Elvis has left the building, 47 χρόνια πριν
- 17 ΑΥΓ 2024
Ο Αμερικάνικος Νότος, γεμάτος αποχρώσεις του γκρίζου και του «μπλε», εντάσεις και ανισότητες κοινωνικές που αποτυπώθηκαν σαν μονότονοι λυγμοί πάνω στα τάστα των bluesmen, με μια πρωτόγονη, γεμάτη ρωγμές, αλλά και λυρισμό αφήγηση, είναι το μισό περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Elvis Presley.
Το άλλο μισό είναι η country, σε ένα διαφορετικό πλαίσιο από τα blues, σφιχτά εγκλωβισμένη μέσα στις νότες μιας μελαγχολικής όσο και αποθαρρυντικής «λευκής» πραγματικότητας, αλλά και διαβρωμένη από ενοχές, με απώτερο «όραμα» τη σωτηρία της ψυχής.
Αυτή η τελευταία έψαξε τη δικαίωση μέσα από τον τρίτο πόλο, που είναι τα gospel, σε ένα μοτίβο διαρκούς αναζήτησης της «καθαρής» εικόνας των αμαρτωλών μέσα στις εκκλησίες, πρακτική που θα επηρεάσει τον Presley από τα παιδικά του χρόνια, τόσο στη συμπεριφορά, όσο και στα ακούσματα.
Όλες αυτές οι μουσικές φόρμες (blues, country και gospel) χαρακτηρίστηκαν από μια μεταφυσική «υποχρέωση» των ίδιων των καλλιτεχνών-τραγουδιστών να παρασύρουν το κοινό τους σε μια πάλη ενάντια στους δαίμονες, δίνοντας στις ερμηνείες τους μια διάσταση θρησκευτικού μυστηρίου, που οδηγεί στην κορύφωση και τη λύτρωση.
Στην πιο αρχαϊκή -τελείως δωρική- εκκλησία του Νέου Κόσμου, την “First Assembly of God”, ο μικρός Elvis παρακολουθεί αυτήν ακριβώς την «εικονογραφία» να εκτυλίσσεται μπροστά του: ο πάστορας ταλαντεύεται μέσα σε έκσταση στον ρυθμό των ύμνων και οι πιστοί παρασύρονται μαζί του, «περιγράφοντας» με κάθε τους κίνηση την εσωτερική ένταση που οδηγεί όλους αυτούς τους “holy rollers” σε μια γόνιμη, παθιασμένη και φλογερή συνάντηση με τον Θεό, κατά τη διάρκεια της οποίας το άγιο πνεύμα εξαγνίζει κάθε αμαρτία.
Η θρησκεία, μαζί με τη μουσική, αναλαμβάνουν να διαμορφώσουν τον χαρακτήρα του νεαρού Presley.
Elvis, ο απόλυτος performer
Όταν μερικά χρόνια αργότερα, ως performer πλέον, θα αναπαράγει αυτές τις κινήσεις πάνω στη σκηνή και μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, όλη η συντηρητική Αμερική θα σοκαριστεί και θα κάνει λόγο για «δαιμονική» μουσική, αγνοώντας την ιερή προέλευση-αντιγραφή της θρησκευτικής τελετουργίας.
Έτσι, πάνω σε αυτή την παρεξήγηση, χτίζεται ολόκληρη η αντι-κουλτούρα της λευκής νεολαίας του ’50 και μαζί ένας από τους μεγαλύτερους μύθους της μεταπολεμικής Αμερικής. Ο Elvis πέρασε την εφηβεία του στο Μέμφις του Τενεσί, συλλέγοντας ακούσματα από το blues και την country και ενηλικιώθηκε έχοντας γοητευτεί από τους πιονέρους του rhythm & blues. Προσπέρασε «αναίμακτα» όχι την country, αλλά τους συμβολισμούς της, αρνούμενος να κλειστεί μέσα στα όρια της λευκής απαίτησης για μετάνοια, όπως είχαν κάνει για παράδειγμα ο Johnny Cash, ο Merle Haggard και ο Kris Kristofferson.
Ο ίδιος δεν ένιωσε την ανάγκη -εκείνη την εποχή τουλάχιστον- να φλερτάρει με τον διάβολο και στη συνέχεια να τον απορρίψει. Αντίθετα, ο δικός του «εξαγνισμός» έγινε με έναν ξεκάθαρα παραδοσιακό αμερικάνικο τρόπο, τη στρατιωτική θητεία. Όμως έτσι κι αλλιώς, ο Elvis δεν είχε σκοπό να λοξοδρομήσει από τη λεωφόρο για να περιπλανηθεί σε χωματόδρομους. Ούτε το ήθελε, ούτε και το έκανε. Και όσες φορές -στο ξεκίνημά του- κατηγορήθηκε ως ανατρεπτικός, ένα χαμόγελό του ήταν αρκετό να επαναφέρει την τάξη.
Σε τελική ανάλυση, εκείνα που τον έκαναν αγαπητό σε κάθε νοικοκυριό, ήταν η αθωότητα και το πηγαίο του ταλέντο. Ένα απλό «ευχαριστώ τη μαμά μου», ήταν αρκετό για να σβήσει την πυρά, στην οποία οι αγανακτισμένοι έριχναν τους δίσκους του. Η αύρα του σε κάθε δημόσια εκδήλωση και η χαρισματική παρουσία του πάνω στη σκηνή, δεν άργησαν να τον μετατρέψουν σε οικουμενικό είδωλο.
Ο Presley δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του να γίνει -έστω και για λίγο- πραγματικά αιρετικός. Οι κοινωνικές του ευαισθησίες δεν άγγιξαν ποτέ καυτά ζητήματα: καμία δήλωση για τα δικαιώματα των μαύρων, καμία έστω αναγνώριση των μαύρων συνθετών, που του έγραψαν την πλειοψηφία των επιτυχιών του.
Από την άλλη όμως, ήταν εκείνος που έριξε τα τείχη που χώριζαν με κάθε αυστηρότητα το blues από την country, τραγουδώντας σαν «μαύρος άγγελος» το rhythm & blues και το ροκ εν ρολ, με την ίδια φρεσκάδα, ομορφιά και αυθεντικότητα που το έκαναν οι γίγαντες Bo Diddley, Little Richard, Chuck Berry και Fats Domino, την ίδια στιγμή που οι λευκοί Gene Vincent, Bill Haley, Jerry Lee Lewis, Buddy Holly κλπ, έτρωγαν τη σκόνη του.
Μέσα στην υπέροχη χροιά του Έλβις, αφομοιώθηκε ολόκληρο το νέγρικο blues και στη συνέχεια αποποινικοποιήθηκε πρώτα στον Νότο, μετά στις υπόλοιπες ΗΠΑ και τέλος σε ολόκληρη την υφήλιο.
Η μοναδική φωνή του λεηλάτησε κάθε ενοχή, ανασφάλεια και δισταγμό του παρελθόντος, φέρνοντας μαύρες και λευκές μουσικές πιο κοντά με κάθε κουπλέ και ρεφρέν. Το δικό του ροκ εν ρολ παρουσιάστηκε πεντακάθαρο, ίσως λιγότερο σαρκαστικό και γκροτέσκο από του Chuck Berry, αλλά οπωσδήποτε περισσότερο χαριτωμένο και γενναιόδωρο.
Οι ταινίες του ξεσήκωσαν τα κορίτσια κάθε ηλικίας, οι teenagers παρασύρθηκαν από τα γρήγορα μοτίβα του R&R και του R&B, την ίδια στιγμή όμως οι μαμάδες γοητεύτηκαν από τις μπαλάντες και οι μπαμπάδες συμφιλιώθηκαν μαζί του, ακούγοντάς τον να τραγουδάει country με τον σεβασμό των παλαιότερων. Ο Εlvis είχε για όλους, ήξερε τi και πώς να το ερμηνεύσει. Είτε με την κιθάρα κρεμασμένη μπροστά του, είτε με το μικρόφωνο στο χέρι, είτε χορεύοντας ξέφρενα, ο King κρατούσε τους «υπηκόους» του σε διαρκή εγρήγορση, στη σκηνή, στο σινεμά, πάνω από το πικάπ, στα πάρτι, παντού.
Εκείνο που -δυστυχώς- δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ο Presley, ήταν ότι τόσο το ροκ εν ρολ, όσο και το rhythm & blues, δεν ήρθαν για να μείνουν, αλλά για να προετοιμάσουν κάτι άλλο, ακόμα πιο μεγάλο. Οι δικές του φόρμες ήταν η σημαντικότερη γέφυρα μεταξύ του νέου και του παλιού. Μια γέφυρα που δεν άκμασε ούτε καν μια δεκαετία, τα ταραγμένα νερά όμως της οποίας οδήγησαν στη μεγάλη επανάσταση του ροκ.
Οι πιονέροι σαν τον Elvis είχαν φροντίσει να χτίσουν γερά θεμέλια, όμως ξαφνικά ο «βασιλιάς» βρέθηκε χωρίς βασίλειο και ο χείμαρρος τον παρέσυρε μαζί του στους παγωμένους διαδρόμους της μοναξιάς, του αλκοόλ και των βαρβιτουρικών.
Τα δεκαεπτά νο.1 singles, διαδέχτηκε μια στείρα επταετία, κατά την οποία τα είδωλα άλλαξαν άρδην και ο Presley βρέθηκε εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’60 να ψυχαγωγεί όχι νέους, αλλά τους γονείς τους, εκείνους τους συντηρητικούς νοικοκυραίους που λίγα χρόνια πριν έκαιγαν τους δίσκους του και έκαναν πύρινα κηρύγματα στα παιδιά τους να μείνουν μακριά από τον Διάβολο.
Η επιστροφή του στο ξεκίνημα των 70s ήταν θριαμβευτική, αλλά αποδείχτηκε μια σύντομη παρένθεση. Οι εμφανίσεις του όμως, κυρίως στο Λας Βέγκας, φλερτάρισαν με τη μαγεία της τελειότητας. Εδώ η αθωότητα έχει πάει περίπατο, το βλέμμα του είναι ειρωνικό, κοροϊδευτικό και οι κινήσεις του περιγράφουν τα όνειρα ενός θεσπέσιου αλήτη, που διασκεδάζει με τον ενθουσιασμό του κοινού, παλεύοντας μέσα του να διαχειριστεί το αίσθημα της στέρησης που του δημιούργησαν τα χρόνια της απουσίας από το προσκήνιο.
Το Suspicious minds του 1970 στο International Hotel, είναι ένα πραγματικό αριστούργημα, μια παράσταση ενός σταρ που επιβάλλει τους δικούς του κανόνες, χωρίς να ενδιαφέρεται για τα καθιερωμένα, με αποτέλεσμα να σαγηνεύει το πλήθος -κάθε ηλικίας- στον υπερθετικό βαθμό. Όταν όμως θα κλείσει η παρένθεση, ο πρωταγωνιστής θα βυθιστεί ξανά στο κολάζ της δυστυχίας, που θα γίνει ακόμα πιο αφόρητο μετά τον χωρισμό με την Priscilla. Τα τελευταία κομμάτια του τραγικού παζλ θα τα συμπληρώσουν -και πάλι- τα χάπια, 14 διαφορετικά είδη, εκ των οποίων τα 10 σε μεγάλες ποσότητες…
Σαράντα έξι χρόνια μετά τον θάνατό του, ο «βασιλιάς» της Graceland κρατάει ζωντανή τη θέση του στη μυθολογία της μουσικής. Ο Elvis ήταν από εκείνους τους πολύ μεγάλους που έχτισαν πάνω στις φόρμες του παρελθόντος, ανοίγοντας παράλληλα τις πρώτες χαραμάδες στον ορίζοντα της ανεξερεύνητης και ανεξάντλητης έμπνευσης του μέλλοντος. Η φωνή του δεν είχε προηγούμενο και ούτε βρήκε επόμενο, το ίδιο και η σκηνική του παρουσία, βγαλμένες και οι δυο από έναν μοναδικά παραστατικό πίνακα αισθητικής και δεξιοτεχνίας, αμφότερες ορόσημα στο πεπρωμένο της μουσικής του 20ου αιώνα.
Ο Elvis Presley υπήρξε η απόλυτη ενσάρκωση της απελευθέρωσης, της ευφορίας, της σεξουαλικότητας, της ενέργειας και της αισιοδοξίας, ορίζοντας στον ανώτατο βαθμό τη φύση του ίδιου του αμερικάνικου ονείρου. Ενός ονείρου που για τον ίδιο μπορεί να μετατράπηκε σε εφιάλτη, όταν η «λεωφόρος» στένεψε τόσο πολύ, ώστε να τον εγκλωβίσει σε έναν δρόμο χωρίς γυρισμό, όμως για όλα τα υπόλοιπα φρόντισε η αιωνιότητα, στην αγκαλιά της οποίας αναπαύεται από το απόγευμα της 16ης Αυγούστου του 1977.