ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Μέσα στον πολύχρωμο, ιδρωμένο, γκαζωμένο κόσμο του πρώτου The Fast and the Furious

20 χρόνια μετά το πρώτο γκάζι που πάτησε ο Dominic Toretto, βουτάμε στον κόσμο του The Fast and the Furious για να δούμε πώς γυρίστηκε -και γιατί πέτυχε τόσο πολύ- εκείνη η πρώτη ταινία.

Στο Συνεχίζεται θα ακολουθούμε κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες, μέσα από τις πιο διάσημες σειρές ταινιών του σινεμά, καθώς ήρωες και ιδέες αλλάζουν χέρια μέσα από το πέρασμα χρόνων ή και δεκαετιών.

***

Θυμάστε κάποτε που αυτές οι ταινίες διαδραματίζονταν κάτω στη γη; (Και γενικότερα, στη Γη, γιατί δεν είναι καθόλου δεδομένο προχωρώντας.) Για μια παρέα από racers που έκαναν παράνομες κούρσες ταχύτητας, αγαπιόντουσαν σαν οικογένεια, και τις Κυριακές μαζεύονταν στον κήπο για μπάρμπεκιου;

Η εξέλιξη των κινηματογραφικών franchise κρύβει πολύ συχνά τέτοιους είδους αποχωρήσεις από το αρχικό σκηνικό και τους αρχικούς ρυθμούς. Βλέπει κανείς ας πούμε σήμερα το πρώτο X-Men του Bryan Singer, με έμφαση στις σκηνές διαλόγου και με την πρώτη σεκάνς δράσης να αργεί μισή ώρα, και να με το ζόρι αναγνωρίζει την ταινία ως κάτι που ανήκει στο ίδιο είδος με κάτι σαν το X-Men: Days of Future Past.

Στην μετέπειτα ονομασμένη ως Fast Saga αυτή η απόσταση είναι ακόμα πιο δραματική. Η σειρά εν τέλει εξελίχθηκε σε ένα υβρίδιο υπερηρωικής σαπουνόπερας και heist/κατασκοπικής περιπέτειας, όπου τα αυτοκίνητα παίζουν για τους ήρωες τον ίδιο ρόλο που για τους X-Men παίζουν οι υπερδυνάμεις. Είναι μια σχεδόν (μετα)φυσική επέκταση του σώματός τους. Όμως σε αυτές τις πρώτες ταινίες είναι κάτι παραπάνω, είναι επέκταση του είναι τους. Κι οι ίδιες οι ταινίες, πολύχρωμες, παλιομοδίτικες περιπέτειες δρόμου για την κουλτούρα των αυτοκινήτων και για τις ζωές των οδηγών τους.

«ΑΓΑΠΟΥΣΑ ΤΟΣΟ ΤΟ POINT BREAK ΠΟΥ ΕΚΛΕΨΑ ΤΗΝ ΠΛΟΚΗ ΓΙΑ ΤΟ THE FAST AND THE FURIOUS»

«Η Kathryn Bigelow να κάνει το Point Break», λέει ο σκηνοθέτης Rob Cohen ενώ μιλάει για γυναίκες σκηνοθέτες περιπετειών. «Ήταν όσο καλή ταινία δράσης όσο έχει κάνει ποτέ κανείς κατά τη γνώμη μου. Το αγαπούσα τόσο πολύ που έκλεψα την πλοκή για το The Fast and the Furious», παραδέχεται γελώντας.

Μπορεί να γελά αλλά δεν αστειεύεται! Από τη σημερινή οπτική γωνία το Fast Saga μπορεί να είναι μια Avengers-με-αμάξια περιπέτεια που φλερτάρει με την ιδέα του να πάει στο άξουαλ διάστημα, αλλά εκεί στην αρχή βρίσκεται αυτό ακριβώς. Είναι το Point Break της Bigelow ντυμένο ως ρεπορτάζ για την κουλτούρα αμαξιών της σύγχρονης Αμερικάνικης μεγαλούπολης. Το φιλμ γεννήθηκε ως πρώτη ιδέα μετά την σχετική επιτυχία του κολεγιακού θρίλερ The Skulls, ένα από αυτά τα θριλεράκια εκεί στο γύρισμα του αιώνα που νοίκιαζες στο βίντεο, έπαιζαν μια ντουζίνα φρέσκες κολεγιοφατσούλες της Αμερικάνικης τηλεόρασης και 2-3 βδομάδες μετά το ξανανοίκιαζες νομίζοντας πως είναι καινούριο και έχοντας ξεχάσει ότι το έχεις μόλις δει.

Στο Skulls δουλεύει για πρώτη φορά μαζί η τριπλέτα του πρωταγωνιστή Paul Walker, του σκηνοθέτη Rob Cohen και του παραγωγού Neal Moritz. Οι Cohen και Moritz κλείνουν συμφωνία στη Universal για μια πιο σοβαρή και ενήλικη περιπέτεια για την οποία προσεγγίζουν ξανά τον Walker, ο οποίος σύμφωνα με τα ρεπορτάζ θέλει πολύ να κάνει κάτι ανάμεσα στο Days of Thunder του Tony Scott και το Donnie Brasco. Περιέργως αυτό που τελικά κάνουν δεν απέχει πάρα πολύ από αυτό- τα παραδείγματα του «το Τάδε συναντά το Τάδε» αλλάζουν, όμως η προσέγγιση παραμένει αυτή ακριβώς: Ένα φανταχτερό action drama γεμάτο ταχύτητα και με προδοσίες μια αδερφικής σχέσης στις απέναντι πλευρές του νόμου.

Απλώς, όπου Donnie Brasco τελικά βάζεις Point Break, μιας και η ταινία είναι ξεπατίκωμα σχεδόν σημείου προς σημείο του αριστουργήματος της Bigelow: Νεαρός, κουλ πράκτορας υποπτεύεται τη σύνδεση μιας καταζητούμενης σπείρας ληστών με μια συγκεκριμένη subculture στο περιθώριο της μητροπολιτικής ζωής των αυστηρών κανόνων. Περνάει ως διπλός πράκτορας σε αυτή τη νέα κουλτούρα προσκολλώντας τον εαυτό του σε μια συγκεκριμένη παρέα και ιδιαίτερα μια συγκεκριμένη γκουρού μορφή που τελικά (spoiler!) είναι ο άνθρωπος που εξαρχής αναζητούσε. Έχοντας συναρπαστεί από αυτό τον νέο κόσμο, έχοντας αγαπήσει τον παράνομο που κυνηγούσε και έχοντας ερωτευτεί μια γυναίκα από αυτό τον κόσμο κι από αυτή τη νέα του οικογένεια, ο Κουλ Πράκτορας θα πρέπει να αποφασίσει από ποια πλευρά του νόμου θα σταθεί όταν τελικά συναντηθεί μια τελευταία φορά με τον αδερφό του. Και πριν, τελικά, τον αφήσει να αποχωρήσει με τους δικούς του όρους σε μια σκηνή έντονης συγκινησιακής bro φόρτισης.

Εντάξει, λένε άμα είναι να κλέψεις ξεδιάντροπα τότε κλέψει τουλάχιστον από τους καλύτερους. Κι εξάλλου το The Fast and the Furious είναι πολύ καλύτερο ριμέικ του Point Break από το άξουαλ ριμέικ του Point Break που μέχρι να διαβάσεις αυτές τις γραμμές είμαι σίγουρος πως είχες ξεχάσει ότι υπάρχει.

ΣΤΑ ΛΗΜΕΡΙΑ ΤΩΝ RACER X

Από την άλλη, όπου Days of Thunder στην παραπάνω εξίσωση, βάλε Racer X. Δηλαδή το άρθρο του VIBE που οι Cohen και Moritz έφεραν στον Paul Walker να διαβάσει και το οποίο αποτέλεσε τον πιο ισχυρό κρίκο στην αλυσίδα της εξέλιξης τόσο της πρώτης ταινίας όσο και του franchise.

Το ρεπορτάζ περιγράφει την drag race κουλτούρα, το πώς ζει στα όρια της ταχύτητας και του νόμου, με μια γκαλερί πρωταγωνιστών και ατακών που μοιάζουν να έχουν ήδη ξεφύγει από κάποια χολιγουντιανή παραγωγή. Ο Estevez, ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες, λέει «Οι άλλοι λένε ότι κλέβω όλη την ώρα. Λένε πως κάνω άκυρες εκκινήσεις, κάνω το ένα, κάνω το άλλο. Αλλά το drag racing είναι πόλεμος. Αν φέρεις μαχαίρι, κι εγώ φέρω πολυβόλο, είσαι νεκρός. Αυτό είναι».

Ή ο Javier Ortega που λέει πως «ο ενθουσιασμός του να πηγαίνεις γρήγορα δε μοιάζει με τίποτα άλλο. Άλλες ομάδες το παίρνουν κάνοντας ναρκωτικά ή ξερωγω τι. Η ταχύτητα ενθουσιάζει εμάς».

Ή ο Estevez πάλι να εξηγεί πως «Κάθε φορά που βρίσκω άλλο πρόβλημα με το αυτοκίνητο με κάνει ακόμα πιο χαρούμενο. Όταν το φτιάξω, σημαίνει πως θα πάω ακόμα πιο γρήγορα».

Είναι ένα εκπληκτικό ανάγνωσμα για τη γέννηση και την μετεξέλιξη μιας περιθωριακής κουλτούρας, όσα τη χαρακτηρίζουν, όσα την κάνουν τόσο αστραφτερή και εντυπωσιακή- ειδικά από την πλευρά μιας δημιουργικής ομάδας σε αναζήτηση φρέσκου υλικού. «Η dragracing τρέλα ξεκίνησε από ένα πολύ δεμένο crew Asian-American αγοριών στην Νότια Καλιφόρνια και τώρα φτάνει δυναμικά στην Ανατολική Ακτή», αναφέρει το ρεπορτάζ για την γένεση της κουλτούρας και το πώς εξαπλώθηκε σε καυτά σημεία της Νέας Υόρκης όπου το Κουίνς και το Μπρούκλιν, και το πώς απαρτίζεται από «μια αστική πολυγλωσσία από Πορτορικάνους, Δομινικάνους, Κινέζους, Τζαμαϊκανούς, Ιταλούς και άλλες εθνικότητες που έχουν ένα πράγμα κοινό: Αγαπούν το να ρίχνουν με ορμή μέταλλο, σάρκα και λάστιχο μέσα στην τσιμεντένια ζούγκλα σε επικίνδυνες ταχύτητες».

Εξηγεί πώς αυτή η νέα γενιά από λάτρεις αυτοκινήτων δε θα άγγιζε ποτέ τα εμβληματικά μοντέλα του παρελθόντος, αυτά που θεωρούνται συμβατικά classics, παρά προτιμούν να «πειράζουν» λιγότερο σεβαστά μοντέλα εισαγωγής από Ιαπωνία σαν κάτι Honda Civic και Acura Integra, «κάνοντάς τους τατουάζ σα να ήταν σκέητμπορντ».

Όλα τα παραπάνω είναι στοιχεία που όχι απλά συναντάμε στην ταινία που τελικά δημιουργήθηκε, αλλά αποτελούν βαθιά δομικά στοιχεία πάνω στα οποία χτίστηκε το franchise, ακόμα και καθώς άρχισε να ξεφεύγει. Κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα η μπλοκμπάστερ στουντιακή μηχανή δημιουργεί κομμάτια-κόπιες, όμως το The Fast and the Furious διαθέτει κάτι σημαντικότερο από το να είναι μια απαραιτήτως καλή ταινία. Για την ακρίβεια δε θα έλεγα πως είναι μια ιδιαίτερα καλή ταινία, όμως παρά το γεγονός πως αντιγράφει μέχρι γραμμής ένα προϋπάρχον χιτ, δεν μοιάζει με ανέμπνευστο κοπιάρισμα, αλλά έχει κάτι που πολλά σύγχρονά του φιλμ δεν διαθέτουν: Χαρακτήρα.

Νιώθεις την λεπτομέρεια και τα πολύ συγκεκριμένα στοιχεία του κόσμου που δημιουργεί, τον μυρίζεις, τον αναπνέεις, χαζεύεις τα χρώματά του μες στη νύχτα, ακούς τις μπύρες να τσουγκρίζουν, τις μπλούζες να ιδρώνουν, τα νίτρο να μουγκρίζουν. Η δε εντελώς οργανική πολυπολιτισμικότητα του καστ μοιάζει με υγρό όνειρο για ένα Χόλιγουντ που λυσσομανάει εδώ και 20 χρόνια να πετύχει το diversity σα να επρόκειτο για κάποιου είδους τεστ ποσοστών- εδώ το καστ είναι φύσει diverse, ακολουθώντας τις ολοζώντανες περιγραφές του άρθρου του VIBE, και την πραγματική κουλτούρα που εκείνο περιγράφει.

«Δημιούργησε αυτή τη συναίσθηση γύρω από ένα πολυφυλετικό καστ και έναν κόσμο ρεαλιστικά αστικού γκλάμουρ», λέει ο Cohen για το πιο επιτυχημένο στοιχείο του φιλμ, που υπήρξε νευραλγικό ως προς την εξέλιξη και την επιτυχία του μετέπειτα franchise. «Υπάρχει αυτή η κατώτερη τάξη που κάνει κάτι που η μεσαία ή η ανώτερη τάξη βρίσκει συναρπαστικό. Ο λόγος που πάντα προτείνω ανθρωπολογία αντί για σχολή κινηματογράφου είναι ότι για να μάθεις μια κουλτούρα πρέπει να κατανοήσεις τις υποκουλτούρες. Οι υποκουλτούρες είναι αυτό που κινεί την βασική κουλτούρα. Για να πεις μια ιστορία, χρειάζεται να αναλύσεις εκείνη την κουλτούρα».

Το The Fast and the Furious πέτυχε επειδή χρησιμοποίησε μια εγγυημένα πετυχημένη ιστορία για να αναλύσει μια νέα, διαφορετική κουλτούρα.

Ο VIN DIESEL ΜΕΤΑ ΤΟ PITCH BLACK

«Ήταν λόγω του Pitch Black που η Universal ήθελε να πρωταγωνιστήσω σε μια ταινία που λεγόταν Redline, εκείνη την στιγμή», θυμάται ο Vin Diesel. Το Pitch Black ήταν από εκείνες τις τρομερά πετυχημένες σε επίπεδο βίντεο ενοικίασης ταινίες των αρχών των 2000s, που κυκλοφορούσαν στόμα με στόμα ως «καλά είδα ένα τρελό εργάκι, ψάξε αν το έχει στο δικό σου βιντεάδικο».

Ήταν ένα low budget θρίλερ που με κάποιο παλαβό τρόπο γέννησε ένα εξωφρενικό franchise (που ίσως κάποια στιγμή αξίζει να θυμηθούμε, γιατί πραγματικά δεν υπάρχει λογική σε εκείνη την εξέλιξη), αλλά σημαντικότερα από αυτό, μας σύστησε τον Vin Diesel. Ως μια φοβερά επιβλητική, σωματική φιγούρα, με φωνή ακόμα πιο βαθιά από όσο θα περίμενε κανείς να έχει, ο οποίος με το μεθοδικό, υπομονετικό του delivery κάθε ατάκας και με τον τρόπο που γεμίζει την οθόνη, σε υποχρεώνει να σταθείς προσοχή.

Ο Diesel πήγε να συναντηθεί με τον Cohen για την ταινία κι ο σκηνοθέτης του περιέγραψε τη σκηνή που η κάμερα μπαίνει στα μάτια του χαρακτήρα, ακολουθεί το χέρι του και καταλήγει στο αμάξι. Ο ηθοποιός εντυπωσιάστηκε, αλλά πρώτα χρειάστηκαν να γίνουν κάποιες αλλαγές. «Ερχόμενος από το θέατρο της Νέας Υόρκης ήμουν πολύ συγκεκριμένος με τα σενάρια, περιμένω να είναι όλα δημιουργικά έργα». Έκανε μια συνάντηση με την παραγωγή όπου είπε πως το σενάριο πρέπει να γίνει καλύτερο.

Θα φοβόμουν κάπως να κοιτάξω το αρχικό σενάριο που του έδωσαν, αλλά σε κάθε περίπτωση οι αλλαγές έγιναν, κι ο τίτλος επίσης άλλαξε. O Neal Moritz, που προσπαθούσε να διαλέξει τίτλο ανάμεσα στα Racer X, Redline, Race Wars και Street Wars, έβλεπε ένα ντοκιμαντέρ για ένα κινηματογραφικό στούντιο, που περιλάμβανε αναφορά στην ταινία The Fast and the Furious του Roger Corman από το 1954. O Moritz έδωσε στον Corman το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει μια ποσότητα από stock footage που του ανήκαν, και ο Corman έδωσε το δικαίωμα χρήσης του τίτλου της ταινίας.

Αν ο συμβολισμός αυτής της ανταλλαγής δεν κρύβει μέσα του όλη την ουσία του μοντέρνου Χόλιγουντ: Ο νέος παραγωγός πήρε ένα τίτλο, κι ο παλιός για την αξία αυτού του τίτλου και μόνο πήρε το δικαίωμα χρήσης αρκετού υλικού για να του φτάσει για ποιος ξέρει πόσες ταινίες.

Η ταινία του Cohen τώρα είχε τίτλο, είχε καλή σεναριακή βάση, είχε culture, και είχε και τους πρωταγωνιστές της. Οι Vin Diesel και Paul Walker, σαν νέοι Patrick Swayze και Keanu Reeves, θα αγαπιόντουσαν πλατωνικά μέσα από κόντρες -όχι πια στα κύματα αλλά- στην άσφαλτο, με αμάξια των 10” που τους κάνουν θεούς για μια νύχτα.

Το καστ έρχονται να συμπληρώσουν ένα σωρό φανταστικές φάτσες, πάντα σε αντιστοιχία με το Point Break και πάντα σε συνέπεια με τον πολυεθνικό χαρακτήρα της απεικονιζόμενης κουλτούρας. (Αυτό σημαίνει πως η Lori Petty σπάει σε δύο ηρωίδες, μία της Jordana Brewster και μία της Michelle Rodriguez; Αν ναι τότε μπράβο.) Δημιουργώντας έτσι μια οικογένεια ηρώων που, δανειζόμενη κάτι από το ιδρωμένο πάθος του Point Break και μεταφέροντάς το -με τον όποιο έστω τρόπο- στους δρόμους του σημερινού Λος Άντζελες, κατάφερε να γίνει οικογένεια. Κάτι που, στην σύγχρονη πραγματικότητα του μετεξελισσόμενου χολιγουντιανού franchise, μπορεί να είναι και ακόμα πιο σημαντικό από το να έχεις στα χέρια σου μια αληθινά καλή, ή πρωτότυπη, ταινία.

«Είμαι πολύ περήφανος που οι χαρακτήρες που δημιούργησα το 2001 είναι ακόμα στο λεξικό», λέει ο Rob Cohen κοιτάζοντας δύο δεκαετίες πίσω. «Υπάρχει ακόμα ένας Dominic Toretto που εμφανίζεται κάθε δύο χρόνια, ή μια Mia Toretto, ή μια Letty. Έπρεπε να εξελιχθεί, και εξελίχθηκε με ένα τρόπο που έγινε υπερ-παγκόσμια εμπορικό. Εκσφενδονίζονται από αεροπλάνα. Πηδάνε από τη μία άκρη μιας λεωφόρους στην άλλη. Ρίχνουν κάτω ελικόπτερα. Ξοδεύουν $350 εκατομμύρια σε αυτές τις ταινίες και το κοινό τις καταβροχθίζει».

Εκείνη η πρώτη ταινία είχε κοστίσει $38 εκατομμύρια και είχε φέρει πίσω κάτι παραπάνω από 200. Δίπλα στα σημερινά τανκς, διαστημόπλοια κι αεροπλανοφόρα, εκείνο το πρώτο φιλμ δεν είναι -ούτε ήταν ποτέ- το πιο εντυπωσιακό όχημα, είναι μια ταινία «πειραγμένη», φτιαγμένη από spare parts, αλλά με μια κάποια αγνότητα που κέρδισε το κοινό. Είναι αμάξι των 10”, κι αυτή είναι η γοητεία του.

***

Στο επόμενο: Πώς συνεχίζεις μια επιτυχία χωρίς τον πρωταγωνιστή της; Προσλαμβάνεις έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του μοντέρνου Χόλιγουντ, μάλλον. Αλλά εγγυάται αυτό μια καλή ταινία; Το 2 Fast 2 Furious παραμένει η ταινία-αστερίσκος του franchise και ψάχνουμε το γιατί.