Το ‘Hillbilly Elegy’ είναι ένα ακόμη χτύπημα του 2020
- 12 ΝΟΕ 2020
Ο παραλληλισμός που κάνω με το ‘Cats’ βέβαια δεν σχετίζεται μονάχα με τη συντριβή του αποτελέσματος. Το ‘Hillbilly Elegy’ άλλωστε δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα στο Netflix, δεν ξέρω τι απόδοση θα έχει για την πλατφόρμα, και δεν μπορώ να ξέρω ακόμα πώς θα το αντιμετωπίσουν τα Όσκαρ. Μία μετριοπαθής, έστω, επιτυχία βρίσκεται ενδεχομένως ακόμα μπροστά του. Τα κοινά τους στοιχεία δεν έχουν να κάνουν με το box office.
Είναι όμως κι αυτή μία ταινία βασισμένη σε μία υπερεπιτυχημένη μεν, τουλάχιστον αμφιλεγόμενη πηγή δε, γυρίστηκε από έναν σκηνοθέτη με δίπλωμα στις Μια Χαρά Ταινίες με χολιγουντοποιημένα φινάλε, και επιστράτευσε ένα κεντρικό καστ από ερμηνευτικά powerhouses που προσπαθούν να υπηρετήσουν αφοσιωμένα χαρακτήρες που τους εκθέτουν. Εκεί είδαμε την Judi Dench να γλείφει τη γούνα της και τον Ian McKellen να νιαουρίζει στο άπειρο, εδώ βλέπουμε την Amy Adams με την περούκα της να κυλιούνται στην άσφαλτο και τη Glenn Close να λέει ατάκες όπως «δεν θα της έφτυνα τον κώλο ακόμα κι αν είχαν πιάσει φωτιά τα σωθικά της» (;;;).
Ο J.D. Vance, ο συγγραφέας του ομώνυμου βιβλίου που ενέπνευσε την ταινία, ήταν πολύ διστακτικός ως προς κάποια μεταφορά του βιβλίου του. Ήταν επίσης διστακτικός για τη θέση που του είχε προσδοθεί ως ‘επεξηγητής των χιλμπίληδων’ μετά την κυκλοφορία του. Έτσι ονομάζονται – υποτιμητικά συνήθως – οι κάτοικοι των Απαλάχιων Ορέων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Vance δεν κατέγραψε μονάχα τις προσωπικές εμπειρίες που είχε μεγαλώνοντας ανάμεσά τους, αλλά και τα συμπεράσματα που είχε βγάλει ως τα 32 του χρόνια για την ψυχολογία και την κουλτούρα που οδηγεί εκείνους τους ανθρώπους στις άστοχες, όπως κυρίως τις παρουσίαζε, αποφάσεις τους. Επειδή μία από αυτές ήταν η επιλογή του Donald Trump στις εκλογές του 2016, το βιβλίο είχε τότε αναγνωριστεί ως «ένας πολιτισμένος οδηγός αναφορών για απολίτιστες εκλογές» που επιχειρούσε να εξηγήσει γιατί η εξαθλιωμένη λευκή εργατική τάξη της περιοχής επιδεικνύει συγκεκριμένες τάσεις μέσα στην οικονομική ταραχή της. Ένα ‘λυσάρι των πληβείων για αρχάριους’ με τέλειο timing που λογικά θα είχε πουλήσει τίμια ανεξαρτήτως αυτού, μετά τις εκλογές του 2016 όμως βρέθηκε να σκαρφαλώνει μέχρι το Νο.2 των best-sellers των New York Times (για την ψυχολογία της εποχής να αναφέρω πως το Νο.1 ήταν το ‘1984’ του George Orwell), για να μετατραπεί τελικά σε ένα πραγματικό σημείο αναφοράς σε μια δημόσια πολιτική συζήτηση που πάσχιζε να βρει το κλειδί της επιτυχίας του Trump. Δεν ήταν λίγοι, δε, οι επικριτές του βιβλίου, οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής κιόλας, που είχαν εναντιωθεί στην οπτική του συγγραφέα.
Ο Vance δεν έφερε ευθύνη για το πώς πλασαρίστηκε το βιβλίο του, ούτε αισθάνθηκε ποτέ άνετα με το γεγονός ότι ο ίδιος αντιμετωπιζόταν ως η μοναδική φωνή εκπροσώπησης για τον τόπο του. Δεν θα μπορούσε επίσης παρά να καταγράψει τη δική του αλήθεια. Αυτό είναι και το νόημα ενός απομνημονεύματος άλλωστε. Το ‘Hillbilly Elegy’ όμως είχε ήδη τα δικά του μεγάλα προβλήματα που αναμφίβολα επηρέασαν την ταινία του Howard.
Ο Vance που αυτοπροσδιορίζεται ως συντηρητικός, είναι γιος μιας εθισμένης στα οπιοειδή και αργότερα στην ηρωίνη μητέρας που άλλαζε διαρκώς συντρόφους, μεγάλωσε κυρίως με τη γιαγιά του στην εφηβεία του, κατατάχθηκε στον στρατό και χρησιμοποίησε τις απολαβές του για να σπουδάσει νομική στο Yale, και ασχολήθηκε μετά την αποφοίτησή του με τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών σε συνεργασία με τον δισεκατομμυριούχο Peter Thiel. Ο βασικός σκοπός του βιβλίου του ήταν θεωρητικά να παρέχει μία εκ των έσω ματιά κατανόησης στους ανθρώπους που αγάπησε, στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν όσο η κοινωνία τους αφήνει πίσω, στους λόγους που ψηφίζουν αυτά που ψηφίζουν (ο ίδιος ο Trump ωστόσο δεν έχει την παραμικρή αναφορά στο βιβλίο). Η ανάλυσή του όμως δεν εξερεύνησε ποτέ σε ιδιαίτερο βάθος τους πολυεπίπεδους παράγοντες που οδηγούν στα φαινόμενα που ήθελε να εξετάσει – την ενδοοικογενειακή βία για παράδειγμα που βίωνε ο ίδιος και παρατηρούσε στην υπόλοιπη κοινότητά του. Όσο για τον ρατσισμό ούτε λόγος.
Παρότι διαφαινόταν η αγάπη, ενίοτε και ο σεβασμός για τους Απαλαχιανούς στο κείμενό του, ο Vance έγραψε τις εμπειρίες του σαν δραπέτης με το σύνδρομο του επιζώντος. Εκείνος κατάφερε να ξεφύγει από την κατάσταση αυτή, υποστηρίζει, γιατί έκανε καλές επιλογές. Οι υπόλοιποι είναι πολύ παραδομένοι στη μιζέρια τους για να το πετύχουν. Προτιμούν να επαφίενται στη βοήθεια της κυβέρνησης αντί να αναλάβουν τις ευθύνες τους, και κάποιος ‘δικός τους’ έπρεπε επιτέλους να τους το πει. Η ανάγκη για κρατική στήριξη ελαχιστοποιήθηκε – ανάμεσα σε άλλα – τόσο πολύ στο επιπόλαιο βιβλίο του, που όσα πίστευε πως έγραφε ως ‘tough love’ πλησίαζαν πιο πολύ στην περιφρόνηση. Ο Howard – και μαζί του η σεναριογράφος της ταινίας Vanessa Taylor που υπήρξε υποψήφια για Όσκαρ με το ‘Shape of Water’ – δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από τον εγωκεντρισμό του κειμένου του. Δεν το κατάφεραν παρά το κάπως διαφορετικό απόσταγμα που κράτησαν.
Ο Howard είδε στο ‘Hillbilly Elegy’ μία εμψυχωτική ιστορία ενός ανθρώπου που κατάφερε να διαψεύσει τις προσδοκίες, να κινηθεί ανοδικά στις κοινωνικές τάξεις και να γίνει μία ζωντανή απόδειξη του Αμερικανικού Ονείρου. Κάποιος που παρά τις αντίξοες συνθήκες, άκουσε το βουνίσιο DNA του που δεν του επέτρεπε να τα παρατήσει (“ξέρεις πώς είμαι εγώ, πάντα στέκομαι στα πόδια μου”, επιβεβαιώνει σε κάποια φάση ακόμα μια ημιθανής πλην όμως βουνίσια Adams στον ρόλο της μητέρας).
Ο Howard πήγε δηλαδή να φτιάξει μία παλιομοδίτικη απ-τα-αλώνια-στα-σαλόνια χολιγουντιανή ταινία. Ατάκες όπως «είμαστε βουνίσιοι και τιμάμε τους νεκρούς μας», η μουσική του Hans Zimmer που επιχειρεί να ντύσει λυρικά το περιβάλλον των ηρώων, οι μεταμορφώσεις δύο ηθοποιών όπως της Adams και ιδίως της Close που υποδύεται τη γιαγιά του Vance, και οπωσδήποτε η πλήρως απολιτική σκοπιά της ταινίας αυτό δείχνουν. Μπορεί και να του έβγαινε αν παρά τις καλές του προθέσεις δεν διαιώνιζε τα στερεότυπα που θέλει να αποδομήσει. Ο Howard μπορεί μεν προέρχεται από μια οικογένεια με ταπεινές ρίζες, μεγάλωσε όμως μέσα στο Hollywood και δεν ήταν κατάλληλος για το συγκεκριμένο πρότζεκτ. Έχει απεικονίσει την ιδέα του τι σημαίνει να είσαι φτωχός όπως την έχει κάποιος πλούσιος. Κανείς από τους χαρακτήρες του δεν είναι ανθρώπινος (με την εξαίρεση της Haley Bennett που επιβιώνει στον πιο διακριτικό ρόλο της αδερφής του Vance).
Η ταινία του χωρίζεται σε δύο κυρίως timelines που μπλέκονται σε όλη τη διάρκειά της. Στη μία βλέπουμε τον J.D. σε νεαρή ηλικία (Owen Asztalos) να συνειδητοποιεί σταδιακά πως η μητέρα του δεν ήταν ικανή να τον μεγαλώσει. Στην άλλη τον βλέπουμε φοιτητή πια (Gabriel Basso), να διακινδυνεύει τη συνέντευξή του με ένα μεγάλο γραφείο επειδή πρέπει να τακτοποιήσει εσπευσμένα τη μητέρα του μετά τη νοσηλεία της λόγω υπερβολικής δόσης. Σε κανένα σημείο τους των δύο timelines δεν βλέπουμε κάποιο ψήγμα, έστω, κανονικότητας.
Θα περίμενες επίσης πως μία ταινία με τόσες σκηνές να καταλήγουν σε εκρηκτικούς καβγάδες, ή σε επισκέψεις από την αστυνομία/σε νοσοκομεία θα ήταν οτιδήποτε άλλο από βαρετή, αλλά το ‘Hillbilly Elegy’ σε σφυροκοπά τόσο ανελέητα που καταντά μονότονο και νωθρό. Στην εισαγωγή ακούμε τον J.D. να μας λέει πως τα πιο πιο χαρούμενα καλοκαίρια του ήταν στο Jackson του Kentucky, αλλά δεν γίνεται να τον πάρεις στα σοβαρά. Όχι όταν όλες του οι περιγραφές θα μπορούσαν να κλείνουν με το “well, that escalated quickly” του Ron Burgundy. Ό,τι βλέπουμε από αυτά τα καλοκαίρια τελειώνει με κάποιον ή να ουρλιάζει υστερικά, ή να καλεί την αστυνομία, ή να προσπαθεί να αυτοκτονήσει (ενίοτε όλα τα παραπάνω). Σε μια σκηνή ο χαρακτήρας της Close προσπαθεί κυριολεκτικά να κάψει έναν άνθρωπο ζωντανό αλλά hey, κανένα περιστατικό δεν θα είναι τόσο δραματικό όσο το επόμενο.
Η Adams έχει ήδη κριτικές που χαρακτηρίζουν την ερμηνεία της εδώ ως τη χειρότερη της καριέρας της αλλά διαφωνώ. Το σενάριο και η σκηνοθεσία του Howard τής δίνουν δύο λειτουργίες – νοσηρή χαρά ή έκρυθμη κατάρρευση. Αυτά. Τυπικά λοιπόν ναι, είναι ό,τι χειρότερο έχει κάνει και δεν μπορείς να απολαύσεις τίποτα απ’ όσα προσπαθεί, αλλά αρνούμαι να της ρίξω την ευθύνη. Το ίδιο παθαίνει και η Close που προορίζεται για τα Όσκαρ πάλι του χρόνου (ο ρόλος της είναι καθαρά Β΄ Γυναικείου και όχι Α΄ όπως ακουγόταν).
Η ηθοποιός έχει αναφέρει πως αντιμετώπισε τον ρόλο όπως τους υπόλοιπους που έχει κάνει «σε drag», αλλά εκεί έγκειται και το πρόβλημα. Η Mamaw δεν είναι η Cruella De Vil, ή δεν θα έπρεπε τουλάχιστον. Είναι μία αναγνωρίσιμη ηλικιωμένη φιγούρα, όχι κάποιος διαγωνισμός cosplay (φράσεις όπως «όλοι σ’ αυτή τη ζωή είναι είτε καλοί Terminators, είτε κακοί Terminators, είτε ουδέτεροι» ακόμα κι αν ειπώθηκαν στ’ αλήθεια δεν βοηθάνε, τι σημαίνει καν αυτό). Όπως και στην περίπτωση της Adams, οι περισσότερες στιγμές της Close είναι ιδανικές για gifs και memes. Όχι για βραβεία. Γνωρίζουμε όμως ότι αυτές οι γυναίκες ξέρουν να παίζουν, Ron Howard, το ξέρουμε αυτό. Γιατί να εκτεθούν έτσι;
Για την ιστορία, και επειδή έκανα νωρίτερα παραλληλισμούς με το ‘Cats’, η επιλογή μου ανάμεσα στον Howard και τον Hooper θα είναι πάντοτε ο Howard. Εκτός από το γεγονός ότι φαίνεται αληθινά ευγενής, το μεγαλύτερο μέρος της σκηνοθετικής του καριέρας συνοψίζεται μεν σε τρία αστεράκια, έχει όμως συχνά καλές στιγμές – πολύ καλές ενίοτε κιόλας – είναι αναπολογητικά ρομαντικός ως δημιουργός και δεν έχει χάσει τη ζωντάνια του. Έχει φτιάξει ταινίες που λάτρευα μεγαλώνοντας, κάνει ακόμα κάποιες που με εκπλήσσουν ευχάριστα όπως το ‘Rush’, και εκτιμούσα πάντοτε τη διάθεσή του να καταπιάνεται με διαφορετικά θέματα.
Το τελευταίο ωστόσο είναι και η τρικλοποδιά του εδώ, γιατί προφανώς το προνόμιο που έχει αποκτήσει ζώντας ολόκληρη τη ζωή του στο Hollywood και κάνοντας σκηνοθεσία για πάνω από 40 χρόνια, μάλλον τον έχει πείσει ότι έχει την ικανότητα να μιλήσει για τα πάντα. Το ‘Hillbilly Elegy’ όμως δεν διαβάζει το δωμάτιο, φέρεται στους ήρωές του σαν θηρία σε τσίρκο, και δεν νοιάζεται ούτε για τη φτώχεια, ούτε για την οικογένεια παρότι ισχυρίζεται το αντίθετο.
Το ‘Hillbilly Elegy’ κυκλοφορεί στις 24 Νοεμβρίου στο Netflix.