εξήντα δευτερόλεπτα θα σε χάσω.

Η μαμά σού στέλνει ένα φιλί προτού φορέσει τη μάσκα της και μπει στο μαγαζί. Ο μπαμπάς την ξέχασε, γιαυτό και περιμένουμε έξω.

Πενήντα δευτερόλεπτα. Μέσα από το καροτσάκι σου, ακούγεται ένα μπρρρ.

Ξέρω ότι δεν κρυώνεις, το μπρρρ είναι τα αμάξια που βλέπεις στο πάρκινγκ γύρω μας. Παρόλα αυτά σκύβω να σε σκεπάσω καλύτερα. Δεν χάνω ευκαιρία να φιλήσω το μαγουλάκι που ξεμυτίζει ανάμεσα στο σκουφί και την κουβέρτα. Μου γελάς κι η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα. Σαν να ξέρει τι θα συμβεί.

Σαράντα δευτερόλεπτα.

Δε βγαίνουμε συχνά από το σπίτι, όχι με τέτοιο κρύο. Κοιτάς τριγύρω αχόρταγα. Τις νιφάδες που σηκώνει ο αέρας. Τον κόσμο που πηγαινοέρχεται, κρατώντας αποστάσεις.

Την κυρία που στέκεται και σε κοιτάζει.

Τριάντα δευτερόλεπτα. Μπρρρ, ξανά.

Πλησιάζει. Χαμογελάει. Καλοντυμένη, με έναν σκούφο ροζ σαν τον δικό σου. Ψηλές γαλότσες, ροζ κι αυτές.

Στέκεται πια τρια βήματα μακριά, κι εγώ γνέφω ευγενικά, αλλά δεν σταματάει.

Γελάω αντανακλαστικά, σαν ερωτηματικό, γιατί σε τραβάει προς το μέρος της. Η πρώτη σκέψη μου είναι οτι δεν φοράει μάσκα.

Μια ανάσα. Η άγνωστη έχει κάνει μεταβολή σπρώχνοντας το καρότσι.

«Συγνώμη;»

Το βήμα της ανοίγει. Εικοσιπέντε δευτερόλεπτα. Μέχρι να καταλάβω τι συμβαίνει, είμαι ήδη πίσω της, το χέρι μου στον ώμο της.

“Τι κά–”

«ΒΟΗΘΕΙΑ!»

Η φωνή σε τρομάζει. Αναπάντεχη και παγωμένη, σαν να έβγαλε λαλιά το χιόνι γύρω μας.

«ΚΛΕΒΕΙ ΤΟ ΜΩΡΟ ΜΟΥ!»

Δεν είμαι εγώ που φωνάζω.

“ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ!”

Είκοσι δευτερόλεπτα. Ακούω κι άλλες φωνές γύρω μας, μια από αυτές δική μου, όμως η μόνη που έχει σημασία ειναι το κλάμα σου. Η άγνωστη προσπαθεί να απομακρυνθεί αλλά την κρατάω από το παλτό, κάνω να φτάσω το καρότσι.

Τότε ένας οξύς πόνος στα πλευρά και ο κόσμος όλος ξαφνικά πέφτει στο πλάι. Οι φωνές θεριεύουν. Δεν έχεις ακούσει τη μαμά ή τον μπαμπά να μιλάνε έτσι. Δεν έχεις ακούσει τον μπαμπά να πονάει.

Χιόνι γεμίζει το στόμα μου, τα μάτια μου. Γιατί είναι ζεστό;

Δέκα δευτερόλεπτα. Οι φωνές με καθηλώνουν. Πρόσωπα άγρια με φτύνουν και με καπακώνουν. Αμέτρητες μπότες μπροστά μου. Ανάμεσά τους, οι ροζ γαλότσες απομακρύνονται. Η κουβέρτα σου είναι στο έδαφος. Λερώνεται στο χιόνι.

Πρέπει να σηκωθώ. Να σε πάρω πίσω.

Πέντε δευτερόλεπτα. Η σκέψη δεν γίνεται πράξη. Μια κλωτσιά στο κεφάλι την κάνει κομμάτια.

Δύο.

Ένα.

*Το τελευταίο βιβλίο του Κωνσταντίνου Κέλλη με τίτλο Άγιοι Τίποτα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell.