Eurokinissi
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ

Η άγνωστη ιστορία πίσω από τη θρυλική συνεργασία του Μίμη Πλέσσα με τη Φίνος Φίλμς

Μετά τη στενάχωρη είδηση του θανάτου ανέκυψαν ιστορίες και πτυχές μάλλον άγνωστες από τη ζωή του «τελευταίου μεγάλου συνθέτη» του 20ου αιώνα. Μία από αυτές αφορά στην πρώτη του επαφή με τον Φιλοποίμενα Φίνο.

«Δεν είναι αστείο το να έχεις τον χρόνο για κριτή γιατί αυτός δεν συγχωράει – δεν ανήκει σε κόμμα, δεν ανήκει σε παρέα, ντρέπεται να του εμφανίζουν πράγματα έστω και εποχιακά που να έχουν μπόι παραπάνω απ’ ό,τι αξίζουν», είχε δηλώσει στο Μονόγραμμα της ΕΡΤ μερικά χρόνια πριν ο Μίμης Πλέσσας, γνωρίζοντας ίσως κάπου βαθιά μέσα του, με όλη την ταπεινότητα που τον χαρακτήριζε, ότι το όνομά του θα μετρηθεί μετά θάνατον, όταν οι επόμενες (και επόμενες) γενιές θα βουρκώνουν με τα τραγούδια του.

Το σενάριο αυτό δεν είναι απλά πιθανό, αλλά θα πρέπει να το θεωρούμε δεδομένο. Ακόμη και αν κάποτε κοπούν οι λαϊκοί σταθμοί απ’ το ράδιο, ακόμη και αν σταματήσουν οι συναυλίες προς τιμήν του (όπως εκείνο το συγκινητικό αφιέρωμα που διοργανώθηκε στο Ηρώδειο το καλοκαίρι), εκείνος θα συνεχίσει απτόητος να ταξιδεύει από τη μία γενιά στην επόμενη, κρατημένος καλά επάνω στη «σχεδία» του αθάνατου ελληνικού κινηματογράφου. Για όσο θα παίζονται ταινίες όπως οι Γοργόνες και Μάγκες, Μια κυρία στα μπουζούκια και η Αθήνα τη νύχτα, εκείνος θα παραμένει παρών, να δίνει φωνή στο συναίσθημα.

Του ρολογιού οι δείκτες για τον σπουδαίο Μίμη Πλέσσα σταμάτησαν μερικές μέρες πριν κλείσει τα 100 έτη, χωρίς να περάσει περίοδος που έμεινε μακριά από το πιάνο και τη μουσική του. «Τη μέρα που θα πάψω να παράγω, θα πεθάνω», έλεγε. Μ’ αυτόν τον τρόπο, κρατούσε το μυαλό και το σώμα του ζωντανό. Με τον ίδιο τρόπο, πορεύτηκε από μικρός στα δύσβατα και κακοτράχαλα (στην περίπτωσή του) μονοπάτια της ζωής, ξεκινώντας από μόνος του να μαθαίνει μουσική και να παίζει μετά σε λέσχες και καντίνες για να συντηρήσει την οικογένειά του, φεύγοντας έπειτα στην Αμερική και φτάνοντας τελικά να διευθύνει τις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου.

Όλα αυτά προτού επιστρέψει Ελλάδα και γίνει ο Πλέσσας που γνωρίζουμε.

Με αφορμή τη στενάχωρη είδηση του θανάτου, υπήρξαν διάφορες λιγότερο γνωστές πτυχές του πολυαγαπημένου συνθέτη που φωτίστηκαν: Ότι είχε στην κατοχή του διδακτορικό στη Χημεία από πανεπιστήμιο της Αμερικής και μάλιστα είχε διακριθεί για το ερευνητικό του έργο, ότι μυήθηκε μουσικά μέσα στα τζαζ κλαμπ στην πολιτεία του Γουισκόνσιν, ότι υπήρξε τρομερά ευρυμαθής και πρωτοπόρος στη μουσική.

Ανατρέχοντας στη μακρά παρακαταθήκη που άφησε πίσω του, διαπιστώσουμε ένα ανεξάντλητο εύρος. Έχει γράψει χιλιάδες τραγούδια για κάθε περίσταση, για κάθε συναισθηματική συνθήκη εκφράζοντας κατά βάση τον καθημερινό αγώνα των απλών ανθρώπων, και κανένα δεν έμοιαζε στο διπλανό του. Είχε συνθέσει τη μουσική για πάνω από 100 ταινίες οι οποίες κυμαίνονταν από ελαφριές κωμωδίες και μιούζικαλ μέχρι θρίλερ, ρυθμίζοντας κάθε φορά τον τόνο. «Δεν αντέγραψα ποτέ τον εαυτό μου», είχε πει ο ίδιος.

Πάντα με ήθος, μετριοφροσύνη και απόλυτη αφοσίωση στην τέχνη του, ο Πλέσσας είχε αναφερθεί και σε φορές που υποτιμήθηκε ή/και αποτέλεσε αντικείμενο εκμετάλλευσης από μεγάλα ονόματα τα οποία βρίσκονταν στη «μαρκίζα» της εποχής, όσο εκείνος παρέμενε πίσω απ’ τα φώτα ως συνθέτης.

Η ταύτιση με το ελληνικό σινεμά και τη Φίνος Φιλμς

Μια τέτοια ιστορία πικρίας αναφέρεται και στο κομμάτι της καριέρας στον τομέα της κινηματογραφικής παραγωγής. Προτού κυκλοφορήσει ο δίσκος Δρόμος και το όνομα Μίμης Πλέσσας γίνει συνώνυμο της επιτυχίας (1ο πωλήσεις ελληνικό βινύλιο μέχρι σήμερα), την περίοδο που είχε επιστρέψει στην πατρίδα από την Αμερική, ένας φίλος του τον έπεισε να ανοίξουν (το πρώτο) ιδιωτικό στούντιο ηχογραφήσεων που μετέπειτα μετατράπηκε σε κινηματογραφικό, κι έτσι άνοιξε ο δρόμος που θα απογείωνε τον Πλέσσα σε επίπεδο λαοφιλίας.

Όμως, ο δρόμος αυτός δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα.

Οι πρώτες συνθέσεις του Πλέσσα για το σινεμά γράφτηκαν το 1959 – η μία ήταν για την κωμωδία Να Πεθερός, Να Μάλαμα (Μάριος Νούσιας) και η δεύτερη για τη χολιγουντιανή ταινία Οργισμένοι λόφοι (Robert Aldrich). Εντωμεταξύ, η φιλοδοξία των συμπαραγωγών να κερδίσουν περισσότερα χρήματα οδηγεί σε προστριβές και ο Πλέσσας αποφασίζει να παραδώσει το μερίδιό του οικειοθελώς, βγαίνοντας ξανά σε αναζήτηση κινηματογραφικού στούντιο.

Μέσω του Γιάννη Δαλιανίδη οδηγείται στο στούντιο της Φίνος Φιλμς, που είχε μόλις μετακομίσει σε νέο πλατό και ετοιμαζόταν για την εκτόξευση της επόμενης δεκαετίας που θα γραφόταν στην ιστορία με χρυσά γράμματα.

Η ιστορία λέει ότι η πρώτη επαφή με τον Φιλοποίμενα Φίνο ήταν αρνητική.

Θεωρεί τον Πλέσσα ηλικιωμένο και ότι έχουν περάσει τα χρόνια της ακμής του – τι ειρωνεία; «Στην αρχή, ο Φίνος δεν με ήθελε, γιατί δεν είχα γράψει ούτε ένα τραγούδι», είχε δηλώσει ο ίδιος. Εκείνος ήταν τότε κοντά στα 40, ενώ είχε ταυτιστεί με τον ρόλο του σολίστ πιάνου στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, προφίλ το οποίο δεν ταίριαζε με το φρέσκο αίμα που έψαχνε το φιλόδοξο στούντιο παραγωγής. Το ίδιο έχει μεταφέρει σε συνέντευξη και η Λουκίλα Καρρέρ: «Ο Φίνος όντως δεν τον ήθελε στην αρχή, αναγκάστηκε όμως να παραδεχτεί την αξία του και του εμπιστευόταν τη μουσική για τις δυσκολότερες ταινίες του».

Μάλιστα, μια αφήγηση που κυκλοφορεί στο ίντερνετ (χωρίς επιβεβαιωμένη πηγή) αποδίδει στον Φίνο τη σκληρή φράση, «μα τι να τον κάνω; Αυτός είναι γέρος, είναι στυμμένο λεμόνι». Για καλό του ελληνικού σινεμά και της Φίνος Φιλμς, κάμφθηκαν οι αντιδράσεις.

Ξεκινά τη συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμς το 1960 (με τους Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες) και μέχρι το 1977 (και τον θάνατο του Φίνου) εκείνος θα έχει υπογράψει τη μουσική για 64 ταινίες της Φίνος Φιλμς, σε όλο το φάσμα των κινηματογραφικών ειδών. Ανάμεσα σε αυτές και αρκετές κορυφαίες εμπορικές επιτυχίες που συνεχίζουν να παίζονται μέχρι σήμερα στη μικρή οθόνη, όπως Οι Κληρονόμοι (1964), Η Χαρτοπαίχτρα (1964), Υπάρχει και Φιλότιμο (1965) Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο (1966) και Κάτι Κουρασμένα Παλληκάρια (1967).

Αποκορύφωμα εμπορικό και δημιουργικό αυτής της συνεργασίας ήταν ουσιαστικά τα μιούζικαλ των 60s – ένα είδος «αμερικάνικο» που κυνηγούσε να φέρει στη χώρα ο Γιάννης Δαλιανίδης κι αποτέλεσε για τον Πλέσσα το έναυσμα για να φτιάξει πλήθος τραγουδιών και μοτίβων που προέρχονταν απ’ την τζαζ μουσική. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Πλέσσας εφηύρε το «μοντέρνο ελληνικό τραγούδι», καταφέρνοντας έτσι να παντρέψει με επιτυχία τα δυτικά ακούσματα (που είχε μέσα του από την Αμερική και τα τζαζ κλαμπ) με τα ελληνικά όργανα.

Ένα πάντρεμα το οποίο φώλιασε σταν αυτιά του ελληνικού κοινού, εξελίσσοντας τα λαϊκά ακούσματα με κάτι πολύ πρωτοποριακό και ποιοτικό για την εποχή.

Το 1965 είχε γράψει σε προσωπική επιστολή προς τον Φίνο: «Ευτυχώς ο πλούτος δεν μετριέται μονάχα από το περιεχόμενο της τσέπης αλλά και της καρδιάς και εκεί νομίζω πως είμαι κροίσος».