Η Δάφνη Καραβοκύρη είναι μια διαολεμένη πουριτανή
- 3 ΙΟΥΝ 2016
Η πρώτη μου κουβέντα με τη Δάφνη Καραβοκύρη πριν από περίπου ενάμιση χρόνο είχε κρατήσει αν θυμάμαι καλά γύρω στις έξι ώρες. Στα λίγες εκατοντάδες μέτρα που έκανα από το σπίτι μου για να την συναντήσω σε μια καφετέρια στα Νότια, αναρωτιόμουν αν θα μπορούσαμε σε μια συνέντευξη που θα διαρκούσε το πολύ μισή ώρα, να χωρέσουμε όσα είχα καταλάβει για εκείνη και ήθελα πολύ να μάθει όποιος έχει τύχει να χαζέψει αδιάφορα ή σοβαρά τη φάτσα της μέσα από τα ντοκιμαντέρ και τις τηλεοπτικές εκπομπές του Vice στον ANT1.
Η Δάφνη είναι το κορίτσι των λανθασμένων ενδείξεων. Μία κοπέλα που την συναντάς και νομίζεις ότι θα είναι σαν όλες τις νεόκοπες σταρλέτες της τηλεόασης, ότι θα κυνηγά τα ίδια που κυνηγούσαν όλες όσες βρέθηκαν στη θέση της τα περασμένα χρόνια, ότι θα εκμεταλλεύεται τη φυσική ομορφιά που της χάρισε αυτός που αποκαλούμε Θεό, ότι θα είναι ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα. Μόνο που αν καταφέρεις να την κάνεις να σου ανοιχτεί, θα βαρεθείς να τρως τις σφαλιάρες τη μία μετά την άλλη για το πόσο ανώμαλα διαφορετική είναι από όλες τις άλλες.
Μέσα σε μισή ώρα πρόλαβε να μου πει ότι είναι πουριτανή, ότι κάνει τον σταυρό της 11 φορές πριν κοιμηθεί και ότι ο γάμος είναι ζήτημα τιμής. Κι όλα αυτά δίπλα στο καπέλο του αγοροκόριτσου που φόρεσε από το πρώτο δευτερόλεπτο για να μην το αποχωριστεί ποτέ. Η συνάντησή μας έγινε τη Μεγάλη Εβδομάδα οπότε μου φάνηκε τουλάχιστον ταιριαστό να την ρωτήσω για τη σχέση της με το Θεό. “Όταν ήμουν μικρή κι έμπαινα σε εκκλησίες, μου ερχόταν αντιδραστικά να βρίσω. Κι έλεγα από μέσα μου όλες τις βρισιές που ήξερα σαν παιδί. Ο μπαμπάς μου έλεγε τότε ότι είμαι απλά αντιδραστικό παιδί και το μυαλό μου δεν περιορίζεται. Όταν στην Πέμπτη Δημοτικού η μαμά μου έπαθε καρκίνο, τον αναζήτησα πολύ τον Θεό. Όχι με φανατίλα αλλά ένιωθα την ανάγκη να πιστέψω σε κάτι μεγαλύτερο από εμένα”.
Μιλά για κάτι τόσο σημαντικό στη ζωή της με την άνεση και τον ρεαλισμό που έχουν όλοι όσοι έχουν έρθει αντιμέτωποι με κάτι παρόμοιο. Κι είναι πολύ συχνό να βλέπεις ότι οι στιγμές που ανακαλύπτουν όλοι το Θεό είναι τέτοιες στιγμές απόγνωσης. Τον βρήκε όμως το Θεό; “Ευτυχώς ο μπαμπάς μου εκείνη την περίοδο μου είπε ότι αυτό μπορώ να το πω ‘ψυγείο’, ότι δεν είναι ανάγκη να το πω Θεό. Όχι ότι ο ίδιος ήταν άθεος αλλά ήθελε να μου ανοίξει το μυαλό. Με τον καιρό, με διάφορους θανάτους και προσευχές, με έναν σταυρό που μου έκανε δώρο ο πατέρας μου και άλλες συγκυρίες, κάτι άλλαξε. Και στα δύσκολα έκανα κουβέντες με τον Θεό. Έπεφτα στο κρεβάτι και ζητούσα από τον Θεό πράγματα να γίνουν για λογαριασμό μου. Τώρα, αν με δεις να πέφτω στο κρεβάτι θα με δεις να κάνω τον σταυρό μου 11 φορές, σχεδόν ψυχαναγκαστικά”. Σκέφτομαι τον φουκαρά τον Παπαγιαννόπουλο να σταυροκοπιέται μπροστά σε ένα εικόνισμα της Παναγίας στο Τζένη Τζένη. Κι η Δάφνη συνεχίζει να μου μιλά για την εκκλησία και τη χρηστικότητα της θρησκείας.
Τη ρωτάω τι θέματα της αρέσουν να κάνει στο Vice. “Μ’ αρέσει να κάνω θέματα που έρχονται σε αντίθεση με το ότι είμαι κορίτσι. Έχω μεγαλώσει αλλιώς εγώ και βλέπω και το κορίτσια αλλιώς. Οι κολλητές μου είναι όλες αγοροκόριτσα. Μ’ αρέσει να κάνω κοινωνικά θέματα. Κι ακόμα κι αν δεν πιστεύω ότι θα αλλάξουν τον κόσμο, θέλω έστω να κάνουν ένα τσικ στο μυαλό του άλλου. Θέλω να είναι θέματα που ξεμπλοκάρουν ανθρώπους, όπως αυτό με τους τρανς, τους gay και τις λεσβίες”. Αν είχα το χρόνο θα της ζητούσα να μου δείξει το Messenger της. Είμαι σίγουρος ότι έχει δεκάδες μηνύματα ανθρώπων εγκλωβισμένων. “Στράφηκε τόσος κόσμος σε εμένα που έφτασα σε ένα σημείο να απαντάω ότι δεν είμαι ψυχολόγος. Αλλά έπαιρναν δύναμη από εμένα και το θέμα και αυτό ήταν πολύ ωραίο. Μιλάνε σε εμένα, τη στιγμή που δεν έχουν μιλήσει στον κολλητό τους ή την οικογένειά τους. Αυτή είναι η αναγνώριση που παίρνω από αυτή τη δουλειά. Να με σταματά μια γιαγιά στο δρόμο και να μου μιλά για τις φορές που δεν την παίρνει ο ύπνος και είμαι η συντροφιά της ή μερικά 20χρονα που δεν έχουν βρει την ταυτότητά τους και θέλουν βοήθεια”.
Μιλά για αυτούς τους ανθρώπους σαν να είναι κομμάτι του εαυτού της. Ξέρω ότι της αρέσει το Vice αλλά θέλω να δω κι εκείνη τι θα μου πει. “Δεν απαντάω συχνά στην ερώτηση αν μου αρέσει το Vice διότι όσοι μου λένε για αυτό είναι άνθρωποι που το γουστάρουν πολύ. Έχει μια διαφορετική, πολύ διαφορετική προσέγιση στα πράγματα και τις καταστάσεις. Αυτό που λέμε η πραγματικότητα όπως είναι. Δεν φιλτράρεις πράγματα, δεν σκέφτεσαι διπλά και τριπλά πώς να θέσεις ή πώς να πεις κάτι σε έναν συνεντευξιαζόμενο και μπορείς να κάνεις όποιο θέμα θέλεις αρκεί να έχεις όλα σου τα δεδομένα. Αλλά και να μην τα έχεις, τα βρίσκεις στην πορεία, όπως σε κάθε απρόβλεπτη κατάσταση. Το Vice έχει έναν πολύ αληθινό τρόπο να πλησιάζει καταστάσεις. Ο κόσμος ξέρει ότι δεν θα τον δουλέψεις ή δεν θα στρογγυλέψεις τις γωνίες. Πώς είναι τα παιδιά που σε κοιτάνε στα μάτια και σου λένε είσαι χοντρή, έτσι είναι και το Vice, μια άλλη μορφή παιδικής αφοπλιστικής ειλικρίνειας μέσα από τα μάτια ενήλικων ανθρώπων που ψάχνουν το απλό σε ό,τι όλοι οι άλλοι θέλουν να παρουσιάζουν περίπλοκο και θορυβώδες. Για μένα προσωπικά το Vice ξεδιπλώνει την προσωπική μου περιέργεια για τα πάντα. Αφήνομαι ελεύθερη να αντιδράσω φυσικά σε ό,τι ακούω ή βλέπω χωρίς περιορισμούς, κλισέ και μακριά από στερεότυπα”.
Η δημοσιότητα είναι κάτι που δύσκολα ορίζεις ή ελέγχεις. Η Δάφνη δεν επεδίωξε ποτέ να βγει μπροστά, ίσως από φόβο μην εκτεθεί χωρίς λόγο. “Όταν ξεκίνησα στο Vice και μπήκα στην τηλεόραση, τρομοκρατήθηκα γιατί θεώρησα ότι με το που βγαίνεις στο γυαλί σε ξέρουν όλοι και σε σταματούν στο δρόμο. Ή ότι τρυπώνουν στη ζωή σου οι παπαράτσι. Κάνω αυτή τη δουλειά 4 χρόνια, το Instagram μου έχει 4.000 followers και νομίζω ότι περνάω εντελώς απαρατήρητη οπότε έφυγε τελείως αυτός ο φόβος”. Τη ρωτάω αν θα ήθελε να έχει μεγαλύτερη δημοσιότητα. Δεν με ξάφνιασε με την απάντησή της. “Θα την ήθελα. Θα την ήθελα όμως για ουσιαστικά πράγματα. Για να κάνω ένα ντοκιμαντέρ κάθε μήνα και ο κόσμος πραγματικά να ασχολείται. Δεν θέλω τη δημοσιότητα ότι ‘η Δάφνη έχει τον τάδε γκόμενο και πήγε εκεί διακοπές’. Στην αρχή, θεωρούσα ότι πρέπει να απαντάω στον καθένα. Είχα την ανάγκη να δείξω ότι είμαι απλό παιδί, ότι δεν είμαι ψώνιο. Αλλά με κούρασε τρομερά. Και στις 2 να μου στέλνανε, απαντούσα. Έψαχνα από αυτούς τα καλά μου και τα κακά μου. Έβαλα ευτυχώς έναν φραγμό”. Και ποιος της λέει τώρα αν είναι καλή ή όχι σε αυτά που κάνει; “Τώρα, για το αν είμαι καλή ή όχι ακούω μόνο τον αρχισυντάκτη μου Θανάση Τρομπούκη, τους παραγωγούς των ντοκιμαντέρ και τους ανθρώπους που παίζουν στο ντοκιμαντέρ”.
Στην τελευταία πρόταση περίμενα να ακούσω κάτι για τους δικούς της ανθρώπους. Πριν την ρωτήσω σχετικά, με προλαβαίνει. “Τους γονείς μου δεν τους ακούω τόσο πολύ γιατί έχω φτάσει σε ένα σημείο να τους μεγαλώνω οπότε ό,τι κι αν κάνω θα τους φανεί ωραίο. Έχουν φτάσει σε ένα στάδιο που μικραίνουν αντί να μεγαλώνουν. Η μαμά μου νιώθω ότι είναι πλέον σαν παιδάκι κι ο πατέρας μου είναι σε μια ατέρμονη μάχη να φέρει τη ζωή του σε ισορροπία οικονομικά. Το να συντηρείς και τους δυο σου τους γονείς είναι πολύ δύσκολο. Είναι σαν να είσαι ο άντρας της οικογένειας. Οι γονείς μου δεν θα μου πουν πλέον ‘μην κάνεις αυτό’. Θα μου πούνε ‘go for it, αρκεί να είσαι καλά’. Στρέφομαι πιο πολύ στους φίλους μου και τον φίλο μου, που τους εμπιστεύομαι πολύ και βλέπουν τα πράγματα με παρόμοια ματιά με τη δική μου”.
Λίγο πιο πάνω στο κείμενο, έγραψα ότι η Δάφνη είναι διαφορετική από τις άλλες. Και ομολογώ ότι είναι κάτι το οποίο τα τελευταία 5 χρόνια έφτανε να με ενοχλήσει στους ανθρώπους. Το να φωνάζουν ότι είναι διαφορετικοί γιατί δεν είχαν τίποτα άλλο να πουν. Το να χρησιμοποιούν τη διαφορετικότητα σαν εργαλείο για να πλουτίσουν ή να αναδειχθούν. Στη Δάφνη βλέπω το διαφορετικό με την σωστή έννοια του όρου. “Μ’ αρέσει να θεωρώ τον εαυτό μου διαφορετικό, με την καλή έννοια. Και ήξερα από την αρχή ότι ένα ντοκιμαντέρ δεν απευθύνεται σε όλους αλλά σε λίγους. Αλλά αν αυτό στην αρχή με έριχνε, τώρα νιώθω δικαιωμένη. Δεν με ενδιέφερε ποτέ αν θα το δει κάποιος το ντοκιμαντέρ που κάνω. Αγαπάω τους ανθρώπους αλλά όχι σαν την Μητέρα Τερέζα. Με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι, θέλω να τους μάθω κι εκείνη τη στιγμή που τους παίρνω συνέντευξη γουστάρω πάρα πολύ αυτό που μου δίνουν. Είναι σαν ενέσεις αδρεναλίνης το να κάνεις ντοκιμαντέρ”.
Μου δίνει την εντύπωση ότι βασανίζεται στα θέματά της. Ότι έχει το άγχος να είναι η τέλεια επαγγελματίας. Τι είναι όμως αυτό που της δίνει χαρά; “Στη δουλειά μού δίνει χαρά να ξυπνήσω το πρωί και να πάω να κάνω ένα θέμα, το να μπορέσω να ξεδιπλώσω την ψυχολογία του άλλου και τον χαρακτήρα του στο λίγο χρονικό διάστημα που έχουμε κάθε φορά. Μ’ αρέσει να κάνω αδιάκριτες ερωτήσεις. Μ’ αρέσει να κομπλάρω τους ανθρώπους, έχοντας βάλει το υπέδαφος ότι δεν θα τους εκθέσω. Μ’ άρεσε όταν γνώρισα του ‘Μικρούς Αϊνστάιν της Ελλάδας’ που off camera τους ρωτούσα ποια είναι η ιδανική κοπέλα. Μ’ αρέσει η ένταση, μ’ αρέσει το τρέξιμο της δουλειάς. Είμαι τελειομανής”. Για εκείνους που δουλεύουν σε έναν global τίτλο, υπάρχει πάντα το όνειρο του εξωτερικού. Τι ζηλεύει εκείνη από το Vice του εξωτερικού; “Ζηλεύω την ποικιλία στη θεματολογία. Αλλά είναι απλά άλλες χώρες. Στην Ελλάδα υπάρχουν τόσα ταμπού, τόσα θέματα που δεν μπορείς να κάνεις ή θέματα που δεν υπάρχουν καν. Υπάρχουν θέματα που εδώ θα τα θεωρούσαμε όλοι τρομερά και για κάποια άλλη χώρα είναι κάτι συνηθισμένο ή ξεπερασμένο. Κάτι που θα ήθελα να κάνω και δεν το ‘χω καθόλου είναι τα πολιτικά και τα οικονομικά θέματα”.
Μένουμε για λίγα λεπτά στο φθόνο και τη ρωτάω τι ζηλεύει από τα άλλα κορίτσια. “Τα πάντα ζηλεύω από τα κορίτσια που είναι πιο κορίτσια. Ότι κανείς δεν καταπιέζει την θηλυκότητα τους. Ότι μπορούν να μιλάνε για άσχετα θέματα και να είναι απλά happy. Το ότι θα έχουν δεκάδες χιλιάδες φίλες και να τις αλλάζουν ανάλογα τη διάθεση και να μιλάνε για girly things όλη την ώρα. Το ότι έχουν την ελαφρότητα του είναι και το λέω με την πολύ καλή έννοια. Ότι μπορεί η κάθε μία από αυτές να είναι ο εαυτός της στο σώμα που της έχει δώσει ο Θεός και να το κάνει exploit όπως θέλει να το κάνει”. Ακούγεται σκληρή, σχεδόν παραπονεμένη που δεν το ‘χει ζήσει, που δεν της το έδωσε ποτέ κανείς το ρόλο του κοριτσιού. Και πώς να της τον δώσει κάποιος;
“Είναι πολύ δύσκολο να μεγαλώνεις με έναν μπαμπά από τα 14 σου γιατί νομίζω σου χαλάει τις ορμόνες. Σου βάζει μέσα σου τόση τεστοστερόνη που είναι απλά περιττή. Αλλά τα πράγματα δυσκόλεψαν από μόνα τους όταν η μαμά μου έπαθε καρκίνο. Ο μπαμπάς μου ήταν πάντα ο φίλος μου οπότε μου φάνηκε εύκολο στην αρχή. Στα 18 σου έχει απλά έναν cool μπαμπά που θα έρθει να πιει ποτό με τους φίλους σου. Μεγαλώνοντας όμως καταλαβαίνεις ότι δεν είναι τόσο ωραίο ή απλό”. Τι δεν είναι τόσο απλό; Γιατί αυτό το κινηματογραφικό ‘τα πίνω με τον πατέρα μου’ δεν λειτουργεί; “Καμιά φορά σκέφτομαι ότι θα ήθελα να είναι ο πατροπαράδοτος μπαμπάς και να είχαμε μια κανονική σχέση μπαμπά και κόρης γιατί ξαφνικά σου λείπουν πολλά πράγματα από έναν κλασικό μπαμπά ή τη μαμά σου. Θα ήθελα να μου είχε δώσει η μαμά μου τη γυναικεία αυτοπεποίθηση, τη γυναικεία τσαχπινιά τη γυναικεία θηλυκότητα. Εγώ μιλάω σαν άντρας και ταιριάζω και σαν παρέα περισσότερο με άνδρες, ακριβώς επειδή μεγάλωσα έτσι”.
Μου μιλάει για το αγόρι της. Από τη στιγμή που δεν είναι το κανονικό κορίτσι, δεν μπορώ να την φανταστώ σε έναν παραμυθένιο γάμο με 400 καλεσμένους. Περίμενα να μου πει απλά όχι και να γελάσουμε. Αλλά φρόντισε να με ξαφνιάσει για άλλη μια φορά. “Ο γάμος για εμένα είναι ένα θέμα τιμής ανάμεσα σε ανθρώπους. Ότι επιλέγω εσένα για να ζήσω τη ζωή μου. Εν έτει 2017 υπάρχουν τόσες προκλήσεις, ο κόσμος έχει αλλάξει τόσο πολύ και εγώ είμαι πολύ πουριτανή, πολύ συντηρητική σε πολλά πράγματα, το ίδιο ισχύει και στο γάμο. Ο πουριτανισμός δεν έχει να κάνει με το πώς φαίνεσαι σε κάποιον που δεν σε ξέρει στην τηλεόραση. Έχει να κάνει από το ντύσιμο μέχρι τη συμπεριφορά σου, έχει να κάνει με αυτά που έχεις μέσα σου και σε βαραίνουν κάθε μέρα. Μπορεί η μαμά μου να μην ήταν εκεί από τα 14 μου και να την βρήκα πολύ αργότερα αλλά το ηθικό σύστημα που έβαλε μέσα μου ήταν ένα αγκάθι που δεν βγήκε ποτέ”.
Της λέω ότι με όσα μου έχει πει ως τώρα, στην επόμενη ζωη θα έπρεπε να έχει γεννηθεί σε μια επαρχία στη Αμερική και να είναι παντρεμένη από τα 20 της. Να είναι πουριτανή και στην άλλη ζωή. “Ο μπαμπά μου στο μαιευτήριο είπε ‘μακάρι στη ζωή σου να παντρευτείς και να χωρίσεις επτά φορές’. Όταν του είπα ότι όλο αυτό είναι μια μεγάλη ταλαιπωρία, μου εξήγησε ότι ήθελε πάντα να έχω πολλές εμπειρίες, να πατάω στα δυο μου πόδια και να μην λογαριάζω κανέναν”. Έχει αναφέρει πολλές φορές τον πατέρα της για να μην σταθούμε λίγο εκεί. Μου μιλά για εκείνον, για τη ζωή τους μαζί, για το τι άνθρωπος είναι. Μου μιλά για ένα όνειρό της. “Είναι όνειρο ζωής να πάω στην Αφρική. Όχι μόνο για διακοπές και θέματα, θέλω να πάω να βοηθήσω. Ο μπαμπάς μου είναι το πρότυπό μου και τον θαυμάζω. Όταν ήταν εκδότης περιοδικών και έκανε διαφημίσεις και άλλα πολλά, πήγαινε συχνά σε τέτοια μέρη και βοηθούσε πολύ. Δεν έδινε απλά λεφτά, αφιέρωνε και χρόνο εκεί, είχε γνωρίσει τη Μητέρα Τερέζα και πολύ σημαντικούς ανθρώπους στο κομμάτι αυτό, μέσω της βοήθειας που ήθελε να προσφέρει. Δεν ήθελε να νοικιάσει ένα παιδί, ήθελε να βοηθήσει ο ίδιος το παιδί αυτό. Αυτό θα ήθελα να κάνω κι εγώ, όχι να περιφέρομαι εκεί σαν την Τζολί”.
Δεν μπήκε στη διαδικασία να την ρωτήσω τι κακό κάνει η Τζολί, έμενε λίγος χρόνος στο ρολόι. Την ρώτησα απλά αν έπαιζε σε μια σειρά, ποιο ρόλο θα επέλεγε. “Υπάρχει μία ισπανική σειρά, το Ingobernable. Και μιλά για την πρώτη κυρία του Μεξικό που μένει χήρα και προσπαθεί να ξεμπλέξει όλα όσα είχε κάνει ο άντρας της στο βρώμικο παρελθόν του. Αυτή θα ήθελα να είμαι. Δεν θα ήθελα να είμαι η πρώτη κυρία του Μεξικό, θα ήθελα να είμαι η επαναστάτρια που από εκεί που φοράει τουαλέτες, βάζει τις αρβύλες της, ζει στις φαβέλες, πυροβολά και σκοτώνει στο όνομα της δικαιοσύνης. Άσε που φοράει ένα τέλειο σουτιέν σε όλη τη σειρά”.
Θα κλείσω με αυτό. Με το σουτιέν της επαναστάτριας πρώτης κυρίας. Γιατί αυτό ακριβώς είναι η Δάφνη Καραβοκύρη. Ένας άνθρωπος που μπορεί να σου σαλέψει το μυαλό με όσα κρύβει μέσα της, με όσα έχει απωθημένα, με τη δύναμη που βλέπεις να ξεχειλίζει από τα σωθικά της για αυτή τη δουλειά κι αυτόν τον κόσμο. Είναι ένα κορίτσι που στις φλέβες του κυλά τεστοστερόνη, ένα κορίτσι που μιλά με το Θεό όταν τον έχει ανάγκη, ένα κορίτσι που δηλώνει πουριτανό αλλά έχει βαλθεί να σκάψει τα πιο αμαρτωλά χαντάκια της ελληνικής κοινωνίας.
Σίγουρα όχι το κορίτσι που έχεις συνηθίσει.
* Ο πέμπτος κύκλος του Vice έκανε πρεμιέρα στον ΑΝΤ1 στις 30 Μαρτίου. Κάθε εβδομάδα, στη διάρκεια των περίπου 45 λεπτών της εκπομπής, θα παρουσιάζονται μερικά από τα πιο ανατρεπτικά, σκληρά και ενδιαφέροντα ντοκιμαντέρ ελληνικής και διεθνούς παραγωγής που έχουν ανέβει στο διεθνές VICE.