Η διαρκής νεύρωση που λεγόταν Στάθης Ψάλτης
- 21 ΑΠΡ 2017
Τέσσερα ξερακιανά αντρικά πόδια και τέσσερα γυναικεία, σαφώς πιο καλλίγραμμα και ενδιαφέροντα από τα αντρικά, παρατεταγμένα στη γωνιά του lobby του Park, στις αρχές της Αλεξάνδρας ή στο τέλος της – ανάλογα με το τι θεωρεί κανείς αρχή και τέλος, πολύ λεπτή κουβέντα για να την πιάσουμε τώρα.
Τα μισά ξερακιανά πόδια ανήκουν στον Στάθη Ψάλτη, ο οποίος κάθεται στην πλάτη του καναπέ σαν να του ανήκει το Park και όσοι κοιμούνται ή κινούνται στους χώρους του. Τα άλλα μισά ανήκουν σ’ εμένα που όχι απλά δεν ακουμπάω στην πλάτη του δικού μου καναπέ, αλλά εκτείνω το σώμα μου με μια μοναδική καμπούρα και σχεδόν φτάνω στο τραπεζάκι που μας χωρίζει. Είναι Μάιος του ’10, η πρώτη και τελευταία φορά που είχα απέναντί μου τον Στάθη Ψάλτη με (όση) σάρκα και οστά και η εκατομμυριοστή που τον είχα απέναντι μου σαν φιγούρα, καθότι μεγάλωσα με τις ταινίες του να παίζουν κάπου στο βάθος του δωματίου, του σαλονιού, του ‘όπου βρισκόμουν’ τέλος πάντων στο δεύτερο μισό των 80s που έκλεινα τα 6-7.
Το να βλέπεις τον ‘Καβαλάρη των FM’ ή το ‘Βασικά Καλησπέρα σας’ την εποχή που μόλις είχαν βγει από το φούρνο δεν θεωρούνταν καλτ ή μπας κλας, ούτε συνοδευόταν από σπουδές πάνω στις φτηνές εμπορικές βιντεοπαραγωγές των 80s. Τότε ήταν τα 80s και αν δεν έβλεπες Ψάλτη στην τηλεόραση, θα έβλεπες για χιλιοστή φορά βίντεο κλιπ στο MCM ή ποδόσφαιρο σε χιονισμένες οθόνες ή παιδικά, σαφώς και να δεις παιδικά, μόνο που τα παιδικά τέλειωναν το μεσημέρι και δεν είχες και πολλές επιλογές το απόγευμα. (Κρίνοντας από πολλούς ανθρώπους που γνώρισα στο μεγάλωμα, υπήρχαν και 6χρονοι στα 80s που διάβαζαν Σεφέρη σε αυλές ή έβλεπαν ντοκιμαντέρ του BBC από τη δορυφορική. Δυστυχώς, στη γειτονιά που μεγάλωσα δεν είχαμε τέτοιους).
Οπότε έβλεπα Ψάλτη. Και πολύ Μάρκο Λεζέ, και Μουστάκα, και Κοντογιαννίδη και Χάρρυ Κλυνν και Μιχαλόπουλο να ερωτεύεται Πίκουλα κάτω από κάτι βρεμένες γέφυρες. Ο Ψάλτης μ’ άρεσε περισσότερο απ’ όλους. Πήρε κεφάλι από νωρίς. Αυτός, ο ίδιος, η περίπτωσή του, όχι οι ρόλοι ή οι ταινίες του. Είδα κάτι στον Ψάλτη που ήταν για πάντα εκεί, από τότε. Στις τηλεοράσεις, στις επαναλήψεις, στις επιθεωρήσεις που μετά τα αστεία σκετς, ο Ψάλτης είχε ΠΑΝΤΑ έναν δραματικό μονόλογο που ναι, άγγιζε τα όρια της καλτιάς, του overacting και της αχρείαστης υπερβολής, αλλά ρε πούστη μου (όπως έλεγε συχνά κι εκείνος σ’ αυτούς τους δραματικούς μονολόγους), ο άνθρωπος ήταν αληθινός.
Ε, αυτό ήταν. Ποσώς με απασχόλησε ποτέ σκέτη η πρόζα ή το σενάριο ή το ταλέντο. Αναμφίβολα εξάλλου, ο Ψάλτης ήταν καλύτερος ηθοποιός από εμένα κι αυτό ήταν κάπως αρκετό για να εκτιμήσω την αλήθεια του.
Είτε πίσω από το χοντρό γυαλί της πρώτης μας τηλεόρασης είτε ζωντανός απέναντί μου με ένα ξερακιανό σταυροπόδι, είτε παίζοντας ρόλο ενώ μιλάει είτε αφήνοντας την ψυχή του στο τραπεζάκι ανάμεσά μας, ο Ψάλτης είχε κερδίσει από πολύ νωρίς το άτυπο στοίχημα του να σε πείσει να τον πάρεις στα σοβαρά. Αν μη τι άλλο, ήταν μια διαρκής νεύρωση. Μια ταχυκίνηση, μια ανησυχία, αλλά με μέτρο, όχι ανεξέλεγκτη. Μια νευρικότητα με συνεχή έλεγχο. Ακόμα κι αν δεν τον έπαιρνες στα σοβαρά δηλαδή, κοίταγες για λίγο το μάτι και τον θεατρικό του αέρα και τουλάχιστον σεβόσουν. (Μπορεί να φοβόσουν και λιγάκι).
Αλλά εγώ πεθαίνω για ανθρώπους που παίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους. Πεθαίνω, με πείθουν, έχουν την αμέριστη προσοχή μου τουλάχιστον μέχρι να την πετάξουν στα σκουπίδια.
Στις δύο ώρες της κουβέντας στο Park, ο Ψάλτης δεν πέταξε την προσοχή μου πουθενά και εγώ εκτίμησα άλλα δύο στοιχεία του, που εκ των πραγμάτων δεν θα μάθαινα ποτέ αν δεν τον γνώριζα. Το ένα: ο Ψάλτης δεν ήταν ούτε στο ελάχιστο απολογητικός ή χαβαλές ή πλακατζής. Είναι τόσο ανακουφιστικό να μην είναι κάποιος πλακατζής. Ειδικά ένας κωμικός. Το άλλο: ο Ψάλτης ήταν αρκετά ευγενής ώστε να μην πάρει στραβά την παρόρμησή μου να τον ρωτάω σα φίλο για τα προσωπικά μου (τέτοιο τέρας ωριμότητας εγώ) όταν η κουβέντα πήγε στην καύλα, τις σχέσεις, τον έρωτα και δη τον έρωτα που χτίζεται κάθε μέρα. Γυρνώντας προς τη μεριά της Χριστίνας (δύο από το σετ των καλλίγραμμων ποδιών της συνεύρεσης) μου είπε, “Ηλία, ερωτεύομαι κάθε μέρα τη Χριστίνα από την αρχή, δεν γίνεται αλλιώς, δεν μπορείς να αφήσεις τον έρωτα απότιστο, γιατί θα σε αφήσει πρώτος”.
Ο Ψάλτης τράβαγε τις λέξεις, τράβαγε τις καταλήξεις του, έπαιζε τις απαντήσεις και το διασκέδαζε. Γέμιζε δράμα τις τοποθετήσεις του. Έδειχνε τόσο χορτασμένος που δεν τον χόρταινα. Ήταν άραγε ρόλος ή ο εαυτός του; Αδιάφορο. Παγερά αδιάφορο. Η ουσία ήταν ότι ο Ψάλτης, ο από κοντά, ο ζωντανός, δεν με απογοήτευσε. Δεν είχε τίποτα φτηνό στον τρόπο που κάπνιζε ή που έφτυνε τον καπνό ή που ρούφαγε τον καφέ του. Δεν είχε τίποτα φτηνό στο ντύσιμό του ή στους τρόπους. Ήταν εκεί όλο αυτόν τον καιρό για να ζήσει το περισσότερο που μπορούσε να ζήσει. Με τον τρόπο του. Και την καχεκτική κοψιά, την κοψιά με το άπειρο νεύρο και τα ανύπαρκτα μάγουλα. Και με την ιδέα που είχε για τον εαυτό του. Ενδεχομένως μεγάλη, αλλά σίγουρα όχι κακόμοιρη ή νοσταλγική.
Δυο βδομάδες μετά τη συνέντευξη, η Τζένη Μελιτά, τα τελευταία δύο πόδια που χρωστάω από την πρώτη παράγραφο, μου τηλεφώνησε λέγοντας, “δεν θα το πιστέψεις, με πήρε ο Ψάλτης γιατί δεν είχε το κινητό σου και με ρώτησε πώς πάνε τα προσωπικά σου”.
Θυμόταν την κουβέντα.
(κεντρική φωτογραφία: Eurokinissi)