ΣΙΝΕΜΑ

Είδαμε ξανά το Super Mario Bros. του 1993, μία από τις χειρότερες ταινίες των 90s

Πρόκειται για μία ταινία που προσπάθησε να σουτάρει τα πιο απίθανα σουτ από κάθε γωνία του γηπέδου, ακόμα και προς το δικό του καλάθι.
Το να μεταφέρεις στο σινεμά την οποιαδήποτε ιστορία από άλλο μέσο εμπεριέχει πάντοτε κάποιο είδος πρόκλησης, που έχει να κάνει γενικώς με το πώς προσεγγίζεις την ιδέα της διασκευής. Πόση κυριολεξία χρειάζεται, πόσο ελευθερία μπορείς να πάρεις; Αλλά κυρίως, πώς κοιτάζεις κινηματογραφικά, τα πράγματα που είναι μη διασκευάσιμα;

Όταν το δημοφιλέστατο παιχνίδι Super Mario Bros. πήρε το δρόμο προς τη μεγάλη οθόνη ως live-action διασκευή, το σίγουρο είναι πως έπρεπε να υπάρξει κάποια απόφαση για το πώς θα χειριζόταν διάφορα πλάσματα και κόνσεπτ που μπορεί να δουλεύουν σε βιντεοπαιχνίδι ή σε animation, αλλά σε οποιοδήποτε ρεαλιστικό πλαίσιο θα κλωτσάνε.

Πώς βάζεις έναν υδραυλικό να περνάει μέσα από σωλήνες, αρπάζοντας μανιτάρια από κουτιά στον αέρα, χοροπηδώντας πάνω σε κάτι ακαθόριστα πλασματάκια, κυνηγώντας μια τεράστια σαύρα σε μέγεθος πολυκατοικίας;

Πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στην ταινία του ‘93, γιατί δεν φοβήθηκε καμία από αυτές τις ερωτήσεις. Για την ακρίβεια, παρόλο που το αποτέλεσμα είναι φρικτά κακό, ακόμα κι εκείνη η ταινία παραμένει πιο ευφάνταστη από το μέσο «καλό» mainstream σημερινό μπλοκμπάστερ, το οποίο υπακούει ευλαβικά τους προϋπάρχοντες κανόνες και αποδίδοντας με ελάχιστη παρέκκλιση τις ήδη υπάρχουσες ιδέες.

Το Super Mario Bros. του ‘93 είναι εν ολίγοις μια κακή ταινία που αστοχεί σχεδόν στα πάντα, αλλά τουλάχιστον διασκεδάζεις και εκτιμάς το γεγονός ότι προσπάθησε να σουτάρει τα πιο απίθανα σουτ από κάθε γωνία του γηπέδου, ακόμα και προς το δικό του καλάθι – αντί να βλέπεις επί 2μιση ώρες κάποιον να βαράει εύστοχα δίποντα από μεσαία απόσταση.

Σε σύνολο, το αποτέλεσμα είναι αυτό που περιεκτικά λέμε, «ναρκωτικά». Με την έννοια πως, βλέποντάς το, θα νιώσεις σαν να έχεις πάρει ναρκωτικά. Νομίζω δηλαδή, δεν έχω κάνει ποτέ ναρκωτικά. Εκτός αν μετράει σαν ναρκωτικά το Super Mario Bros. του 1993, στην οποία περίπτωση το συνιστώ.

Από όλη την παρανοϊκή εμπειρία που με έκανε να νιώθω σαν να λιώνει ο εγκέφαλός μου κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, ξεχωρίζουν κάποιες στιγμές και κάποιες ιδέες ακόμα πιο παρανοϊκές από τις υπόλοιπες.

Το ίδιο το κόνσεπτ


Ξεχάστε αυτά που ξέρατε από τα παιχνίδια. Εδώ η μυθολογία της ταινίας λέει πως όταν ο μετεωρίτης χτύπησε τη γη εξαφανίζοντας τους δεινόσαυρους, άνοιξε πύλη προς έναν παράλληλο κόσμο όπου οι δεινόσαυροι συνέχισαν να υπάρχουν και εξελίχθηκαν κανονικά, όπως εμείς στον δικό μας κόσμο. Και τώρα, ο Κούπα θέλει να ενώσει τις δύο πραγματικότητες για να τις έχει υπό τον έλεγχο του.

Ο…Κ…;; Ένα εξωφρενικά περίπλοκο premise (που γίνεται ακόμα πιο περίπλοκο όσο προχωρά η ταινία) για πραγματικά κανέναν απολύτως λόγο. Και γιατί καν δεινόσαυροι; Στο Mario υπάρχει ΕΝΑΣ δεινόσαυρος. Μια εξήγηση ίσως είναι η φήμη πως η ταινία τελικά βασίστηκε σε ένα προϋπάρχουν αχρησιμοποίητο σενάριο που αφορούσε μια παράλληλη διάσταση όπου δεινόσαυροι εξελίχθηκαν. Εντάξει, λογικό, κι εγώ αν είχα ένα τέτοιο σενάριο στο γραφείο μου και το διάβαζα, θα σκεφτόμουν πολύ φυσιολογικά, «α, ναι, αυτό μου θυμίζει το Super Mario».

Τα goombas είναι κάτι ΚΔΟΑ με απίστευτα μικρά κεφαλάκια 

Είναι εν μέρει πολύ αστείο κι εν μέρει πολύ ανατριχιαστικό. Ο Κούπα (ο οποίος σημειωτέον, δεν είναι σαύρα αλλά είναι ΦΥΣΙΚΑ δεινόσαυρος) έχει στην κατοχή του μια μηχανή που εξελίσσει ή αντι-εξελίσσει, και τη χρησιμοποιεί είτε για να κάνει κάποιους εξυπνότερους (όπως τους μπετόστοκους που έχει για πρωτοπαλίκαρα, που τους εξελίσσει και μετά αυτοί μιλάνε με αγγλική προφορά), είτε άμυαλα όταν που τον υπηρετούν. Έτσι, μικραίνει μόνο το κεφάλι τους (κανένας Κρόνενμπεργκ) και τους μετατρέπει σε χαζά στρατιωτάκια. Κι αυτά είναι τα goombas της ταινίας. Και γιατί όχι!


Η πριγκίπισσα Ντέζι μιλάει σε όλη την ταινία στον πατέρα της, τον βασιλιά, μια γλίτσα

Όχι, αλήθεια, δεν το λέμε σχηματικά τύπου «ο ηγεμόνας μας είναι μια σκέτη γλίτσα», είναι μια κυριολεκτική γλίτσα. Ο Κούπα έχει βάλει τον βασιλιά στο μηχάνημά του για να αντι-εξελίξει, κι έχει φτάσει στο στάδιο του μύκητα. Αυτό είναι ταυτόχρονα αναφορά στον μεγάλο ρόλο που παίζουν τα μανιτάρια στη σειρά παιχνιδιών κι αυτός είναι ο τρόπος που βρήκαν οι σεναριογράφοι για να τα φέρουν σε αυτό τον κόσμο της ταινίας. Ο μύκητας-βασιλιάς βρίσκεται παντού σε αυτό τον κόσμο, βοηθάει και τους ήρωές μας με τον τρόπο του, η Ντέζι καμιά φορά ανοίγει και κουβέντα μαζί του κοιτάζοντας και μιλώντας σε ένα κομμάτι μύξας που στάζει από μια καρέκλα, κι έτσι αυτό το παράλληλο Μανχάταν αποκαλείται «mushroom kingdom». Μανιτάρια δε λες τίποτα.

Τον οποίο παίζει ο Λανς Χένρικσεν, για κάποιο λόγο

Όταν ο μύκητας-μαρμαρωμένος βασιλιάς γίνεται ξανά άνθρωπος, είναι ο διάσημος ηθοποιός Λανς Χένρικσεν, ο οποίος έχει κυριολεκτικά μια ατάκα, πέντε λέξεων, μόνος του σε ένα δωμάτιο που μέχρι 10 δευτερόλεπτα πριν ήταν γεμάτο γλίτσα. Καταπληκτική απόπειρα στησίματος σίκουελ, σήμερα αυτή η σκηνή θα ερχόταν μετά τους τίτλους τέλους.

(By the way κι αυτή η ταινία έχει σκηνή μετά τους τίτλους τέλους, όπως και cliffhanger. Πολύ μπροστά από την εποχή τους. Αλλά επίσης είναι σχεδόν αξιαγάπητο το πόσο πίστευαν ότι θα υπάρξει σίκουελ.)

Το καστ είναι τρελό


Εκτός από τον Λανς Χένρικσεν που εμφανίζεται για πέντε δευτερόλεπτα, το καστ της ταινίας είναι γενικά κάπως τούμπανο. Ο σπουδαίος Μπομπ Χόσκινς παίζει τον Mario, και για χρόνια μετά δε σταμάτησε να κρύβει πως αυτή ήταν η χειρότερη εμπειρία της καριέρας του. Ο Τζον Λεγκουιτζιάμο είναι ο Luigi, ο Ντένις Χόπερ είναι ο Κούπα, o Φίσερ Στίβενς είναι το χαζό πρωτοπαλίκαρο, και μούσα του Κούπα(;!) είναι η φοβερή Φιόνα Σο.

Σε μια προ-Marvel εποχή, που οι ηθοποιοί δεν ήταν υποχρεωμένοι βάσει Συντάγματος των ΗΠΑ να γίνουν μέλη του Marvel Universe, είναι τρελό το τι μαζεύτηκαν να κάνουν όλοι αυτοί οι γνωστοί και πολύ καλοί ηθοποιοί σε κάτι τόσο εμφανώς κακό.

Έλεγε μετά ο Μπομπ Χόσκινς για τη στιγμή που κατάλαβε πως η ταινία ήταν βασισμένη σε παιχνίδι: «και είδα αυτό το πράγμα να χοροπηδάει πάνω κάτι και σκέφτηκα, “κάποτε έπαιζα τον βασιλιά Λιρ”».

Το bob-omb είναι απλά μια ζωγραφισμένη μπαλίτσα

Αυτό είναι που με έσπασε. Κι ας είναι cute στην πραγματικότητα. Αλλά με έσπασε, όπως μπορεί να με σπάσει η αναζήτηση εσωτερικής λογικής στο ερώτημα «αν ο γκούφι είναι σκύλος, τότε ο Πλούτο τι είναι;».

Κάθε ιδέα και κόνσεπτ του παιχνιδιού έχει μεταφραστεί στην ταινία μέσα από κάποιον ακραίο τρόπο, κάτι που ασχέτως φρικτού αποτελέσματος, επικροτώ, γιατί είναι μια σειρά από Κάποιες Αποφάσεις όπως και να το κάνεις. Το θέλουμε αυτό! Θέλουμε κουφές απόπειρες για σουτ! Μπράβο! Η τεράστια σαύρα είναι στην ταινία μισός άνθρωπος-μισός δεινόσαυρος που παίζει ο Ντένις Χόπερ. Ο Toad είναι ένας χίπης μουσικός (γιατί όχι) που μετά γίνεται goomba. Ο Γιόσι είναι σαν animatronic που κάποιος βούτηξε από το στούντιο του Jurassic Park. Τα μανιτάρια που τρώει ο Mario για να γίνεται Super Mario είναι κομμάτια του αντι-εξελιγμένου βασιλιά-μύκητα. Το βασίλειο του μανιταριού είναι ένας παράλληλος κόσμος όπου δεινόσαυροι εξελίχθηκαν και έχτισαν μια τύπου Blade Runner κοινωνία κόβοντας βόλτα τα αυγά τους σε καροτσάκια.


Ναι! Ναι σε όλα! Δηλαδή όχι, για το θεό, πάρτε τα από μπροστά μου, προφανώς και όχι! Αλλά ναι. Καταλαβαίνετε τι εννοώ.

Και μέσα σε όλα αυτά, το bob-omb είναι απλά… αυτό που είναι και στα παιχνίδια. Ένα γλυκό μηχανηματάκι, μια βόμβα που περπατάει, με σχεδιασμένο προσωπάκι κι ένα φιτίλι που όταν σβήσει τότε θα γίνει έκρηξη. Γιατί! Εδώ τελείωσαν τα ναρκωτικά και δεν μπορούσαν να σκεφτούν κάτι καλύτερο; Δεν μπορούσε να τύπος με μολότοφ; Οπαδός ποδοσφαιρικής ομάδας; Ένας δεινόσαυρος που το κεφάλι του θα σκάσει μετά από δέκα βήματα; (Δεν ξέρω, μοιάζει συνεπές με την υπόλοιπη ταινία.) Κάτι!

Τελικά, το Super Mario Bros. είναι τόσο κακό και μοναδικό που σε κάνει να σκέφτεσαι βλέποντας την οποιαδήποτε πιο συμβατική μεταφορά– όπως το νέο animation, που τώρα κυκλοφορεί στις αίθουσες. Οι άνθρωποι πήγαν κι έκαναν μια διασκευή Super Mario που δεν έχει την παραμικρή σχέση ως προς τη χρωματική παλέτα, ως προς τον ρυθμό, το στυλ, το ύφος του παιχνιδιού, τους χαρακτήρες, τον τρόπο που κινείται, τις αναφορές του, την ιστορία του.

Το σκέφτεσαι κι αρχίζεις να αγχώνεσαι. Μήπως ήταν πολύ μπροστά; Τι ήξεραν που δεν ξέρουμε εμείς; Πόσο μακριά βλέπουν; Και κυρίως, τι πίνουν και δεν μας δίνουν;

Exit mobile version