H επιστροφή του Aronofsky είναι σκέτη παράνοια
- 6 ΣΕΠ 2017
Στην καινούρια ταινία του Darren Aronofsky (‘Ρέκβιεμ για ένα Όνειρο’, ‘Black Swan’) θα βρεις πολλές φορές τον εαυτό σου να σκέφτεται, “ναι αλλά τουλάχιστον δε μπορεί να γίνει πιο over the top” και μετά αυτό απλά γίνεται. Είναι απλά ανεξέλεγκτο. Είναι από αυτές τις ταινίες.
Στο ‘mother!’, που θα θέλαμε πολύ να δούμε στις ελληνικές αίθουσες με τίτλο ‘μαμάκα!’ ή έστω ‘μάνα μου!’, η Jennifer Lawrence ερμηνεύει την Αλίκη Βουγιουκλάκη στο ρόλο μιας νεαρής κοπέλας που είναι ερωτευμένη με έναν μεγαλύτερο, πολύ σεβαστό συγγραφέα εν μέσω δημιουργικής κρίσης. Μια πυρκαγιά κάποτε είχε κάψει το σπίτι του συγγραφέα και το μόνο που είχε προλάβει εκείνος να διασώσει είναι ένας κρύσταλλος που τώρα φυλάει ως κειμήλιο σε ένα ράφι του ανακαινισμένου σπιτιού. Γενικά μην κολλάς στην κυριολεξία όλων αυτών που λέμε εδώ, απλά ακολούθα το ρεύμα, άστο να σε πάει.
Ο συγγραφέας (Javier Bardem ως Δημήτρης Παπαμιχαήλ) έχει επιβιώσει από την καταστροφική φωτιά, όμως είναι η Lawrence που του έφτιαξε το σπίτι (και τη ζωή) ξανά από την αρχή. Γενικά θα σε κουράσω που δε λέω ονόματα χαρακτήρων, γιατί κανείς τους δεν έχει. Είναι από αυτές τις ταινίες.
Η κάμερα του Aronofsky είναι κολλημένη σε κοντινά πάνω στην Lawrence από την αρχή ως το τέλος, το μισό φιλμ αποτελείται από reaction shots της ηθοποιού στα όσα σουρεαλιστικά συμβαίνουν στο σπίτι της (τους). Ακόμα κι όταν απομακρύνεται από το πρόσωπό της, το κάδρο συνεχίζει να έχει εκείνην ως βασικό σημείο ενδιαφέροντος, με την κάμερα να την ακολουθεί, επιχειρώντας να μεταφέρει στον θεατή στην θέση σύγχυσής της. Το φιλμ αποτελείται από όλο και πιο ακατανόητα, σουρεαλιστικά επεισόδια, και η ασφυκτική εστίαση στο μονίμως απορημένο πρόσωπο της Lawrence μας αφήνει κι εμάς στην ίδια θέση του αγνώστου. Ποτέ δεν είμαστε ακριβώς σίγουροι πως ξέρουμε τι γίνεται- σταδιακά, θα συνειδητοποιήσουμε πως δεν έχει καμία σημασία. Είναι από αυτές τις ταινίες.
Τα απρόοπτα ξεκινούν όταν στο σπίτι κατσικώνονται ο Ed Harris με τη Michelle Pfeiffer (που είναι φανταστική) οι οποίοι ζουν το δικό τους οικογενειακό δράμα, αλλά ταυτόχρονα βοηθούν τον συγγραφέα να ξεκολλήσει από το κενό του. Αυτό είναι που μετράει για εκείνον, σε όλη αυτή τη διαδικασία στη Lawrence όχι απλά δεν πέφτει λόγος, αλλά τη βλέπουμε καθώς απορεί μονολογώντας σχεδόν, γιατί είναι αυτοί οι ξένοι σπίτι της, και πότε συμφώνησε να μείνουν εκεί.
Δε θα πω απολύτως τίποτα επιπλέον για την πλοκή. Δεν έχει και σημασία εξάλλου. Το ενδιαφέρον σε αυτή τη, ας πούμε, στυλιστική υπερβολή του Aronofsky (ο οποίος ποτέ δεν διακρίθηκε για τη λεπτότητα της αισθητικής στην αφήγησή του) έγκειται στον τρόπο με τον οποίον, παντελώς υστερικά, συνδυάζει κινηματογραφικές παραπομπές για να πει μια ιστορία αντισυμβατικά δομημένη. Το ‘mother!’ ζει και θριαμβεύει ή καταρρακώνεται, πάνω σε αυτές τις απρόσμενες δομικές του ανατροπές. Για παράδειγμα είναι στημένο ως θρίλερ, συμπεριφέρεται και για πολλή ώρα ως τέτοιο, αλλά η σουρεαλιστική έξαρση του δεύτερου μισού έχει μεγαλύτερη σχέση με τον Bunuel και με το exploitation, παρά με μια παραδοσιακή κλειστοφοβική ταινία τρόμου. Επίσης, είναι δομημένο ως ιστορία ενός χαρακτήρα αλλά, εν τέλει, θεωρώ πως είναι η ιστορία κάποιου άλλου. Δεν πίστεψα ποτέ μου ιδιαίτερα τον Aronofsky ούτε ως αφηγητή (αν και ακόμα δε μπορώ να χωνέψω πόσο πολύ λατρεύω το ‘Fountain’) ούτε ως ‘ακραίο δημιουργό’ αλλά εδώ ίσως έχει μπερδέψει και τον εαυτό του.
Συνεχίζοντας τα δύο κυριότερα μοτίβα του φετινού Φεστιβάλ (1, ταινίες για ένα κάποιο τέλος του κόσμου και 2, ταινίες που είναι 8 ταινίες σε μία), το ‘mother!’ κινείται με φρενήρεις, άτσαλους ρυθμούς προς τη γκροτέσκα κορύφωση-σίφουνά του. Το τελευταίο ημίωρο, μια πραγματική επίθεση σε κάθε σου αίσθηση, νιώθεις πως δεν αποτελεί καν απόπειρα αφήγησης ή homage, παρά μια παρανοϊκή Αποκάλυψη που συνδυάζει κάτι από τη φρενήρη αισθητική του 3ου act του ‘Ρέκβιεμ’, την υποκειμενική υστερία του ‘Black Swan’, τα new age φιλοσοφήματα του ‘Fountain’ και την σεκάνς της κοσμογονίας on LSD του ‘Noah’ (την καλύτερη σκηνή της φιλμογραφίας του Aronofsky, στη χειρότερη ταινία του).
Κορυφώνοντας το ακραία over the top μελοδραματικό σπιτικό horror σουρεαλισμό του, ο σκηνοθέτης μπλέκει στο μίξερ εικόνες και ιδέες περί σωματικού και ψυχολογικού τρόμου της μητρότητας, περί λατρείας και εμμονής, περί θρησκευτικής διάστασης της δημιουργίας και -γενικότερα- της ύπαρξης, και περί της θέλησης της κοινωνίας να αφοσιωθεί, να λατρέψει, και να (αυτο)καταστραφεί. Μα πάνω απ’όλα, υφαίνει μια ξεθωριασμένη ιστορία τρόμου για το Μεγάλο Βάσανο του καλλιτέχνη δημιουργού που έχει πέσει στο μαρτύριο της κενής σελίδας, και τη σχέση του με τη Μούσα του. (Ναι, είναι ΚΑΙ από αυτές τις ταινίες.)
Αυτή η τελευταία διάσταση της ταινίας ήταν που δε μπορούσε να βγει από το μυαλό μου όσο την έβλεπα, δεδομένου ειδικά πως πρωταγωνιστούσε η Lawrence, που με τον Aronofsky είναι ζευγάρι. Δεν μπορώ να πω και περισσότερα εξάλλου χωρίς να spoilάρω όλο το πίσω μισό του έργου, αλλά για την ώρα θα αφήσω απλά εδώ το πόσο άβολα ένιωθα βλέποντάς το- νιώθω πως δεν είναι μια ιστορία (μια καλλιτεχνική κατάθεση, γενικότερα) ιδιαίτερα ευγενική απέναντι στην ηρωίδα της.
Από εκεί και μετά, οι αντοχές του καθενός σε αυτή την αισθητική επίθεση του Aronofsky, θα κρίνουν και το πώς θα νιώσει απέναντι στην ταινία, ένα κατεξοχήν δείγμα ταινίας στο σχίσμα του art/trash διχασμού. Εντελώς προσωπικά μιλώντας, πέρασα ένα δίωρο όπου ένιωθα εναλλάξ έντονη δυσαρέσκεια και θαυμασμό. Δυσαρέσκεια γιατί η ταινία βρίσκεται σε δέκα μέρη την ίδια στιγμή, ξεχνώντας ξαφνικά πώς να είναι θρίλερ, κι επειδή η μόνη υπόνοια θεματικής συνοχής συνθέτει μια ύπουλη αυτοπροσωπογραφία. Θαυμασμό επειδή ο σκηνοθέτης επέστρεψε με ένα πρότζεκτ απόλυτης προσωπικής υπογραφής ύστερα από μια στουντιακή μετριότητα, ένα αναπολογητικά art trash ανοσιούργημα που ούτε για μισό δευτερόλεπτο δεν προσπαθεί να βάλει φρένα στην αισθητική του ακρότητα – κι αυτές τις δημιουργίες πάντα τις εκτιμώ.
Στο τέλος της προβολής στην παγκόσμια πρεμιέρα στη Βενετία, η Sala Darsena σείστηκε από τα ενθουσιώδη παλαμάκια, τα δυνατά γιουχαϊσματα, τα επίμονα σφυρίγματα. Βιώνοντας όλη αυτή την ταυτόχρονη αντίδραση-τσίρκο, το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ, ήταν “same”. Σε όλα. Είναι από αυτές τις ταινίες.