Επιστρέφοντας στη Μέση Γη
Το “Χόμπιτ” κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες κι εμείς αναρωτιόμαστε αν αξίζει αυτή η επιστροφή στον κόσμο του Τόλκιν
- 12 ΔΕΚ 2012
Σχεδόν 10 χρόνια και εκατοντάδες εκατομμύρια δολλάρια μετά την αρχική τριλογία του “Άρχοντα των Δαχτυλιδιών”, ο Πίτερ Τζάκσον φέρνει ξανά τη Μέση Γη στη μεγάλη οθόνη. Στην απόφαση, όσο και στο τελικό αποτέλεσμα, διακρίνεις το πάθος και την ειλικρίνεια ενός αληθινού θαυμαστή του υλικού, που δε νιώθει την ανάγκη να απολογηθεί ή να συμβιβαστεί. Αρκεί αυτό; Υποπτευόμαστε πως η απάντηση έχει πάρα πολύ να κάνει με την αγάπη που τρέφει ο καθένας για τον κόσμο του Τόλκιν.
Για αρχή, ρίξε μια ματιά στο τρέιλερ που δίνει μια καλή ιδέα για το τι να περιμένεις από την ταινία.
Η ιδέα της επιστροφής που αναφέραμε και στον τίτλο είναι πολύ βασική εδώ, καθώς όχι απλώς όλα μοιάζουν γνώριμα, αλλά και ποντάρουν σε αυτή ακριβώς την αίσθηση. Οι ωραιότερες στιγμές της ταινίας είναι η επανένωση με κάποιο παλιό αγαπημένο πρόσωπο. Ταυτόχρονα αυτό είναι όμως που κάνει το ξεκίνημα αυτής της νέας τριλογίας μιας εμπειρία σαφώς λιγότερο ενθουσιώδη από την προηγούμενη.
Fellowship of the Ring
Ο Τζάκσον το κυνηγούσε αυτό το πρότζεκτ πολλά χρόνια τώρα. Από τα μέσα των ‘00s, μετά και την τεράστια επιτυχία του “Άρχοντα” σε κάθε πιθανό επίπεδο (τεχνική επανάσταση, πλήρης κριτική αποδοχή, τσουβάλι Όσκαρ, χρήμα με τη σέσουλα, λατρεία του κοινού), ο αγαπημένος σκηνοθέτης αποφάσισε πως θα στρέψει την προσοχή του και στο “Χόμπιτ”, μεταφέροντάς το ως πρίκουελ της διάσημης τριλογίας του. Θα ήταν διλογία αυτή τη φορά (σαφώς λιγότερο υλικό από ό,τι στον “Άρχοντα”) και θα είχε και τη συνδρομή του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο (“Pan’s Labyrinth”, “Hellboy”) σε παραγωγή και σκηνοθεσία. Ακουγόταν τέλειο.
Μετά άρχισαν τα ζόρια, γιατί η MGM είχε οικονομικά προβλήματα, έπεσαν κάτι μηνύσεις με τους κληρονόμους του Τόλκιν, αποχώρησε ο ντελ Τόρο (γιατί το πρότζεκτ καθυστερούσε για πάντα κι αυτός είχε κι άλλα σχέδια στη ζωή του), μετά η διλογία έγινε τριλογία, σκηνοθετημένη τελικώς εξ ολοκλήρου από τον Τζάκσον.
Υπό μία έννοια, αυτή η επιμονή/εμμονή ήταν το μόνο πράγμα που θα κρατούσε ζωντανό ένα τέτοιο πρότζεκτ. Από την άλλη λείπει μια φρέσκια ματιά. Στην προκειμένη περίπτωση, από ό,τι φαίνεται, δε θα μπορούσαμε να έχουμε και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο.
An Unexpected Journey
Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο, αλλά βλέποντας την ταινία εικάζω πως ο Τζάκσον πρέπει να έχει βάλει μέσα τα πάντα, ακόμα τους μετρητές των σελίδων. Μια ιστορία αρκετά απλή και γραμμική απλώνεται στα όρια του ξεχειλώματος στις 2 ώρες και 45 λεπτά δίχως τίποτα να δικαιολογεί κάτι τέτοιο κρίνοντας εκ του αποτελέσματος. Ύστερα από μια εντυπωσιακή εισαγωγή, η ταινία σύντομα κάθεται εντυπωσιακά καθώς για περίπου 30-40 λεπτά οι νάνοι μαζεύονται στο σπίτι του Μπίλμπο (καλός στο ρόλο ο Μάρτιν Φρίμαν, αν και σίγουρα δεν είναι το πράγμα που σου μένει από την ταινία) κατόπιν οδηγιών του Γκάνταλφ.
Είναι αρκετά βαρετό και σαχλό για τον αμύητο θεατή, ιδίως εφόσον κανείς (πλην 2-3 χαρακτήρων) δεν αναπτύσσει διακριτή προσωπικότητα στη διάρκεια του φιλμ. Έχεις απλά ένα τσούρμο από ανταλλάξιμους τύπους που δε θυμάσαι καν τα ονόματά τους, οι οποίοι τρώνε για όλη τη διάρκεια της 1ης πράξης της ταινίας και μετά ξεκινάνε να πάνε στο βουνό. Και φτάνουν στο βουνό.
Γενικά δε συμβαίνουν πολλά παραπάνω πράγματα. Ένα γραμμικό ταξίδι με παρενθετικές υπο-περιπέτειες. Άλλες πιο ενδιαφέρουσες, άλλες κάπως απάλευτες (αυτό το ‘χιουμοριστικό’ ιντερλούδιο με τα τρολ ας πούμε δεν είναι υπερασπίσιμο με τίποτα). Όμως οι φαν είναι σίγουρο πως θα το απολαύσουν. Για τους υπόλοιπους, η ταινία αν μη τι άλλο σου δίνει λόγους να θες να της συγχωρήσεις τα προβλήματα.
Reunion
Από όλες τις μικρές παρεκκλίσεις στη βασική διαδρομή, αυτές που αναπόφευκτα συγκινούν περισσότερο είναι εκείνες όπου συναντάς ξανά παλιούς χαρακτήρες. Για την ακρίβεια, αυτή η αναλογία είναι αρκετά ακριβής: Όπως σε ένα σχολικό reunion συναντάς παλιούς γνωστούς σε γνώριμα μέρη, έτσι ακριβώς και στο “Χόμπιτ”, ο κόσμος, τα σκηνικά, ακόμα και η δομή της ιστορίας πάντα κάτι θυμίζουν (ο Τζάκσον δεν έχει κάνει καμία απόπειρα να απομακρυνθεί από το πατρόν του πρώτου “Άρχοντα”, τη συγκέντρωση της ομάδας, το γραφικό Σάιρ, το ξεκίνημα της περιπέτειας, το ρόλο του Γκάνταλφ κλπ) αλλά όμως δεν έχει τελικά και τόση σημασία.
Γιατί όταν βλέπεις ξανά τους παλιούς φίλους, σε πιάνει η νοσταλγία και θες να θυμηθείς εκείνη τη γαμάτη φορά που αντιγράψατε στο διαγώνισμα των Αρχαίων. Συγκινείσαι χωρίς να κάνεις κάτι ιδιαίτερο. Ο Τζάκσον αγαπάει τόσο αυτό τον κόσμο και το πόσο ωραίες αναμνήσεις έχτισε με την πρώτη τριλογία, που είναι ΟΚ με το να αφήσει αυτή τη νέα σειρά ταινιών να είναι ένα reunion. Και στο reunion δεν πας για να δημιουργήσεις νέες στιγμές, αλλά για να θυμηθείς τις παλιές.
Δε θα μπούμε σε λεπτομέρειες για το ποιοι ακριβώς χαρακτήρες επανεμφανίζονται, σε ποιο σημείο, και με τι σκοπό- ας το αφήσουμε αυτό για να είναι απόλυτος ο ενθουσιασμός της στιγμής. Όμως ειναι κάτι στο οποίο ο Τζάκσον κάνει δουλειά θαυμάσια. Κάθε ζεστό χειροκρότημα επανένωσης το κερδίζει τίμια.
My precious
Αλλά θα μιλήσουμε για μια από αυτές τις επιστροφές, ειδικά από τη στιγμή που ο ρόλος που παίζει είναι τόσο σημαντικός. Το Γκόλουμ, ερμηνευμένο από τον Άντι Σέρκις και τη βοήθεια μιας στρατιάς μάγων των ειδικών εφέ, ήταν αναμφίβολα ο μεγάλος σταρ της αρχικής τριλογίας. Κάτι η τραγικότητα της ύπαρξής του (είναι ‘κακός’ αλλά δεν τον μισείς, περισσότερο φοβάσαι την ανατριχιαστική μοίρα του), κάτι το τεχνικό θαύμα, κάτι οι άμεσα διαδόσιμες ατάκες του, δοσμένες με αξέχαστο τρόπο (το “myyyy precioussss” είναι ατάκα-σύμβολο), δεν ήθελε και πολύ. Σε μια ιστορία με ψιλοξενέρωτο πρωταγωνιστή (σόρι μάστερ Φρόντο) ο κακός έχει έτσι κι αλλιώς το πλεονέκτημα.
Όμως εδώ είναι που λάμπει ακόμα περισσότερο, είτε το πιστεύεις είτε όχι. Η θρυλική σκηνή της συνάντησης με τον Μπίλμπο είναι ό,τι κοντινότερο έχει η ταινία σε συναισθηματικό κέντρο. Ο φαν εννοείται πως θα λατρέψει. Αλλά ακόμα κι ο θεατής που έχει αποσπαστεί σε μεγάλο βαθμό μέχρι εκείνο το σημείο (γιατί πραγματικά, δε μπορούμε να το τονίσουμε αρκετά, είναι μια μεγάααααλη ταινία), εδώ θα ξυπνήσει για τα καλά.
Θες να απολαύσεις στο μέγιστο την παραμικρή έκφραση οργής, απορίας, έκπληξης, λύπης αυτού του τραγικού χαρακτήρα. Οτιδήποτε πει ή κάνει, γράφει στην οθόνη τόσο ολοκληρωτικά που σχεδόν σβήνει οτιδήποτε άλλο. Είναι ό,τι καλύτερο- κι αυτός και η σκηνή του. Είναι κρίμα που το Γκόλουμ του Άντι Σέρκις βρέθηκε να κατέχει θέση οδηγού στο είδος των CGI-enhanced ερμηνειών που θα βλέπουμε όλο και πιο συχνά πια στο σινεμά.
Θα φτάσει κάποια μέρα που κάποιος θα πάρει Όσκαρ για έναν τέτοιο ρόλο και τότε αυτός ο κάποιος θα ευχαριστεί τον Σέρκις και τον Τζάκσον από το πόντιουμ. Όλα αυτά τα χρόνια έχουν παρελάσει ορδές κατατρεγμένων και άρρωστων ρόλων που κατά κανόνα παίρνουν τα μεγάλα βραβεία, αλλά ελάχιστες φορές έχω νιώσει όλη αυτή την ενδιάμεση δεκαετία, να με ενθουσιάζει και να με καθηλώνει κάποιος χαρακτήρας όσο αυτός εδώ.
Και μιας που αυτή κιόλας τη φορά μας έχει φύγει ο ενθουσιασμός του ‘δεν τα πιστεύω όλα αυτά που βλέπω στην οθόνη’ που είχαμε το 2001, η παράσταση του ανήκει με ευκολία.
Star Wars
Η αναλογία που έχει τραβήξει αναπόφευκτα πολύς κόσμος για αυτή τη νέα “Χόμπιτ” τριλογία, είναι με την αντίστοιχη επιστροφή του Τζορτζ Λούκας στον κόσμο του “Star Wars”. Η εμφανώς κατώτερη ‘νέα’ τριλογία του Λούκας περισσότερο πλήγωσε παρά προσέφερε στο δημιούργημά του. Είναι έτσι τα πράγματα κι εδώ;
Καμία σχέση. Η νέα τριλογία του Λούκας, ειδικά οι δύο πρώτες ταινίες της, αποτύγχανε πλήρως σε κάθε βασικό επίπεδο αφηγηματικότητας και ανάπτυξης χαρακτήρων. Ήταν βλακείες, καθαρά και ξάστερα, δεν υπάρχει καλύτερος χαρακτηρισμός. Κι επιπλέον, χάρη σε μια ανεξήγητη μανία να εξηγήσει τα πάντα, κατάφερνε να αποδυναμώσει στοιχεία της αρχικής τριλογίας που κάποτε έμοιαζαν πιο μυστηριώδη, πιο μαγικά.
Το “Χόμπιτ” διακατέχεται από μια κάποια έλλειψη editor, αλλά δεν είναι επειδή είναι φλύαρο, είναι επειδή θέλει να ζωντανέψει τα πάντα, και το απολαμβάνει ενώ το κάνει. Υπάρχουν σημεία που γίνεται πιο σαχλό από ό,τι θα ήθελες, αλλά ποτέ δε σε προσβάλει. Κι όταν είναι καλό, είναι αληθινά όμορφο. Το μόνο του ‘έγκλημα’ είναι πως η όλη του ύπαρξη, τελικά, είναι αποτέλεσμα της υπερβολικής αγάπης πολλών ανθρώπων. Υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα που μπορεί να σου συμβούν από αυτό.
Και τώρα, ένα τραγούδι
ΥΓ. Η ταινία προβάλλεται στις αίθουσες σε 3 εκδοχές. Κανονικό φιλμ, 3D, και 3D σε framerate 48fps. Χωρίς να μπούμε σε πολλές τεχνικές λεπτομέρειες, αυτό το τελευταίο είναι υποτίθεται η επανάσταση που φέρνει στο σινεμά η ταινία, αλλά καθώς η εταιρεία διανομής πραγματοποίησε την προβολή σε παραδοσιακό 24άρι, δεν έχουμε τρόπο να το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι. Πάντως, κάθε σχετική αντίδραση που έχουμε διαβάσει από το εξωτερικό, μιλάει με τα χειρότερα λόγια για το 48άρι, με εκφράσεις όπως “κάνει τα πάντα να μοιάζουν ψεύτικα” ή “οπτικά θυμίζει την αίσθηση σαπουνόπερας από το 1980” ή “κάνει τους θεατές να νιώθουν άρρωστοι” να κυριαρχούν. Εσύ αποφασίζεις.