Elle: Μία γυναίκα με απάθεια, η Isabelle Huppert
Στην καινούρια του ταινία του Paul Verhoeven υπάρχει μία εντελώς διαφορετική, διασκεδαστική και must see οπτική της φράσης 'βρήκα το νόημα της ζωής'.
- 15 ΟΚΤ 2016
Πώς είναι το να είσαι εκείνη. Εκείνη η ψυχοσύνθεση, εκείνη η νοοτροπία, εκείνη η φιλοσοφία ζωής. Ταυτόχρονα, πώς γίνεται να γράφεται μία τόσο βαρετή σύνοψη πλοκής για μία ταινία που σχολιάζει μερικά από τα πιο βαριά περιστατικά που μπορούν να συμβούν στη ζωή κάποιου, κάποιας εν προκειμένω, με τον πιο ανάλαφρο και χιουμοριστικό τρόπο.
Πολλές οι απορίες. Πολλά και τα θαυμαστικά που έσκαγαν στο κεφάλι μου από την ώρα που τα φώτα της αίθουσας άναψαν. Θαυμαστικά που συνόδευαν φράσεις όπως ‘Τι είδα μόλις τώρα’ και περνούσαν από το μυαλό μου σε loop, όπως εκείνα τα παλιά screensaver των Windows που τους έγραφες μία φράση και τσουπ, μη και ξέφευγες λίγο από τον υπολογιστή άρχιζαν τα σούρτα φέρτα στις τέσσερις γωνίες του.
Η ιστορία Εκείνης που ο Philippe Djian έγραψε στο ομότιτλο βιβλίο του, ο Paul Verhoeven σκηνοθέτησε και η Isabbelle Huppert υποδύθηκε σαν να είχε γεννηθεί για να παίξει αυτόν το ρόλο, είναι η ιστορία μίας γυναίκας που αν το δούμε ρεαλιστικά δεν περνάει καθόλου καλά στη ζωή της αλλά σκασίλα* της κιόλας.
*ΣΚΑΣΙΛΑ ΤΗΣ. Ναι, έτσι είναι πιο ευανάγνωστο.
**Το κείμενο περιέχει σπόιλερς**
Επιγραμματικά, να πούμε ότι είναι το παιδί ενός σίριαλ κίλερ (μπροστά του η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη είναι νανούρισμα για όνειρα γλυκά) το οποίο προφανώς και μεγάλωσε ως ‘η κόρη ενός δολοφόνου’ με μία μητέρα που έχει ‘καταθέσει τα όπλα’ και ενδιαφέρεται μόνο για τα μπότοξ και τους ζιγκολό επιβήτορες άντρες.
(Εδώ, βλέπουμε τη Μισέλ να κοιτάει τον εραστή της)
Τέλος πάντων όμως. Αυτά τώρα, είναι περασμένα ξεχασμένα. Μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε τον πιο χαζό αλλά όμορφο γιο του κόσμου, χώρισε και εμείς, τη γνωρίζουμε ως τη CEO μίας εταιρείας βιντεοπαιχνιδιών κομματάκι ανώμαλων. Α ναι ξέχασα, εκεί όλοι τη μισούν εκτός από την κολλητή της φίλη με της οποίας τον άντρα παρεμπιπτόντως, το κάνει πού και πού (γιατί ‘ήθελε να κάνει σεξ’).
Γενικά, στη ζωή της Michèle Leblanc το ‘όλα κυλούν ήρεμα’ δεν ισχύει ούτε για το γάτο της. Ο οποίος, φυσικά, βλέπει να την βιάζουν* και αποχωρεί γεμάτος βαρεμάρα από την σκηνή. Γιατί, εντάξει, τι να κάνει κιόλας.
Ωπ, ναι σωστά το σημαντικότερο δεν έχουμε πει: Τη Michèle τη βίασαν, μάλλον. Και το μάλλον, δεν το λέω εγώ, το λέει η ίδια όταν ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ αποφασίζει να το μοιραστεί με τους φίλους της, σε ένα τραπέζι φαγητού. Γιατί γιατί όχι και γιατί μπορεί.
(“Α, με βίασαν, τι να κάνω; Ας πάρω ένα τσεκούρι του Χαλοουίν”)
*Η όλη αντίδρασή της στο θέμα του βιασμού όχι μόνο τη βγάζει από το προφίλ του θύματος αλλά σχεδόν μας κάνει να λυπόμαστε τον βιαστή της, ο οποίος εννοείται ότι έχει ψυχολογικά προβλήματα.
Σημειωτέον, ότι στο τέλος τον σκοτώνει και ο γιος της, κατά τη διάρκεια ενός ωραιότατου role play που η Michèle έφτιαξε για τους δυο τους. Τον σκοτώνει ο γιος της που το παιδί του γεννιέται στο ίδιο χρώμα με αυτό του κολλητού του, η γυναίκα του μιλάει λίγο πιο άσχημα από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και σε ένα προηγούμενο ‘σκηνικό’ βιασμού κοιμόταν ανενόχλητος στον καναπέ δίχως να πάρει χαμπάρι. Τώρα αν εσύ, δεν τον λυπάσαι τον βιαστή με τέτοιο τέλος που του λαχε, τότε τι να πω. Δεν έχεις καρδιά.
(Εδώ, βλέπουμε τη Μισέλ να κοιτάει το γάτο της)
Τώρα που είπα καρδιά, τα δεινά της Michèle, ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ δεν τελειώνουν εκεί. Η μητέρα της παθαίνει καρδιακή προσβολή και σωριάζεται στο πάτωμα. Εκείνη, ως πρώτη αντίδραση στις εξηγήσεις της γιατρό ότι βρίσκεται σε κώμα, έχει την ερώτηση: “είμαστε σίγουροι ότι δεν το κάνει για πλάκα;“
Το βλέμμα της γιατρού, όλα τα λεφτά.
Κάπου εκεί, όντως συντετριμμένη #νοτ, μένει στο σπίτι της κολλητής της, με την οποία και κάνει σεξ το ίδιο βράδυ και το πρωί, κάνει σεξ με τον άντρα της φίλης της.
Ο Philippe Djian πρέπει να διάβαζε υπαρξιστές, δεν εξηγείται αλλιώς τέτοια αδιαφορία σε αυτόν το χαρακτήρα γυναίκας. Τέτοια απάθεια για αυτά που συμβαίνουν στην ζωή της.
Το τελευταίο χτύπημα στην ιστορία έρχεται την ημέρα που επιτέλους, αποφασίζει να επισκεφθεί τον πατέρα της στις φυλακές και να τον ‘φτύσει στα μούτρα’ όπως σπεύδει να εξηγήσει στον υπεύθυνο εκεί. Ο πατέρας της, προφανώς για να γλιτώσει τη ροχάλα, το προηγούμενο βράδυ, είπε να κρεμαστεί. Αυτό είναι ίσως και το μοναδικό περιστατικό από ΤΑ ΤΟΣΑ που συμβαίνουν στην ζωή εκείνης που την αγγίζει. Όχι ως απώλεια αλλά ως ευθύνη.
Η ευθύνη ότι εκείνη τον σκότωσε της δημιουργεί μία ικμάδα συναισθήματος. Το οιδιπόδειο; Το γεγονός ότι μαζί με αυτόν τον άντρα είχε κάποτε κάψει ένα σπίτι και κατά κάποιον τρόπο διαπράττουν για δεύτερη φορά μαζί ένα έγκλημα; Τι να πω δεν ξέρω.
Ενθουσιασμός. Αλήθεια. Και ένας Ξένος του Καμί κάπου κρυμμένος και εκσυγχρονισμός στα ‘φαινόμενα’ της δικής μας εποχής. Και ένας Δεληβοριάς που τραγουδάει τόσην ώρα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ‘Γεννιέσαι, την έχεις μητέρα πηδάς στον αέρα σκας στο πάτωμα, εκείνη σε βάζει στην κούνια στα μάτια σαπούνια και γαλάκτωμα’ και δεν με αφήνει να το χαρώ. Πόσο τρολ μπορεί να γίνει κάποιος άθελά του. Πόσο.