ΒΙΒΛΙΟ

Είσαι σίγουρος ότι ξέρεις τι σημαίνει φτώχεια;

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά της Φτώχειας, συναντήσαμε έναν πωλητή του περιοδικού Σχεδία, μιλήσαμε μαζί του και καταλήξαμε ότι τελικά, δεν έχουμε ιδέα από ορισμούς.

Κάθε φορά που πρόκειται να γράψω ένα κείμενο, ανεξαρτήτως θέματος, διάθεσης ή έμπνευσης, η διαδικασία έχει ως εξής: Πέντε λέξεις κατά μέσο όρο στη σειρά, backspace μέχρι τη λευκή σελίδα, επανάληψη. Δεν έχω ακόμη καταλήξει στο γιατί. Ίσως είναι και ένα είδος ψυχαναγκασμού που βρίσκεται με το ένα πόδι στο συνειδητό μου, έτοιμος να μου συστηθεί.

Σήμερα, είναι η πρώτη φορά που ίσα που πρόλαβα να δω λευκή τη σελίδα μου.

Η επιθυμία μου να μοιραστώ μαζί σου τη χθεσινή μου βόλτα στο λιμάνι του Πειραιά παρέα με έναν από τους πιο ξεχωριστούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει ποτέ, ήταν τέτοια που ξεπέρασε μέχρι και την αγάπη μου για ωραίες λέξεις. Μεταξύ μας, δεν την ξεπέρασε απλώς, της έδωσε να φάει τη σκόνη της.

Μου ζήτησε να τον συναντήσω έξω από τον ηλεκτρικό του Πειραιά, στο πόστο του. Στις 15.30 ήμασταν εκεί μαζί με τη Φραντζέσκα. Μου έδωσε το χέρι του και με κοίταξε στα μάτια. Χωρίς να θέλω να προσβάλω κάποιον, είμαι σχεδόν σίγουρη ότι δεν έχω ξανασυναντήσει τόσο ειλικρινές βλέμμα. Τα μάτια του ήταν μπλε και υγρά. Ήταν ζωντανά. Του ζήτησα συγνώμη που θα τον αποσπάσω από τη δουλειά του και του υποσχέθηκα να είμαι σύντομη.

Ήταν η πρώτη φορά (ακολούθησαν πάρα πολλές) που με κοίταξε σοβαρά στα μάτια και μου είπε:“Δεν θέλω να αγχώνεσαι. Το άγχος κάνει το στομάχι σου να πονάει και όταν το στομάχι σου πονάει πρέπει να πας στο γιατρό. Δεν μπορείς να σκεφτείς καλύτερο τρόπο να φας τα λεφτά σου”;

Το μόνο που θέλω να σου πω για τον Αλέξανδρο Καϊάφα είναι ότι προπονείται για να τρέξει στον κλασικό Μαραθώνιο με την ευχή και την ελπίδα να τον βγάλει όλο. Όλα τα υπόλοιπα, τον αφήνω να σου τα πει μόνος του.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Μία ιστορία

Καταρχήν, είμαι ο Αλέξανδρος.

Το 2011, έπειτα από 16 χρόνια στη ΦΑΓΕ, έχασα τη δουλειά μου. Ήμουν παντρεμένος. Μετά από δύο, τρία χρόνια που δεν μπορούσα να βρω δουλειά με την γυναίκα μου, και εκείνη άνεργη, βρεθήκαμε σε ένα αδιέξοδο και χωρίσαμε. Βρέθηκα στο ‘δρόμο’. Σε εισαγωγικά, γιατί ευτυχώς στο δρόμο δρόμο δεν βρέθηκα ποτέ. Με φιλοξένησε η αδερφή μου για περίπου πέντε μήνες. Εκείνο το διάστημα, ήρθα σε επαφή με τη Σχεδία και άρχισα να δουλεύω εκεί.

Μοίραζα κάτι διαφημιστικά φυλλάδια όταν πέτυχα στο δρόμο έναν πωλητή. Τον ρώτησα πώς γίνεται αυτό και μου έδωσε τη διεύθυνση της Σχεδίας. Δουλεύω στη Σχεδία από το 2013.

Ένας σκύλος

Έριξε μία γρήγορη ματιά στο παράθυρο και μετά πάλι ευθύβολη ματιά στα μάτια μου. “Έπρεπε να βρω σπίτι οπωσδήποτε γιατί ήθελα να πάρω το σκύλο μου πίσω. Έχω ένα γκριφόν και τον φωνάζω Σήφη. Τον είχα βρει στην Κρήτη στα σκουπίδια πριν τέσσερα χρόνια. Έχω μία ιδιαίτερη αγάπη στα σκυλιά. Αυτός είναι ο πέμπτος μου. Είχα την Ίρμα, την Ήρα, τον Φιντέλ και το Μάρλεϊ.

Εννοείται ότι με τράβηξε Φιντέλ και το περίεργο του όνομα. Στο μυαλό μου δεν ξέρω γιατί, αλλά ήρθε ένας σκύλαρος. Στο μυαλό μου. “Ένα κανίς. Τον έβγαλα έτσι γιατί ήταν το όνειρό μου να πάω στην Κούβα.

Γελάσαμε. Μαζί με εκείνον γέλασαν και τα μάτια του. Πρώτη φορά έβλεπα έναν άνθρωπο με τόσο καλή επαφή βλέμματος και συναισθημάτων. Του είπα ότι εντάξει, τι Κούβα τι Χιλή και εκείνος γέλασε. “Ναι, πήγα στο δοκάρι σαν να λέμε”. Είχε έρθει η ώρα να μιλήσουμε γι αυτό το ταξίδι. Το ήξερα και εγώ το ήξερε και αυτός.

Το 2014 μπήκα μέσω της Σχεδίας στην ποδοσφαιρική ομάδα αστέγων και πήγαμε στο παγκόσμιο πρωτάθλημα της Χιλής. Εκεί που ήταν όλα μαύρα και άραχλα. Τρομερό ταξίδι. Το κρατάω μέσα μου σαν οδηγό. Άλλη κουλτούρα, άλλοι άνθρωποι. Έχω τόσες ζωντανές αναμνήσεις. Δηλαδή σαν πέρσι τέτοια μέρα ταξιδεύαμε για Σαντιάγκο.

Αφού έμαθα τη θέση που παίζει, “αμυντικός, στην άμυνα τα πάω καλύτερα. Του ζήτησα να μου μιλήσει για τα ταξίδια του. “Στην Ευρώπη έχω κάνει αρκετά ταξίδια με την ομάδα μου. Λατινική Αμερική όμως πρώτη φορά. Παρότι ενθουσιασμένος, δεν μου φάνηκε έτοιμος να τα παρατήσει όλα και να πάει να μείνει εκεί. Εκτός αν είχε καλό λόγο να το κάνει: “Νομίζω πως δεν θα μπορούσα να πάω. Δεν ξέρω δεν το έχω σκεφτεί. Αν υπήρχε ένα μέρος που θα μου εξασφάλιζε δουλειά, ίσως το σκεφτόμουν, δεν ξέρω.

Για κάποιον λόγο, έχω στο μυαλό μου τη Χιλή και τους ανθρώπους εκεί κάπως πιο άγριους. Χωρίς να γνωρίζω το γιατί. Του το είπα. “Έχει μεγάλη εγκληματικότητα είναι η αλήθεια. Όπου υπάρχει φτώχεια, υπάρχει και κλέψιμο“, μου απάντησε.

“Γιατί πιστεύεις ότι εδώ δεν έχουμε εγκληματικότητα; Έχεις κάνει μία βόλτα μετά τις 9 στην Ομόνοια ή την πλατεία Βάθης; Φοβάσαι να κυκλοφορήσεις”.

Είχε δίκιο. Στο μυαλό μου άρχισε να παίζει μία μικρού μήκους ταινία με όλα τα καρέ με τους περιπάτους στην Πλατεία Θεάτρου στο δρόμο για το θέατρο, το πάρκο της Νομικής που χρειαζόταν να περάσω για να φτάσω στο Εργαστήρι, την πλατεία Βικτωρίας που σταματούσα με τον ηλεκτρικό όταν πήγαινα στην ΑΣΟΕΕ. Δεν τους είχα ξεχάσει. Ούτε το φόβο και τη θλίψη που μου είχαν προκαλέσει κάποτε.

Τον κοίταξα. Αμίλητη. Με κοίταξε και εκείνος. Και μίλησε.

 

Την έχω ζήσει αυτήν την κακία. Πρώτα πρώτα μέσα από την πεθερά μου. Στην αρχή όσο είχα δουλειά ήμουν καλός, μετά έγινα τεμπέλης. Λες και είχα δουλειά και δεν δούλευα.

Μία δουλειά

Ήμουν στη ΦΑΓΕ 16 χρόνια και με την κρίση μας έδιωξαν. Μετά ήρθαν τα περιστασιακά μεροκάματα. Πίτσα ντελίβερι, κανένα φυλλάδιο από εδώ από εκεί, χαμαλίκια, μετακομίσεις, οτιδήποτε μπορούσε να μου προσφέρει λίγα χρήματα. Κανένα σερβιτοριλίκι. Στη δουλειά δεν λέω ποτέ όχι. Αλλά όλα δυστυχώς περιστασιακά. Βρήκαμε μία πιτσαρία να δουλέψουμε και έκλεισε. Γίνανε όλα πολύ απότομα.

Πήρε μία ανάσα και απολογητικά μου είπε.

Δεν έχω παράπονο με τη Σχεδία. Άλλωστε μας το λένε και οι ίδιοι, μακάρι να βρείτε μία δουλειά όλοι και να κλείσουμε. Είμαστε γύρω στους 200. Υπάρχουν άστεγοι, υπάρχουν άνθρωποι που μένουν στους ξενώνες, υπάρχουν άνθρωποι που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.

Πήρε άλλη μία ανάσα.

 

Με τους μισούς σε αυτή τη χώρα (ίσως και παραπάνω) να υποστηρίζουν ότι η χειρότερη χρονιά ήταν το 2011 από οικονομικής άποψης, σκέφτηκα ότι μπροστά μου έχω έναν άνθρωπο που κάτι ξέρει παραπάνω από δύσκολα.

Όλες οι χρονιές έχουν δυσκολίες αλλά πιστεύω ότι χειρότερη χρονιά, είναι η φετινή. Βλέπω τον κόσμο να έχει χάσει το χαμόγελό του, την αίγλη του. Ωστόσο η κρίση, μας έχει φέρει και πιο κοντά. Μας έχει κάνει αλληλέγγυους. Και λεφτά να μην έχουν να δώσουν ένα πακέτο μακαρόνια, έναν καφέ, ένα ψωμί θα σου το δώσουν. Το βλέπω αυτό στον κόσμο.

 

 

Μία ομάδα

Σταμάτησε να με κοιτάει. Γύρισε στο παράθυρο. Πρέπει να πέρασαν δύο, το πολύ τρία δευτερόλεπτα αλλά τα ένιωσα αιώνες. Ήθελα να δω πάλι τα μάτια του να χαμογελούν. Έκανα το κλασικό κόλπο, που ευτυχώς, έπιασε. “Η ομάδα μου είναι η ΑΕΚ” μου είπε και με κοίταξε με χαρά. Σαν να άστραψε το πρόσωπό του. Το συνέχισα. Του ζήτησα να μου πει τους παίχτες που υποστηρίζει. Ξαναγέλασε αλλά αλλιώτικα: “Πότε; Τώρα; Τώρα δεν στηρίζω κανένα παίχτη, τώρα είναι όλοι άμπαλοι. Έχω γνωρίσει πολύ μεγάλους παίχτες, Θωμά Μαύρο, Ηλία Ατματζίδη, αυτοί ξέραν μπάλα.

Για κάποιο λόγο, θυμήθηκα το σημερινό (17/10) ματς της ΑΕΚ με τον Ολυμπιακό. “Αν έχω άγχος για το παιχνίδι; Για ένα παιχνίδι; Εγώ δεν έχω άγχος, κανένα. Είμαι της άποψης πως οτιδήποτε και αν μας συμβαίνει το κεφάλι πρέπει να το έχουμε ψηλά. Μεταφέρθηκα είκοσι λεπτά πριν και θυμήθηκα αυτό με το γιατρό και το άγχος που μου είπε αμέσως σχεδόν μόλις τον γνώρισα.

 

Μία καλημέρα

Πάλι η ματιά πήγε στο παράθυρο. Επέστρεψε όμως από μόνη της.

Σήμερα ήρθε μία κοπέλα και μου είπε και εγώ άνεργη είμαι αλλά δεν θα μου λείψουν 3 ευρώ, δώσε μου το περιοδικό. Πιο πολύ βοηθάει ο κόσμος που δεν έχει, παρά αυτός που έχει τα πολλά. Υπάρχει υπεροψία.

 

Εγώ δεν θέλω να πουλήσω περιοδικό, ας έρθει ο άλλος να μου πει μία καλημέρα. Και να το νιώθει. Όχι να μου την πει επειδή περνάει και βλέπει έναν άνθρωπο στο δρόμο. Έχει χαθεί αυτή η επικοινωνία που έχουμε μεταξύ μας.

Όταν τον συνάντησα, μου είπε ότι δεν είναι το πόστο του μόνο ο ηλεκτρικός του Πειραιά. Κάθε εβδομάδα, έχουν και άλλο. Γυρνάνε σχεδόν όλη την Αττική. Μοιράστηκα μαζί του την απορία ποια περιοχή έχει τους περισσότερο ‘κοινωνικούς’ ανθρώπους σύμφωνα με αυτά που είπε προηγουμένως. Σκέφτηκε λίγο και μου είπε.

 

Στο Μέγαρο Μουσικής. Στο Σύνταγμα και την Ομόνοια είναι όλοι βιαστικοί, είναι για να φεύγουν. Στην Καλλιθέα, την Ανθούπολη, την Πετρούπολη, εκεί είναι πιο ανοιχτοί. Σου λένε και μία κουβέντα. Και για άσχετα πράγματα. Για τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, για πολιτικά. Τότε με το Δημοψήφισμα μιλούσαν μόνο για αυτό. Άκουγες από τον κόσμο τα ίδια. Ο μπήξε, ο δείξε όλοι το ίδιο πράγμα. Λες και μας έχουν βάλει σε ένα καλούπι.

Αν και σιχαίνομαι τις συζητήσεις που φέρνει ένα ‘ψηφίζεις’ συνοδεία ερωτηματικού, το είπα. Και μου απάντησε: “Ναι. Ευτυχώς με καθαρή συνείδηση γιατί η ψήφος μου δεν πάει μέσα στους 300. Ψηφίζω συνειδητά. Επαναλαμβάνει τρεις φορές.”Με έχουν προδώσει όλοι τους. Νιώθω προδομένος”.

 

Για πρώτη φορά, γύρισα εγώ το κεφάλι προς το παράθυρο. Ακολούθησε και εκείνος. “Έχουν χαθεί οι αξίες. Έχουν χαθεί οι παρέες.

Ένας φίλος

Ο κόσμος που έχει λίγα, άμα θέλει να περάσει καλά θα περάσει. Θα μαζέψεις δύο φίλους σε ένα σπίτι και θα βάλουν όλοι από 2 ευρώ να πιούνε μία μπύρα ένα κρασί, να φάνε ένα μεζέ. Να κάνουν λίγο παρέα .Μου λείπει μία παρέα. Μία καλή παρέα. Ένας καλός φίλος. Στα δύσκολα οι φίλοι, χαθήκανε. Φίλοι στα εισαγωγικά. Φίλος δεν είσαι μόνο στο χαβαλέ. Αυτό μου έχει λείψει ότι στα δύσκολα χαθήκανε όλοι. Πέρα από τρεις φίλους που έχω από Καλλιθέα όλοι οι υπόλοιποι χάθηκαν. Η κρίση έφερε αυτό το χάσιμο.

Πόσο δίκιο είχε. Πάλι. Πόσο δίκιο έχει συνεχώς.

 

Πρέπει να με είδε κάπως απελπισμένη γιατί μου χαμογέλασε. Μου εξήγησε ότι είναι ανάγκη του ανθρώπου η επικοινωνία έστω και με τον εαυτό του. Του είπα ότι εγώ θα τρόμαζα αν έβλεπα έναν άνθρωπο να προσπερνά μιλώντας μόνος του. Με κοίταξε με καλοσύνη: “Εγώ δεν τρομάζω. Γενικά, δεν φοβάμαι. Δεν φοβάμαι τίποτα. Ούτε το θάνατο φοβάμαι γιατί κάποια στιγμή θα έρθει.

 

“Κάθε μέρα στο δρόμο συναντώ ανθρώπους που φοβούνται. Φοβούνται τη δουλειά τους, φοβούνται μήπως χάσουν τη δουλειά τους, φοβούνται μήπως μείνουν στο δρόμο, φοβούνται μήπως χάσουν τα λεφτά τους. Για μένα αυτό που ζούμε είναι τρομοκρατία.

Αποχαιρέτησα τον Αλέξανδρο με μία ανάγκη να του πω “εις το επανιδείν”. Δεν το έκανα. Καθώς έμπαινα στο συρμό, ένιωθα μέσα μου κενή. Τα περασμένα 40 λεπτά γνώρισα έναν άνθρωπο που μου έμαθε έναν ορισμό που μέχρι τότε αγνοούσα.

 

Κοίταξα γύρω μου. Άνθρωποι κατσουφιασμένοι. Βαλμένοι όπως όπως ο ένας πάνω στον άλλο περιμένουν τη στάση τους. Σιωπηλοί. Αγχωμένοι και μόνοι. Με ακουστικά ή όχι στα αυτιά, με θολό βλέμμα.