AP Photo/Fernando Vergara
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΒΙΒΛΙΟΥ

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Έπρεπε να εκδοθεί το νέο του βιβλίο παρά τη θέλησή του;

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου, τέσσερις Έλληνες συγγραφείς τοποθετούνται σχετικά με ένα από τα πιο σημαντικά εκδοτικά γεγονότα της χρονιάς, την πολυσυζητημένη κυκλοφορία του τελευταίου μυθιστορήματος που ο αξεπέραστος Νομπελίστας άφησε πίσω του με τη ρητή εντολή να μη φτάσει ποτέ στα βιβλιοπωλεία.

Η έκδοση του μυθιστορήματος Τα λέμε τον Αύγουστο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες σηματοδοτεί τη δεύτερη φορά που οι δύο γιοι του παρακούν ρητή εντολή του -ή έστω μια σαφώς εκπεφρασμένη επιθυμία- όσον αφορά το έργο του.

Προηγήθηκε η άδεια που οι Ροντρίγκο και Γκονζάλο Γκαρσία Μπάρτσα έδωσαν ώστε να προχωρήσει η τηλεοπτική μεταφορά του Εκατό χρόνια μοναξιά, αν και εν ζωή ο «Γκάμπο» αρνιόταν πεισματικά τις προτάσεις των στούντιο, κρίνοντας ανέφικτη την οπτικοακουστική απόδοση της δαιδαλώδους υπόθεσης του αριστουργήματός του υπό τους χρονικούς περιορισμούς ακόμη και μιας μεγάλης σε διάρκεια παραγωγής. Στις 17 Απριλίου, με αφορμή και τη συμπλήρωση δέκα ετών από τον θάνατό του δόθηκε στη δημοσιότητα το trailer από το Netflix – χωρίς όμως να γίνει γνωστή η ημερομηνία προβολής και λοιπές λεπτομέρειες.

Ενώ λίγο νωρίτερα νωρίτερα, ανήμερα της 97ης επετείου από τη γέννηση του αξεπέραστου συγγραφέα στις 6 Μαρτίου 1927, κυκλοφόρησε το πολυσυζητημένο τελευταίο μυθιστόρημά του. Για την ακρίβεια το χειρόγραφο που άφησε πίσω του ανολοκλήρωτο (και «έστρωσε» ο επιμελητής του), κρίνοντάς το -στα διαστήματα διαύγειας των ανοιακών τελευταίων χρόνων της ζωής του- ανάξιο έκδοσης, και ζητώντας από τους γιους του να το καταστρέψουν.

Οι γνώμες μέχρι στιγμής για το βιβλίο καθαυτό συγκλίνουν στο ότι αν και δεν είναι κακό γιατί…με Μάρκες έχουμε να κάνουμε, το Τα λέμε τον Αύγουστο είναι κατώτερο των προηγούμενών του. Και οι ίδιοι του οι γιοι άλλωστε, μιλώντας στους New York Times, αναγνωρίζουν αφενός ότι δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αριστουργήματά του, αφετέρου ότι η έκδοσή του ενδεχομένως να αντιμετωπιστεί σαν μια εκ μέρους τους κυνική προσπάθεια να βγάλουν κι άλλα λεφτά από τη λογοτεχνική παρακαταθήκη του πατέρα τους. «Εννοείται ότι ανησυχούμε μην τυχόν μας πουν απλά λαίμαργους» λένε.

Οι χιλιάδες λέξεις που έχουν ήδη γραφτεί για το βιβλίο αναπόφευκτα εγείρουν ένα κεντρικό ερώτημα: Έπρεπε ή όχι να εκδοθεί εφόσον ο ίδιος ο συγγραφέας δεν το επιθυμούσε;

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου και την κυκλοφορία του μυθιστορήματος στα ελληνικά (μτφρ. Δέσποινα Δρακάκη, εκδ. Ψυχογιός) να αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα πιο σημαντικά εκδοτικά γεγονότα της χρονιάς, το OneMan αυτό ακριβώς το ερώτημα απηύθυνε σε τέσσερις Έλληνες συγγραφείς και μύστες του έργου του αξεπέραστου Νομπελίστα.

Για τη Τζούλια Γκανάσου το έργο τέχνης είναι αυθύπαρκτη οντότητα

Ποιος γονέας επιθυμεί πραγματικά το τέκνο του να ζει σε ένα συρτάρι; Ποιος λαμπερός νους εγκλωβίζει το γέννημα της σάρκας ή του πνεύματος σε μια φυλακή; Ποιος δημιουργός πλάθει για να αρθρώσει τη φωνή του και αντέχει να εκφράζεται μόνο στη μπανιέρα; Ποιο έμβιο ον αρκείται στην ανταπόκριση που βρίσκει από τους τοίχους;

Οι Ρωμαίοι λένε ότι τα γλυπτά και τα βιβλία έχουν τη μοίρα τους. Και οφείλουμε να τη σεβαστούμε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το τελευταίο βιβλίο του Μάρκες, Τα λέμε τον Αύγουστο, κυκλοφορεί χωρίς τη στήριξη του συγγραφέα. Θα κάνει το ταξίδι του χωρίς τη συνοδεία του ανθρώπου που το συνέλαβε και το συνέθεσε, χωρίς τη βούλησή του να εκδοθεί. Όμως, οι γεννήτορες πάσης φύσεως, πέραν από τις στιγμές της ανασφάλειας και της αδυναμίας, οφείλουν να αφήνουν ελεύθερα τα έργα του κορμιού τους και της τέχνης τους. Έχουμε ανάγκη από την έκφρασή τους τη στιγμή που λησμονούν όσα τους δεσμεύουν και αφήνονται στη μέθη της δημιουργίας, στη φαντασία, στο όραμα, στην έκσταση. Ιδίως τη φωνή τόσο φωτεινών πνευμάτων όπως ήταν, είναι και θα είναι ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες…

Δεν μας αφορά αν το νέο του βιβλίο είναι αριστούργημα ή μετριότητα. Μας νοιάζει να ακουστεί λίγο ακόμη η στεντόρεια φωνή του που επηρέασε τον κόσμο. Μας νοιάζει να κινούνται ελεύθερα τα έργα στους ανθρώπους, τους τόπους και τους χρόνους. Μας γλυκαίνει η ελπίδα και η πιθανότητα να υπάρχουμε, ακόμα και όταν θα έχουμε πλέον αφανιστεί.

Η νουβέλα Γόνιμες Μέρες της Τζούλιας Γκανάσου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη.

Για την Ελένη Καραμαγκιώλη ο συγγραφέας είναι το έργο του, ακόμη και όταν δε ζει

Όταν πεθαίνουν συγγραφείς σαν τον Μάρκες αυτόματα περνάει από το μυαλό μας η σκέψη «τί κρίμα, θα μπορούσε να γράψει πολλά ακόμη σημαντικά βιβλία», συχνά αναρωτιόμαστε δε ότι εάν ζούσαν σήμερα συγγραφείς όπως ο Ροθ ή ο Χέμινγουεϊ, πολυγραφότατοι αμφότεροι, πόσα ακόμη σπουδαία βιβλία θα είχαμε από εκείνους.

Η δημιουργία εμπεριέχει ένα στοιχείο αθανασίας σαν έννοια, συχνά μοιάζει άφθαρτη, άτρωτη από το τέλος που θέτει αμετάκλητα ο θάνατος.

«Η φαντασία είναι ένας τόπος όπου βρέχει», όπως δηλώνει και ο Καλβίνο στα Αμερικάνικα Μαθήματα με αφετηρία τον στίχο από το Καθαρτήριο του Δάντη «Ύστερα έβρεξε μες στην απάνω φαντασία». Κανείς μας δε θέλει να πιστέψει ότι στον τόπο της φαντασίας δε θα βρέξει ξανά ποτέ, ότι ο τόπος κάθε ξεχωριστού δημιουργού θα πληγεί από μια μη αναστρέψιμη ξηρασία.

Η μετά θάνατον έκδοση ενός βιβλίου του Μάρκες, που ο ίδιος είχε δηλώσει ότι δεν επιθυμούσε να δημοσιευθεί, περισσότερο απασχολεί για το ότι το γεγονός της ίδιας της έκδοσης αντιτίθεται στην τελευταία του επιθυμία. Η τελευταία βούληση του θανόντα νομικά είναι απολύτως κατοχυρωμένη, ηθικά αναμφισβήτητη και αναλυτικά προστατευμένη, όταν πρόκειται για δημιουργό, από σχετικές νομοθεσίες.

Εάν όμως εκείνος που πεθαίνει είναι ένας επιδραστικός συγγραφέας, αυτό από μόνο του αρκεί για να δικαιολογήσει την αντίθετη της θέλησής του δημοσιοποίηση του έργου του; Κοινώς, ο συγγραφέας μετά θάνατον αποχωρίζεται του έργου του, που πια βρίσκεται στα χέρια των κληρονόμων του, στη διάθεση όσων τους το εμπιστεύτηκε;

Παρόμοιοι προβληματισμοί διαχρονικά προκύπτουν στη λογοτεχνία, άλλωστε πόσοι δεν έχουμε αναρωτηθεί πώς θα ήταν σήμερα η λογοτεχνία εάν τελικά ο Μπροντ δεν είχε παρακούσει την επιθυμία του Κάφκα να καταστρέψει τα γραπτά του. Ανεξάρτητα από τα κίνητρα του Μπροντ ή των γιων του Μάρκες, ματαιοδοξία, οικονομικό όφελος, προβολή, αυτό που ενδιαφέρει τον αναγνώστη τελικά είναι ότι μπορεί να διαβάσει τα βιβλία του Κάφκα, αναλόγως να προμηθευτεί το τελευταίο του Μάρκες.

AP Photo/Eduardo Verdugo

Ο Κούντερα στις Προδομένες Διαθήκες κάνει λόγο για ανάδειξη στην εποχή μας της «λογοτεχνικής επικαιρότητας» στη θέση της λογοτεχνικής κριτικής. Κάπως έτσι συμβαίνει και με την είδηση της έκδοσης του βιβλίου του Μάρκες, ασχολούμαστε με το ότι θα κυκλοφορήσει ένα βιβλίο του, που ο ίδιος δεν έκρινε άξιο δημοσίευσης και τίθενται στην κουβέντα ερωτήματα, όπως το εάν τελικά δεν είναι στο ύψος των προηγούμενων βιβλίων του, αν άξιζε όλη αυτή τη φασαρία, που προκάλεσε.

Μένουμε δηλαδή στην είδηση και όχι στην ουσία, που είναι ότι ο συγγραφέας είναι το έργο του, ακόμη και όταν δε ζει. Κι αν νομικά ή δεοντολογικά δεν είναι αποδεκτό να παρακούει κανείς την τελευταία επιθυμία εκείνου που φεύγει, ο αναγνώστης που αγαπάει τον συγγραφέα θα σπεύσει να το αγοράσει, όχι τόσο για να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τη φήμη ότι δεν είναι αριστούργημα, αλλά για να κρατήσει για λογαριασμό του δημιουργού τον επάνω τόπο της φαντασίας χλοερό, ζωντανό, κόντρα στη λήθη. Κι αυτό από μόνο του είναι όλες οι επιθυμίες, πρώτες και τελευταίες μαζί, ενός συγγραφέα.

Η συλλογή διηγημάτων Μονωτική ταινία της Ελένης Καραμαγκιώλη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός.

Για τον Διονύση Μαρίνο ακόμη κι αν η πρόθεση είναι το κέρδος, το αποτέλεσμα θα είναι ένα ακόμη σπουδαίο έργο

Δηλώνω αμφίθυμος εξαρχής και δεν πρέπει να είμαι ο μόνος. Διατρέχοντας τον διεθνή Τύπο για το πώς υποδέχθηκε την είδηση ότι τα παιδιά του Μάρκες θα δώσουν στη δημοσιότητα το αποκηρυγμένο κατάλοιπο του πατέρα τους, βλέπεις όλη την γκάμα των απόψεων. Από την πλέρια προσμονή ότι θα διαβάσουμε κάτι ακόμη από τον μέγα μύστη του μαγικού ρεαλισμού έως την αμφιβολία για το κατά πόσο έχουν το δικαίωμα οι επίγονοί του να πάνε κόντρα στην εκπεφρασμένη και «κάθετη» δήλωσή του να μην το δημοσιεύσουν ποτέ.

Η αλήθεια είναι ότι για κάθε Κάφκα θα υπάρχει ένας Μαξ Μπροντ. Όπως και για κάθε συγγραφέα θα υπάρχουν συγγενείς που θα εκμεταλλευτούν (με καλό ή λιγότερο καλό) τρόπο τα χειρόγραφά του. Μήπως η γυναίκα του Ρομπέρτο Μπολάνιο αυτό δεν έκανε; Μήπως με τον Φίλιπ Κερ αυτό δεν συμβαίνει; Θα πρέπει να τις ψέξουμε; Τουναντίον.

Ως μανιώδης αναγνώστης θέλω να διαβάσω έναν ακόμη… Μάρκες. Ως συγγραφέας, όμως, θέλω να έχω τον τελευταίο λόγο για το τι θα βγει ή δεν θα βγει με το όνομά μου. Θα πει κανείς, αφού δεν ήθελε να δει το φως της δημοσιότητας το πόνημά του γιατί δεν το έκαιγε θριαμβευτικά; Ποιος ξέρει τα μύχια της συγγραφικής ψυχής;

Ιδού, λοιπόν, η αμφιθυμία μου. Παρότι δεν γνωρίζω πολλές λεπτομέρειες, έχω την αίσθηση πως τα παιδιά του Γκάμπο ζουν από τα «έτοιμα» του μπαμπά. Η τύχη του να έχεις επιτυχημένο γεννήτορα.

AP Photo/Fernando Llano

Κι αν είναι αριστούργημα αυτό που άφησε; Κι αν, τελικά, έσωσαν κάτι πολύτιμο που αξίζει να το διαβάσουμε; Ακόμη κι αν η πρόθεση είναι το κέρδος (δεν το ξέρουμε, δεν πρέπει να τους καταδικάσουμε), το αποτέλεσμα θα είναι ένα ακόμη σπουδαίο έργο που υπό άλλες συνθήκες θα έμενε στο σκοτάδι.

Η μόνη λύση, μάλλον, είναι να μην αφήνεις στο συρτάρι ή στον υπολογιστή κείμενα για τα οποία δεν θέλεις να εμφανιστούν post mortem. Καλύτερα να προσέχεις γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί όταν θα φύγεις από τον μάταιο τούτο κόσμο.

Το μυθιστόρημα Σαν Νορμάλ του Διονύση Μαρίνου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Για τη Σοφία Μπραϊμάκου δεν υπάρχει ούτε ίχνος αμφισημίας για το αν ήταν ηθικά σωστό οι γιοι του Μάρκες

Είναι η αθανασία, τί τα θέλετε, είπε ο Γκαίτε. Η αθανασία είναι μια αιώνια δίκη.
– Αν είναι μια αιώνια δίκη, χρειάζεται ένας αληθινός δικαστής. Και όχι μια δασκάλα του χωριού οπλισμένη με μαστίγιο.
– Το μαστίγιο που κραδαίνει μια δασκάλα του χωριού, ιδού η αιώνια δίκη! Τι άλλο είχατε φανταστεί, Έρνεστ;
– Δεν είχα τίποτα φανταστεί. Είχα μόνο την ελπίδα ότι μετά το θάνατό μου θα ζούσα λίγο ήσυχος.
Μίλαν Κούντερα, Η Αθανασία

Την εποχή που ο Μάρκες άρχισε να γράφει το Until August (Τα λέμε τον Αύγουστο ο ελληνικός τίτλος), ο ιός της λήθης είχε ξεκινήσει ήδη να του χτυπά απαλά την πόρτα. Τι κι αν οι επιβλαβείς πρωτεΐνες άρχιζαν να παρασιτούν πάνω στις έξοχες εγκεφαλικές του πλάκες; Ο ίδιος συνέχιζε να κάθεται με τις ώρες πάνω από τη γραφομηχανή του αντιμετωπίζοντας έναν ρεαλισμό, που μεταξύ μας, κάθε άλλο, παρά μαγικός ήταν. Αυτόν που επέβαλε με το στανιό η εκφυλιστική νόσος, προξενώντας σταδιακά μα άκρως μεθοδευμένα το χρονικό μιας προδιαγεγραμμένης κατάρρευσης της σωματικής και της πνευματικής ρώμης του ανθρώπου που πρόσφερε στην ανθρωπότητα μερικές από τις πιο συναρπαστικές ιστορίες που γνώρισε ποτέ.

Ευτυχώς, ο Μάρκες πρόλαβε να γράψει το μέχρι πρότινος ανέκδοτο μυθιστόρημα προτού η νόσος τον καταβάλλει ολοσχερώς, χρησιμοποιώντας τη φωνή μιας μεσήλικης γυναίκας που διεκδικεί μέσω της σεξουαλικής περιπέτειας το νόμισμα που της χρωστούσε η ζωή. Αφού κατάφερε να ολοκληρώσει ακόμα ένα μακροσκελές μυθιστόρημα, ο συγγραφέας το αρνήθηκε φωναχτά και σε μια ύστατη προσπάθεια να ελέγξει απόλυτα την υστεροφημία του έδωσε ευχή και κατάρα στους απογόνους του μην τυχόν και το εκδώσουν.

Πώς μπορεί λοιπόν να υπάρχει έστω και ίχνος αμφισημίας για το αν ήταν ηθικά σωστό οι γιοι και κληρονόμοι του να δώσουν τη συγκατάθεση για να κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα, όταν ο δημιουργός του έλεγε χαρακτηριστικά πως «αυτό το βιβλίο δεν λειτουργεί»; Είναι μήπως πιο στιβαρό το κριτήριο του ανθρώπου που τυλίγεται με τη θλίψη της κενής θέσης στο τραπέζι από το ίδιο το κριτήριο του δημιουργού που αφού ύφανε από την πρώτη ως την τελευταία του λέξη το έργο του, έκρινε πως δεν ήταν ισάξιο με τα άλλα πνευματικά του τέκνα;

AP Photo/Fernando Vergara

Ο Μάρκες αποκήρυξε το βιβλίο, καταδικάζοντάς το να μείνει στην αφάνεια. Εν τούτοις, δεν το κατέστρεψε. Μήπως αυτή η πράξη αδυναμίας λοιπόν είναι που εξασφάλισε στο δημιούργημά του μια δεύτερη ευκαιρία εκδοτικής, τουλάχιστον, ζωής;

Τα βιβλία των μεγάλων συγγραφέων, όπως τα νόθα παιδιά αποζητούν κι αυτά την αναγνώριση. Με έναν μαγικό τρόπο καταφέρνουν να απεγκλωβιστούν από τα συρτάρια που κατοικούν προσωρινά. Κάπως έτσι σεντούκια με κρυμμένα χειρόγραφα που αντικρίζουν το φως της μέρας (βλ. Πεσσόα), εκδότες που παρακούνε τις εντολές των επιστήθιων φίλων τους (βλ. Μπροντ και Κάφκα), αδερφές που βρίσκουν αναρίθμητα τετράδια χειροποίητα βιβλιοδετημένα με κλωστές και καρφίτσες γεμάτα ποιήματα (βλ. Ντίκινσον), είναι μερικά από τα λογοτεχνικά παραδείγματα που αποδεικνύουν το πώς τα γραπτά καταφέρνουν να ανταμώσουν με τους αναγνώστες τους, σε πείσμα των ίδιων των δημιουργών τους.

Κι είναι συχνά, αυτή η άρνηση αποδοχής από τους τελευταίους που διακρίνουν την έλλειψη πληρότητας και την αδυναμία επίλυσης και επίτευξης του συγγραφικού στόχου που κάνει τα έργα τους εξίσου ενδιαφέροντα για τις γενιές που ακολουθούν.

«Αποφασίσαμε να προβούμε σε αυτή την προδοσία. Όμως, γι’ αυτό είναι τα παιδιά»», είπε με πλήρη επίγνωση ο γιος του συγγραφέα, μαχόμενος για τα δικαιώματα των αναγνωστών σαν κι εμένα που στην είδηση πως κάπου εκεί έξω υπάρχει ακόμα ένα μυθιστόρημα του Μάρκες, έστω και μέτριο κατά τα λεγόμενα, ένιωσα όπως ο Αουρέλιο Μπουενδία, εκείνο το απόγευμα όταν ο πατέρας του τον πήρε να ανακαλύψουν τον πάγο.

Κουβαλώντας το κάρμα από τα μικρά εγκλήματα μεταξύ συγγενών και φίλων, το έργο θα ανασύρει όλους τους μηχανισμούς επιβίωσης που διαθέτει, επινοώντας κάθε δυνατό τρόπο μετά τον θάνατο του δημιουργού για να αναδυθεί από τον βυθό προς την επιφάνεια, να γεμίσει σελίδες με νωπό μελάνι, να συγκινήσει, και γιατί όχι, ακόμα και να απογοητεύσει. Για να επιτευχθεί ο σκοπός όλα τα πλάσματα του θεού θα συνεργαστούν ασμένως. Κάτι σαν μια θεία συνωμοσία που εκτυλίσσεται με σκοπό μια στέρεα θέση στα ράφια της βιβλιοθήκης. Όσο για τον δημιουργό, αυτός δεν μπορεί πια να έχει αδικαιολόγητες απαιτήσεις. Οι νεκροί εξάλλου χάνουν όλα τα δικαιώματα του ανθρώπου. Κανείς νόμος δεν τους προστατεύει από τις επιθυμίες των ζωντανών.

Ξεγυμνωμένος τώρα από κάθε έγνοια ιδιοκτησίας κι επιθυμίας εξουσίας πάνω στο έργο του ο δημιουργός δεν μπορεί ούτε να δευτερολογήσει, ούτε να βαρυγκωμήσει, ούτε «κιχ» να βγάλει.

Το μυθιστόρημα Μόνιμοι Κάτοικοι της Σοφίας Μπραϊμάκου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη.