© Lysander Yuen / Unsplash
ΒΙΒΛΙΟ

Είναι δυνατόν να υπάρχει λογοκρισία στα βιβλία το 2023;

Οι πρόσφατες «διορθώσεις» στα παιδικά βιβλία του Roald Dahl έχουν σηκώσει μία τεράστια κουβέντα -από τη Νέα Υόρκη μέχρι την Αθήνα- στη βιβλιοφιλική κοινότητα. 

Η λογοκρισία θυμίζει τον ασκό του Αιόλου. Απλά, μόλις ανοίξει, μεταμορφώνεται σε Κουτί της Πανδόρας – και τίποτα καλό δεν μπορεί να προκύψει από αυτήν. Ίσως, ακούγεται υπερβολικό, αλλά ειλικρινά δεν πιστεύω ότι είναι. Ας δούμε λοιπόν το πιο ακραίο από όλα τα διλήμματα: πρέπει ή όχι να κυκλοφορεί Ο αγών μου δια χειρός Αδόλφου Χίτλερ στα βιβλιοπωλεία;

Σε περίπτωση που μία κοινωνία απαγορεύσει την κυκλοφορία του για τους προφανείς λόγους (διασπορά φυλετικού μίσους) παίρνει μία σαφή απόφαση με γνώμονα τις ανθρωπιστικές της αρχές. Στερεί, βέβαια, παράλληλα τη δυνατότητα στους αναγνώστες να εντρυφήσουν στον τρόπο με τον οποίο ο μεγαλύτερος λαοπλάνος και εγκληματίας του 20ου αιώνα όχι μόνο έσυρε έναν ολόκληρο λαό στην πιο μελανή του στιγμή αλλά αιματοκύλησε ταυτόχρονα την ανθρωπότητα.

Τι νόημα όμως θα είχε να προσπαθήσει κάποιος να «διορθώσει» με όρους συμπερίληψης το συγκεκριμένο κείμενο; Ναι, ίσως αυτό που ακολουθεί να μην είναι τίποτα περισσότερο από σοφιστεία, αλλά ειλικρινά το θέτω ως ερώτημα: με βάση την ίδια λογική, πόσο χρήσιμες είναι οι διορθώσεις στα παιδικά βιβλία του Roald Dahl;

Εδώ και κάποιες μέρες έχει ξεκινήσει μία τεράστια συζήτηση σε ολόκληρη τη βιβλιοφιλική κοινότητα -από τη Νέα Υόρκη μέχρι την Αθήνα- για το κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι χρήσιμο. Ή αν είναι απλά αφόρητα παρεμβατικό, καταστροφικό για το έργο του Άγγλου συγγραφέα, και εν τέλει επικίνδυνο.

Ο τελευταίος, γεννημένος το 1916, είναι ένας από τους πιο διάσημους συγγραφείς παιδικών βιβλίων όλων των εποχών. Παράλληλα, είναι και ένα προϊόν της εποχής του -μίας περιόδου με πολύ συγκεκριμένες αγκυλώσεις- ενώ, μάλιστα, «ελέγχεται» για τις ιδέες του, αφού υπάρχουν ενδείξεις αντισημιτισμού.

Τίποτα όμως δεν μπορεί να αναιρέσει τη λογοτεχνική πραγματικότητα: ο συγγραφέας της Ματίλντα και του Τσάρλυ και το εργοστάσιο σοκολάτας παραμένει αξεπέραστος στο είδος του. Άλλωστε, τα κείμενα του Roald Dahl δεν ήταν ποτέ στρογγυλεμένα – είχαν πάντα οξείες γωνίες, και καλά έκαναν.

Roald Dahl Ο Roald Dahl με την οικογένειά του, το 1966. / © Associated Press
Ο Roald Dahl με την οικογένειά του, το 1966.

Ανάμεσα στους συγγραφείς που έγιναν έξαλλοι με τις διορθώσεις -ή μήπως πιο σωστά λογοκρισία;- ήταν και ο Salman Rushdie. Αντίστοιχα, υπήρξαν συγγραφείς που δήλωσαν ότι θα κρατήσουν ως θησαυρό τις παλιότερες εκδόσεις των βιβλίων, έτσι ώστε τα παιδιά τους να γνωρίσουν τον πραγματικό Dahl και όχι ένα πετσοκομμένο αντίγραφό του.

Για τι τύπου όμως «διορθώσεις» μιλάμε; Πολλές και διάφορες αλλά ας ξεκινήσουμε από τις πιο απλές: οι cloud-men του Ο Τζίμης και το γιγαντοροδάκινο έγιναν cloud-people. Μάλλον, κανένα πρόβλημα εδώ. Επίσης, η Ματίλντα δε διαβάζει πια Rudyard Kipling αλλά Jane Austen. Ο λόγος; Επειδή εκείνος υπήρξε ένας ξεκάθαρος εκφραστής της βρετανικής αποικιοκρατίας. Πράγματι, κανείς δε διαφωνεί. Την ίδια όμως στιγμή είναι και ένας από τους πιο ικανούς διηγηματογράφους όλων των εποχών.

Εκεί, όμως, που το ποτήρι ξεχειλίζει, όπως διαβάζουμε στο The Atlantic, είναι στις εργασιακές σχέσεις ανάμεσα στον Γουίλι Γόνκα και τους «ιθαγενείς» Ούμπα Λούμπα στο Τσάρλυ και το εργοστάσιο σοκολάτας. Στην αρχική έκδοση, ο εργοστασιάρχης τους έχει μεταφέρει, μέσα σε κουτιά με τρύπες για να παίρνουν αέρα, από τη χώρα τους μέχρι την επιχείρησή του. Φριχτό; Ρατσιστικό; Ναι, και στα δύο – αλλά έτσι ήταν τότε, ενώ και σήμερα δε λείπουν οι καταστάσεις εργασιακής σκλαβιάς.

Πώς λύθηκε το «πρόβλημα» στη νέα, αναθεωρημένη έκδοση; Τώρα, είναι εθελοντές που εργάζονται αφιλοκερδώς σε ένα εργοστάσιο και μάλιστα νιώθουν υπέροχα για αυτό. Γιατί, τελικά, ο δρόμος για την εργασιακή Κόλαση είναι γεμάτος καλές νεοφιλελεύθερες προθέσεις.

Υπάρχει μία λεπτή κόκκινη γραμμή ανάμεσα στη λογοκρισία και την αναθεώρησή. Έτσι, ίσως, θα ήταν λογικό να διαβάζουμε στις νέες εκδόσεις των διηγημάτων του Αλεξάντερ Πούσκιν τον τίτλο Ο Μαύρος του Μεγάλου Πέτρου αντί για το καθιερωμένο Ο Αράπης του Μεγάλου Πέτρου. Δε θα ήταν όμως λογικό να αλλάξουμε ολόκληρες σκηνές στην Ιλιάδα μόνο και μόνο για να ταιριάζουν με τα προτάγματα της σημερινής εποχής.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος: στη Ραψωδία Β’ του ομηρικού έπους, ο Οδυσσέας ενώ νουθετεί τους ευγενείς να μην ενθουσιάζονται με τις υποσχέσεις του Αγαμέμνονα για επιστροφή στην πατρίδα, χτυπάει με το ραβδί του τους ατίθασους στρατιώτες από τις χαμηλότερες τάξεις για να τους βάλει μυαλό. (Για τον ίδιο ακριβώς λόγο).

Θα δεχόμασταν άραγε έναν Οδυσσέα που θέλει να κουβεντιάσουν όλοι μαζί στο πλαίσιο της συμμετοχικής ηγεσίας; Πόσο θα άλλαζε κάτι τέτοιο νόημα; Δε θα μασκαρεύονταν, τελικά, τα δύο μέτρα και δύο σταθμά που τηρεί η εξουσία διαχωρίζοντας τις υψηλότερες από τις χαμηλότερες (οικονομικά) τάξεις;

Όλα δείχνουν ότι οι «διορθώσεις» στο έργο του σπουδαίο Roald Dahl δε θα προχωρήσουν. Μάλλον, τις γλυτώσαμε μέσα από την παγκόσμια κατακραυγή. Άλλωστε, οι προθέσεις του εκδοτικού οίκου μάλλον δεν είχαν να κάνουν με την ανάγκη για ένα κάπως καλύτερο και λιγότερο ρατσιστικό κόσμο.

Περισσότερο είχαν να κάνουν με την ανάγκη λείανσης ενός κειμένου έτσι ώστε να είναι σε όλους αρεστό – ένα ευνουχιστικό λογοτεχνικό rebranding με άλλα λόγια. Μία ύπουλη μορφή λογοκρισίας που κοιτάει τους τύπους και όχι την ουσία με σκοπό να μη συναντήσει γκρίνιες το «προϊόν» στην αγορά. Κάτι που, δυστυχώς, παρατηρείται όλα και πιο συχνά εκεί έξω· στο Μεγάλο Πουθενά της μετα-αλήθειας και των αλγόριθμων.