Η αγαπημένη μου ταινία των ‘80s: ‘Ferris Bueller’s Day Off’
- 28 ΙΟΥΛ 2016
Υπήρξαν δύο στάδια στη λατρεία μου για αυτή την ταινία, το ένα ως πιτσιρικάς που το έβλεπε και χασκογέλαγε με τα μαθήματα του κακού λυκειάρχη και τραγούδαγε sing-along το ‘Twist and Shout’ μπροστά στην τηλεόραση, το άλλο ως ωριμότερος πια θεατής που εκτίμησε την ψυχή της ταινίας στις σιωπηλές κραυγές απόγνωσης του Cameron καθώς αγωνιά να δραπετεύσει από την καταπίεση του περιβάλλοντός του. Προφανώς και στα δύο αυτά στάδια η ταινία δε σταμάτησε ποτέ να είναι μια από τις αγαπημένες μου όλων των εποχών.
“Τι σε ενδιαφέρει;” ρωτάει η Sloane τον Cameron την ώρα που ο Ferris, αυτό το οικουμενικό spirit animal εφηβικής απόδρασης, δίνει ρεσιτάλ παρταρίσματος στους δρόμους της πόλης, μέρα-μεσημέρι. “Τίποτα,” της απαντά εκείνος και την κοιτάει, σαν κάποιος που πρώτη φορά κοιτάζει αληθινά έναν άνθρωπο καταλαβαίνοντας τι αντικρύζει, σαν κάτι που τόσα χρόνια τον εμπόδιζε να βλέπει καθαρά, πλέον να γιατρεύτηκε. Νιώθεις το ξεφύσημά του, νιώθεις το βάρος να φεύγει από τους ώμους του.
Η ταινία του John Hughes, που έτσι κι αλλιώς ήταν, είναι και θα είναι ο πνευματικός ηγέτης της κινηματογραφικής εφηβικής απελευθέρωσης, είναι γεμάτη τέτοιες στιγμές. Χαρακτήρες διαρκώς επαναστατούν και, μέσω αυτών των πράξεων καθημερινής αντίστασης (σε γονείς, σε σχολικό σύστημα καταπίεσης, σε προσδοκίες του περιβάλλοντος), ωριμάζουν. Ο Cameron οδηγά το γυαλιστερό, μουράτο αμάξι του πατέρα του πριν φρικάρει για τις συνέπειες (και τελικά αποφασίσει πως, γάμα το, YOLO). Η Jeanie αφενός τη βρίσκει με τον Charlie Sheen κι αφετέρου δεν καρφώνει τον αδερφό της.
Κι ο Ferris; Ο Ferris (ο φρενήρης Matthew Broderick δηλαδή σε ρόλο ζωής) είναι το μάτι του τυφώνα. Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς από μια τέτοια κωμωδία, δηλαδή μια παραδοσιακή σύνθεση με έναν πρωταγωνιστή που μαθαίνει και ωριμάζει και εξελίσσεται την ώρα που γύρω του συγκεντρώνει μια γκάμα από πιο κωμικούς φίλους, δεύτερους ρόλους, εδώ η κατάσταση είναι αντιστραμμένη.
Ο Ferris δεν εξελίσσεται γιατί ο Ferris δεν είναι ακριβώς άνθρωπος, είναι πιο πολύ ένα υποσυνείδητο που έχει έρθει στη ζωή. Και είναι ο Cameron, ο κολλητός, το sidekick, που προσφέρει στην ταινία τη δραματική της εξέλιξη. Η Πιο Κουφή Μέρα του Ferris δεν προσφέρει καμία εξέλιξη ή μάθημα για τον ίδιο, είναι μια συρραφή από απίστευτα (και απίστευτα εμβληματικά) επεισόδια, την ώρα που ο Cameron δίπλα του είναι που αλλάζει.
Είναι λες και τον έφερε στη ζωή για να του δείξει τον δρόμο.
Ο Cameron δε θέλει να κάνει κοπάνα, δε θέλει να βγάλει το αμάξι του πατέρα του από το γκαράζ, δε θέλει να πάει στην παρέλαση, δε θέλει να παραδεχτεί πως δεν τον ενδιαφέρει τίποτα- πως δεν ξέρει ακόμα, δηλαδή, ποιος είναι. Και αφήνεται (το γνωστό “τραβάτε με κι ας κλαίω”) στα χέρια του ορμητικού Ferris Bueller.
Ενός εφήβου που δεν τον συγκρατεί το βαριεστημένο σχολικό του περιβάλλον. “Bueller? Bueller…?” Ναι, εσένα περίμενε. Ο Ferris παίρνει τον κολλητό του και το κορίτσι του (Mia Sara, ένα ‘80s ξωτικό) και ξεχύνεται σε μια σλάπστικ περιπέτεια στη διάρκεια της οποίας διαρκώς αποφεύγει στο τσακ το βαρύ χέρι του νόμου (σε ό,τι μορφή κι αν αυτό εμφανίζεται, συνήθως ως Ed Rooney του απολαυστικά μοχθηρού Jeffrey Jones), ξεσηκώνει μια ολόκληρη πόλη στο δρόμο (ακόμα και τον πατέρα του, στον βαρετό χώρο της δουλειάς του), κινητοποιεί όλο του τον σχολικό περίγυρο να σταθεί στο πλευρό του δίχως να κουνήσει καν το μικρό του δαχτυλάκι, σπάει τον τέταρτο τοίχο και σου μιλάει για να απαιτήσει να διασκεδάσεις κι εσύ μαζί του, αδιαφορώντας για τους κανόνες της ίδιας της ιστορίας στην οποία ανήκει. Τον Ferris τον λατρεύουν οι γονείς του, τον αγαπούν οι φίλοι του, τον θαυμάζει η κοπέλα του, γιατί είναι η εφηβική ενσάρκωση του δίχως συνέπειες γλεντιού στα μούτρα των -όποιων, κάθε φορά- προηγούμενων που έχουν θέσει τους κανόνες και τις απαιτήσεις.
Ο Cameron (ένας εκπληκτικά μελαγχολικός Alan Ruck) είναι ο ήρωας, ο Ferris είναι το πνεύμα.
Βλέποντας για χιλιοστή φορά τη σκηνή του ‘Twist and Shout’ αντιλαμβάνεσαι τον Ferris Bueller ως έναν μοντέρνο, urban Peter Pan, ένα αγόρι που δε θα μεγαλώσει ποτέ- επειδή δεν μεγαλώνει ποτέ, από σκηνή σε σκηνή, δεν παθαίνει, δεν μαθαίνει. Απλώς παρτάρει με τη σκιά του. Πώς είναι δυνατόν να γεράσει ποτέ μια τέτοια ταινία;
ΤΑ ΑΛΛΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΜΑΣ ΤΩΝ ’80S