ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ

Είδα τώρα για πρώτη φορά το Σπιρτόκουτο και έπαθα σοκ

Η πρώτη ταινία του Γιάννη Οικονομίδη συμπληρώνει φέτος 20 χρόνια από την πρώτη προβολή της. Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα κι εγώ να την παρακολουθήσω. Και δεν έχασα.

«Καλά, δεν έχεις δει το Σπιρτόκουτο;». Αυτή ήταν μια ερώτηση που δεχόμουν συχνά σε ποιον έλεγα πως δεν έχω παρακολουθήσει καμία ταινία του Γιάννη Οικονομίδη. Βασικά, δεν έλεγα ακριβώς την αλήθεια. Είχα παρακολουθήσει ένα βράδυ στα κλεφτά τη θρυλική σκηνή με τη Λίντα και τον Βαγγέλη

Η ένταση των διαλόγων και τα ιδρωμένα πρόσωπα των πρωταγωνιστών που παίζουν στο Σπιρτόκουτο πράγματι μου είχαν εξάψει την περιέργεια. Ωστόσο, ήμουν σίγουρος πως απλά επρόκειτο για μια πολύ δυνατή σκηνή. Μέχρι που αποφάσισα να τη δω ολόκληρη και να αλλάξω γνώμη μια και καλή. 

Την ταινία μπορεί να τη βρει οποιοσδήποτε δωρεάν, αλλά σε χαμηλή ανάλυση βέβαια, στο YouTube. Βέβαια, για να πατήσω το τελικό κλικ και να ξεκινήσει η προβολή της ταινίας, έπρεπε να δώσω την έγκρισή μου καθώς «Αυτό το βίντεο ενδέχεται να είναι ακατάλληλο για ορισμένους χρήστες».  

Ενώ μπήκα στον πειρασμό να διαβάσω μερικά άρθρα που βρήκα στο ίντερνετ για το Σπιρτόκουτο, ιδίως με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την κυκλοφορία του, τελικά δεν το έκανα. Είχα αποφασίσει να κάτσω να τη δω μόνος μου, σ’ ένα δωμάτιο, λες και προβάλλεται πρώτη φορά. 

Η ένταση που όσο περνάει η ώρα κλιμακώνεται

Σπιρτόκουτο

Από τα πρώτα λεπτά η ταινία με έβαλε στο κλίμα της. Η νευρικότητα και η ένταση του Ερρίκου Λίτση, ο οποίος υποδυόταν τον Δημήτρη, έναν επιχειρηματία από τον Κορυδαλλό που θέλει να ανοίξει ένα κυριλέ εστιατόριο στην περιοχή, παρά τις αντιρρήσεις των συγγενών και φίλων του, σε σοκάρει. 

Και ενώ πιστεύεις πως κάποτε όλο αυτό θα σταματήσει, αυτό δε συμβαίνει ποτέ. Επί ογδόντα ολόκληρα λεπτά όλοι οι χαρακτήρες είναι στη δικιά τους τσίτα, η οποία άλλες φορές φαίνεται κι άλλες όχι.

Από τον συνεργάτη και κουμπάρο του Γιώργο που είναι έτοιμος να κάνει πίσω στο σχέδιο για το εστιατόριο, μέχρι τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά, όλοι τους έχουν νεύρα. Νεύρα, νεύρα και ξανά νεύρα. 

Όσο περνάει η ώρα, έπιανα το εαυτό μου να ανεβάζει συνεχώς παλμούς. Γιατί ήξερα πως ακόμη κι η ενός λεπτού όχι σιγής αλλά ηρεμίας, θα έδινε τη θέση της γρήγορα σε πολλές φωνές. Όχι, απλά περίμενα δηλαδή την επόμενη έκρηξη, οριακά την αποζητούσα κιόλας. Με ανυπομονησία. 

Το αποπνικτικό αυτό κλίμα γίνεται ακόμη πιο έντονο καθώς πρόκειται για μια ταινία που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου σ’ ένα διαμέρισμα της Αθήνας. Από ένα σημείο και έπειτα ένιωθα λες κι όλη αυτή η ένταση ανάβλυζε από τους τοίχους και διαχεόταν παντού στο διαμέρισμα. 

Μια ταινία χαστούκι στο νεοπλουτίστικο παραμύθι των Ελλήνων

Κριτική για την ταινία δεν μπορώ να κάνω. Εξ άλλου δεν είναι κι αυτή η δουλειά μου. Βλέποντας τη, όμως, ολόκληρη μπορούσα να καταλάβω τον λόγο που έκανε αυτή τη μεγάλη επιτυχία και έχει φτάσει στο σημείο να συζητιέται μέχρι σήμερα. 

Ας μην ξεχνάμε πως το Σπιρτόκουτο κυκλοφόρησε σε μια εποχή που η Ελλάδα ζούσε τα χρόνια της μεγάλης ευμάρειας και ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυτή η ταινία μας έκανε να δούμε από την κλειδαρότρυπα το τι συνέβαινε σε μια ελληνική οικογένεια στις αρχές των 00s. 

Σε μια ελληνική οικογένεια που κυριαρχούσε ο νεοπλουτισμός (ο μικροεπιχειρηματίας που είχε πάρει ένα υπέρογκο δάνειο για να ανοίξει ένα λουξ εστιατόριο), ο ρατσισμός (ο Βαγγέλης που δεν ήθελε να παντρευτεί την έγκυο Λίντα επειδή ήταν Αλβανίδα), οι τοξικές σχέσεις και το χάσμα μεταξύ των γενεών. 

Αυτή η ταινία ήταν ένα χαστούκι στην «ωραία Ελλάς» που είναι έτοιμη να δείξει τη λάμψη της σε ολόκληρο τον πλανήτη. Μόνο που αυτή η λάμψη κρυβόταν μέσα στον ιδρώτα και τα σάλια που εξαπέλυαν κάθε φορά οι ηθοποιοί προσπαθώντας να φωνάξουν δυνατά τις ατάκες τους. 

Η ανακούφιση όταν έκλεισα την τηλεόραση

Το Σπιρτόκουτο ήταν, στα μάτια μου, μια επανάσταση. Οι συνεχείς επαναλήψεις – που αργότερα έγιναν σημείο κατατεθέν των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη – και το τραύλισμα των ηθοποιών που προσπαθούν να θυμηθούν τις ατάκες τους που δεν κόπηκαν ποτέ, έμοιαζαν με μια αλλόκοτη αλλά επιτυχημένη προσπάθεια να καταδειχθεί πως υπάρχει κι ένα άλλο σινεμά. Χωρίς φανφάρες και μεγάλα ονόματα. 

Κλείνοντας την τηλεόραση μετά την ολοκλήρωση της προβολής της ταινίας, βέβαια, ανακουφίστηκα. Πράγματι, αυτός ο παρανοϊκός τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η πλοκή, η οποία δε διαρκεί περισσότερο από ένα 24ωρο, είναι λες και σε τραβάει από τα μαλλιά. 

Ξέρεις, όμως, πως κάθαρση δεν υπάρχει. Γιατί και η επόμενη και η παρεπόμενη μέρα θα είναι ακριβώς ίδια.

Σαν μια τεράστια τοξική λούπα που είναι εγκλωβισμένη μέσα σε ένα διαμέρισμα στον Κορυδαλλό. Σαν ένα σπιρτόκουτο γεμάτο με σπίρτα που περιμένει τη φωτιά για να γίνει μπουρλότο.