Γιατί το ποδόσφαιρο είναι κάτι περισσότερο από ένα παιχνίδι
Μία συζήτηση με τον Δημήτρη Ραπίδη, τον συγγραφέα πίσω από το More than a game! (εκδ. Απρόβλεπτες), ένα βιβλίο που εξηγεί μέσα από 35 συναρπαστικές ιστορίες γιατί η μπάλα είναι το ομορφότερο, το πιο λαϊκό αλλά και το πιο στενά συνδεδεμένο με την πολιτική άθλημα σε ολόκληρο τον πλανήτη.
- 22 ΙΑΝ 2023
«Ήταν μία μαύρη μέρα που οδήγησε αρκετούς παίκτες της Αλ Αχλί να αποσυρθούν από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο τραυματισμένοι σωματικά και αηδιασμένοι ψυχικά». Αυτές οι λέξεις προέρχονται από το More than a game! (εκδ. Απρόβλεπτες) του Δημήτρη Ραπίδη. Η αναφορά έχει να κάνει με τον Φεβρουάριο του 2012: οι πόρτες του γηπέδου του Πορτ Σαίντ κλείνουν, οι οπαδοί της αιγυπτιακής ομάδας εγκλωβίζονται, και η αστυνομία κάνει τα «στραβά μάτια» μπροστά στην άγρια σφαγή που λαμβάνει χώρα με ρόπαλα και στιλέτα.
Ο τραγικός απολογισμός; 72 νεκροί οπαδοί της φιλοξενούμενης Αλ Αχλί. Σημαντική σημείωση: πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους οι οποίοι είχαν κοντράρει άγρια, λίγο καιρό πριν, και κατά την περίοδο της Αραβικής Άνοιξης, τις δυνάμεις τάξης, ασφάλειας και καταστολής της βορειοαφρικανικής χώρας. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μία ιστορία αστυνομικής εκδίκησης.
Επίσης, είναι μόλις μία από τις 35 ποδοσφαιρικές ιστορίες ενός βιβλίου που φιλοδοξεί -και καταφέρνει περίφημα- να δείξει το άλλο πρόσωπο του ποδοσφαίρου· ένα πρόσωπο ως πεδίο έκφρασης και διεκδίκησης, πολιτικής σύγκρουσης και αντιπαράθεσης.
Ζητήσαμε από τον Δημήτρη Ραπίδη, αφού διαβάσαμε το βιβλίο του, να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε λίγο καλύτερα τι συμβαίνει: το πώς δηλαδή η μπάλα βοήθησε στην απελευθέρωση της Αλγερίας της δεκαετία του 1960, το πώς ο Javier Zanetti έγινε ένα σύμβολο για τους Ζαπατίστας αλλά και το πώς το καθεστώς Lukashenko προσπάθησε στη Λευκορωσίας να φιμώσει τους οπαδούς την περίοδο της πανδημίας, μεταξύ πολλών άλλων και πολύ ενδιαφέροντων αφηγήσεων.
Διαβάζοντας για τους 72 δολοφονημένος οπαδούς της Αλ Αχλί, μου κόπηκαν τα πόδια. Πώς ένιωθες κάθε φορά που έπεφτες πάνω σε μία τόσο τραγική ιστορία; (Δεν είναι και λίγες στο βιβλίο)
Θλίψη και οργή. Νομίζω ότι και τα δύο είναι κυρίαρχα συναισθήματα στο βιβλίο, μαζί με την ελπίδα και τις «ανάσες» αισιοδοξίας που προσφέρουν πολλές ιστορίες. Γενικά το ποδόσφαιρο είναι συναίσθημα, είναι πολλά κι αντιφατικά συναισθήματα που «παντρεύονται» μέσα κι έξω από το γήπεδο, με πολλούς και διαφορετικούς πρωταγωνιστές.
Ειδικά για την ιστορία που αναφέρεις στην Αίγυπτο, μαζί με την οργή και το θυμό, πριν καταλήξουμε στα αποτρόπαια γεγονότα του Πορτ Σάιντ και τον θάνατο τόσων ανθρώπων, έχουμε και σελίδες κοινωνικής ανάτασης και αλληλεγγύης στο δρόμο, στην πλατεία Ταχρίρ, με τους οπαδούς της Αλ Αχλί και της Ζαμάλεκ, δύο σφόδρα αντίπαλων ομάδων, να πορεύονται μαζί τις ημέρες της Αραβικής Άνοιξης και να συντονίζουν την προσπάθεια για ανατροπή του αυταρχικού καθεστώτος Mubarak.
Το αναφέρω γιατί στην ίδια ιστορία έχουμε εναλλαγή συναισθημάτων, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ιστορίες στο βιβλίο: Το ποδόσφαιρο είναι πεδίο σύγκρουσης, σκληρής σύγκρουσης με θύματα, αλλά την ίδια στιγμή είναι και πεδίο διεκδίκησης και έκφρασης. Τα έχει όλα δηλαδή, πολλές φορές σε υπερθετικό βαθμό.
Υπήρξε κάποια από αυτές τις ιστορίες που σε κινητοποίησε να γράψεις το More Than a Game; Ή ήταν κάτι άλλο;
Νομίζω ότι η ιστορία της Ντεπορτίβο Παλεστίνο στο Σαντιάγο της Χιλής έπαιξε το ρόλο της. Μίας ομάδας που ιδρύθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα, της πρώτης για την ακρίβεια ποδοσφαιρικής ομάδας που ιδρύθηκε ποτέ από πρόσφυγες παγκοσμίως, η οποία κατάφερε να γίνει σύμβολο του αγώνα των Παλαιστινίων για δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.
Μίας ομάδας που ιδρύθηκε από Παλαιστίνιους πρόσφυγες στην άλλη άκρη του κόσμου, δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, που έδωσε παίκτες στη νεοσύστατη εθνική ομάδα της Παλαιστίνης, που το 2014 εμφανίστηκε στον αγωνιστικό χώρο σε παιχνίδι πρωταθλήματος με φανέλα που στη μέση απεικόνιζε τον χάρτη της Παλαιστίνης του 1947, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Ισραήλ.
Μαζί όμως με την Ντεπορτίβο Παλεστίνο, ρόλο στην απόφαση να γράψω αυτό το βιβλίο ήταν και το Μουντιάλ του Κατάρ, του πιο πολιτικοποιημένου τουρνουά στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
Όσα είδαν το φως της δημοσιότητας, σε όλα τα επίπεδα, από το θάνατο χιλιάδων μεταναστών εργατών μέχρι την καταπάτηση των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και το συστηματικό «ξέπλυμα» που επιχειρήθηκε από τη FIFA, αποτέλεσαν σημαντικό κίνητρο για να γραφτεί το βιβλίο, με στόχο να υπάρχει συγκεντρωμένη μια συλλογή ιστοριών που προηγήθηκαν χρονικά του Κατάρ, αλλά δείχνουν την άρρηκτη σχέση ποδοσφαίρου και πολιτικής στο βάθος των δεκαετιών.
Προσπάθησα να «φωτίσω» ιστορίες του παρελθόντος, όπου το άθλημα συνδέεται με τις διεθνείς σχέσεις, την κοινωνία, τη γεωπολιτική, τα ποικίλα συμφέροντα, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα, για να φέρουμε κοντά δύο διαφορετικά αναγνωστικά κοινά: εκείνο που αγαπά να διαβάζει ποδοσφαιρικές ιστορίες και εκείνο που αγαπά να διαβάζει ιστορία και διεθνείς σχέσεις, έχοντας πάντα το ποδόσφαιρο ως «βιτρίνα» των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων.
Επί της ουσίας, δεν υπάρχει κανένα κεφάλαιο «ελληνικού ενδιαφέροντος» στο βιβλίο. Γιατί;
Συνειδητά δεν υπάρχει κάποια ιστορία ελληνικού ενδιαφέροντος. Ο πρώτος λόγος είναι ότι οι διεθνείς ιστορίες παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε ευρύτερο ανταγωνιστικό κοινό, ανοίγουν το βλέμμα σε όλο τον παγκόσμιο χάρτη και σε ταξιδεύουν πιο εύκολα.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο θέλει πολύ μεγαλύτερη φροντίδα, είναι βαθιά τραυματισμένο από παραγοντισμούς και πολιτική εκμετάλλευση κι αυτό διατρέχει σε μεγάλο βαθμό και το σώμα των οπαδών. Εδώ, δηλαδή, για να ασχοληθεί κανείς ερευνητικά και να αποτυπώσει με σαφήνεια τις κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις του αθλήματος, να μάθει, να ρωτήσει, να ψάξει, θα πρέπει να οπλιστεί με ανεξάντλητη υπομονή και το πιο πιθανό είναι να μην καταλήξει πουθενά ή να καταφέρει λίγα.
Ακόμη οι συνθήκες δεν ευνοούν, κατά την ταπεινή μου γνώμη, το διάλογο για αυτά τα θέματα, ενώ ένα επιμέρους ζήτημα, συνέπεια των παραπάνω βέβαια, είναι ότι δεν έχουμε πλούτο βιβλιογραφικών αναφορών για ιστορίες ελληνικού ενδιαφέροντος, ειδικά από μία πολιτική, κοινωνική και ανθρωπολογική σκοπιά.
Αντίθετα, ιστορίες με διεθνές ενδιαφέρον μπορούν να τροφοδοτήσουν το διάλογο και τον προβληματισμό με τρόπο πιο ελεύθερο και λιγότερο συγκρουσιακό, και να «φωτίσουν» σταδιακά και δικές μας ιστορίες στην Ελλάδα, να αρχίσουμε να μιλάμε με λιγότερα ταμπού και βεβαιότητες για τα του οίκου μας, χωρίς να εγκλωβιζόμαστε σε ανώφελες οπαδικές συγκρούσεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις.
Πόσο καιρό χρειάστηκες για να γράψεις το βιβλίο;
Όχι πολύ. Ένα χρόνο σχεδόν χρειάστηκε για να το ολοκληρώσω, κυρίως γιατί είχα διαμορφώσει τις περισσότερες ιστορίες από πριν, τις είχα φυλαγμένες, «πλατσούριζα» για καιρό σε αυτές, κι απλά ήθελα να τις εμπλουτίσω με επιμέρους στοιχεία στα οποία ο αναγνώστης θα μπορούσε να προστρέξει για να διαβάσει κάτι παραπάνω, να ψαχτεί λίγο παραπάνω με αφορμή το βιβλίο, χωρίς όμως να πλατιάσω.
Στόχος ήταν και οι 35 ιστορίες να είναι εύληπτες, γεμάτες πληροφορίες, πληροφορίες συμπυκνωμένες, συνδυάζοντας δημοσιογραφική έρευνα με αφήγηση και ιστορική τεκμηρίωση, για να έχει ο αναγνώστης όλο το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η κάθε ιστορία.
Για ποιους λόγους θεωρείς ότι το ποδόσφαιρο και κατ’ επέκταση το γήπεδο είναι ζωτικός χώρος πολιτικής αντιπαράθεσης;
Το ποδόσφαιρο και το γήπεδο καθίστανται ζωτικοί χώροι πολιτικής αντιπαράθεσης και έκφρασης ειδικά όταν οι θεσμοί του κράτους δε διαμορφώνουν αντίστοιχους χώρους διαλόγου και υγιούς αντιπαράθεσης κι έκφρασης για τους πολίτες, ιδιαίτερα για τη νεολαία.
Νομίζω αυτό έχει να κάνει αφενός με τη μορφή του πολιτεύματος, αφετέρου με την ποιότητα της δημοκρατίας. Θα δούμε τους οπαδούς της Αλ Αχλί στην Αίγυπτο που, ελλείψει άλλων μέσων πολιτικής έκφρασης, αναζήτησαν την ταυτότητά τους στην κερκίδα, όπως θα δούμε στο Ιράν τις γυναίκες να αψηφούν τους περιορισμούς τους θεοκρατικού καθεστώτος και να γιορτάζουν τον πανηγυρισμό της εθνικής ομάδας στα τελικά του Μουντιάλ, τους Ινδούς που παθιασμένα στήριζαν τη Μοχούν Μπαγκάν κατά των Βρετανών αποίκων, όπως θα δούμε την πολυφυλετική εθνική Γαλλίας να εμπνέει και να ενώνει μία βαθιά διχασμένη γαλλική κοινωνία, όπου η ακροδεξιά και ο νεοφιλελευθερισμός επελαύνουν.
Στην κερκίδα, μέσα στο γήπεδο, υπάρχει ο χώρος ελεύθερης έκφρασης συναισθημάτων που ακόμα δεν έχουν μπει σε καλούπια κι ασφυκτικά κλειστές και καταπιεστικές πολιτικές σφαίρες επιρροής. Σε αρκετές περιπτώσεις από το γήπεδο έχουν ξεκινήσει επαναστάσεις, όπως συνέβη με την ομάδα του FLN στην Αλγερία, έχουν προβληθεί συλλογικές, δημοκρατικές και τοπικιστικές ταυτότητες, όπως συνέβη με τους Βάσκους και τους Καταλανούς εναντίον του δικτάτορα Φράνκο, έχουν αναπτυχθεί κοινωνικά κινήματα, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τους οργανωμένους της Χάποελ Τελ Αβίβ και της αραβόφωνης Χάποελ Τάιμπε στο Ισραήλ ή με τη Democracia Corinthiana στη Βραζιλία.
Το γήπεδο όμως μπορεί από πεδίο συλλογικής έκφρασης να γίνει χώρος πολιτικού ελέγχου, όπως συνέβη με τη χούντα του Videla στην Αργεντινή και του Pinochet στη Χιλή, όπως συνέβη με τους «Τίγρεις» του αιμοσταγούς εγκληματία πολέμου Arkan στη Σερβία, όπως συνέβη επίσης και στην περίπτωση του Lukashenko στη Λευκορωσία, όταν θέλησε να φιμώσει κάθε αντιπολιτευτική φωνή όχι μόνο στους δρόμους, αλλά κυρίως στα γήπεδα. Με δύο λόγια, στην κερκίδα μπορεί να γεννηθεί ελπίδα, όπως μπορούν να γίνουν στάχτη όνειρα και διεκδικήσεις.
Το βιβλίο περιέχει αφηγήσεις που ξεκινούν από τις αρχές του 20ου αιώνα και φτάνουν μέχρι την πανδημία. Πόσο πολύ έχει αλλάξει στο ενδιάμεσο το ποδόσφαιρο;
Η πολιτική και κοινωνική διάσταση του ποδοσφαίρου δεν έχει αλλάξει πολύ. Για παράδειγμα, οι γυναίκες ποδοσφαιρίστριες της Πρέστον στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που διεκδικούσαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, εργασίας, ισότητα και ορατότητα βρέθηκαν στο περιθώριο από την κυρίαρχη πατριαρχική δομή και την τοξική αρρενωπότητα βρετανικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου, όπως συμβαίνει και σήμερα, 100 χρόνια μετά, με τις συναθλήτριές τους να συνεχίζουν να διεκδικούν καλύτερους μισθούς και ισότιμη προβολή με τους άνδρες ποδοσφαιριστές.
Αν κάτι έχει αλλάξει σήμερα, αυτή είναι η ακραία εμπορευματοποίηση του αθλήματος, που έχει χτυπήσει κόκκινο και απειλεί την ίδια τη φύση του, απειλεί να το βγάλει τελείως από τις γειτονιές, απειλεί να κάνει τους οπαδούς και ποδοσφαιρόφιλους ακόμη περισσότερο πελάτες και καταναλωτές. Απέναντι σε αυτή την απειλή, όσοι αγαπάμε το ποδόσφαιρο, οφείλουμε να οραματιστούμε τι ποδόσφαιρο θέλουμε, να μάθουμε και να στηρίξουμε πρωτοβουλίες που ενισχύουν τη δυναμική του αθλήματος στις τοπικές κοινωνίες.
Σίγουρα είναι δύσκολο να βρούμε επαγγελματίες όπως ο Socrates, ακόμα και ο Javier Zanetiti που στήριζε τους Ζαπατίστας, που να εμπνεύσουν τους νεότερους και να δημιουργήσουν ένα ισχυρό «ρεύμα», ωστόσο υπάρχουν κινήματα από «τα κάτω», όπως για παράδειγμα η πρωτοβουλία των οπαδών Λίβερπουλ και Έβερτον για τη συλλογή τροφίμων στην Αγγλία, η στήριξη προσφύγων κι αδύναμων κοινωνικών ομάδων από γερμανικούς συλλόγους όπως η Ζανκτ Πάουλι και η Ουνιόν Βερολίνου, ανάλογες πρωτοβουλίες στην Ισπανία όπως εκείνες της Ράγιο Βαγεκάνο στη Μαδρίτη, που αποδεικνύουν γιατί το ποδόσφαιρο συνεχίζει να είναι ένα σημαντικό πεδίο κοινωνικής δράσης.
Τι πιστεύεις ότι έχουν να προσφέρουν ιστορίες όπως αυτή του Carlos Caszely, του επιθετικού της Χιλής που σνόμπαρε επιδεικτικά δύο φορές τον δικτάτορα Pinochet;
Ιστορίες όπως του Caszely στη Χιλή, του Socrates στη Βραζιλία, του Rachid Mekhloufi και του Mohamed Boumezrag στην Αλγερία που πρωταγωνίστησαν στην ομάδα του FLN κατά των Γάλλων αποίκων, του Rino Della Negra στο Παρίσι της δεκαετίας του ’30 ή της Marta από τη Βραζιλία δείχνουν νομίζω τη δύναμη και ελπίδα που μπορούν να προσφέρουν στην κοινωνία παίκτες-σύμβολα που μάχονται για ένα καλύτερο αύριο.
Οι Caszely και Socrates δεν δίστασαν να τα βάλουν, με ουσιαστικό και συμβολικό τρόπο, με τις δικτατορίες στις πατρίδες τους, οι Αλγερινοί αψήφησαν τις απειλές της γαλλικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας και το κίνδυνο που διέτρεχαν να φυλακιστούν, ο Della Negra εντάχθηκε στο αντιστασιακό κίνημα κατά του στρατηγού Petain και των ναζιστών στο Παρίσι, ενώ η Marta μίλησε ανοιχτά για τις γυναικοκτονίες και τη θέση των γυναικών σε μία σκληρά πατριαρχική, βραζιλιάνικη κοινωνία.
Θέλει κουράγιο και ψυχική δύναμη παίκτες να παίρνουν δημόσια θέση για μείζονα πολιτική ζητήματα, ειδικά όταν διακυβεύεται η καριέρα τους και η επαγγελματική τους ταυτότητα. Το δυστύχημα, βέβαια, είναι ότι όσο περνούν τα χρόνια, όλο και λιγότεροι ποδοσφαιριστές παίρνουν θέση απέναντι σε πολιτικά θέματα.
Το είδαμε στο Μουντιάλ του Κατάρ, που μόνο ο παλαίμαχος Ερίκ Καντονά είχε το θάρρος να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Χρειάζονται κι άλλες τέτοιες φωνές, διαφορετικά το ποδόσφαιρο θα μαραζώσει και θα γίνει ένα κλειστό κλαμπ για λίγους, όπως σχεδιάζεται μέσα κι από την ιδέα για την European Super League ή άλλες αντίστοιχες προτάσεις για αλλαγή της διάρκειας του παιχνιδιού και των κανόνων του που θα αλλοιώσουν καθοριστικά το χαρακτήρα και την ταυτότητά του.
Αν φτιάχναμε έναν παγκόσμιο χάρτη του More Than a Game!, οι περισσότερες πινέζες θα βρίσκονταν στη Νότια Αμερική. Γιατί είναι τόσο σημαντική εκεί η “pelota”, η μπάλα;
Ίσως για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι οι Λατινοαμερικάνοι αξιοποίησαν το ποδόσφαιρο ως «όπλο» ενάντια στη Δύση, και ειδικά απέναντι στην Ευρώπη, με στόχο να ανατρέψουν στερεότυπα και αποικιοκρατικά δεσμά, να ενισχύουν την εθνική συνείδηση και να κλείσουν τις βαθιές πληγές που άφησαν πίσω τους οι κατακτητές.
Το jogo bonito των Βραζιλιάνων, όσο και το garra charrua των Ουρουγουανών για παράδειγμα, δεν αποτελούν απλά δύο ξεχωριστά μοντέλα παιχνιδιού, αλλά δύο συγκεκριμένες μορφές χειραφέτησης μέσα από το ποδόσφαιρο. Ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα εισαγόμενο για τους Λατινοαμερικάνους άθλημα, η οικειοποίηση και εξέλιξή του αποτελεί νίκη σε πολλά επίπεδα – πολιτική, αθλητική, κοινωνική, πολιτισμική.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι ποδόσφαιρο αποτέλεσε (κι αποτελεί) το εργαλείο για να ξεφύγουν από τη φτώχεια εκατομμύρια παιδιά στην ήπειρο. Μία μπάλα, φτιαγμένη ακόμα κι από κάλτσες, από χαρτιά, ένα τενεκεδάκι που χρησιμοποιήθηκε ως μπάλα, αρκούσε για να διεκδικήσουν οι νέοι ένα καλύτερο αύριο, να βρουν κίνητρο στη ζωή τους, να κοιτάξουν ψηλά και να οραματιστούν ένα καλύτερο μέλλον για τους ίδιους.
Οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές της ηπείρου προέρχονται από αδύναμα οικονομικά περιβάλλοντα, χωρίς σημαντικές ευκαιρίες για εκπαίδευση και δουλειές με αξιοπρεπείς μισθούς. Η pelota, λοιπόν, χρησιμοποιήθηκε ως μέσο κοινωνικής και οικονομικής ανέλιξης, σε μία ήπειρο γεμάτη βαθιές ανισότητες και ταξικές συγκρούσεις. Από χαμηλά ξεκίνησαν ο Caszely, ο Zanetti, οι Κολομβιανοί και Βενεζολάνοι ήρωες των ιστοριών μας, τα «παιδιά» του Oscar Tabarez στην Ουρουγουάη. Φτώχεια, εθνική συνείδηση, ανισότητες, αντιαποικιοκρατικός αγώνας, όλα συνδέονται με την μπάλα μέσα από διαφορετικά πλην αλληλεξαρτώμενα μονοπάτια.
Οι no politica λογικές τι φέρνουν στο ποδόσφαιρο;
Φέρνουν απογύμνωση του αθλήματος από τις πολιτικές και κοινωνικές του διαστάσεις, κάτι που στην πραγματικότητα είναι υποκριτικό. Πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για no politica, όταν οι σύλλογοι εκφράζουν ιδέες, έχουν αξίες κι αρχές στο καταστατικό τους; Όταν έχουν ιδρυθεί από πρόσφυγες, από εξορισμένους, από άτομα που περιθωριοποιήθηκαν λόγω των πολιτικών τους πιστεύω;
Το γήπεδο, η κερκίδα αποτελούν μικρογραφία της κοινωνίας μας, έχουν επιρροή, έχουν -και πρέπει να έχουν- άποψη για τα κοινά αλλά και τα καθαρά αθλητικά. Από τις τιμές των εισιτηρίων, μέχρι τις θέσεις μέσα στο γήπεδο, τα πέταλα, τους οργανωμένους, τους VIP, όλα έχουν μία σαφή πολιτική και κοινωνική αναφορά. Οι κερκίδες αποτελούν σταυροδρόμια διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων και τα πανό, όπως και πολλά συνθήματα, είναι αναπόσπαστο κομμάτι των δράσεων των οργανωμένων.
No politica λογικές δεν υπάρχουν επί της ουσίας, καθώς ακόμη και εκείνοι που τις εμπνέονται και τις προωθούν, ασκούν πολιτική, παίρνουν δηλαδή πολιτική θέση. Όσοι μιλούν για no politica επαληθεύουν το αφήγημα που θέλει δήθεν το άθλημα μία κοινωνικά και πολιτικά ουδέτερη δραστηριότητα του ελεύθερου χρόνου, ώστε η εκάστοτε πολιτική εξουσία να βρίσκει όλο και λιγότερα εμπόδια στα σχέδιά της.
Παραδείγματα πολλά, κι έχουμε αρκετά στο βιβλίο, ενώ για τα ελληνικά δεδομένα το πλέον κυρίαρχο είναι εκείνο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα γιατί το no politica από συγκεκριμένες κερκίδες μέσω της απουσίας πανό για τη δολοφονία του Παύλου ήταν πέρα για πέρα «politica», μία απόλυτα συνειδητή δηλαδή, πολιτική επιλογή και θέση.
Τελικά, υπάρχει κάποια εξήγηση για την αδιανόητη απήχηση της στρογγυλής θεάς;
Το ποδόσφαιρο είναι γεμάτο συναισθήματα. Έχει θέαμα, έχει πάθος. Έχει προαιώνιες αντιπαλότητες, παθιάζει και συγκεντρώνει το ενδιαφέρον ανεξάρτητα από την ηλικία μας. Είναι μία τεράστια εμπειρία, έχει ένταση και πλούσιο παρασκήνιο, είναι καθρέφτης της κοινωνίας, των ονείρων και των ορίων της. Δεν υπάρχει κανένα άλλο άθλημα σαν αυτό.
Είναι, επίσης, ένα παγκόσμιο κοινωνικό φαινόμενο κι όπως έλεγε ένας καλός μου φίλος ψυχίατρος, είναι το «κορυφαίο οικουμενικό πάθος» και βρίσκεται, όπως τα περισσότερα γνήσια ή φανταστικά γεγονότα της ζωής, στην παιδική μας ηλικία.
Από εκεί ξεκινά και συνεχίζει, αναπτύσσοντας και ισορροπώντας, στο βάθος της ενηλικίωσής μας, το παιχνίδι, την ευθύνη, τη σύγκρουση και τη συλλογικότητα, την αλληλεγγύη και την αυτονομία, με τρόπο συνεκτικό και διαρκή. Το ποδόσφαιρο δεν το βαριέσαι ποτέ. Μπορεί να απομακρυνθείς για λίγο από αυτό, αλλά θα επιστρέψεις πάλι σε εκείνο.
Έχεις κάποιο άλλο «ποδοσφαιρικό» ή «εκδοτικό» σχέδιο στα σκαριά;
Ναι, έχω κάποια σχέδια, αλλά είναι νωρίς ακόμα για να τα βάλουμε κάτω. Στόχος είναι τώρα να διαβάσει όσο το δυνατόν περισσότερος κόσμος το More than a game! και να αναπτυχθεί περισσότερο η κοινωνιολογική, ιστορική κι ανθρωπολογική έρευνα γύρω από το ποδόσφαιρο, να αρχίσουμε να συζητάμε περισσότερο για όσα συμβαίνουν γύρω και μέσα σε αυτό, χωρίς να χάσουμε την αγνή χαρά του γηπέδου και το πάθος της κερκίδας.