ΣΙΝΕΜΑ

Heaven’s Gate: Η ταινία που αποτελείωσε το Χόλιγουντ των Δημιουργών

Μια από τις πιο καθοριστικές ταινίες για την έκβαση της χολιγουντιανής Ιστορίας, προβάλλεται αυτή τη Δευτέρα στις Νύχτες Πρεμιέρας.
«Ό,τι κι αν κάνεις ποτέ σου, αν σε εξυμνούν πρέπει να κοιτάς πολύ προσεκτικά ποιοι σε εξυμνούν, κι όποτε καταδικάζεσαι πρέπει να κοιτάς προσεκτικά ποιοι σε καταδικάζουν». – Michael Cimino.

Για άνθρωπος που έζησε και δημιούργησε κουβαλώντας αδίκως στις πλάτες του επί δεκαετίες τον «σταυρό» του ανθρώπου που ουσιαστικά φαλήρισε ένα στούντιο και αποτελείωσε την εποχή των Δημιουργών στο Χόλιγουντ, ο Michael Cimino παρέμεινε μέχρι τέλους αισιόδοξος, θετικός, κοιτάζοντας πάντα στο μέλλον κι όχι στο παρελθόν. «Αν κοιτάζεις προς τα πίσω θα αρχίσεις να φοβάσαι πως κάποιος σε πλησιάζει», είπε κάποτε εξάλλου.

Όταν άρχισε να ετοιμάζει αυτό που έμελλε να είναι η πλέον καθοριστική ταινία του –και, αλήθεια, μιας ολόκληρης χολιγουντιανής περιόδου–, ο Cimino προερχόταν από τη μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του και μια από τις εμβληματικότερες ταινίες των ‘70s, τον Ελαφοκυνηγό των 5 Όσκαρ- σκηνοθεσίας και ταινίας για τον ίδιο, Β’ Αντρικού για τον Christopher Walken, με Robert DeNiro και Meryl Streep υποψήφιους επίσης.

Μόλις δεύτερη ταινία του μετά το Thunderbolt and Lightfoot με τον Clint Eastwood και τον Jeff Bridges (για το οποίο προτάθηκε και για Όσκαρ o Bridges), ήταν ξεκάθαρο αποτέλεσμα της δημιουργικής ελευθερίας που τα στούντιο επέτρεπαν στους δημιουργούς εκείνη την περίοδο. Σήμερα μπορεί ο Tarantino ή ο Nolan να κάνουν ό,τι θέλουν αλλά αυτές οι περιπτώσεις είναι ελάχιστες και αφορούν 3-4 απολύτως αναγνωρισμένους δημιουργούς τέτοιου βεληνεκούς.

Το Heaven’s Gate του Michael Cimino προβάλλεται στην οριστική, director’s cut μορφή της και σε ψηφιακή αποκατάσταση στο πλαίσιο των Νυχτών Πρεμιέρας, τη Δευτέρα 3 Οκτωβρίου στις 19.00 στο Άστυ. Εισιτήρια είναι διαθέσιμα στο σάιτ των Νυχτών Πρεμιέρας.

Ο Cimino τότε ήταν 37χρονος σκηνοθέτης που είχε γυρίσει μόλις μία ταινία, και πρότεινε ένα φιλμ για τρεις άντρες που υπηρετούν μαζί στο Βιετνάμ και έπειτα προσπαθούν να ξαναχτίσουν τις ζωές τους στην Πενσιλβάνια. «Εκείνη την περίοδο ήθελα να κάνω άλλο ένα φιλμ για το Βιετνάμ, για τις ιστορίες κάποιων βετεράνων που επιστρέφουν σπίτι. Κάποιες από τις ιστορίες τους ήταν απίστευτες. Γυναίκες γύριζαν σπίτι και έβρισκαν τους συζύγους τους στην οροφή να αρνούνται να κατέβουν…», λέει ο Cimino σε μια εξαιρετική συνέντευξη στο Filmmaker Magazine το 2005.

 

Με διαρκή έμφαση στην αναζήτηση της αλήθειας –χαρακτήρων και καταστάσεων– κάτι που ο Cimino πάντοτε αναζητούσε περισσότερο από το οποιοδήποτε στιλιζάρισμα ή την παραμικρή επιβολή σημερινών ηθικών ή πολιτικών ιδεών, η ταινία γίνεται τεράστια επιτυχία.

Παρόλο που ο Cimino ακούγεται πως έκανε τη ζωή των ηθοποιών του δύσκολη, ενώ ξέφυγε σε προγραμματισμό και μπάτζετ, το φιλμ θριαμβεύει, κερδίζει βραβεία και θεωρείται (παρότι υπάρχουν αντίθετες φωνές που δεν είναι απαραιτήτως παράλογες) μια από τις κορυφαίες ταινίες του νέου αμερικάνικου σινεμά– της περιόδου που σήμερα συζητούμε ως New Hollywood. (Στο οποίο πραγματοποιεί ένα εξαιρετικό αφιέρωμα το φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας αυτές τις μέρες.)

Το διάστημα δηλαδή εκείνο όπου δημιουργοί και στούντιο έμοιαζαν σαν σε μια απόλυτη αρμονία, με σκηνοθέτες σε καθεστώς σχεδόν πλήρους ελευθερίας, να σπάνε κανόνες, να δοκιμάζουν τεχνικές και ιστορίες, να πειραματίζονται (μαζί με τους ηθοποιούς τους και όλους τους τεχνικούς συνεργάτες).

Με αποτέλεσμα κάποιες όχι μόνο από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, αλλά και μια ευρύτερη περίοδο φαινομενικά άφοβη, γεμάτη φιλμ απίστευτης τόλμης σε φόρμα και περιεχόμενο. Οι πραγματικές ταινίες που Δεν Θα Γυρίζονταν σήμερα, όχι φυσικά για κανέναν «μας κΑταΠΝιγΕι τΟ wOke» λόγους αλλά επειδή το ίδιο το σύστημα έχοντας μετεξελιχθεί σε ένα τυφλά καπισταλιστικό οικοσύστημα δεν αφήνει πλέον ούτε το ελάχιστο περιθώριο τόλμης, παραλογισμού, λάθους, ρίσκου.

(Γυρίζεται μια φορά κάθε 1-2 χρόνια κάποια ταινία σαν το Three Thousand Years of Longing του George Miller και απορούμε πώς είναι δυνατόν να ξεφλίστρησε μέσα από τη χολιγουντιανή μηχανή ελάχιστου ρίσκου – μέγιστου κέρδους.)

Το παρατηρεί εύκολα κανείς αυτό που λέμε απλά κοιτάζοντας τη διαφορά στα αποτελέσματα του box office των ‘70s και των ‘80s. Στα ‘80s κυριαρχεί η θεμελίωση της τάσης προς το franchise σινεμά, καθώς ειδικά προς το τέλος της δεκαετίας το box office κυριαρχείται από σίκουελ και τριλογίες. Μακριά πολύ ακόμα από τη σημερινή θλίψη, η τάση είναι σαφής.

Στα ‘70s η χρυσή γενιά του Χόλιγουντ δούλευε, αντιθέτως, πάνω σε εντελώς άλλες λογικές, σε ένα σινεμά που συνδύαζε μαζικότητα, καλλιτεχνικό βλέμμα, αναγνώριση από βραβεία, κριτικούς και κοινό. Στην ουσία, το Αναγνωρισμένο Σινεμά δεν διέφερε από το Εμπορικό Σινεμά, κι αυτή είναι μια συνθήκη σε απόλυτη πλέον έκλειψη.

Τα χρόνια λοιπόν που ακολούθησαν (με τη συνδρομή φυσικά πολλών από εκείνους ακριβώς τους ίδιους δημιουργούς, που μετακινήθηκαν στην καρδιά του στουντιακού συστήματος) έχουμε τα πρώτα σπόρια του σινεμά του στούντιο.

Κι επειδή μας αρέσουν οι συμβολισμοί, δε μπορούμε να μην παρατηρούμε πώς στο ενδιάμεσο αυτών των δύο περιόδων υπάρχει το Heaven’s Gate κι η παταγώδης εμπορική του (και κριτική, ατυχώς) αποτυχία. Φυσικά τα πράγματα δεν είναι τόσο απόλυτα, ούτε οι τάσεις μετακινούνται και καθορίζονται με τόσο άμεσο και σαφή τρόπο.

Τα εμπορικά ‘80s θα συνέβαιναν ακόμα κι αν το Heaven’s Gate δεν έσκαγε σαν βόμβα στο box office, αλλά ίσως λιγότερο αργά, ίσως λιγότερο απόλυτα. Ίσως και με απόλυτα ίδιο τρόπο, δε θα ξέρουμε ποτέ.

Η ουσία είναι πως η ταινία του Cimino θα στέκει για πάντα εκεί, ως απόλυτο σύμβολο του περάσματος από τη μια εποχή στην άλλη. Με την ισχύ πλέον των Όσκαρ στο όνομά του από τον Ελαφοκυνηγό και μερικούς από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς της γενιάς τους να τον ακολουθούν (σε αυτό το σημείο, με 2 ταινίες στο βιογραφικό του, ο Cimino είχε ήδη οδηγήσει σε οσκαρικές υποψηφιότητες τους Meryl Streep, Robert DeNiro, Jeff Bridges, Christopher Walken), πρότεινε στην United Artists το Heaven’s Gate, ένα γουέστερν για τις μάχες μεταξύ γαιοκτημόνων και Ευρωπαίων μεταναστών στο Γουαϊόμινγκ του 1890.

Βασισμένο σε ένα αληθινό γεγονός που πέτυχε ο Cimino εμβαθύνοντας στην ιστορία της άγριας Δύσης, το φιλμ χτίζει και πάλι τον μύθο του πάνω στην αλήθεια και σε όλες της εκφάνσεις της, παρουσιάζοντας τελικά ένα δυσθεώρητο έπος πάνω στην ταξική πάλη, στο πώς οι οικονομικά ανώτεροι προνοχιούμοι θα καταπατούν και πάντοτε θα καταπιέζουν τα φτωχότερα στρώματα, με κάθε διαθέσιμο οικονομικό και κοινωνικό τρόπο. Μια σκληρή θεματική που, όπως συνήθιζε ο σκηνοθέτης, δεν εμπεριείχε στρογγυλέματα και ελαφρύνσεις που θα έκαναν τον θεατή να νιώσει καλύτερα.

Κι ενώ η αμεσότητα της Βιετνάμ αφήγησης βρήκε πρόσφορο έδαφος σε μια κοινωνία που ακόμα επεξεργαζόταν το σοκ, η πικρή αυτή σύνδεση μιας διαχρονικής κοινωνικής αλήθειας με την πολύ πιο παραδοσιακά αμερικάνικη εικονογραφία της άγριας Δύσης, βρήκε τεράστιες αντιστάσεις. Ερχόμενη, ειδικά, σε μια στιγμή που –όπως υπογραμμίζει κι ο Scott Foundas στη Village Voiceο ριγκανισμός ερχόταν ορμητικά για να πουλήσει μια επιστροφή στην αμερικανική σπουδαιότητα.

 

Όλα αυτά δε μπορούσε φυσικά να τα γνωρίζει ο Cimino, ο οποίος στο μεταξύ έχτισε μια ολόκληρη πόλη της Δύσης προκειμένου να ανασυστήσει πιστά την περίοδο, φέρνοντας ακόμα κι ένα παλιό τρένο της εποχής από ένα μουσείο(!). «Επειδή θέλαμε να εισάγουμε το κοινό σε μια διαφορετική εποχή, μια διαφορετική ηθική, δείχναμε την αληθινή Δύση.

Όχι την ψεύτικη Δύση των γουέστερν όπου δεν υπήρχε ποτέ κανείς έξω στους δρόμους. Δυο τύποι βγαίναν έξω να μονομαχήσουν και δεν υπήρχε κανείς τριγύρω… Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι στη Δύση!», λέει ο Cimino στο Filmmaker.

Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Kris Kristofferson, Jeff Bridges, Isabelle Huppert (στον πρώτο της αγγλόφωνο ρόλο), John Hurt, Christopher Walken, Sam Waterston, Mickey Rourke, Terry O’Quinn. Το ερμηνευτικό επίπεδο είναι ακόμα καλύτερο από όσο ακούγεται, μιλάμε για απίστευτα πράγματα.

Με τη διεύθυνση φωτογραφίας του θρυλικού Vilmos Zsigmond να φέρνει στο φιλμ έντονες χρωματικές αποχρώσεις (που το director’s cut επαναφέρει σε όλο τους το μεγαλείου) περασμένες μέσα από το θολό μεγαλείο μιας Ιστορίας περασμένης αλλά ζωντανής, και με το φιλμ να αναπνέει και να κινείται τόσο ανάμεσα στα βλέμματα και τις αλληλεπιδράσεις των ηρώων του αλλά και στο ρυθμό και το μεγαλείο του κόσμου που δημιουργεί, το Heaven’s Gate είναι –και πάντα ήταν– ένα μνημειώδες αριστούργημα που χωρά μέσα τους τη ζωή, τα αδιέξοδα, την ηθική, τις ανάσες μιας ολόκληρης Ιστορίας (κι όχι, απλώς, ιστορικής περιόδου).

«Έχω τεράστιο σεβασμό για τους χορευτές και τους χορογράφους. Τους αγαπώ», λέει ο Cimino μιλώντας στο Filmmaker για τις απίστευτες σκηνές χορού που συναντάμε στο φιλμ, να μοιάζουν σα να μην τις απασχολεί καν το αν ποτέ θα τελειώσουν. «Όπως είχε πει κι ο John Ford, τα τρία πιο ενδιαφέροντα αντικείμενα για μια κάμερα είναι ένα άλογο που τρέχει, ένα μεγάλο βουνό, κι ένα ζευγάρι που χορεύει». Από τους εξέχοντες μαθητές του John Ford, ο Cimino βάλθηκε να αποδείξει πως ένα κινηματογραφικό έπος μπορεί να σταθεί υπακούοντας σε αυτές τις τρεις κατευθυντήριες οδηγίες.


Michael Cimino, δεξιά, μαζί με το πρωταγωνιστικό του δίδυμο των Isabelle Huppert και Kris Kristofferson, τον Μάιο του ’81 στις Κάννες. / AP Photo

Michael Cimino, δεξιά, μαζί με το πρωταγωνιστικό του δίδυμο των Isabelle Huppert και Kris Kristofferson, τον Μάιο του ’81 στις Κάννες.

Δυστυχώς για όλους, η δικαίωσε άργησε πολύ να έρθει. Αν ο Ελαφοκυνηγός ακροβατούσε στα όρια του «αφήστε τον δημιουργό να δημιουργήσει», το Heaven’s Gate τα ποδοπάτησε. Στην 6η μέρα λέγεται πως το πρόγραμμα ήταν ήδη 5 μέρες πίσω, το μπάτζετ φούσκωσε στο τετραπλάσιο του αρχικού, ο Cimino ήταν τελειομανής μέχρι καταστροφής (σε πράγματα που αφορούσαν από τους ηθοποιούς του μέχρι το στήσιμο των σκηνικών), η αρχική κόπια που παρέδωσε ξεπερνούσε τις 5 ώρες, όμως όλα αυτά πάντοτε μέσα σε ένα κλίμα προστασίας.

Το στούντιο, με μεγάλη παράδοση εξάλλου στην δημιουργική ελευθερία των σκηνοθετών του, τον άφησε σχετικά ανενόχλητο, ακόμα κι όταν φάνηκε πως τα πράγματα έχουν ξεφύγει ολότελα.

Το αποτέλεσμα ήταν μια ταινία που μονταρίστηκε και ξαναμονταρίστηκε, κυκλοφόρησε διστακτικά πριν διασυρθεί στην κριτική της εποχής, επανακυκλοφόρησε πετσοκομμένη στις 2 ώρες διάρκειας και έκανε ένα box office τόσο ανεπανάληπτα καταστροφικό που θεωρήθηκε υπαίτια για την αρχή του τέλους για τη United Artists, ένα από τα ιστορικότερα στούντιο του Χόλιγουντ. Αυτός είναι άλλος ένας μύθος που θα ακολουθεί για πάντα το φιλμ που, όπως και η τακτοποιημένη διχοτόμηση των εποχών, μάλλον δεν είναι απόλυτα αληθής: Η United Artists αφενός δεν φαλήρισε παράμοσχοπουλήθηκε, και επρόκειτο να πουληθεί επειδή η εταιρεία που την είχε αγοράσει άλλαξε στρατηγική, αν και παραμένει πιθανό οι μπελάδες γύρω από τη δημιουργία του Heaven’s Gate να έπαιξαν τον ρόλο τους σε αυτή την διάθεση.

Το αν τελικά το Heaven’s Gate ήταν η αιτία όλων αυτών των τεράστιων αλλαγών, αν ήταν παράπλευρη απώλεια, ή αν ήταν απλώς μια παράλληλη έκφραση των ίδιων συμπτωμάτων που θα επέφεραν την μεγάλη αλλαγή σε ολόκληρο το χολιγουντιανό σύστημα, είναι κάτι που ακόμα εξετάζεται.

Το βέβαιο είναι πως το μέγεθος του σοκ είχε σεισμικές επιπτώσεις σε όλη τη βιομηχανία, σημαίνοντας με τον ένα τρόπο ή τον άλλον, τη μετάβαση από το auteur-driven σινεμά των ‘70s σε ένα σύστημα πολύ πιο ελεγχόμενο από τα στούντιο, όταν δηλαδή τα λεφτά αποφάσισαν πως το να παίρνουν τις αποφάσεις οι δημιουργοί δεν ήταν οικονομικά ορθό.

Ο ίδιος ο Cimino, ένα από τα μεγαλύτερα και πιο επιτυχημένα ως τότε ταλέντα του αμερικάνικου σινεμά, εξαφανίστηκε τελείως. Γύρισε λίγες ακόμα ταινίες στο β’ μισό των ‘80s, το Year of the Dragon προτάθηκε για 5 Χρυσά Βατόμουρα, η τελευταία ταινία του ήταν το Sunchaser του 1996 που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ κατευθείαν σε βίντεο. Η σοκαριστικά απότομη αυτή μετάβαση θα στέκει για πάντα ως απόλυτη αλληγορία για το Χόλιγουντ που υπήρξε και το Χόλιγουντ που επικράτησε.

Το χρήμα είναι φυσιολογικό να θέλει να βγάλει κι άλλο χρήμα και οι καλλιτέχνες είναι φυσιολογικό να θέλουν να κάνουν την τέχνη που έχουν μες στο κεφάλι τους. Αν για κάποιο διάστημα φαινόταν πως αυτές οι δύο πραγματικότητες μπορούσαν να είναι συμβατές, η παταγώδης αποτυχία του Heaven’s Gate ήταν σα να έλυσε τα μάγια, σαν το βίαιο ξύπνημα την ώρα που βλέπεις το πιο γλυκό όνειρο. Οι δύο πραγματικότητες έπαψαν οριστικά κι αμετάκλητα να είναι συμβατές, με αποτέλεσμα την ακραία σημερινή πραγματικότητα.

Όμως ευτυχώς για όλους, η ιστορία του Heaven’s Gate δεν τελείωσε εκεί. Υπό την πίεση ενός κύματος κριτικής επανεκτίμησης και μιας επερχόμενης κυκλοφορίας του φιλμ από την Criterion, ο Cimino –παρότι δεν του άρεσε να κοιτάζει πίσω!– επέστρεψε στη διαβόητη ταινία του για να την ανασυστήσει όπως εξαρχής την είχε οραματιστεί. Με όλη της τη διάρκεια, όλα της τα χρώματα, όλους τους χορούς, τα βλέμματα, την θλίψη, τις ανάσες.

«Όλα αυτά τα χρόνια, ένιωθα πως το Heaven’s Gate ήταν ένα όμορφο, φανταστικά χρωματισμένο μπαλόνι δεμένο με σπάγγο στον καρπό μου ώστε το μπαλόνι να μη μπορεί να πετάξει», λέει συγκινημένος στην Village Voice το 2013, κατά την παρουσίαση της director’s cut εκδοχής του.

Γιατί περισσότερο από μια ταινία σύμβολο, το Heaven’s Gate πάντα ήταν και ακόμα είναι ένα από μεγαλύτερα αριστουργήματα στην ιστορία του νέου αμερικάνικου σινεμά. Μια ταινία που θα της άξιζε να έχει σημαδέψει την ιστορία του Χόλιγουντ με έναν πολύ πιο θετικό τρόπο από ό,τι τελικά το έκανε. Κι αν το Χόλιγουντ έχασε οριστικά τη δημιουργική μάχη, τουλάχιστον το Heaven’s Gate επιβίωσε.

 

*Το Heaven’s Gate του Michael Cimino προβάλλεται στην οριστική, director’s cut μορφή της και σε ψηφιακή αποκατάσταση στο πλαίσιο των Νυχτών Πρεμιέρας, τη Δευτέρα 3 Οκτωβρίου στις 19.00 στο Άστυ. Εισιτήρια είναι διαθέσιμα στο site των Νυχτών Πρεμιέρας.

Exit mobile version