Γιατί επιμένουμε να φρικάρουμε βλέποντας ταινίες τρόμου
Το πιο παράδοξο είδος γνωρίζει τελευταία μια όχι και τόσο παράδοξη αναγέννηση.
- 17 ΙΑΝ 2019
Ο κινηματογράφος του τρόμου είναι ένα από τα πλέον ‘παράδοξα’ είδη που μπορεί να σκεφτεί κανείς. Πρόκειται για μια τεράστια ποσότητα ταινιών (βιβλίων και σειρών επίσης) που βασίζονται σε συναισθήματα που γενικά θεωρούνται απωθητικά για έναν άνθρωπο: φόβος, αηδία, φρίκη. Εδώ που τα λέμε, όσο μπολιασμένοι και να είμαστε μέσα σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον που λέει ότι είναι λογικό να αρέσουν οι ταινίες τρόμου σε ανθρώπους, αυτό δεν παύει να καθιστά το γεγονός παράδοξο.
Ο Wes Craven, ένας από τους πατέρες του κινηματογραφικού τρόμου των ’80ς και ταυτόχρονα ένας από τους δημιουργούς που μελέτησαν περισσότερο από κάθε άλλον το είδος, είχε τονίσει για τον λόγο που βλέπουμε ταινίες τρόμου:
‘Στην πραγματική ζωή, οι άνθρωποι απειλούνται από πραγματικούς και πολύ συχνά από τρομακτικούς κινδύνους. Η αφηγηματική φόρμα [μιας ταινίας τρόμου] εντάσσει αυτούς τους φόβους σε μια διαχειρίσιμη σειρά γεγονότων. Μας δίνει έναν τρόπο να σκεφτούμε πιο λογικά για τους φόβους μας’
Πράγματι, οι περισσότερες ταινίες τρόμου ξεκινούν από την αναπαράσταση μιας πραγματικότητας που είναι κοντά στη δική μας. Μια σειρά από κανονικούς ανθρώπους με κανονικές ζωές. Μέχρι που η πραγματικότητα αυτή διαρρηγνύεται και επανασυντίθεται σε κάτι καινούργιο. Η νέα αυτή πραγματικότητα του horror περιβάλλοντος θα συνδέεται, ανάλογα με το υποείδος, με κάτι είτε μεταφυσικό είτε με τον φυσικό πόνο είτε με την ψυχασθένεια. Οι χαρακτήρες του horror είναι συνήθως άνθρωποι σαν εμάς. Δεν είναι τυχαίο πως οι περισσότεροι πρωταγωνιστές στα 70ς και 80ς horror είναι άνθρωποι συνήθως νεαρής ηλικίας: αυτές οι ηλικίες αποτελούσαν και το συντριπτικά μεγαλύτερο κοινό των ταινιών.
Υπάρχει όμως ένα κοινό χαρακτηριστικό του τρόπου που στήνεται μια ταινία τρόμου. Οι χαρακτήρες, οι ‘καλοί’, όποιο υπόβαθρο και αν έχουν, όσο κακοί μπορεί να μοιάζουν μέσα στην αφήγηση της ταινίας, τελικά, όταν έρθει η έκβαση της πλοκής που σπάει την πραγματικότητα, είναι αθώοι. Και η αθωότητά τους αυτή είναι προϋπόθεση για την επιτυχία της ταινίας τρόμου. O θεατής μπαίνει στη θέση του πρωταγωνιστή-θύματος μέσα ακριβώς από αυτή την κοινή αντίληψη ότι και οι δύο είναι αθώοι απέναντι στο κακό το οποίο καλούνται να αντιμετωπίσουν προκειμένου να επιβιώσουν.
Τα υποείδη του κινηματογράφου τρόμου βέβαια είναι πολλά και ανά περίοδο κάποια από αυτά κυριαρχούν. Αν στην αρχή υπάρχει ο τρόμος του μεταφυσικού στο προσκήνιο, αυτό σιγά-σιγά ανατρέπεται με το επίκεντρο να πηγαίνει στους serial killers και από εκεί στο body horror και το πορνό βασανιστηρίων, για να επιστρέψει και πάλι αυτή τη στιγμή που μιλάμε στον κόσμο του μεταφυσικού, των πνευμάτων και των δαιμόνων. Τα υποείδη αυτά σχετίζονται και με διαφορετικές ακολουθίες συναισθημάτων εκ μέρους του κοινού. Και προφανώς τα συναισθήματα δεν προκύπτουν μόνο από την πορεία της πλοκής.
Τα jump scares, οι λήψεις, ο φωτισμός, η μουσική, τα point of view shots, οι εναλλαγές στην ταχύτητα της αφήγησης και πολλά ακόμα είναι όλα τρόποι που αφήνουν ένα αισθητικό στίγμα σε μια ταινία τρόμου και αποτελούν τελικά προϋπόθεση για να τρομάξουμε. Και μεγάλο κομμάτι από αυτά, οι λάτρες του horror το οφείλουν στον Γερμανικό Εξπρεσιονισμό, οι δημιουργοί του οποίου ανέπτυξαν επιμελώς τεχνικές προκειμένου να αυξήσουν τη συναισθηματική εμπλοκή του θεατή με ιδιαίτερη έμφαση στον φωτισμό και τη δημιουργία έντονων σκιάσεων και παραμορφώσεων. Η εμπλοκή που πετυχαίνει μια τυπική ταινία τρόμου με όλες τις σκηνοθετικές της συμβάσεις είναι πραγματικά αξιοζήλευτη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι αισθήσεις μας είναι στο φουλ, ώστε μετά ή κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης μπορεί να δούμε ή να ακούσουμε απειλητικά πράγματα στο περιβάλλον μας, πράγματα με τα οποία δεν θα ασχολούμασταν καν σε οποιαδήποτε άλλη συνθήκη.
Ο έτερος πατέρας του horror, ο John Carpenter είχε τονίσει πως υπάρχουν δύο είδη ιστοριών τρόμου: οι εσωτερικές και οι εξωτερικές. Στις δεύτερες το κακό έρχεται από έξω, είναι αυτό το πράγμα στο σκοτάδι που δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Στις πρώτες, το κακό βρίσκεται μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου. Πολύ συχνά, οι πηγές του φόβου, είτε είναι άνθρωποι είτε πνεύματα, δεν έχουν κάποιο συγκεκριμένο κίνητρο για να σκοτώσουν. Το ‘Halloween’ του Carpenter είναι μια ταινία που γράφτηκε σαν ένα αφιέρωμα στο ανεξήγητο κακό. Το κακό που δεν έχει κίνητρο και επομένως το κακό που δεν μπορεί να εκλογικευτεί. Απλά υπάρχει. Και αυτό από μόνο του είναι μια ιδιαίτερα επαναστατική σκέψη για έναν πολιτισμό που έχει δομηθεί πάνω στη διάκριση καλού και κακού.
Τι είδους μαζοχισμός είναι, λοιπόν, αυτός που κάνει τους ανθρώπους να θέλουν να πληρώσουν για να τρομάξουν, να αηδιάσουν, να φρικάρουν. Γιατί να θέλει κάποιος να μείνει ξάγρυπνος το βράδυ ή να πληρώσει, εκτός από τα εισιτήρια, και τη ΔΕΗ από τα ανοιχτά φώτα που βάζουμε τρομαγμένοι σε σαλόνι, τουαλέτα, κήπο ή δεν ξέρω εγώ τι; Τι είδους κτήνη είμαστε εμείς;
Και εδώ έρχεται ένα κομμάτι που καμιά φορά είναι τόσο δεδομένο που μας ξεφεύγει. Όσο επιτυχημένη και αν είναι η συναισθηματική εμπλοκή που μπορούν να επιτύχουν οι δημιουργοί μιας ταινίας τρόμου, όσο και αν φρικάρουμε και ανεβάζουμε παλμούς, πάντα στη βάση της εμπειρίας σε αυτό το συναισθηματικό rollercoaster που βιώνουμε, υπάρχει η βεβαιότητα ότι στην πραγματικότητα είμαστε ασφαλείς. Ο Mathias Clasen, συγγραφέας του βιβλίο ‘Why Horror Seduces’ τονίζει ότι “οι άνθρωποι εξελίχθηκαν έτσι ώστε να απολαμβάνουν καταστάσεις που τους προξενούν δυσάρεστα συναισθήματα σε ασφαλή περιβάλλοντα. Για παράδειγμα, το κρυφτό είναι ένα παιχνίδι προσομοίωσης της σχέσης θύτη-θύματος”.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό που κάνει τον τρόμο τόσο δημοφιλές είδος είναι το γεγονός ότι πρόκειται για το κατεξοχήν είδος -μαζί με την κωμωδία- του οποίου οι συμβάσεις είναι τόσο εύκολο να αναγνωριστούν από τον θεατή. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι πρόκειται για τα δύο είδη δημιουργοί των οποίων έφτιαξαν ταινίες προωθώντας έναν meta λόγο, ταινίες που ουσιαστικά μιλούσαν για τις συμβάσεις του είδους αποδομώντας τα ή παίζοντας με αυτά. Αυτή η δυνατότητα αποκωδικοποίησης του συνόλου στα επιμέρους αποτελεί έναν καθοριστικό παράγοντα δημιουργίας φανατικού κοινού.
Η επιτυχία των ταινιών τρόμου γίνεται ακόμα πιο έντονη την τελευταία τριετία. Το 2017 οι ταινίες ‘It’ και το οσκαρικό ‘Get Out‘ εμπορικά (και όχι μόνο) ήταν απόλυτα επιτυχημένες. Το 2018 το ‘Quiet Place’ και το ‘Hereditary’ συζητήθηκαν πολύ. Ταυτόχρονα ήταν η χρονιά που το Netflix άρχισε να δίνει όλο και μεγαλύτερη βάση στις ταινίες και στις σειρές τρόμου. Αρκετά λογικό. Πρόκειται για μια πλατφόρμα που προωθεί την παρακολούθηση κινηματογράφου και σειρών μέσα στο safe space του δωματίου. Όλα αυτά ζώντας μέσα στη λεγόμενη ‘κουλτούρα του φόβου’.
Μέσα από τη φόρμα του horror movie, οι δημιουργοί μπορούν να μιλήσουν αλληγορικά, να κοιτάξουν στην ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου και στο περιβάλλον γύρω από αυτή. Και πλέον μιλούν γι’αυτά μέσα σε μια κοινωνία εκλογίκευσης, εκεί όπου το άγνωστο και το μεταφυσικό έχει εξοβελιστεί από την καθημερινότητά μας δημιουργώντας έτσι και αισθητικούς κώδικες απόκλισης από την πραγματικότητα. Μια ταινία τρόμου, λοιπόν, μπορείς να την απολαύσεις με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, χωρίς βέβαια να μη συνεχίζει να είναι το επίκεντρο ο φόβος γι’ αυτά που βλέπουμε.
Δεν ξέρω αν είμαστε ‘όλοι ψυχοπαθείς’, όπως τόνιζε ο Stephen King αναλύοντας τους λόγους που βλέπουμε ταινίες τρόμου. Είμαι σίγουρος όμως ότι όλη αυτή η συναισθηματική εμπλοκή που μας προσφέρει μια ταινία τρόμου, μπορεί να γίνει η αρχή για την καλύτερη κατανόηση συνολικά της κινηματογραφικής εμπειρίας. Γιατί το να βλέπεις ξεκοιλιασμένους ανθρώπους ή φαντάσματα ή κόψιμο τενόντων ανθρώπων έχει στη βάση του κάτι συναισθηματικά λυτρωτικό.
Τελικά, τώρα που το σκέφτομαι, ίσως και όλοι να είμαστε ψυχοπαθείς.
ΤΣΕΚΑΡΕ ΑΚΟΜΗ
Οι καλύτερες ταινίες τρόμου των τελευταίων 25 χρόνων
Είδα τη νέα horror σειρά του Netflix και δεν κοιμήθηκα όλη νύχτα