Η καλύτερη cop-movie που είδαμε ποτέ
Με αφορμή το Brooklyn Nine Nine, γράφουμε για την αγαπημένη τους αστυνομική ταινία
- 29 ΙΑΝ 2015
Στο τρίτο επεισόδιο της πρώτης σεζόν του Brooklyn Nine Nine, οι αστυνομικοί τσακώνονται για το ποιο είναι το καλύτερο cop movie of all times. Η Amy λέει Training Day, Lethal Weapon και Fargo. Ο Jake στηρίζει Die Hard και η Rosa ταυτίζεται με Robocop. Εντάξει, θέλαμε κι άλλη αφορμή για να βρούμε το δικό μας καλύτερο cop movie of all times; Κι ας χτυπιέται ο Μίχαλος ότι είναι πολύ ευρεία η κατηγορία και άντε τώρα να διαλέξει.
Λ.Α Εμπιστευτικό ο Στέφανος Τριαντάφυλλος
Ο τίτλος εργασίας ήταν η “καλύτερη μπατσο-ταινία”, μόνο που από μόνος περιλαμβάνει πολλές ταινίες διαφορετικού ύφους και στυλ. Από ταινίες που διαδραματίζονται σε τμήματα (Hot Fuzz για παράδειγμα), κωμωδίες με αστυνομικούς (Τρελές Σφαίρες, Μεγάλη των Μπάτσων Σχολών – με αυτές μεγαλώσαμε μην το παίζουμε τώρα κουλτουριάρηδες), περιπέτειες με πρωταγωνιστή ζωντοχήρο-μπάτσο-στα-πρόθυρα-αλκοολισμού-που-έχει-ωστόσο-αυτό-που-αρέσει-στις-γυναίκες-εναντίον-όλου-του-κόσμου (λέγε με Die Hard), μαφιοζοταινίες που σέβονται τον εαυτό τους και έχουν διεφθαρμένους αστυνομικούς, (Serpico, Αδιάφθοροι, The Departed κτλ), ενώ υπάρχει και η ταινία “μια κατηγορία από μόνη της” το το “Λ.Α Εμπιστευτικό” που θα έπαιρνε ψάθα, ομπρέλα και ταπεράκια και θα άραζε στην κορυφή αυτής της λίστας.
Se7en is Heaven λέει Χρήστος Δεμέτης
Γενικά δεν το έχω με τα ζητήματα Αστυνομίας. Μακριά από τη ΓΑΔΑ και αγαπημένοι. Αλλά τα πάω καλύτερα με αστυνομικά μυθιστορήματα και οτιδήποτε fiction έχει να κάνει με το αντικείμενο. Pulp fiction για την ακρίβεια. Jo Nesbo, Gillian Flynn, Andrea Camilleri κλπ κλπ. Αλλά ας μιλήσουμε για ταινίες. Πάνω από τις απολυαγαπημένες σειρές της Μεγάλης των Μπάτσων Σχολής και τις Τρελές Σφαίρες, πάνω από την Σιωπή των Αμνών και τη Σκυλίσια Μέρα, πάνω από το Reservoir Dogs και το Heat, έβαζα βάζω και θα βάζω την υπέρτατη αστυνομική ελεγεία του David Fincher. Το Se7en. Αστυνομική είπες; Όχι ακριβώς. Το Se7en είναι μια αρχαία ελληνική τραγωδία σε μεταμοντέρνο κουστούμι. Με εισαγωγή, μυστήριο, κλιμάκωση, εξέλιξη χαρακτήρων, διλήμματα, εσωτερικές συγκρούσεις και τελική κάθαρση. Η απόλυτη ανάπτυξη μυθοπλασίας μέσα σε κινηματογραφικό χρόνο και οι καλύτερες ερμηνείες που μπορείς να πάρεις από τους ηθοποιούς σου. Φιλμ νουάρ σε αμερικανική version και γροθιά στο στομάχι που θες να τη ζεις ξανά και ξανά. Θυμάμαι το είχα δει για πρώτη φορά στα 17 μου και το είδα εκ νέου μετά από 10 χρόνια με εντελώς άλλη ματιά. Το Se7en είχε πάψει να είναι για μένα μια αστυνομική ταινία θρίλερ. Πλέον είχε γίνει σημείο αναφοράς. Παρόλο που αποτελεί έναν από τους τρομακτικότερους και πιο σαδιστικούς δολοφόνους της ιστορίας του κινηματογράφου, ο Τζον Ντο (Κέβιν Σπέισι) δεν σκοτώνει κανέναν μπροστά στα μάτια του θεατή. Ακριβώς όπως γινόταν στις αρχαίες τραγωδίες. Κανένας φόνος πάνω στη σκηνή, αλλά ο θεατής βίωνε το δράμα σαν να γινόταν μπροστά στα μάτια του. Και αυτό το στοιχείο, είναι που κάνει το Se7en μοναδικό.
Miami Vice ο Θοδωρής Δημητρόπουλος
To έχω αναλύσει ξανά και ξανά και ΞΑΝΑ το γιατί πεθαίνω με Μαϊάμι κατά Μάικλ Μαν. Δηλαδή γενικότερα σε αυτό το θέμα αν έδινα ταινία άλλου σκηνοθέτη θα είχαμε ντράβαλα, γιατί είναι τοπ-5 αγαπημένος μου σκηνοθέτης και έχει αφιερώσει όλη του την καριέρα να γυρίζει αστυνομικά (ρομαντικά) δράματα, κι εγώ θα πήγαινα με άλλον; ΝΑΙ στο “Heat”, ΝΑΙ στο “Manhunter”, ναι γενικώς και αορίστως σε οτιδήποτε έχει κάνει για να μην κουραζόμαστε, αλλά εγώ από όλα πιο πολύ αγαπώ το “Miami Vice”. Και δεν είναι ότι είχα καμιά ιδιαίτερη σύνδεση με τη σειρά, δεν είναι νοσταλγικοί οι λόγοι. Απλά… δεν ξέρω, αυτή η ταινία μου κλικάρει τα πάντα. Είναι καταρχάς όλη μια υπόθεση. Μιλάμε για αστυνομική περιπέτεια; Ωραία, να μια ταινία όπου δεν ξέρουμε καν ποιοι είναι οι ήρωές μας εκτός δουλειάς. Η ταινία ξεκινάει εν μέσω υπόθεσης, μας πετάει σε μια undercover άλλη υπόθεση, και τελειώνει μέσα στον ευρύτερο χαμό (της υπόθεσης). Λατρεύω την ψηφιακή δράση όπως την γυρίζει ο Μαν, μα πάνω απ’όλα λατρεύω τη συμβολική διάσταση των πάντων. Του κλαμπ, της Αβάνα, των ουρανών. Τα ελεκτρίκ χρώματα που φωτίζουν τις καθαρές, ψυχρές νύχτες. Τη συνεχή καταδίωξη που δε σε αφήνει καν να σκεφτείς τι θες. Τον Κρόκετ και τον Ταμπς στα 2000ς. Την Ιζαμπέλα και τον Χοσέ Γέρο και τις σμπαραλιασμένες αγγλικές προφορές του Μαϊάμι. Ούτε σύνορα, ούτε πριν, ούτε μετά, ούτε απόδραση. Μόνο δράση, μόνο αποστολή, μόνο κυνήγι, μόνο τρεχάλα, μόνο κορμιά, μόνο βαρυτική έλξη, μόνο ηλεκτρισμός, μόνο ρομάντζο. Μόνο χάσιμο.
Ξανθιές Γκόμενοι η -ξανθιά- Έρρικα Ρούσσου
Θα μπορούσα να βάλω το Miami Vice, να συμφωνήσω σε όλα με το Θοδωρή Δημητρόπουλο και να προσθέσω πολλά θαυμαστικά στο σημείο που αναφέρεται το όνομα του Μάικλ Μαν. Δεν θα το κάνω όμως. Θα το πάρω αλλιώς και θα διαλέξω εκείνη την ταινία που με έκανε να κλάψω από τα γέλια παρά το γεγονός ότι δεν είχε καθόλου μα καθόλου καλό χιούμορ. Οξύμωρο. Πράγματι, το εντοπίζω και εγώ γι αυτό και εξηγούμαι: Οι Ξανθιές Γκόμενοι είναι δύο μαύροι μπάτσοι που στο όνομα του καθήκοντος, του Νόμου, του Ρόδου (θα σε γελάσω και δεν το θέλω) ντύνονται γυναίκες και δη θεογκόμενες για να πατάξουν το έγκλημα. Μιλάμε για μία ταινία χωρίς σενάριο. Χωρίς περιεχόμενο. Χωρίς ερμηνείες. Χωρίς σκηνοθεσία και φυσικά, χωρίς χιούμορ. Αλλά κακά τα ψέμματα, αυτό το wtf που σου βγαίνει να πεις ανά δέκα λεπτά (αν όχι δευτερόλεπτα) παρακολουθώντας την «πλοκή» είναι απλά μοναδικό. (Καθημερινό. Αληθινό.)
The Departed ο Μάνος Μίχαλος
Ναι, οκ Die Hard, Φονικά Όπλα, franchises να φάνε και οι κότες, ο Ντε Νίρο από μόνος του έχει μπλεχθεί δεν ξέρω κι εγώ σε πόσες ταινίες και γενικώς από “αστυνομικά” που λέγανε και οι μπαμπάδες μας μπορείς να βρεις δεκάδες για να πεις. Αλλά γιατί να μην πεις αυτό που βραβεύθηκε και ως καλύτερο, ήταν καλύτερο και ρε παιδί μου ήταν γεμάτο με καλύτερους; Τον Ντι Κάπριο που είναι ένας ηθοποιός και όχι γκόμενος όπως νομίζαμε όταν πνίγηκε στον Τιτανικό, με τον Γουόλμπεργκ που αν αφαιρέσω το Ted, ποτέ δεν με χάλασε και τον Ματ Ντέιμον που είναι γαμάτος ό,τι και να κάνει. Χμμμ, κάποιον ξέχασα. Χμμμ. ΧΜΜΜΜ.
Hello Jack.
Ωραία. Οπότε τώρα μπορώ να πάω να κάνω καμιά δουλειά; Γιατί δεν μπορώ να πω τίποτα από την πλοκή και την ταινία. Θα χαλάσω τις πιο “ΩΧ!, ΑΑΑΑ!, ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ!” τρεις και βάλες ώρες της ζωής κάποιου που δεν έχει δει την ταινία.
Die Hard ο Θανάσης Κρεκούκιας
Έχουν φάση τα αστυνομικά. Είτε είναι κωμικά, είτε είναι σοβαρά. Δηλώνω γενικότερα φαν των αστυνομικών ταινιών. Έχω δει δεκάδες και στην πλειοψηφία τους μου άρεσαν. Από ταινιάρες όπως το Σέρπικο και το Μπούλιτ ή τα γαλλικά νουάρ με τον Ντελόν, τον Ζαν Γκαμπέν και τον Μπελμοντό, μέχρι χαβαλέδες όπως ο Μπάτσος του Μπέβερλι Χιλς, το Police Academy και τα Ρόμποκοπ, οι επιλογές είναι ατελείωτες. Αν όμως πρέπει να διαλέξω σώνει και καλά ένα αστυνομικό, τότε προκύπτει δίλημμα. Από τη μία το Die Hard και από την άλλη ο Dirty Harry. Μπρους Γουίλις εναντίον Κλιντ Ίστγουντ και Τζον Μακ Κλέιν vs Επιθεωρητή Κάλαχαν. Αγαπημένοι μου κινηματογραφικοί “ήρωες” και οι δυο. Συνδυάζουν δράση και γέλιο μέχρι δακρύων. Ας είναι όμως, θα κάνω την καρδιά μου πέτρα και θα ψηφίσω Die Hard. Και αυτό, γιατί απέναντι στο θρυλικό “Go ahead, make my day” του Κλιντ, θα υπάρχει πάντοτε το επικό “Yippee ki yay, motherfucker” του Τζον. Και με αυτά δεν παίζεις. Δείχνεις μόνο σεβασμό.
Midnight Run ο Στέλιος Αρτεμάκης
Πρώην μπάτσος, αδιάφθορος, παραιτείται και κυνηγάει καταζητούμενος επ’ αμοιβή. Στα χέρια του έχει πρώην λογιστή βαρόνου που διαφθείρει μπάτσους και τον ψάχνουν όλοι για διαφορετικούς λόγους. Αυτός πρέπει να τον παραδώσει για να εισπράξει την αμοιβή. Μέχρι τότε περνάνε από την μισή Αμερική, από diners, λεωφόρους τύπου Route 66 και βενζινάδικα μέχρι φαράγγια, έρημους και ποτάμια.
Πολύ παλιά ταινία, εγώ σε πολύ μικρή ηλικία για να έχω άποψη αλλά είναι από τις μπατσοταινίες που μου έμειναν για το χιούμορ και τη σκηνοθεσία. Απορούσα που δεν είχε ξαναβγεί ή δεν είχα ακούσει κάτι αντίστοιχο. Μέχρι που διάβασα πρόσφατα ένα κείμενο για τον Martin Brest, ένα από τα μεγαλύτερα σκηνοθετικά αινίγματα στο Χόλιγουντ. Έκανε το Beverly Hills Cop, έκανε το Midnight Run, το Scent Of A Woman και μετά από μία κακή ταινία το Meet Joe Black εξαφανίστηκε. Σαν τις ταινίες τους. Ένα καλό αλλά γλυκόπικρο τέλος σε μια καριέρα με απίστευτες διακυμάνσεις. Δες το Midnight Run για να καταλάβεις.
American Gangster ο Θέμης Καίσαρης
Ο ένας πήρε το Miami Vice όπου “δεν δίνουν οντισιόν για τη δουλειά, η δουλειά δίνει οντισιόν γι’αυτούς”. Ο άλλος πήρε το Departed, όπου “όταν είσαι μπροστά σε ένα όπλο, δεν έχει διαφορά αν είσαι μπάτσος ή κλέφτης”. Μπράβο παιδιά, μου πήρατε ΚΑΙ την πρώτη ΚΑΙ τη δεύτερη επίλογη, όπως είχε γίνει ΚΑΙ στο θέμα με τις συναυλίες που θα θέλαμε να έχουμε πάει. Μου μένουν πολλές και παίρνω το American Gangster, για να κάνω τη διαφορά επιλέγοντας ταινία που δεν έχει πρωταγωνιστή αστυνομικό, αλλά τον κακό της υπόθεσης.
Αλλά κάθε φορά τη βλέπω (είμαι απ’αυτούς) η ιστορία του Ρίτσι Ρόμπερτς γίνεται ολοένα και πιο ενδιαφέρουσα απ’αυτήν του Φρανκ Λούκας. Ο Ράσελ Κρόου είναι μακράν του δευτέρου ο πιο κακοντυμένος πρωταγωνιστής έβερ, αυτά που φοράει γινόνται χειρότερα σε κάθε σκηνή του έργου. Δεν είναι ο γαμάτος μπάτσος, ο hot, ο γκόμενος, ο κάτσε καλά, ο επικίνδυνος, δεν το κάνει γιατί κινδυνεύει η οικογένειά του ή η ανθρωπότητα, δεν βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Το κάνει βαρετά, αλλά ψυχωτικά, θέλει να πιάσει τον βαρόνο της κόκας γιατί είναι η δουλειά του, χωρίς να έχει χάσει το γιο του απ’τα ναρκωτικά.
Κι όσο προχωράει η ταινία, η βαρύτητα των ιστοριών μεταφέρεται. Στην αρχή ο γκάγνκστερ πρωταγωνιστεί, μετά γίνονται ισότιμοι και στο τέλος η μπάλα είναι στα χέρια του μπάτσου. Καθόλου τυχαία, περιμένουμε μέχρι το τέλος του έργου για να μάθουμε πως ακριβώς ερχόταν η ηρωίνη στην Αμερική. Γιατί πλέον είμαστε μαζί του.
Ο Γουάσιγκτον είναι ο American Gangster, αλλά ο Κρόου είναι ο πιο αντι-μπάτσος μπάτσος που έχω δει.
Φονικό Όπλο ο Χρήστος Χατζηιωάννου
Είναι το franchise το οποίο αγάπησε τα κλισέ όσο κανένα άλλο στην ιστορία των cop movies. Ο προβληματικός, ψυχοπονιάρης αλλά και χτυπημένος από τη μοίρα μέσος Αμερικανός. Ο “απαραίτητος μαύρος” σε μια εποχή που το να βάζεις έναν λευκό κι έναν αφροαμερικανό δίπλα δίπλα στο set ήταν πιο σιγουράκι κι από τη νίκη του Ολυμπιακού σε οικογενειακό διπλό. Και με τους κακούς της υπόθεσης να είναι όλες εκείνες οι φυλές μαφιόζων και κακοποιών που ταλαιπωρούν κατά καιρούς την αμερικανική κοινότητα. Το Φονικό Όπλο, όσο κλισέ κι αν ήταν, ήταν τουλάχιστον απολαυστικό. Με την απαραίτητη δόση χιούμορ, την αμερικανιά να ξεχειλίζει σε κάθε ατάκα και τους main characters εκνευριστικά συμβατούς με την καθημερινότητα και όσα ζητάς από μια ταινία. Όταν μιλάμε για cop movies, το μόνο που σκέφτομαι είναι Κυριακές μεσημέρι στο σπίτι με την οικογένεια. Το Φονικό Όπλο είναι ένα family cop movie και το δίδυμο Gibson – Glover, ένα που δύσκολα ξεπερνιέται. Υπέροχο το solo του Willis και τα Yippee ki yay του. Αλλά παραήταν σοβαρό για Κυριακή μεσημέρι. Το Die Hard είναι μόνο για χριστουγεννιάτικο κυριακάτικο μεσημέρι.
Η Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή για τον Ηλία Αναστασιάδη
Δεν μου αρέσουν οι αστυνομικές ταινίες, αλλά δεν είμαι εδώ για να δίνω τέτοιες απαντήσεις. Πριν 25 χρόνια όλα ήταν πιο αγνά. Ακόμη και το χάρτινο Μίλκο ξεχώριζε σε σχέση με το σημερινό. Σήμερα είναι πιο πιθανό να γελάσω με το Brooklyn Nine-Nine παρά με μια επανάληψη ενός απ’ τα 70 Police Academy, αλλά τότε… Ααααααχ, ας μιλήσουμε για τότε. Τότε σχεδόν ήθελα να γίνω αστυνομικός (πού να ‘ξερα). Ήθελα να βρω τον Mahoney, τον Hightower, τον άλλον που έκανε όλες τις φωνές της πλάσης και να κάνουμε παρέα. Περισσότερο για να τη σπάμε στον προϊστάμενο, παρά για να πατάξουμε το έγκλημα. Κολλητό μου ήθελα να κάνω τον Tackleberry με τα ψυχολογικά και το μουσείο όπλων, όχι επειδή μ’ αρέσουν τα όπλα, αλλά επειδή μ’ αρέσουν οι τύποι με τα ψυχολογικά. Έχω δει Police Academy στο σπίτι μου, στα σπίτια όλων των φίλων μου, σε διακοπές, στα σπίτια των γιαγιάδων, σε μαγαζιά, ΠΑΝΤΟΥ. Από τις σοβαρές ταινίες που έχουν διαλέξει οι συνάδελφοι, εννοείται ότι θα πάω με το Seven και το Departed. Όχι ότι το Ξανθιές Γκόμενοι δεν όρισε την προσωπικότητά μου, αλλά, καταλαβαίνεις, ήταν μισό κλικ πιο κάτω.
Lethal Weapon ο Πάνος Κοκκίνης
Ο καλός ο ‘μπάτσος’, από κινηματογραφικής άποψης, είναι ο σαλεμένος μπάτσος. Ο ψυχοπαθής. Αυτός που το βλέμμα του γυαλίζει. Και, σόρι, αλλά κανενός το βλέμμα δεν γυαλίζει όσο του Mel. Ήδη από την εποχή του Mad Max. Εννοείται πως εκτιμώ απεριόριστα τον Michael Mann. Εννοείται πως μπήκα στον πειρασμό να διαλέξω τον αψεγάδιαστο Denzel Washington του Training Day. Αλλά ο Mel είναι αξεπέραστος. Ικανός, επί και εκτός οθόνης, για ανείπωτα καντάρια βίας. Ο μοναδικός που θα έκανε τον Jason Statham να ευχόταν να μην είχε ποτέ κατέβει από την πασαρέλα για να γίνει -κάτι σαν- ηθοποιός.