Έξω χιονίζει: Το θέαμα τελείωσε
- 11 ΙΑΝ 2018
Πάνω στη σκηνή. Μία σκηνή που αλλάζει, διαμορφώνεται κατά το δοκούν. Που ψάχνει να βρει τους εαυτούς της από διαφορετικούς χαρακτήρες, από καιρό χαμένους. Τον καιρό που ανέβηκε ο Βενιζέλος στη Θεσσαλονίκη και αποκλήθηκε συμπρωτεύουσα. Τον καιρό της Μεγάλης Αιματηρής Πυρκαγιάς. Που ο Νίκος είπε, νομίζω ως Νίκος περισσότερο παρά ως Ινδός σκουπιδιάρης ή Ρώσος εραστής κεφαλόπουλων, ότι κάτω από τη φωτιά φυτρώνει χορτάρι. Θα το θυμόμαστε πάντα αυτό. Και ότι ‘Έξω χιονίζει’.
Έχουν περάσει μόνο λίγες ώρες. Η επιρροή δεν έχει τελεσιδικήσει, αλλά αυτό μοιάζει λίγο ψυχαναγκαστικό. Οι σκέψεις είναι διάσπαρτες και ατελεύτητες. Η Καλλιδρομίου είναι. Αύριο πρέπει να. Δεν θα ήταν δίκαιο να αναμένεις πάντα το καταστάλαγμα, ειδικά όταν καλείσαι να μιλήσεις για τη φωτεινή ψυχική απελπισία, για την κατάρρευση των ηρώων όταν πια γίνονται άνθρωποι και θα ήθελαν να κάτσουν σε μία καρέκλα στο ύπαιθρο του ωραίου θεάτρου που λέγεται Επί Κολωνώ και να συντονιστούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τη σκοτεινιά της ύπαρξής τους. Αυτήν τη στιγμή πληκτρολογώ ακούγοντας τη συνέντευξη της μάμας του Ηλία, οπότε η θεατρικότητα έχει σάουντρακ τον Δημήτρη Μητροπάνο, μετά από την πρώτη εξομολόγηση για τα παιδικά χρόνια, η οποία είναι κυριολεκτικά συγκλονιστική*.
*Θα σας πω γιατί παραπονιόμαστε πολύ για όλα αυτά που μας συμβαίνουν. Δεν είναι τόσο αχαριστία όσο ότι έχουμε μεγαλώσει. Όταν ένα κοριτσάκι 12 ετών μπαίνει σε μία φαρμακαποθήκη για να δουλέψει, το 1962, μπορεί αυτό να διαλύει τα μέσα σου, να σου δείχνει πόσο μακριά από τα όριά σου έχεις βρεθεί, να κάνει ίσως την επιλογή -τόσο σε ό,τι αφορά την ηλικία όσο και στην εργασία και στο προσωπικό γίγνεσθαι- μπορεί να σε κάνει να κομπλάρεις, όμως αυτοί οι άνθρωποι προσπάθησαν πολύ για να μπορούμε εμείς να διαλέγουμε. Ξέρετε, αυτή είναι μία κατάσταση ιερή, ένα κληροδότημα που μεταφέρεται σε δάδα, για αυτόν το λόγο η προσοχή είναι ένα ζήτημα που μας αφορά στην ηθική έννοια: τα εργατικά δικαιώματα, ο αλλησεβασμός δεν είναι δέον να χαλαλίζονται. Και, από την άλλη, όταν μία κοινωνία έχει ως στόχο να μειώσει το χώρο της, αναδεικνύοντας ταυτοχρόνως τις ευκαιρίες της, τα θεμέλια θα ήταν επιθυμητό να είναι στοιβαρά. Αν δεν είναι, μπορεί να βρεθείς σε μία κατάσταση ρετρό, χωρίς το χώρο που θα πληρούσε τις προϋποθέσεις της συμμετρίας. Και ο χώρος είναι μία από τις διαστάσεις του σύμπαντός, που μόνο εναρμονισμένος με τις υπόλοιπες μπορεί να βοηθήσει τη διαδικασία της επιβίωσης.
Το έργο αρχίζει με. Υπάρχει μία παρωδία της παρωδίας από την αρχή κιόλας, η σκηνοθέτιδα Μαρία Αιγινίτου (που θριαμβεύει στα τρίγωνα, το ‘Εις την Ελευθερίαν’ ήταν επίσης μία τέτοια σημαντική στιγμή) το επιδιώκει, ένας φόρος τιμής που επιθεωρησιακά όλοι θα έπρεπε να πληρώνουν προς τον Τσάρλι Τσάπλιν. Βρώμικα ρούχα και εγκατάλειψη. Μία τριπλέτα στη σκηνή, επιστρατευμένη να βρει χημεία, αν και οι προσλαμβάνουσες του καθενός εκ των τριών ως ανθρώπων είναι κατάτι διαφορετικές. Πρέπει να το υποπτεύεσαι, όμως, κοιτάζοντας τον καθρέφτη σου και προσπαθώντας να αποφασίσεις αν κάνεις λειτούργημα, ότι μερικές φορές μπορεί να μοιάζεις με το ξεψυχισμένο «σ’ αγαπώ» που λέει η Λαμπέτη στον Χορν στην ‘Κάλπικη Λίρα’. Στην περίπτωση της ταινιάρας του Τζαβέλλα, ίσως της κορυφαίας ελληνικής ταινίας στην ιστορία, αυτό το ξεψύχισμα μοιράζεται σε δύο ανθρώπους και για αυτό αργοπεθαίνει. Το παίρνει ο αέρας, ο οποίος σκίζει το ευάλωτο συναίσθημα. Όταν είσαι μόνος, όμως, η εξωτερίκευση δεν είναι προτιμητέα κατάσταση. Το βασανιστήριο δε μεταδίδεται, παρά το συγχρονισμό. Είσαι διαφορετικός, όπως λέει η Σταυρούλα, δεν είμαστε κονσέρβες. Έχεις παρατήσει την προσπάθεια να δώσεις και σε κάποιον να καταλάβει ακριβώς τι είναι αυτό που συμβαίνει, βγάζοντας σπινθήρες όπως πολλές φορές έκανε το βλέμμα της Ειρήνης Ιωάννου επί σκηνής. Η μικρή, σχεδόν επιλαχούσα, κάνει το ντεμπούτο της στο ημίφως, ενζενί στον κόσμο των ξωτικών της Νέας Ορλεάνης, παρεισφρέοντας στα μπαρ που ακούστηκε η πρώτη τζαζ. Ζαλισμένος από τη δυστυχία σου και χαμογελώντας εγκαρδίως, όπως έκανε ο Στάθης Κόικας, που θα μπορούσε να είναι η κλασική περίπτωση του ζεν πρεμιέ του παλιού θεάτρου, ένα πλατωνικό αρσενικό όνειρο στο καραβάνι μίας κακομαθημένης ντιβίνας, αλλά προτιμά να μοιάζει με ένα χαμογελαστό Μπάστερ Κίτον, σε σημείο που ακόμα και το πιο πλατύ χαμόγελό του να βγάζει μία ιδιότυπη πικρή, τόσο λεπτή που αναμένεται να μην εκτραχυνθεί ποτέ. Η συμπόνια για την ειρωνεία με θύμα την ελπίδα ίσως να συμβολίζει ένα ξεχωριστό φλέγμα, πάντως δεν είναι αποκλειστική είδηση: ενυπάρχει στον οργανισμό απαξάπαντων και λειτουργεί ως καθαρτικό, πάνω στο οποίο βαπτίζεται επανειλημμένως η αφέλειά μας, την οποία κάνουμε τεμενάδες για να ξεφορτωθούμε.
Αφήνοντας μεγάλες παύσεις, πιθανότατα όχι προσυμφωνημένες, όπως έκανε ο Νίκος Καρδώνης. Η τελευταία ήταν η πιο ποιητική. Περισσότερο από κάθε ερμηνεία, από όλη τη νιρβάνα στην οποία οφθαλμοφανώς επήλθε, εκείνη η παύση ήταν ένας αληθινός χρόνος. Ένα θεατρικό κόλπο το οποίο ο άπειρος θεατής, σαν και του λόγου μου, εκτιμά περισσότερο από οτιδήποτε αναδεικνύεται στους κόλπους των έμπειρων αλλά δεν μπορεί να διαπιστώσει. Ο Καρδώνης οδηγεί την παράσταση εκ του ασφαλούς στην ψυχαγωγική πληρότητα, σαν μάστορας καθορίζει τα σύνεργά της. Η ομάδα λειτουργεί θαυμαστά διότι οι ρόλοι της είναι αποσαφηνισμένοι, αν και ασφαλώς υπάρχουν απορίες. Απορίες για τις δυνατότητες που δεν ήξερες. Οι ηθοποιοί συνηθίζουν να κάνουν τις ασκήσεις της συγκέντρωσής τους για να μεταφέρονται, αλλά αυτή η μετάβαση δεν είναι απλή. Κάτι ορατό δεν βρίσκεται. Θα φτάσουν κάπου που δεν ξέρουν τι είναι, οπότε μόνο να υποθέτουν μπορούν αν θα τους αρέσει. Σε σαδιστικό μουσείο, που τα κέρινα ομοιώματα ράβονται πάνω τους. Όχι με τα μέτρα τους, πάνω τους, κυριολεκτικά. Σε κάθε βιβλίο, όπως αυτό του παγνιάζοντος Σάκη Σερέφα, αναδεικνύεται η προοπτική, αλλά και μερικές ακόμα ραφές. Το κεφάλι στον ντορβά, τα χέρια πεταμένα, τα πόδια γρουσούζικα και θλιμμένα από το κακό τράχαλο, που θα ήταν πιθυμιά να σε αφήσει έστω και για λίγο ανεμπόδιστο. Ο Σερέφας στέλνει φαντάρους κάθε λογής στη Θεσσαλονίκη. Άγγλους, Γάλλους, Ιταλούς, ένα Ρώσο, έναν Ινδό. Μιλάνε από το νεκροταφείο, με τη βοήθεια μίας πνευματίστριας. Η πνευματίστρια φεύγει, απομένει η καρικατούρα της, ο εξοβελισμός της. Η πνευματίστρια είναι το κακό χτικιό. Η ιστορία δίνει στο πνεύμα τη σκυτάλη. Στο πλαίσιο της συνολικής ξηροφθαλμίας του χειμώνα, οι βλεφαρίδες ανασηκώνονται όχι χωρίς τριβή για να ακούσουν. Οι βλεφαρίδες ανασηκώνονται για. Κάποιες φορές μπορεί να γίνει κάτι, να πέσει φερ’ ειπείν ένας φακός από ψηλά, με τρόπο που συντρίβονται πράγματα όταν πλησιάζει η πυρκαγιά. Η πυρκαγιά δεν άργησε, αλλά ο φακός ήδη έπεσε. Ο φακός που έπεσε πριν από την πυρκαγιά: το σύμβολο της Ελλάδας. Παράδοση στο Επί Κολωνώ, από όλη την τριάδα και όλους όσοι βοήθησαν για την παράσταση.
Έτσι, η νύχτα πέφτει στον Χορτιάτη. Οι ηθοποιοί πεινάνε. Το πακέτο με τα τσιγάρα είναι άδειο. Το τσιγάρο που βγάζει ο Στάθης από την τσέπη του δεν έχει αψηφήσει τους νόμους της Φυσικής, μοιάζει με εκείνο που είχε στο στόμα του ο Τζέφρι Ρας στον ‘Σολίστα’. Στη χώρα πολλοί ονειρεύονται να γίνουν ηθοποιοί. Η συντριπτική πλειοψηφία, να κάνει θέατρο. Είναι η καλύτερη μάζωξη ηθοποιών έβερ, διότι τα παιδιά είναι πολλά, οι ικανότητες μεγάλες και η γνώση ξελογιάστρα. Από μία αποπλάνηση αρχίζουν όλα. Ξεγελιούνται ότι η αποφασιστικότητα μπορεί να νικήσει τον οργανισμό. Πόσοι και πόσοι, όμως, από τα πολύ παλιά χρόνια, δεν πεινούσαν, δεν ήταν τρακαδόροι, δεν ήταν χαμένοι αφού κατέθεσαν στο παλκοσένικο ό,τι υπήρχε; Αποσβολωμένοι διαπίστωναν και συνεχίζουν να κατανοούν ότι τίποτα δεν θα τους έκανε περισσότερο χαρούμενους από δύο μπουκιές. Σε μία εποχή που η χορτοφαγία είναι in, ο ηθοποιός ερμηνεύει τα πόδια του και μετά, κακομούτσουνος, πάει για ύπνο. Διότι όταν σηκωθεί θα είναι για να σερβίρει καφέ σε κάποιον που δεν έχει ιδέα τι έκανε χθες το βράδυ. Σε κάποιον που, ακόμα χειρότερα, θα φορέσει τη σνομπαρισμένη μούρη του για να του φερθεί καταλλήλως ταξικά. Όσο το συναίσθημα θα θριαμβεύει, η πείνα θα συνεχίζεται. Η νύχτα πέφτει στον Χορτιάτη. Το μέντιουμ σηκώνει τους νεκρούς από τα κρεβάτια τους. Από σαμπάνια μέχρι μισοφαγωμένο αυγό, οι νεκροί μιλάνε.
Στο τέλος, ο Νίκος Καρδώνης έχει μεταμορφωθεί.
Τα φώτα ανάβουν, το θέαμα τελείωσε.
Το στάδιο έχει αλλάξει και ο ίδιος έχει γίνει ο Φρέντι Μέρκιουρι, που κάθεται μαρμαρωμένος στο πιάνο, με τα φώτα σβηστά. Με το στόμα κλειστό, οι λέξεις βγαίνουν από κάθε άλλο διαθέσιμο πόρο. Μανβάνταρα.
ΙΝΦΟ
Συντελεστές: Διασκευή- Σκηνοθεσία: Μαρία Αιγινίτου. Βοηθός σκηνοθέτης: Σοφία Καστρησίου.Επιμέλεια κίνησης: Βρισηίδα Σολώμου. Μουσική: Σωτήρης Καστάνης. Επιμέλεια σκηνικού χώρου: Γιάννης Θεοδωράκης. Ενδυματολογική επιμέλεια: Νίνα Λορέτι. Φωτογραφίες: Γιάννης Πρίφτης. Βίντεο: Κώστας Γεραμπίνης.
Θέατρο Επί Κολωνώ (Ναυπλίου 12 και Λένορμαν 94)
Κάθε Σάββατο στις 19:00 και κάθε Κυριακή στις 21:30, μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου, την ημέρα του καρναβαλιού. Τιμές εισιτηρίων : Κανονικό: 13 ευρώ. Μειωμένο: 10 ευρώ (φοιτητικό, άνω των 65 ετών). 5 ευρώ (ανέργων).
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ