Moviestore Collection/Alamy/Visualhellas.gr
ΣΙΝΕΜΑ

Το Hangover 3 ήταν το πρώτο Joker 2

Μια δεκαετία πριν, ο σκηνοθέτης του Joker: Folie a Deux γύρισε άλλο ένα σίκουελ που δεν ήθελε να υπάρχει. Χόλιγουντ, άσε αυτόν τον άνθρωπο μόνο του!

«Λοιπόν, προς μεγάλη απογοήτευση ορισμένων ανθρώπων, το σίκουελ είναι πιο σκοτεινό, νομίζω. Το οποίο μου αρέσει. Και αυτό συμβαίνει πάντα – όλες οι ταινίες μου, καθώς αποκτώ την ικανότητα να το κάνω, τείνουν να γίνονται λίγο πιο σκοτεινές».

Αναλογιστείτε αυτό: Ένα σίκουελ σε μια από τις μεγαλύτερες και πιο αναπάντεχες εμπορικές και κριτικές επιτυχίες των τελευταίων χρόνων, σε μια ταινία που καθόρισε για πάντα το είδος της. Με τον σκηνοθέτη Todd Phillips να επιστρέφει και να σκηνοθετεί μια συνέχεια που ανήκει βασικά σε ένα άλλο είδος, κι η οποία σχεδόν επιτίθεται στα όσα εκπροσωπούσε η αρχική ταινία, ακόμα και στο ίδιο το κοινό της.

Ναι, σωστά, μιλάμε για το Hangover III.

Και ναι, σωστά, μιλάμε για το Joker: Folie a Deux.

Ναι, σωστά: O Todd Phillips το έχει ξανακάνει!

Το έκανε μία, το έκανε δύο, και το λέει κιόλας: Αν τον αφήσεις, οι ταινίες του τείνουν να γίνονται πολύ πιο σκοτεινές, ακόμα πιο αναπολογητικές, και να κρατούν μια κυνική στάση ακόμα κι απέναντι στον εαυτό τους. Τίποτα από αυτά δε θα πείραζε βέβαια αν ήταν καλές –που δεν είναι–, αλλά είναι πολύ διασκεδαστικό που το ίδιο πράγμα έχει συμβεί στον ίδιο σκηνοθέτη δύο φορές. Όπως ακριβώς συνέβη και στο wolfpack στο ξεκίνημα του δεύτερου Hangover: «Παιδιά, συνέβη ξανά!»

JOKER: FOLIE A DEUX – ΕΝΑ ΣΙΚΟΥΕΛ ΠΟΥ ΜΙΣΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ


Πολλά έχουν γραφτεί για τη σχέση που έχει το Joker: Folie a Deux με την πρώτη ταινία και με το κοινό της. Ο λόγος που η ταινία απέτυχε παταγωδώς είναι πολυεπίπεδος και δεν έχει να κάνει (μόνο) με το ότι είναι μιούζικαλ. Αν το μιούζικαλ κομμάτι ερχόταν με έναν τρόπο που επέκτεινε τον κόσμο της ταινίας, αν τα κομμάτια αποτελούσαν εντυπωσιακές ή/και καλοφτιαγμένες παραγωγές με αισθητική συνέπεια και εσωτερικό ρυθμό, τότε θα μπορούσαμε να το δούμε να ανοίγει το εύρος του κοινού του – ακόμα κι αν, αναμενόμενα, αποξένωνε μεγάλο μέρος του αρχικού fandom.

Την ίδια στιγμή όμως, αυτό το σίκουελ ουσιαστικά απομακρύνεται από την πρώτη ταινία σε επίπεδο αισθητικό και ιδεολογικό την ίδια στιγμή, βάζοντας το πρώτο φιλμ και τον ίδιο τον χαρακτήρα σε δίκη – και πάλι, ενδιαφέρον αυτό ως προσέγγιση, αλλά δεν υπάρχει τίποτα μεστό εκεί μέσα. Καμία αναλαμπή, καμία νέα ιδέα πέραν της επίθεσης σε κάθε παλιά ιδέα. Είναι μια ταινία που μισεί τον εαυτό της, όχι μόνο επειδή είναι ένα σίκουελ που μάλλον κανείς δεν ήθελε να κάνει, αλλά κι επειδή μισεί το κοινό που αγκάλιασε το ορίτζιναλ.

Η εξερεύνηση της τοξικότητας του fandom δεν είναι κακή ιδέα – το αντίθετο μάλιστα. Αλλά και πάλι, το σίκουελ του Joker μένει στη διαπίστωση, στην καταδίκη, χωρίς να λέει κάτι ουσιώδες. Είναι κυνισμός και ενοχή στο μπλέντερ, σε μορφή μιας ταινίας που ξέχασε να έχει περιεχόμενο.

Αυτά όμως έχουν γραφτεί, έχουν συζητηθεί και αναλυθεί – και θα αναλύονται κι άλλο όσο το industry ψάχνει αποδιοπομπαίο τράγο για μια τέτοια αποτυχία.

Αυτό που έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, νομίζω, είναι το ότι όλα αυτά έχουν συμβεί ξανά. Όχι σε αυτή την ένταση φυσικά, αλλά έχει ξανασυμβεί. Γιατί 10 χρόνια πριν το Joker, ο Phillips είχε σκηνοθετήσει άλλη μια υπερ-επιτυχημένη ταινία, που τα πήγε καλύτερα στα ταμεία και στην κριτική από ό,τι κανείς θα περίμενε, και για την οποία το πλήρες δημιουργικό τιμ σύρθηκε πίσω άρον-άρον για ένα σίκουελ που (βάσει αποτελεσμάτων) μοιάζει σαν και πάλι να βαριόντουσαν όλοι να κάνουν.

THE HANGOVER: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΘΡΥΛΙΚΟΥ WOLFPACK


The Hollywood Archive/Alamy/Visualhellas.gr

Θυμάστε το Hangover, σωστά; Όπως συμβαίνει με πολλές ταινίες του είδους αυτής της χοντροκομμένης, αναπολογητικής κωμωδίας, έτσι και το Hangover νομοτελειακά θα γεράσει και γρήγορα και άσχημα. Αλλά ακόμα κι αν επιμέρους στοιχεία του δίνουν ήδη μια χρονική στάμπα (ο casual μισογυνισμός και ρατσισμός των ταινιών αυτών… είναι οπωσδήποτε ένα κάποιο θέαμα), το πρώτο φιλμ της σειράς παραμένει ένα απολαυστικό, εντυπωσιακά κατασκευασμένο κωμικό αίνιγμα.

Τα πιο έξτρα στοιχεία του όπως ο Alan του Galifianakis ή ο Mr. Chow έχουν τον ακριβώς σωστό χρόνο που πρέπει ώστε να λειτουργούν κωμικά κι όχι εξουθενωτικά, η δυναμική των τριών πρωταγωνιστών κρατά διαρκώς τα πράγματα σε εγρήγορση (είτε με το πώς ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, είτε με το πώς ανατρέπονται σταδιακά στοιχεία της προσωπικότητάς τους), τα κωμικά highlights δίνουν και παίρνουν και η δομή μυστηρίου που σταδιακά συμπληρώνεται δίνει στην κωμωδία μια επιπλέον αίσθηση πανικού και αναζήτησης. Τα πάντα σε αυτή την ταινία μοιάζουν ανατρεπτικά και τα πάντα έρχονται ως εκπλήξεις.

Όταν το φιλμ, με ένα μπάτζετ $35 εκατομμυρίων, μάζεψε σχεδόν μισό δις στο παγκόσμιο box office κάνοντας τους πρωταγωνιστές του σταρ, το στούντιο ανακοίνωσε άρον άρον το σίκουελ, και ήδη από εκεί καταλαβαίνεις εύκολα ότι τα πράγματα πήραν μια απότομη κυνική στροφή.

Το Hangover II, που κυκλοφόρησε 2 χρόνια μετά το ορίτζιναλ, είναι από αυτά τα τόσο τεμπέλικα σίκουελ που το πιο αστείο πράγμα σε αυτά είναι ότι αποτελούν κατά βάση 1:1 αντιγραφή της πρώτης ταινίας. Δε μιλάμε απλά για επανάληψη της συνταγής εδώ, μιλάμε για ξεπατικωσούρα. Ίδια ακριβώς κομμάτια ιστορίες, δραματικές στροφές, τοποθέτηση αστείων. Τα πάντα είναι ακριβώς ίδια, αλλά εκτός του ότι είναι λιγότερο αστεία (και περισσότερο επιθετικά, αλλά πλέον με μια απεγνωσμένη, σκοτεινή διάθεση), είναι πλέον και απολύτως προβλέψιμα. Το μεγαλύτερο asset του πρώτου φιλμ –η έκπληξη– έχει απαλειφθεί πλήρως.

Σα να μην έφτανε αυτή η κυνική ξεπέτα, λίγες μέρες πριν κυκλοφορήσει η ταινία στις αίθουσες, το στούντιο ανακοίνωσε πως θα γυριστεί και τρίτη ταινία. Γιατί; Προφανώς επειδή τα εσωτερικά τους νούμερα έδειχναν πως το Hangover II θα ήταν τεράστια εμπορική επιτυχία. Πράγματι, από τα $45 εκατομμύρια του ανοίγματος του πρώτου φιλμ, το σίκουελ εκτινάχτηκε στα $86.

Ξέρουμε πολύ καλά όμως ότι το άνοιγμα ενός σίκουελ είναι αντίδραση στην ποιότητα του πρώτου φιλμ, αλλά το πώς αυτό συνεχίζει δείχνει πλέον πράγματα για το ίδιο. ΝΑ ΠΕΣΟΥΝ ΤΑ ΝΟΥΜΕΡΑ!

Το πρώτο Hangover άνοιξε με 45 στην Αμερική και έφτασε τα 277, που σημαίνει πολλαπλασιαστής 6.15, ένα εκθαμβωτικό νούμερο που σημαίνει ότι η ταινία άρεσε τόσο πολύ που το αρχικό της κοινό δε σταμάταγε να την προτείνει σε κόσμο, και το μετέπειτα κοινό συνέχισε να την προτείνει, μέχρι που εξαπλασίασε το αρχικό της κοινό.

Το δεύτερο; Άνοιξε μεν με $86 (γιατί φυσικά ο ενθουσιασμός και η αναγνωρισιμότητα τώρα υπήρχε ήδη) αλλά έφτασε στην Αμερική ως τα $254, λιγότερα κι από το πρώτο. Πολλαπλασιαστής 2.95, νορμάλ-προς-τα-κάτω για τυπικά μπλοκμπάστερ που δεν ενθουσιάζουν τον κόσμο. Καμία σχέση δηλαδή με το φαινόμενο του πρώτου φιλμ.

Ίσως το στούντιο θα έπρεπε να είχε περιμένει να δει κι αυτό τον αριθμό πριν εγκρίνει κι άλλο σίκουελ, γιατί μέχρι το Hangover II να φύγει από τις αίθουσες, κανείς δεν ενδιαφερόταν να δει κι άλλο.

Και πράγματι, το Hangover III άνοιξε με το κάκιστο σύνολο των $41 εκατομμυρίων, χαμηλότερα ακόμα κι από το πρώτο φιλμ. Τι λέγαμε πριν για το πώς το άνοιγμα αντικατοπτρίζει την επίδοση του προηγούμενου; Ναι. Κι όσο για την επίδοση ετούτου, του ίδιου; Κατέληξε μόλις στα $112, δηλαδή πολλαπλασιαστή το καταστροφικό 2.38. Ίσα δηλαδή που διπλασίασε το αρχικό του κοινό. Δηλαδή μια ταινία που δεν άρεσε σε κανέναν, η οποία αποτελούσε συνέχεια μιας ταινίας που ήδη δεν άρεσε σε κανέναν.

Όμως, όπως συνέβη και το Joker: Folie a Deux, το Hangover III ήταν κακό αλλά με έναν καινούριο, διαφορετικό τρόπο. Ήταν σαν ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος Todd Phillips (μαζί με τον Craig Mazin του Chernobyl) να φώναζε θυμωμένος σε ένα μισοάδειο δωμάτιο: «ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΤΕ ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ;;;»

ΤΟ HANGOVER III ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΜΗΧΑΝΟ ΑΝΤΙ-ΣΙΚΟΥΕΛ

Το Hangover III δεν ξεπατικώνει τη δομή των δύο πρώτων, αλλά πάει στο άλλο άκρο: Δεν έχει καμία σχέση με αυτά. Δεν υπάρχει καν Hangover. Δεν υπάρχει αίνιγμα ή μυστήριο ή γάμος, ή τίποτα από όλα αυτά. Και ξέρετε τι άλλο δεν υπάρχει; Τα αστεία! Να μια πρωτοποριακή προσέγγιση του είδους της κωμωδίας.

Αν δεν υπάρχει τίποτα από όλα αυτά, τότε τι έχει τελοσπάντων αυτή η ταινία; Έχει ΠΑΡΑ πολύ Alan και ΠΑΡΑ πολύ Leslie Chow. Ελπίζω να είστε έτοιμοι για μια ταινία που αναρωτιέται, «τι συμβαίνει ακριβώς στον εσωτερικό κόσμο του κουραστικού comic relief των δύο πρώτων φιλμ, και πώς θα βρει την ωρίμανση και θα ολοκληρώσει το ταξίδι του;». ΟΚ. Ευχαριστούμε!

Γενικότερα λίγα πράγματα είναι πιο κουραστικά στην κωμωδία από το να παίρνουν την κεντρική σκηνή χαρακτήρες που φτιάχτηκαν για να φωνάζουν καφρίλες από την εξέδρα. Αλλά θα μου πεις, το Hangover III δεν είναι καν κωμωδία. Σωστά! Τι είναι ωστόσο;

Αν έπρεπε να βάλω αυτή την ταινία σε ένα είδος, νομίζω ότι το πιο κοντινό είναι αυτά τα λίγο χιουμοριστικά (με την έννοια του «…χεχ», όχι του «LOL!»), λίγο αιχμηρά και ψιλο-βίαια περιπετειώδη φιλμάκια των late 80s ή πρώιμων 90s. Σχεδόν βλέπεις τον Bruce Willis να πρωταγωνιστεί. Όχι πως είναι κάτι τρομερά φτιαγμένο σε αυτό το είδος – η πλοκή είναι τελείως ευθύγραμμη, τηλεγραφημένη, χωρίς κάτι το ενδιαφέρον ή ανατρεπτικό ή ακραίο να συμβαίνει.

Η ταινία αυτή απλώς είναι εκεί, χωρίς να κάνει τίποτα. Το μόνο που κάνει είναι να προσπαθεί με κάθε τρόπο να μην είναι ούτε λίγο σαν τις προηγούμενες. Είναι αρκετό αυτό για να έχεις ταυτότητα;

«Φυσικά και διάβασαν το σενάριο», λέει ο Phillips σε μια συνέντευξη στο Collider, μιλώντας για τους ανθρώπους του στούντιο, που συνήθως κοιτάζουν με πολλή λεπτομέρεια τι συμβαίνει σε κάθε παραγωγή τους. «Αλλά στην ουσία, βασικά μας είπαν “τα λέμε στην πρεμιέρα”». Όπως δηλαδή συνέβη και με το Joker: Folie a Deux (για το οποίο έχει ήδη διαρρεύσει πως ο Phillips δεν μιλούσε καν στα κουστούμια του στούντιο) ο σκηνοθέτης είχε πλήρη και απόλυτο έλεγχο στο τελικό προϊόν, δίχως κανείς να του επιβάλει το παραμικρό.

Λογικό μετά από μια τεράστια επιτυχία φυσικά, και θετικό ως προς το δημιουργικό κομμάτι. Θέλουμε auteurs που να κάνουν αυτό που θέλουν! Έτσι γράφτηκαν οι χρυσές σελίδες του αμερικάνικου στουντιακού σινεμά των ‘70s!

Η διαφορά είναι πως όσο κι αν ο Phillips θα ήθελε, δεν είναι κάποιος από τους 70s θρύλους, κι αυτό που έχει κάνει με την απόλυτη δημιουργική ελευθερία, δύο φορές τώρα, είναι να γυρίσει μια ταινία που βασικά υπάρχει απλώς για να μην είναι σαν τις προηγούμενες.

Το δε κερασάκι στην τούρτα του Hangover IIΙ, είναι η σκηνή των τίτλων τέλους. Όπου μετά από το μελιστάλαχτο φινάλε με το wolfpack να περπατά προς το φως της ωρίμανσης (….οκέι), έχουμε μια σκηνή-επίλογο όπου συμβαίνει ένα ακόμα ακραίο hangover και οι πάντες ξυπνάνε πάλι σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου χωρίς να έχουν ιδέα τι έχει συμβεί, γιατί είναι όλα κατεστραμμένα, και πώς διάβολο κατάφερε πάλι ο Stu να αλλάξει κάτι στο σώμα του (κάθε φορά και πιο ακραίο). Μετά από μια ταινία που είναι το απόλυτο αντι-Hangover φιλμ, όπου ακόμα και τα σκηνικά δράσης της πρώτης ταινίας (όπως το Caesar’s Palace) φιλμάρονται με μια εξωτερική πλέον, νηφάλια, τρομαγμένη ματιά, το κλείσιμο είναι σα να λέει στο κοινό: «Να, ορίστε. Αυτές τις μπούρδες δε θέλατε να δείτε πάλι; Πάρτε το και φύγετε».

«Υπάρχει μια αντίδραση στους επικριτές στο τέλος της ταινίας», έλεγε το 2013 ο Phillips στο Vanity Fair. «Αν μείνεις στους τίτλους τέλους, θα δεις μια σκηνή που όλοι θα απολαύσουν. Η κριτική για τη δεύτερη ταινία ήταν για τη δομή της – πώς θα μπορούσε αυτό να έχει συμβεί στην ίδια παρέα δύο φορές; Οπότε εμείς λένε, “Α ναι; Τότε θα συμβεί τρεις φορές. Άντε γαμήσου”.»

Βλέποντας τόσο το Joker: Folie a Deux όσο και το Hangover III, αυτή είναι η κυρίαρχη αίσθηση που αποκομίζεις. Ενός δημιουργικού τιμ, αλλά κυρίως ενός σκηνοθέτη, που φτιάχνει μια ταινία για την οποία δεν είχε ούτε την όρεξη, ούτε τις ιδέες (το σίκουελ-ως-μιούζικαλ ήταν κάτι που «είδε στο όνειρό του ο Joaquin Phoenix»). Και που την φτιάχνει θέλοντας απλώς να χρησιμοποιήσει τη λευκή του επιταγή για να επιτεθεί στους πάντες: Στο κοινό, στο στούντιο, στον εαυτό του, και τελικά στην ίδια την ταινία. That’s entertainment!

Exit mobile version