House of Cards, η τόλμη του να λες ιστορίες
- 7 ΑΠΡ 2014
Μην μου πείτε ότι η πρόσφατη κυβερνητική κρίση που οδήγησε τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά να απολύσει τον γραμματέα της κυβέρνησης Τάκη Μπαλτάκο δεν σας θύμισε λίγο το House of Cards, το δεύτερο κύκλο του οποίου είδαμε φέτος.
Αν δεν σας το θύμισε, δεν έχετε δει την σχετική αμερικάνικη σειρά, δεν ξέρετε ποιος είναι ο Φρανκ Αντεργουντ, το ρόλο του οποίου υποδύεται ο Κέβιν Σπέισι. Αν αυτό συμβαίνει, είσαστε τυχεροί άνθρωποι: μπορείτε να το δείτε τώρα – πιθανότατα θα ξετρελαθείτε, ειδικά αν ταυτίζετε την πολιτική με την ίντριγκα και πιστεύετε ότι κατά βάθος ο πολιτικός μακιαβελισμός είναι στοιχείο που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τις ιδεολογίες ή τα όποια οικονομικά σχέδια.
Δεν θα πω τίποτα για να σας πείσω: δεν χρειάζεται. Επίσης δεν θα αποκαλύψω κανένα από τα μυστικά της σειράς, ούτε θα επιχειρήσω να εξηγήσω το γιατί είναι εξαιρετική: άλλωστε μπορεί και να μην είναι και είμαι βέβαιος ότι αυτοί στους οποίους δεν αρέσει θα μπορούσαν να εξηγήσουν το γιατί. Ισως μάλιστα οι λόγοι τους να είχαν περισσότερο ενδιαφέρον από των fun στους οποίους και εγώ συγκαταλέγομαι – μολονότι δυο τρία πραγματάκια σεναριακά με ξενίζουν.
Το House of Cards είναι μια από τις σπάνιες (και πολύ τυχερές σειρές) των οποίων η φήμη προηγήθηκε της επιτυχίας. Είναι η ακριβότερη παραγωγή που έχει γυριστεί ποτέ για ιντερνετικό κανάλι. Βασίστηκε (αλλά πολύ λίγο πιστέψτε με…) σε μια βρετανική σειρά που διαπραγματεύεται τις ίντριγκες εντός του κόμματος των Συντηρητικών για τη διαδοχή της Μάργαρετ Θάτσερ.
Πιθανότατα χρηματοδοτήθηκε από τον παραγωγό και πρωταγωνιστή της Κέβιν Σπέισι γιατί αυτός ερωτεύτηκε τους σεξπηρικούς ρόλους και θέλησε να παίξει ένα τέτοιο σε μια σειρά, όμως, πολύ της εποχής μας. Οι σκηνοθέτες που δούλεψαν για την επιτυχία της, έχουν τόσο σπουδαία ονόματα ώστε ήταν εξασφαλισμένο από πριν ότι η σειρά θα σκίσει: ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί να ρίξει μια ματιά σε μια δουλειά του «τέρατος» που λέγεται Ντέιβιντ Φίντσερ;
Ακόμα και η διανομή της (όλα τα επεισόδια στο ΝΕΤFLIX σε μια μέρα) ήταν τόσο πρωτοποριακή, ώστε πολύ σωστά και πολύ προφητικά ο Θοδωρής Δημητρόπουλος έγραψε εδώ πριν από δεκατέσσερις μήνες ότι η σειρά είναι «το συνώνυμο του μεγαλύτερου πειράματος πάνω στις συνήθειές μας ως θεατές, που ενδέχεται να σηματοδοτήσει τη μεγαλύτερη αλλαγή εδώ και δεκαετίες».
Δεν θέλω να σας ζαλίσω με επαναλήψεις των μυστικών μιας επιτυχίας. Θέλω απλά, έχοντας πολύ πρόσφατα στα μάτια μου τα επεισόδια του δεύτερου κύκλου να καταθέσω τη ζήλεια μου για αυτό που μόνο οι Aμερικάνοι μπορούν: μόνο αυτοί βρίσκουν το κουράγιο να φτιάξουν ταινίες και σειρές με πολιτική θεματική κανιβαλλίζοντας, γελοιοποιώντας και κάνοντας κομμάτια τους πολιτικούς τους θεσμούς και τους ρόλους των πολιτικών τους. Από το μικρότερο, που μπορεί να είναι ένας ασήμαντος βουλευτής μέχρι το μεγαλύτερο, που μπορεί να είναι ο πρόεδρος ή ο Λευκός Οίκος.
Το κάνουν και οι Άγγλοι θα πει κάποιος και ως παρατήρηση είναι σωστή: το κάνουν αλλά εν μέρει. Οι Άγγλοι δεν έχουν τολμήσει ποτέ να αγγίξουν τα ιερά και τα όσια του βασιλικού τους οίκου παρουσιάζοντας μια βασίλισσα υστερική, παθιασμένη για εξουσία ή άβουλη στα χέρια των συμβούλων της. Αντιμετωπίζουν με ειρωνεία υπουργούς και πρωθυπουργούς (το «Υes my minister» και η συνέχεια του μεγάλωσε γενιές…), και κατά καιρούς μας έχουν δώσει και πολλά ενδιαφέροντα φιλμ (ή και τηλεοπτικές σειρές) που βασίζονται στην παράξενη σχέση των μυστικών τους υπηρεσιών με την κυβέρνησή.
Είναι καλοί στο να καταγγέλλουν, αλλά ακόμα καλύτεροι όταν ασχολούνται με ιστορίες αληθινές, στις οποίες μπορούν να δώσουν διαστάσεις θρίλερ άλλοτε πετυχημένα (εξηγώντας την επιτυχία ή την αποτυχία του Μπλερ π. χ) κι άλλοτε αποτυχημένα (θυμηθείτε διάφορες αγιογραφίες της Νταϊάνα π.χ).
Μπορούν επίσης να σατιρίσουν απερίγραπτα πολύ τον πολιτικό τους κόσμο: το επεισόδιο π.χ στο Black Mirror με τον πρωθυπουργό που πρέπει να κάνει δημοσίως sex με ένα γουρούνι για το χατίρι μιας πριγκίπισσας είναι βρετανικά απίστευτο.
Όμως οι Άγγλοι δεν έχουν τον κυνισμό των Αμερικάνων να στήσουν δραματικές ιστορίες σε ένα πραγματικό καμβά: συνήθως λένε χαρούμενα παραμυθάκια. Οι Αμερικάνοι, όταν αποφασίζουν να το κάνουν, δεν σταματάνε μπροστά σε τίποτα κάνοντας συχνά τρομακτική, όσο και θεαματική, την παρασκηνιακή διάσταση της κάθε εξουσίας! Στο House of Cards δεν υπάρχουν καλοί και κακοί: υπάρχουν μόνο τσακισμένοι από το σύστημα και κουφάλες.
Δεν είναι καινούργιο σαν πρόταση αυτό: ίσα ίσα. Ακόμα και ο χαρακτήρας που ο Σπέισι υποδύεται (μηχανορράφος, επικίνδυνα ικανός, άσπλαχνος, διεφθαρμένος και διεστραμμένος) δεν είναι κάτι το αυθεντικό. Κατά καιρούς έχουμε δει και στο σινεμά και στις τηλεοπτικές σειρές το ρόλο του πολιτικού αριβίστα, του προικισμένου μαριονετίστα, του ασταμάτητου εξουσιομανή που δεν πουλάει την ψυχή του στο διάβολο απλά γιατί ο διάβολος είναι ο ίδιος. Στην προκειμένη περίπτωση είναι συναρπαστική η ερμηνεία του ρόλου πιο πολύ από την όποια αυθεντικότητα του.
Αλλά δεν είναι ούτε καν το cast ή το σενάριο αυτό που με ενθουσιάζει: ζηλεύω – και το ομολογώ – την ικανότητα των αμερικάνων να δείχνουν όψεις του βούρκου της πολιτικής (παραμυθένιες ή αληθοφανείς, υπερβολικές ή ακόμα και άδικες για το πολιτικό τους σύστημα και τους λειτουργούς του) χωρίς κανείς να τους κατηγορεί (ιδιαίτερα…) για την στοχευμένη επιλογή τους.
Θαυμάζω και την ανοχή και την ωριμότητα του κοινού τους, που π.χ μπορεί να κάνει επιτυχία μια σειρά που ειρωνεύεται τις συνιστώσες των Δημοκρατικών (και την εσωτερική τους κομματική λειτουργία), την ώρα που έχει ψηφίσει δυο φορές τον Μπάρακ Ομπάμα για πρόεδρο.
Φανταστείτε τι θα γίνονταν στην Ελλάδα αν αύριο μια τηλεόραση αποφάσιζε να γυρίσει ένα σήριαλ με θέμα την οικονομική διαχείριση εντός του ΚΚΕ και την πώληση του 902. Ή τι χαμός θα γίνονταν, αν ένα 100% φανταστικό σενάριο παρουσίαζε ίντριγκες μέσα στο ΠΑΣΟΚ τον καιρό της διαδοχής του Αντρέα Πανανδρέου. Ή τι σάλο θα προκαλούσε ένα σήριαλ που θα βασίζονταν στην εντελώς αυθαίρετη διαπίστωση πως στο ΣΥΡΙΖΑ π.χ οι μισοί δεν γουστάρουν τους άλλους μισούς. Ή τι φασαρία θα ξεσπούσε αν γυρίζοντας ένα σήριαλ με σαφής και ξεκάθαρες αναφορές στη Νέα Δημοκρατία και θέμα μια σύζυγο πρωθυπουργού που κερατώνει τον άντρα της.
Οποιος τολμούσε να τα κάνει αυτά θα καταγγέλλονταν από τα κόμματα και τις (ακόμα μεγάλες) «ουρές» τους, θα ήταν «πράκτορας» ή «όργανο των πολυεθνικών» ή «ασεβής» απέναντι στην ιστορία: εδώ, στη χώρα της δημοκρατίας κατά τα άλλα, φτάσαμε να βρίζουμε τον Τατσόπουλο και τον Βερέμη για ένα ντοκιμαντέρ (!) για το 1821. Φανταστείτε να γίνονταν και σήριαλ για τη ζωή του στο οποίο μυθοπλαστικά να υπήρχε υπαινιγμός ότι ο εθνικός ήρωας τα χε κρυφά με μια Τουρκάλα.
Δεν μας λείπουν οι ιστορίες: αυτή του ιντριγκαδόρου Μπαλτάκου π.χ είναι μια χαρά αφορμή για σενάριο. Αλλά μας πνίγει η σοβαροφάνεια, η υποκρισία, η έλλειψη κουράγιου, η απουσία μιας φιλελεύθερης ανεκτικότητας απέναντι σε ένα έργο τέχνης. Το House of Cards με την υπερβολή του, την μαυρίλα του, την γοητεία μιας σχεδόν εμετικής και σίγουρα αχαλίνωτης διαφθοράς είναι κυρίως αυτό…