Η ταλαιπωρημένη ύπαρξη του Daniel Johnston συνδέθηκε με τη μουσική
Έζησε μια δύσκολη ζωή ανάμεσα στη σχιζοφρένεια και τη μουσική. Πέθανε χωρίς να σταματήσει ποτέ να γράφει.
- 13 ΣΕΠ 2019
Η είσοδος των Nirvana στην αμερικανική μουσική σκηνή ήταν μια έκρηξη που η μουσική βιομηχανία δεν μπορούσε να προβλέψει και μαζί δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Μέσα σε αυτό τον κενό χώρο κινήθηκε και ο Kurt Cobain χάρη στον οποίο χρωστάμε εκτός από τα εκπληκτικά album των Nirvana και μια μεγάλη ομάδα μουσικών και συγκροτημάτων που διαφορετικά δεν θα είχε ανακαλύψει κανείς. Ένας από αυτούς ήταν ο Daniel Johnston που έφυγε από τη ζωή στα 58 του χρόνια.
Όταν ο Kurt Cobain φορούσε μια παραδόξως κατάλευκη μπλούζα με τη στάμπα ‘Hi, How Are You: The Unfinished Album’, όλοι άρχισαν να ψάχνουν περί τίνος πρόκειται. Τελικά, αποδείχτηκε ότι ήταν παρμένη από το εξώφυλλο του ομώνυμου άλμπουμ του Daniel Johnston που είχε κυκλοφορήσει χαμένο μέσα στις disco μουσικές και τη hair-metal το 1983. Ο Daniel το είχε ηχογραφήσει, όπως όλα τα άλμπουμ της πρώτης περιόδου του, στο υπόγειο του σπιτιού των γονιών του. Το συγκεκριμένο, όπως ο ίδιος δήλωσε αργότερα, το έγραψε, όταν βρισκόταν σε κατάσταση ψυχικής κατάρρευσης, στη μέση ενός νευρικού κλωνισμού. O ίδιος άλλωστε ταλαιπωρούνταν από την ψυχική του υγεία.
Ο Daniel Johnston γεννήθηκε στο Sacramento της California αλλά μεγάλωσε στη West Virginia. Ξεκίνησε να γράφει μουσική στα ‘70s με ένα boombox των 60 δολαρίων. Η μουσική του, που γράφτηκε σε μια περίοδο που το lo-fi δεν υπήρχε καν στον χάρτη, ήταν σχεδόν καταδικασμένη να αποτύχει εμπορικά. Ακόμα και σήμερα, αν ακούσεις για παράδειγμα το ‘Songs of Pain’ θα νιώσεις αρκετά περίεργα με την έλλειψη οποιαδήποτε επαγγελματικής επιμέλειας αλλά ταυτόχρονα θα βρεις μερικά διαμάντια. Ο Daniel δεν ήταν ένας απλός τρελός που παρίστανε το μουσικό. Ήταν ιδιοφυής.
Αυτό το τελευταίο κομμάτι του πηγαίου ταλέντου άρχισε να γίνεται αντιληπτό, όταν ο Johnston μετακόμισε στο Austin του Texas πρώτα μοιράζοντας τη δουλειά του μέσω κασετών, κατά βάση σε πελάτες των McDonald’s όπου και εργαζόταν για τα προς το ζην. Μπορούσες να παραγγείλεις τηγανητές πατάτες στα McDonald’s του Austin της εποχής και να βρεις κάτω από αυτές μια κασέτα. Ήταν μια κασέτα με ηχογραφήσεις του Daniel.
Σιγά-σιγά ο Johnston άρχισε να γίνεται γνωστός στην τοπική κοινωνία, ώστε σιγά-σιγά να κάνει live εμφανίσεις οι οποίες πήγαιναν όλο και καλύτερα. Η φήμη του στο Austin είχε φτάσει πια σε τέτοιο σημείο, ώστε εμφανίστηκε και σε μια εκπομπή του MTV το 1985. Μετά από μια δεκαετία μουσικής δημιουργίας μέσα από το σπίτι του, ο Johnston βγάζει την πρώτη του επαγγελματική δουλειά το 1988. Ήταν το 11ο album του, ‘1990’. Η αλλαγή σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ είναι πασιφανής. Η μουσική δεν έβγαινε πια από το υπόγειο του σπιτιού του.
Αυτό που ξεχώρισε τη μουσική, τουλάχιστον της πρώτης περιόδου του, ήταν το κατά κάποιο τρόπο παιδικό του στιλ που έχει όμως έναν χαρακτήρα που σε στοιχειώνει. Ο Daniel Johnston έμοιαζε σαν μια παντελώς ανεπεξέργαστη ιδιοφυία, ένα μικρό διαμάντι που δεν μπορούσε να μπει στα στεγανά της τότε μουσικής βιομηχανίας. Μετά από τυχαίους ήχους άρχιζες να ακούς μια γλυκιά αντρική φωνή και μετά μια απίστευτη μελωδία, επηρεασμένη από τους Beatles με τους οποίους είχε εμμονή, η οποία μπορεί να ήταν απίστευτα απλή αλλά πανέμορφη.
O Daniel Johnston έζησε όμως, παρά την παράδοξη επιτυχία του, μια πολύ δύσκολη ζωή. Το 1990 μετά από μια συναυλία που έκανε στο Austin του Texas και καθώς γύρναγε με ένα ιδιωτικό αεροπλάνο και πιλότο τον πατέρα του, έπαθε ένα ψυχωτικό επεισόδιο, τράβηξε τα κλειδιά και τα πέταξε από το αεροπλάνο θεωρώντας ότι ο ίδιος είναι ο Casper. Ο πατέρας του, ο οποίος αφηγήθηκε αυτή την ιστορία με δάκρυα στα μάτια, όντας παλιός και πολύ ικανός πιλότος, κατάφερε να προσγειώσει το αεροπλάνο που καταστράφηκε ολοσχερώς. Οι δύο επιβάτες του όμως ήταν σώοι και αβλαβείς. Αμέσως μετά ο Daniel μπήκε σε ψυχιατρική κλινική.
Είχε ήδη διαγνωστεί με σχιζοφρένεια και με διπολική διαταραχή. Η ψυχική του υγεία τον ταλαιπώρησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ο ίδιος μιλούσε για τη ψυχική διαταραχή του και στη μουσική του. Για παράδειγμα, προειδοποιούσε τους ακροατές του -ήδη από το άλμπουμ του 1981- στο εκπληκτικό του κομμάτι ‘Monkey in a Zoo’ ότι ο ίδιος δεν ήταν πάντα έτσι και ότι θα μπορούσε να συμβεί και στους ίδιους αυτό που εκείνος έπαθε.
And it could happen to you
You could be in my place
No it wasn’t all ways like this
Oh, but I never coming
Μέσα στην πορεία των χρόνων και κατά περιόδους, ο Daniel είχε αποκτήσει μια εμμονή με τον Σατανά. Για κάποιες περιόδους της ζωής του, εκείνο ήταν το αποκλειστικό θέμα που τον ενδιέφερε. Υπάρχει μάλιστα μια ιστορία που λέει πως, ενώ δύο μεγάλες εταιρείες, η Elektra Records και η Atlantic Records έριζαν για τα δικαιώματα των τραγουδιών του, ο Daniel απέκλεισε την πρώτη, επειδή είχε τους Μetallica, τους οποίους θεωρούσε ότι συνδέονταν με τον Σατανά.
(AP Photo/Harry Cabluck)
Η μάχη του με τη ψυχική ασθένεια είναι ούτως ή άλλως ένα κομμάτι βασικό και για τη μουσική του έμπνευση και καριέρα. Σε μια συνέντευξή του στο Rolling Stone είχε πει: “Ξέχασα να μεγαλώσω, υποθέτω, είμαι ένας απλός τύπος που σαν μικρό παιδί ζωγραφίζει και φτιάχνει τραγούδια”.
Πρέπει να είσαι προετοιμασμένος. Αν αποφασίσεις να χωθείς μέσα στη δισκογραφία του Daniel θα μπεις σε έναν πανέμορφο κόσμο που όμως είναι έτοιμος να σε συνθλίψει συναισθηματικά. Από την άλλη όμως βλέπεις και αυτή τη θεραπευτική λειτουργία της μουσικής. Πάλι ο ίδιος ο Daneil τόνιζε πόσο συνδεδεμένη ήταν η μουσική με την ίδια του την ύπαρξη: “Δεν μπορώ να σταματήσω να γράφω, αν σταματούσα, τότε δεν θα υπήρχε τίποτα, τότε όλα θα σταματούσαν, γι’αυτό και εγώ δεν θα σταματήσω, πρέπει να συνεχίσω”.
Η υγεία του άρχισε να χειροτερεύει μέρα με τη μέρα, ώστε το 2017 ανακοίνωσε το τέλος των live εμφανίσεών του. Τελικά, δύο χρόνια μετά, στις 10 Σεπτεμβρίου του 2019, πέθανε από καρδιακή προσβολή στο σπίτι του στο Waller του Texas. Πίσω του αφήνει 20 σπουδαία album φτιαγμένα από έναν άνθρωπο για τον οποίο η μουσική συνδέθηκε με την ύπαρξη, μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι ένα δημοσιογραφικό κλισέ.
Κι άλλη μουσική: