Η Αλεξάνδρα Πασχαλίδου ίδρυσε το δικό της Νόμπελ Λογοτεχνίας
- 16 ΟΚΤ 2018
Τέτοιες μέρες πέρυσι μιλούσαμε για τον Kazuo Ishiguro, τον Νομπελίστα του 2017, μια εξαιρετικά ασφαλής επιλογή από τη Σουηδική Ακαδημία που ήρθε μάλλον για να ισορροπήσει το χαμό του 2016 και τη βράβευση του Bob Dylan.
Ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει από το Νόμπελ Λογοτεχνίας στα χέρια του Ishiguro ήταν όμως καταστροφική για τη Σουηδική Ακαδημία. Σκάνδαλα, παραιτήσεις, αναταραχή και ακύρωση της φετινής απονομής (για πρώτη φορά από το 1943 και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φανταστείτε) ταρακούνησαν τη μονολιθική Ακαδημία.
Που βρισκόμαστε σήμερα; Η Σουηδική Ακαδημία έχει εκλέξει νέα μέλη, αν και δεν έχει ξεκαθαριστεί τι συμβαίνει με τα παλιά, το Νόμπελ Λογοτεχνίας θα επιστρέψει το 2019 αλλά όχι και σίγουρα κι εμείς δυστυχώς μείναμε φέτος χωρίς γκρίνια για την επιλογή της επιτροπής.
Δε μείναμε όμως χωρίς ένα μεγάλο λογοτεχνικό βραβείο από τη Σουηδία, όχι φίλοι μου. Κι αυτό γιατί τον περασμένο Ιούλιο, με πρωτοβουλία της Ελληνοσουηδής δημοσιογράφου Αλεξάνδρας Πασχαλίδου, ξεκίνησε την πορεία της η Νέα Ακαδημία, με σκοπό να γεμίσει το κενό που άφησε πίσω του το Νόμπελ και να δώσει το δικό της βραβείο.
Με τη βοήθεια 100 προσωπικοτήτων της Σουηδίας, η διαδικασία ξεκίνησε άμεσα και όλες οι βιβλιοθήκες της Σουηδίας πρότειναν 47 συγγραφείς από ολόκληρο τον κόσμο, με μόνο περιορισμό να έχουν γράψει τουλάχιστον 2 βιβλία, το ένα εκ των οποίων μέσα στην τελευταία δεκαετία. Στη συνέχεια τα 47 ονόματα, ανάμεσα στα οποία βρίσκονταν και συγγραφείς όπως η J.K. Rowling, η Patti Smith και ο Paul Auster, μπήκαν σε διαδικασία ψηφοφορίας από τους ίδιους τους αναγνώστες, από την οποία και επιλέχθηκαν οι 4 φιναλίστ: Maryse Condé, Neil Gaiman, Kim Thúy και Haruki Murakami.
Ο τελευταίος απέσυρε αργότερα την υποψηφιότητά του για το βραβείο, λέγοντας πως θέλει να επικεντρωθεί στη δουλειά του μακριά από τα ΜΜΕ. Έτσι, η 4μελής επιτροπή της Νέας Ακαδημίας προχώρησε την περασμένη Παρασκευή στην τελική της επιλογή, σε μια εκδήλωση στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Στοκχόλμης.
Ωραία, πάει αυτό. Στο θέμα μας τώρα. Νικήτρια του Λογοτεχνικού Βραβείου της Νέας Ακαδημίας (χαϊδευτικά για τους φίλους “Εναλλακτικό Νόμπελ”) είναι η Maryse Condé. Ποια είναι όμως η Maryse Condé; Η συγγραφέας γεννήθηκε το 1937 στο Πουάντ-α-Πιτρ, τη μεγαλύτερη πόλη της Γουαδελούπης.
Το νησιωτικό σύμπλεγμα της Γουαδελούπης βρίσκεται στην Καραϊβική αλλά αποτελεί επαρχία της Γαλλίας εδώ και 200 χρόνια, αφού για μεγάλο κομμάτι της ιστορίας της έγινε μπαλάκι ανάμεσα στη Βρετανία και στη Γαλλία. Οι κάτοικοι της μιλούν γαλλικά και κρεολή και έχουν για νόμισμά τους το Ευρώ.
Η Condé σπούδασε στο Παρίσι, δίδαξε στη Γουινέα, την Γκάνα και τη Σενεγάλη και επέστρεψε στη Σορβόννη για να πάρει το PhD της στη λογοτεχνία της Καραϊβικής. Από το 1985 μέχρι το 2004 υπήρξε καθηγήτρια Γαλλόφωνης λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης.
Στα βιβλία της, στην πλειοψηφία τους ιστορικά μυθιστορήματα, η συγγραφέας μιλά για φυλετικά και πολιτισμικά ζητήματα σε διαφορετικές εποχές και τοποθεσίες της ιστορίας. Είναι περισσότερο γνωστή για τα έργα της που γράφτηκαν τη δεκαετία του ‘80, αν και το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά της κυκλοφόρησε το 2010. Η ίδια λέει για τη συγγραφή της: “Γράφω για τον εαυτό μου. Γράφω για τη σκλαβιά, την Αφρική, την κατάσταση των μαύρων ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο επειδή θέλω να οργανώσω τις σκέψεις μου, να καταλάβω τον κόσμο και να συμφιλιωθώ με τον εαυτό μου. Γράφω για να προσπαθήσω να βρω απαντήσεις στις ερωτήσεις που κάνω στον εαυτό μου. Η συγγραφή για μένα είναι ένα είδος θεραπείας, ένας τρόπος να είμαι σώα και ασφαλής”.
Στο ‘Segu’ (1980) παρακολουθούμε τη ζωή του Dousika Traore, του πιο έμπιστου συμβουλάτορα του βασιλιά, ενώ βρισκόμαστε στο έτος 1797 και το βασίλειο του Segu ακμάζει, μέσα από τον πλούτο των ευγενών του και τη δύναμη των πολεμιστών του. Οι άνθρωποί του, οι Bambara, καθοδηγούνται από τους ιερείς τους και από τους τροβαδούρους της ιστορίας τους και οι ζωές τους κυβερνώνται από τα στοιχεία της φύσης. Αλλά η μάχη για την ψυχή της Αφρικής έχει ξεκινήσει. Από τα ανατολικά φτάνει μια νέα θρησκεία, το Ισλάμ, και από τα δυτικά το εμπόριο σκλάβων. Οι μοίρες των 4 γιών του Dousika ενσαρκώνουν τις δυνάμεις που ξεσκίζουν ένα ολόκληρο έθνος.
Στο ‘I, Tituba, Black Witch of Salem’ (1986) η 7χρονη Tituba βλέπει τη μητέρα της να απαγχονίζεται αφού τόλμησε να τραυματίσει τον ιδιοκτήτη της φυτείας που προσπάθησε να τη βιάσει και μεγαλώνει μαζί με τη Mama Yaya, μια χαρισματική γυναίκα που μοιράζεται μαζί της τα μυστικά της μαγείας. Αλλά η αγάπη της Tituba για τον σκλάβο John Indian θα τη φέρουν από την ασφάλεια στη σκλαβιά και στην εκδικητική θρησκεία των καλών κατοίκων του Salem και παρόλη την προστασία των πνευμάτων, η Tituba δεν μπορεί να γλιτώσει από τα ψέματα και τις κατηγορίες εκείνου του υστερικού καιρού.
Στο ‘Tree of Life’ (1987) μετακινούμαστε μεταξύ της Γουαδελούπης και του Χάρλεμ, της Αϊτής και του Παρισιού, παρακολουθώντας μια οικογένεια από τη Γουαδελούπη που ξεφεύγει από τη φτώχεια και φτάνει στα πλούτη μέσα από αρκετές γενιές, μέσα από την αφήγηση μιας σύγχρονης απογόνου που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το παρελθόν της. Η ιστορία ξεκινά από τον Albert, που φεύγει από μια φυτεία του νησιού για να εργαστεί στη Διώρυγα του Παναμά και αναδημιουργεί τον εαυτό του ως έναν άντρα αμέτρητου πλούτου, και συνεχίζεται με τους γιους του και την εγγονή του.
Στο ‘Crossing the Mangrove’ (1989) η Condé μας μιλά για τον Francis Sancher, ένα μυστικοπαθή και μελαγχολικό άντρα που βρίσκεται νεκρός με το πρόσωπο στη λάσπη, λίγο έξω από ένα μικρό χωριό της Γουαδελούπης. Κανένας από τους ντόπιους δεν δείχνει να εκπλήσσεται από το γεγονός, αφού ο Sancher συχνά προέβλεπε έναν αφύσικο θάνατο για τον εαυτό του. Καθώς οι κάτοικοι έρχονται να πουν το τελευταίο αντίο στον νεκρό, αποκαλύπτουν μέσα από εσωτερικούς μονολόγους ή μέσα από τις ομιλίες τους στους υπόλοιπους, ένα ακόμη κομμάτι από το μυστήριο πίσω από τη ζωή και το θάνατο του Sancher.
Η δικαιολόγηση της Νέας Ακαδημίας για τη βράβευσή της μας λέει πολλά. “Η Maryse Condé είναι μια δεξιοτέχνης αφηγήτρια. Η συγγραφική της ικανότητα ανήκει στην παγκόσμια λογοτεχνία. Στο έργο της, περιγράφει τα σημάδια της αποικιοκρατίας και το μετα-αποικιακό χάος σε μια γλώσσα που είναι ταυτόχρονα ακριβής και σαρωτική. Η μαγεία, το όνειρο και ο τρόμος είναι, όπως και η αγάπη, πανταχού παρόντα. Η μυθοπλασία και η πραγματικότητα αλληλοκαλύπτονται και οι άνθρωποι ζουν τόσο σε ένα φανταστικό κόσμο με μακρές και περίπλοκες παραδόσεις, όπως και στο παρόν που βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη. Με σεβασμό και με χιούμορ, διηγείται την μετα-αποικιακή παράνοια, διαταραχή και κακοποίηση, αλλά και την ανθρώπινη αλληλεγγύη και ζεστασιά. Οι νεκροί ζουν στις ιστορίες της κοντά στους ζωντανούς, σε έναν πολυπληθή κόσμο όπου το γένος, η φυλή και η κοινωνική τάξη συνεχώς στρέφονται σε νέους αστερισμούς.”
Το Λογοτεχνικό Βραβείο της Νέας Ακαδημίας της Condé σίγουρα δεν έχει την ίδια βαρύτητα που θα είχε αν κέρδιζε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Είναι όμως περισσότερο σημαντική από τη βράβευση του Ishiguro στο περσινό Νόμπελ. Είναι μια συγγραφέας που δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, δε βρίσκεται στη συζήτηση για μεγάλες βραβεύσεις, δεν είναι γνωστή σε μια μεγάλη πλειοψηφία του αναγνωστικού κοινού, είναι ένα ανεξερεύνητο -σε μεγάλο βαθμό- μέρος της παγκόσμιας λογοτεχνίας, γράφει για ένα κομμάτι του κόσμου που δεν αντιπροσωπεύεται συχνά στις αναγνώσεις μας, δεν είναι η εύκολη, mainstream λύση όπως θα ήταν ο Gaiman ή ο Murakami. Α και είναι γυναίκα. Δεν ξέρω αν θυμόσαστε, από τους 114 Νομπελίστες οι 100 είναι άντρες και οι 14 γυναίκες.
“Η Γουαδελούπη είναι μια μικρή χώρα, σημαντική για εμάς που έχουμε γεννηθεί εκεί, αλλά που αναφέρεται μόνο όταν υπάρχουν τυφώνες και σεισμοί. Χαίρομαι που η χώρα μας είναι τώρα γνωστή για άλλους λόγους, για αυτό το λογοτεχνικό βραβείο το οποίο είμαι τόσο χαρούμενη και περήφανη να λαμβάνω”, είπε η Condé. Ελπίζω όταν το Νόμπελ Λογοτεχνίας επιστρέψει, να θυμηθεί πως για να έχει αξία ένα λογοτεχνικό θα πρέπει να μην είναι όλα όσα ήταν το ίδιο τα τελευταία χρόνια.
ΔΙΑΒΑΣΕ ΑΚΟΜΑ