Είναι το διάβασμα πολυτέλεια στην ψηφιακή εποχή;
Σε ένα σύμπαν που συνεχώς γεμίζουμε τον εαυτό μας με ιντερνετική ντοπαμίνη, τα βιβλία αποτελούν ένα από τα τελευταία καταφύγια ηρεμίας.
- 21 ΝΟΕ 2021
Γιατί διαβάζουμε τελικά; Αν το καλοσκεφτείς είναι λίγο παράξενο να περνάς τον ελεύθερό σου χρόνο έτσι. Πόσο λογικό είναι να στέκεσαι καρφωμένος πάνω από τυπωμένες σελίδες, ακολουθώντας την αλληλουχία 24 συμβόλων με την ιερή προσήλωση μεσαιωνικού μοναχού; Θα μπορούσες να κάνεις βόλτες, να βλέπεις τηλεόραση, να πηγαίνεις στο γήπεδο, να παίζεις χαρτιά, να κοιτάς τα περιστέρια να φτιάχνουν φωλιές στο μπαλκόνι σου, κάτι άλλο, οτιδήποτε.
Κι όμως, πολλές φορές το μόνο που θες είναι να απομονωθείς από τους πάντες ακολουθώντας βήμα-βήμα μία ιστορία μέχρι να γίνεις ένα με τους χαρακτήρες του βιβλίου. Δεν χρειάζεται να είναι ο Οδυσσέας του James Joyce, μπορεί απλά να είναι ένα καταιγιστικό (αν και αμφιβόλου ποιότητας) αστυνομικό. Η φαντασία είναι μέγα κόλλημα και το διάβασμα ανοίγει τους ορίζοντες. Πάντα έτσι ήταν, δεν είναι κάτι καινούργιο αυτό.
Έχεις άραγε να κάνεις κάτι καλύτερο από το να βρεθείς πάνω στο κατάστρωμα ενός φαλαινοθηρικού κυνηγώντας τη Λευκή Φάλαινα; Ή μάλλον ας μη μιλάω για άλλους, για μένα αυτό ίσχυε πάντα, από τότε που πήγαινα στο δημοτικό και διάβαζα Αστερίξ μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Το πρόβλημα είναι ότι καθώς μεγαλώνω αυτή η ιερή προσήλωση είναι όλο και πιο σπάνια. Μου ξεφεύγει, σαν καπνός. Χάνεται, μαζί με την ηρεμία μου.
Μερικές σημειώσεις για το διάβασμα, σήμερα
Στην πρώτη καραντίνα, την ορθόδοξη, οι κάτοικοι της Μεγάλης Βρετανίας διάβασαν κατά 41% περισσότερο από ό,τι πριν, σύμφωνα με έρευνα της Nielsen Book ανάμεσα σε 1000 ανθρώπους. Ήταν ο δικός τους τρόπος να διασκεδάσουν ελλείψει άλλων επιλογών αλλά και για το 35% από αυτούς η «καλύτερη διαφυγή από την κρίση».
Σε γενικές γραμμές, το ίδιο ίσχυσε για τον υπόλοιπο κόσμο με την Ελλάδα να μην αποτελεί εξαίρεση. Χρειάστηκε μια πανδημία για να μας υπενθυμίσει πως το διάβασμα αποτελεί την πιο χρήσιμη μορφή escapism εκεί έξω. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις λειτούργησε ως αντίδοτο. Προσωπικά, δε βρήκα τίποτα πιο παρηγορητικό από το να διαβάσω ξανά σελίδες από την Πανούκλα (εκδ. Καστανιώτη) του Albert Camus – η ανθρωπιά είναι το καλύτερο φάρμακο στο όποιο σκοτάδι άλλωστε.
Ο κορονοϊός πάτησε κάποιες στιγμές ένα μικρό pause στους παρανοϊκούς ρυθμούς που έχουμε συνηθίσει να ζούμε. Τώρα, χωρίς εκείνος να έχει φύγει, οι εξοντωτικοί ρυθμοί έχουν επιστρέψει. Πού καιρός για διάβασμα λοιπόν; Ή μάλλον πιο σωστά: πού ηρεμία για διάβασμα. Τα βιβλία κινδυνεύουν να γίνουν ξανά μια απατηλή πολυτέλεια.
Όχι, δεν έχει να κάνει με το βιβλίο σαν προϊόν, αυτό δείχνει να αντέχει ακόμα. Η ουσία είναι στη διαδικασία του διαβάσματος, η οποία εξαφανίζεται σιγά-σιγά από τις ζωές πολλών από εμάς. Ακόμα και όταν υπάρχει, γίνεται νευρικά, ακατάστατα. Σαν βιαστικό σεξ που τελικά δεν το κάνεις για να το απολαύσεις αλλά για να επιβεβαιώσεις ότι παραμένεις «νευρικός αν και ανάξιος» εραστής – ή, πιο απλά, να αυτοεπιβεβαιωθείς.
Μα, γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Ας πάρουμε ένα υποθετικό παράδειγμα: κάθε βράδυ έχεις την εγκληματική συνήθεια να βάζεις κάτω με το μυαλό σου τους λογαριασμούς του μήνα (και το κατά πόσο βγαίνεις ή όχι τώρα που η ΔΕΗ τίναξε την μπάνκα στον αέρα) σε συνδυασμό με αέναο σκρολάρισμα. Δεν χαλαρώνεις ποτέ, δεν σε παίρνει ο ύπνος, απλά σβήνεις σαν υπολογιστής που υπερφορτώθηκε. Έχουν φροντίσει τα εκατοντάδες notifications για αυτό.
Το διάβασμα σου δίνει ευκαιρίες για αναστοχασμό, σε στέλνει ταξίδια σε μέρη που δε θα πας ποτέ, σε επαναφέρει στην πραγματική ζωή και σε αποσυνδέει από την ψηφιακό εθισμό. Ή μπορεί πιο απλά να σε χαλαρώνει – πολύ πιο ανώδυνα από ότι δύο ποτήρια αλκοόλ που καταπίνεις λαίμαργα σαν να είναι κάποιου είδους φάρμακο.
Είναι, λοιπόν, πολυτέλεια το διάβασμα στην ψηφιακή εποχή; Φυσικά. Όπως και κάθε άλλη διαδικασία που απαιτεί χρόνο και ηρεμία. Σε ένα σύμπαν που το FOMO (Fear of missing out) κυριαρχεί, που δε σταματάμε ούτε για ένα λεπτό να σκεφτούμε για δεύτερη φορά κάποια πράγματα, που χρειάζεται συνεχώς να γεμίζουμε το είναι μας με ψηφιακή ντοπαμίνη, ναι, είναι. Εδώ δεν πιάνουν οι ελπίδες, δεν πιάνουν οι ευχές, όπως έλεγαν οι Τρύπες, αλλά τα likes, τα reactions, και το τρομερό άγχος να περνάμε καλά. Παντού, πάντα, και με κάθε τρόπο.
Δεν είναι τυχαίο το κίνημα του slow food, όπως και αντίστοιχες τάσεις που αναδύονται, απλά δεν είναι ακόμη μαζικές. Σε κάθε περίπτωση είναι απολύτως αναγκαίο να πέσουν οι ρυθμοί για να βρούμε ξανά τη διαδικασία του διαβάσματος. Ή έστω να χρησιμοποιήσουμε το διάβασμα ως το αντίδοτο σε αυτές τις απάνθρωπες ταχύτητες. Ως μία λογοτεχνική άσκηση ζεν απέναντι στην τρέλα του μεταμοντέρνου κόσμου.
Άλλωστε, δεν είμαστε κατασκευασμένοι σαν όντα να ζούμε σε τέτοιους ρυθμούς. Δεν είμαστε brokers της Γουόλ Στριτ για να ζούμε σε μόνιμο παροξυσμό. Γιατί, σε τελική ανάλυση, ξέρετε τι έκαναν πολλοί από αυτούς όταν το Κραχ του 1929 τους χτύπησε την πόρτα; Δεν άντεξαν, και τίναξαν τα μυαλά τους στον αέρα.