ΣΙΝΕΜΑ

Η πρώτη γεύση από τον ‘Αστακό’ του Γιώργου Λάνθιμου

Το αγγλόφωνο ντεμπούτο του πολυβραβευμένου Έλληνα σκηνοθέτη βγαίνει στις αίθουσες την ερχόμενη βδομάδα κι εμείς μόλις το είδαμε.

Προσπάθησε να φανταστείς έναν κόσμο όπου δεν υπάρχουν άνθρωποι που ζούν μονάχοι.

Έναν κόσμο όπου όποιος είναι μόνος συλλαμβάνεται, διαπομπεύεται, εξοστρακίζεται. (Και μεταμορφώνεται σε ένα ζώο της επιλογής του, αλλά θα φτάσουμε κι εκεί.) Όπου οι σχέσεις είναι υποχρεωτικές, δεσμοί ευθύνης και κανονισμών, φτιαγμένοι αγχωτικά κάτω από ψέματα και κατασκευασμένες αφηγήσεις. Προσπάθησε.

Στον “Αστακό”, το διεθνές ντεμπούτο του βραβευμένου Έλληνα σκηνοθέτη, ο Λάνθιμος για μια ακόμη φορά κατασκευάζει ένα αυτόνομο σύμπαν που μοιάζει με ένα κομμάτι του αναγνωρίσιμού μας κόσμου μα συμβολικά παραμορφωμένο ώστε γνώριμες εικόνες και έννοιες να παίρνουν άλλη μορφή. Λέγαμε από τον “Κυνόδοντα” πως η ταινία είναι οριακά sci-fi, πως θα μπορούσε το σπίτι στο οποίο ζούσε αυτή η οικογένεια, να είναι ένας άλλος πλανήτης. Το ίδιο ισχύει και για το Ξενοδοχείο του “Αστακού”.

Σε αυτό το ξενοδοχείο οδηγείται ο άντρας που υποδύεται ο Κόλιν Φάρελ (σταθερά άψογος, εδώ κάπου ανάμεσα στην πνιγηρή απόγνωση του “True Detective” και την ανάλαφρη, κωμικής χροιάς τραγωδία του “In Bruges”), και μέσα από την διαδικασία ένταξής του εκεί, μαθαίνουμε τους παρανοϊκούς κανόνες αυτού του εφιαλτικού κόσμου. Ο κάθε single άνθρωπος έχει 45 μέρες στη διάθεσή του για να ζευγαρώσει, αλλιώς θα μεταμορφωθεί σε ζώο, και θα απελευθερωθεί στον κόσμο για να ζήσει έτσι τις υπόλοιπες μέρες του.

 

Μέσα από αυτό το εύρημα ο Λάνθιμος, μαζί με τον συν-σεναριογράφο του, Ευθύμη Φιλίππου, καταφέρνουν να εναρμονίσουν μια σειρά από συμβολικές ιδέες και εικόνες, βγάζοντας στο τέλος κάτι που μπορεί να μοιάζει με αυτόνομο, αληθινό μύθο. Αρπάζοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία από τα μαλλιά ώστε να κάνουν αυτό το, στην καρδιά του τόσο ρομαντικό φιλμ, να είναι παράλληλα και τόσο απόκοσμα αστείο- όπως και ο “Κυνόδοντας” και οι “Άλπεις” εξάλλου.

Υπάρχει λοιπόν ο άντρας που λέει ψέμματα για να προσεγγίσει μια κοπέλα. (Ενδιαφέρον το πόσο σημαντική διάσταση παίρνει στον “Αστακό” η ιδέα του Ενός Κοινού Χαρακτηριστικού που ενώνει τα ζευγάρια.) Υπάρχει η απόγνωση στα μάτια και στα λόγια των single που βλέπουν να τελειώνουν οι μέρες τους. Υπάρχει η κοινωνική πίεση για με το ζόρι ζευγάρωμα. Υπάρχει το Μεγάλο Κυνήγι. Κάθε τι που συμβαίνει στην ταινία είναι μια πανέξυπνη, μελετημένη και συναρπαστική μίνι παραβολή πάνω σε μια πραγματική πτυχή της (μη) ερωτικής επιθυμίας.

Στους χαρακτήρες που συναντάμε συμπεριλαμβάνονται ο άντρας με το κουτσό βάδισμα που παίζει ο Μπεν Γουίσο, ο “ασχημότερος άνθρωπος που έχω δει” του Τζον Σ. Ράιλι, η γυναίκα “που δεν νιώθει κανένα απολύτως συναίσθημα” που παίζει η Αγγελική Παπούλια (κλέβοντας την παράσταση) και η καμαριέρα της Αριάν Λαμπέντ.

Ο κόσμος που χτίζει μέσα από λεπτομέρειες κι από συμβολισμούς ο Λάνθιμος, είναι επίτηδες εντελώς δυαδικός. Όταν κάνει check-in στο ξενοδοχείο, ο άντρας ρωτάει αν μπορεί να δηλώσει bisexual αλλά η απάντηση από την υπεύθυνη είναι πως δεν δέχονται πια αυτή την επιλογή λόγω ενός τεχνικού προβλήματος. Λίγο μετά δηλώνει πως το παπούτσι του είναι 44 ½. “Δηλαδή 44 ή 45;”, τον ρωτά η καμαριέρα. “Δεν έχουμε την επιλογή του μισού.” Σε αυτό τον κόσμο άσπρου-μαύρου, όπου τα πάντα είναι αποστειρωμένα και υπάκουα σε κανόνες, αυτός ο άντρας δυσκολεύεται να αγαπήσει. “Είναι δυσκολότερο να δείξεις ότι είσαι ερωτευμένος όταν δεν αισθάνεσαι τίποτα παρά το να κρύψεις ότι είσαι ερωτευμένος όταν αισθάνεσαι κάτι,” λέει σε ένα κομβικό σημείο της ταινίας.

 

Οι ιδέες αυτές αναπτύσσονται ακόμα περισσότερο στο β’ μέρος του φιλμ για το οποίο δε θα πούμε πολλά πράγματα (ωστόσο λατρεύουμε τη Ρέιτσελ Βάις και τη Λέα Σεϊντού), πέραν του ότι είναι εκείνο που ξεσηκώνει τις περισσότερες συζητήσεις. Τόσο σε επίπεδο καλλιτεχνικής εκτίμησης (ομολογώ ότι ένιωσα πως τράβηξε ελαφρώς περισσότερο από το αναγκαίο) όσο κυρίως σε θεματικό. Αν το πρώτο μέρος του φιλμ, παρότι απολύτως λιτό στην αφήγηση, είναι συμβολικά εντελώς ξεκάθαρο, είναι το δεύτερο που το κάνει αληθινά προκλητικό στις ιδέες που προτείνει.

Σε όλη αυτή την ενότητα, η ταινία επεκτείνει τον προβληματισμό της και πέραν των αυστηρών ορίων του ‘μοντέρνου κόσμου των ζευγαριών’ και επιχειρεί να μιλήσει για το τι σημαίνει ευρύτερα η ιδέα της κοινωνικότητας και της αγάπης σε έναν κόσμο που έχει μάθει να λειτουργεί με κανόνες- ακόμα κι όταν θεωρητικά τους αγνοεί. Είναι μια φοβερή πρόταση, και κάπου εκεί μέσα κρύβεται η αίσθηση πως για να μπορέσεις να νιώσεις ειλικρινά, είναι αναγκαίο να παραβείς κανόνες και συμβάσεις.

Θα γινόμασταν πιο λεπτομερείς αλλά δε θέλουμε να γίνουμε- ο “Αστακός” είναι από τις ταινίες που μοιάζουν να επιβραβεύουν την δεύτερη ανάγνωση. (Αλλά και θέαση. Σε πρώτη σκέψη δεν τρελάθηκα με το φινάλε όμως θέλω να ξαναδώ την ταινία γνωρίζοντάς το.)

Οπότε ας πούμε κάτι που δεν κρύβει κανένα κίνδυνο spoiler: Το στυλ του Λάνθιμου μεταφράζεται με απίστευτη άνεση στο αγγλόφωνο. Έχουμε δει αμέτρητους Ευρωπαίους σκηνοθέτες να μπουρδουκλώνονται αλλάζοντας τη γλώσσα και το σκηνικό του σινεμά τους (πόσο μάλλον Ασιάτες δηλαδή, εκεί να δεις μακελειό), αλλά μυστηριωδώς, το στυλ του Λάνθιμου μεταφράζεται εντελώς αβίαστα. Αναγνωρίζεις κάθε καδράρισμα, κάθε κίνηση της κάμερας, κάθε αργόσυρτο οριακά σουρεαλιστικό διάλογο των ακούνητων χαρακτήρων- και μοιάζουν όλα, περιέργως, πιο φυσικά.

***

Κι άλλος Λάνθιμος:

***

Οι πιο πρώιμες δουλειές των πιο αξιόλογων καλλιτεχνών θα είναι πάντα οι πιο ενδιαφέρουσες όλης της καριέρας τους γιατί εκφράζουν με έναν πιο αμόλυντο και ακραίο τρόπο αυτό που έχουν μες στο κεφάλι τους. Και ο Λάνθιμος έχει αυτό το σουρεάλ, αυτιστικό, πολύ νοσηρό και κλινικό και αστείο σύμπαν που μοιάζει αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο καθώς σχολιάζει εύστοχα τις ασθένειές του. Όμως αυτό που έρχεται μετά είναι σημαντικό καθώς φαίνεται προς τα πού κινείται η εξέλιξη καθώς το στυλ λειαίνει, καθώς η παραγωγή γίνεται καλύτερη, καθώς οι ηθοποιοί γίνονται πιο γνωστοί.

Όμως εδώ, στον “Αστακό”, ο Λάνθιμος (μαζί πάντα με τον Φιλίππου) επεκτείνει τον κόσμο του, προσπαθώντας να δει τα πράγματα ακόμα πιο ολοκληρωμένα και σφαιρικά. Η ταινία δε σταματά σε κανένα σημείο να είναι αυθεντικά παράξενη (πολύ υψηλό κοπλιμέντο) και να σου παρουσιάζει διαρκώς τεταμένης πραγματικότητας εικόνες που σε πιάνουν απροετοίμαστο, κρύβοντας μέσα τους σκέψεις συναισθηματικού ρεαλισμού που θα σε ακολουθήσουν έξω από την αίθουσα. Ταιριαστά, στην πορεία του φιλμ το γέλιο δίνει σταδιακά τη θέση τους στο νιώσιμο. Και είναι μόνο δίκαιο που η πιο αστεία σκηνή του έργου είναι και η πιο αγνά παθιασμένη του- νιώθεις να σε γαργαλά η θέληση των πάντων να διαλύσουν τα δεσμά τους, να παρατήσουν τις οδηγίες τους, και να εκτοξευθούν. (Πρόκειται εξάλλου για την καλύτερη rom com της χρονιάς.)

Κάπου ανάμεσα στο deadpan σουρεαλιστικό χιούμορ, τον απόκοσμα fantasy χαρακτήρα, και τον επεισοδιακής δομής συμβολισμό των ιστοριών του, ο “Αστακός” μοιάζει τελικά με αισωπικό μύθο που διηγούνται μεταξύ τους οι άνθρωποι του 31ου αιώνα για τον έρωτα στον 21ο. Για την πίεση, για τους κανόνες, για την απόγνωση, για τους ρόλους- και για την απελευθέρωση. Άδικο έχουν;

 

“Αστακός” του Γιώργου Λάνθιμου βγαίνει στις αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη 22 Οκτωβρίου.