Η αγαπημένη μου ταινία των ’80s: ‘Die Hard’
Ο Σταύρος Καραϊνδρος θυμάται την πρώτη φορά που είδε τον John McClane στο σινεμά και εξηγεί την αγάπη του για το 'Die Hard'.
- 28 ΙΟΥΛ 2016
Είμαι, που λέτε, με τον αδερφό μου στην είσοδο του σινεμά. Εγώ, 12 χρονών τότε, το 1990, το μόνο που ξέρω είναι ότι θα πάω να δω μαζί του μία “ωραία ταινία”, όπως μου είπε. Ακόμα έχω στα αυτιά τις φωνές της μάνας μου που του έλεγε να “μην πας το παιδί να δει αυτά τα τρελά που βλέπεις εσύ. Με τα μπαμ μπουμ και τα αίματα. Να πάτε να δείτε κάτι ωραίο, να γελάσετε”.
Η επόμενη ατάκα που μου έχει μείνει είναι αυτή του τυπά που κόβει τα εισιτήρια. Στη θέα ενός μικρού παιδιού, σπεύδει να συμβουλεύσει τον αδερφό μου ότι “η ταινία που θα δείτε είναι ακατάλληλη για παιδιά”. Πού να ‘ξερε ότι στα 7 μου είδα, κατά τύχη, τον ‘Εξορκιστή’ (μάλλον, τώρα εξηγούνται όλα) και δύο χρόνια αργότερα, πάλι κατά τύχη, είδα τον ‘Εφιάλτη στο Δρόμο με τις Λεύκες’. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν πρέπει να ήμουν και πολύ ισορροπημένο παιδί, όταν οι πρώτες μου κινηματογραφικές εικόνες είναι από μία πιτσιρίκα να στριφογυρνά το κεφάλι της ξερνώντας πράσινο εμετό κι έναν με καμένο πρόσωπο και λεπίδες στα δάχτυλα του χεριού.
Πώς το είπατε αυτό, ψυχίατρε;
Να μη σας τα πολυλογώ, λοιπόν, μπαίνουμε στην αίθουσα, η ταινία αρχίζει, τίτλο δεν ξέρω, η υπόθεση έχει να κάνει με έναν αστυνομικό που είναι εγκλωβισμένος σε ένα αεροδρόμιο που έχει καταληφθεί από τρομοκράτες, την ώρα που η γυναίκα του είναι στον αέρα και δεν μπορεί να προσγειωθεί και στη μεγαλύτερη διάρκειά της ο ήρωας επαναλαμβάνει “γιατί να μου συμβαίνουν αυτά για δεύτερη φορά”. Εκεί χτύπησε το κουδουνάκι στο κεφάλι μου, άρχισα να πρήζω τον αδερφό μου για το τι εννοούσε, η απάντηση στις επίμονες/επίπονες ερωτήσεις μου κάθε φορά ίδια “σκάσε και βλέπε”, μέχρι που η ταινία τελείωσε και εγώ έχω μείνει κολλημένος στο κάθισμα προσπαθώντας να συνέλθω από αυτό που έχω δει.
Τέλος πάντων, ξέρετε πού το πάω. Σας περιέγραψα την πρώτη μου επαφή με το ‘Die Hard’ (πρέπει να είμαι το σπάνιο είδος που είδα πρώτα το sequel και μετά το πρωτότυπο) και πως αυτή η πρώτη επαφή έγινε ένας μεγάλος έρωτας που κρατά τόσα χρόνια (μέχρι σήμερα) σε σημείο να περιμένω πώς και πως το επόμενο. Ναι, αυτό το -τι λες τώρα;- ‘Die Hard Year One’ όπου και καλά θα δούμε ένα πέρα-δώθε στο 1979 και το σήμερα, γνωρίζοντας τον νεαρό McClane από τα πρώτα του βήματα. Κάπου εκεί θα κολλήσει ο McClane του σήμερα, οι φήμες λένε ότι θα χωθεί και ένας Gruber (προ μηνών έγραφαν ότι αυτόν θα τον παίξει ο Schwarzenegger!) και κάπως έτσι θα κλείσει το κεφάλαιο του “yippee ki-yay” στο στιλ του ‘Rocky Balboa‘. Μακάρι.
Κάποτε ο Θοδωρής ο Δημητρόπουλος είχε εξηγήσει γιατί το ‘Die Hard’ είναι η καλύτερη χριστουγεννιάτικη ταινία και το ποστάρω στο facebook κάθε χρόνο στις γιορτές όταν σιχτιρίζω τα κανάλια που προτιμούν γλυκανάλατες ταινίες από το ΕΠΟΣ. Βέβαια, τον πρήζω ότι πρέπει να γράψει και γιατί το ‘Die Hard’ είναι η καλύτερη ταινία του είδους. Τέλος πάντων.
Επιγραμματικά: Είναι η καλύτερη ταινία των δοξασμένων ’80s γιατί είναι αυτή που αποτινάσσει τους μπρατσαράδες, τους μπάτσους με την οδοντογλυφίδα, τους τυποποιημένους κακούς και τον Charles Bronson (γιατί έτσι). Είναι αυτή που δοκιμάζει με επιτυχία τη συνταγή του λεω-μια-ατακα-πριν-σκοτωσω-τον-κακό. Ήταν τόσο επιτυχημένη η συνταγή στο πρώτο ‘Die Hard’ που στα επόμενα του έδωσαν και κατάλαβε σε σημείο που περίμενες τη σκηνή για να ακούσεις την εξυπνάδα. “I was out of bullets”, η τελευταία καλή, όταν εξουδετέρωσε το ελικόπτερο του κακού πετώντας του ένα περιπολικό. Sorry, what;
Εκεί περνάμε στην άλλη φάση του ‘Die Hard’. Στο τέταρτο της σειράς, εκεί που χάλασε η μαγιά. Ο γκαντέμης John McClane, έγινε ο άτρωτος John McClane, που ξέρεις ότι θα τη σκαπουλάρει ό,τι κι αν γίνει. Ακόμα κι αν τα βάλει με ένα jet ή με ένα ιπτάμενο αυτοκίνητο που έρχεται κατά πάνω του. Εκεί που περάσαμε σε μια γενιά θεατών που ήθελε τα σούπερ-ντούπερ-ουάου-τι-έγινε-εδώ-ρε-μαλάκα, για να γεμίσουν τις αίθουσες. Αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα.
Το ‘Die Hard’ ήταν ‘Die Hard’ γιατί είχε τον Hans Gruber. Ακόμα κι όταν δεν τον είχε, βρήκαν τον αδερφό του στην τρίτη (άρα βρήκαν τον πρώτο λόγο να πας να τη δεις) ή έναν τρελό στρατόκαυλο που έριχνε αεροπλάνα στη δεύτερη.
Και προσέξτε: όλα αυτά χωρίς τα γυμνασμένα ποντίκια του Schwarzenegger, αλλά με όπλο το ειρωνικό στιλ, το φλεγματικό χιούμορ και τον ήρωα που δεν φοβάται να δείξει ότι τα έχω κάνει πάνω μου. Βάλτε στο μπλέντερ το επικό σενάριο (σου δείχνω στο πρώτο δεκάλεπτο όσα θες να ξέρεις για τον ήρωα), τους διαλόγους, το “Now I have a machine gun. Ho. Ho. Ho.”, τον φανταστικό κακό (ένας Alan Rickman που μπορούσε να σου αναλύσει την παγκόσμια οικονομική κρίση και ταυτόχρονα να σου φυτεύει σφαίρα στο κεφάλι), έναν τρομερό υπαρχηγό (τον Alexander Godunov που κρατά για το τέλος την επικότερη σκηνή), το κλάμα του McClane όταν έβγαζε τα γυαλιά από το τραυματισμένο πόδι, την φανταστική στιγμή που ο καλός γνωρίζει τον κακό και φυσικά τους β’ ρόλους: Από τη σύζυγο και τον εκνευριστικά βλάκα δημοσιογράφο μέχρι τον χοντρούλη αστυφύλακα Powell που τον στέλνουν να δει τι γίνεται εκεί πέρα, όντας ο δεύτερος wrong guy in the wrong place at the wrong time.
Α! Εχει και το φινάλε που μπορεί να είναι η απόλυτη αμερικανιά, το κλασικό “αυτά μόνο στις ταινίες γίνονται”, αλλά είναι δοσμένο με τέτοιο τρόπο που θες να σηκωθείς και να χειροκροτήσεις (το έχω κάνει σπίτι).
Bruce, έγινες ηθοποιός για αυτόν και μόνο το ρόλο. Για το yippee ki-yay και για να φωνάζεις στην τύπισσα του τηλεφωνικού κέντρου: No fucking shit, lady. Does it sound like I’m ordering a pizza?
Και για τέλος, αυτό: Liam Νeeson, σε παρακαλώ. Παίξε έναν Gruber για φινάλε. Μόνο εσύ.
ΤΑ ΑΛΛΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΜΑΣ ΤΩΝ ’80S