REVIEWS

Η Φόνισσα, αναμφίβολα η ελληνική ταινία της χρονιάς

Το ελληνικό σινεμά χρειάζεται ταινίες τέτοιου σεβασμού όταν διασκευάζει τους κλασικούς, όπως συμβαίνει με τη Φόνισσα.
«Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δεν θα έχει αλλάξει εκείνο, αλλά το μυαλό μας». Με αυτά τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη από τη μελέτη του Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη ανοίγει η Εύα Νάθενα τη Φόνισσα. Την πρώτη της ταινία μετά από μία ποικιλόμορφη και μακρά πορεία ως θεατρική σκηνογράφος και ενδυματολόγος που, αναμφίβολα, είναι η ελληνική ταινία της χρονιάς.

Δεν χρειάζεται να πούμε ότι η Νάθενα ανασταίνει τη Φόνισσα. Η αξία του αριστουργήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη δεν έχει ανάγκη υπενθυμίσεις, όμως τη στιγμή που η υποτιμημένη και υπονομευμένη θέση της γυναίκας εξακολουθεί να πολιορκείται με τον πιο ζοφερό τρόπο, αυτό των γυναικοκτονιών, η επαναφορά του μυθιστορήματος στη μεγάλη οθόνη αξίζει αναγνώριση.

Η ιστορία ακολουθεί τη Φραγκογιαννού που υποδύεται συγκλονιστικά η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, μία ηλικιωμένη χήρα σε ένα άγριας φύσης ελληνικό νησί στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν η γυναικεία ύπαρξη περιθωριοποιούταν, εξαθλιωνόταν και υποδουλωνόταν στις πατριαρχικές αντιλήψεις, άνισα επιβαρυμένη στην κατανομή των ρόλων – να κάτι που σίγουρα δεν έχει στ’ αλήθεια αλλάξει έκτοτε – με την παράδοση της προίκας διαρκώς παρούσα. Ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης είχε βιώσει το βάρος αυτό σε μία φτωχή οικογένεια τριών ανύπανδρων αδελφών που δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στον θεσμό της προίκας, και διοχέτευσε την πικρία αυτή στη θεωρία της Χαδούλας ότι η γέννηση ενός κοριτσιού φέρνει δυστυχία.


Θέλοντας να απαλλάξει τα κορίτσια από μία μοίρα παραγκωνισμού και κακοποίησης όπου η ζωή τους θα είχε την ανταλλακτική αξία ενός ζώου, η Χαδούλα αρχίζει να δολοφονεί βρέφη και παιδιά γένους θηλυκού στο χωριό της, αρχικά έχοντας τύψεις και, αργότερα, με πλήρη συναίσθηση των εγκλημάτων της. Είναι ένας αυταρχικός σωτήρας που ψάχνει τη λύτρωση σε λάθος μέρος, μαθημένη πάντα να υπηρετεί, χωρίς τη δυνατότητα να οραματιστεί έναν κόσμο όπου η ακραία λύση που δίνει δεν είναι, τελικά, η απόλυτη λύση.

Είναι ένα διαγενεακό τραύμα που μολύνει τα πάντα γύρω και μέσα της, γεννημένο από τα ερεβώδη παιδικά της χρόνια και τη στιγμή που έγινε η ίδια αντικείμενο αγοραπωλησίας. Αυτό αποδίδεται μέσα από τις σκηνές που μοιράζεται η Καραμπέτη με μία ανατριχιαστική Μαρία Πρωτόπαππα στον ρόλο της μητέρας της, τόσο ψυχρές και ανησυχητικές που διαπερνούν ολόκληρο το έργο. Η μοντέρ Αγγέλα Δεσποτίδου έχει κάνει θαύματα εδώ, με κάθε εναλλαγή στις χρονικές τοποθετήσεις της ταινίας να εισχωρούν σαν πραγματικές αναμνήσεις, απότομες και κοφτές.


Οι υπόλοιπες γυναίκες του καστ, η Πηνελόπη Τσιλίκα, η Ελένη Τοπαλίδου, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, η Γεωργία Νταλάρα – η πρώτη ιδιαιτέρως ορμητική μέσα στον νατουραλισμό της – είναι επιβλητικές μαυροντυμένες φιγούρες χωρίς διέξοδο, σε έναν τόπο που ο Παναγιώτης Βασιλάκης φωτογραφίζει ξεθωριασμένα και η Νάθενα απαθανατίζει σα λαβύρινθο. Οι χαρακτήρες ανεβοκατεβαίνουν τα ίδια βράχια, στρίβουν στα ίδια στενά, ασφυκτιούν στα ίδια σπίτια, κινούνται στους ρυθμούς του ίδιου μοιρολογιού από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου.


Ο κύκλος αυτός εντοπίζεται επίσης στην επαναληπτικότητα με την οποία τονίζεται η τραγωδία της υπόθεσης. Το μήνυμα επανέρχεται ξανά και ξανά, χωρίς τη λεπτότητα του αρχικού κειμένου, όμως κρίνοντας από τους τίτλους τέλους που περιγράφουν φρικώδεις αριθμούς βρεφοκτονιών κοριτσιών παγκοσμίως, η ανάγκη της δημιουργού για αφύπνιση είναι δικαίως έντονη.

Η Φόνισσα αποστομώνει και συγκινεί στην τελευταία της πράξη, με μία αλήθεια πανανθρώπινη: στο τέλος, όλοι θα είμαστε απεγνωσμένοι για την αγάπη και την αποδοχή. Το ελληνικό σινεμά σίγουρα χρειάζεται ταινίες τέτοιου σεβασμού όταν διασκευάζει τους κλασικούς.

Η Φόνισσα κυκλοφορεί στις 30 Νοεμβρίου στις ελληνικές αίθουσες από την Tanweer.

Exit mobile version