Η νύχτα που (δεν) κόπηκε το Trainspotting
Όλα όσα συνέβησαν στην ιστορική βραδιά της κυκλοφορίας του Trainspotting στην Ελλάδα – και πώς εκείνη η σύγκρουση πολιτισμών αντηχεί ακόμα στο σήμερα.
- 4 ΟΚΤ 2024
Μια Παρασκευή του Οκτώβρη του 1996, οι ελληνικές αρχές παίρνοντας υποδείξεις από μια λαϊκιστική δεξιά εφημερίδα έστειλαν Εισαγγελέα και 4 αστυνομικούς για να δουν μια από τις σημαντικότερες ταινίες της δεκαετίας – και να αποφασίσουν κατά πόσο θα απαγορεύσουν την προβολή της στην Ελλάδα.
Τα απρόοπτα, τα trivia και τα παρ’ολίγον σκάνδαλα εκείνης της βραδιάς τα ξέρουμε. Τα εξώφυλλα του Αδέσμευτου, τον εισαγγελέα Ισίδωρο Ντογιάκο να βλέπει την ταινία δύο φορές, τις χιλιάδες κόσμου που έτρεξαν να δουν την ταινία προτού απαγορευτεί, τα δελτία ειδήσεων σε ζωντανή μετάδοση.
Το Trainspotting του Danny Boyle φυσικά δεν απαγορεύτηκε. Η πορεία του ήταν θριαμβευτική – στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες, εκείνες που δεν προσπάθησαν να το απαγορεύσουν. Όμως από όλη εκείνη την ιστορία υπάρχει κάτι που έχει μείνει πίσω σαν ίχνος, κάπου μέσα στο καλτ του όλου ζητήματος. Όπως εξάλλου συμβαίνει και με πολλές άλλες καθοριστικές επιμέρους στιγμές των όχι-και-τόσο αθώων ‘90s.
Το 1996 μεσουρανούσε το νέο lifestyle του Nitro και η Ελλάδα ζούσε στους ρυθμούς του επερχόμενου εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης. Στα απολιτίκ 90s δεν υπήρχε θέση για κοινωνικά βάρη και δυσχέρειες. Ο ταξικός και πολιτικός αγώνας είχε λήξει – είχαμε κερδίσει! Λεφτά υπήρχαν!
Βλέποντας όμως ρεπορτάζ εκείνης της βραδιάς στα κανάλια καθώς εξελισσόταν το περιστατικό, διαβάζοντας την ειδησεογραφία της εποχής (εφημερίδες και περιοδικά) καθώς όμως και μιλώντας με ανθρώπους που ενεπλάκησαν τότε στην υπόθεση (διανομείς, δημοσιογράφους), αρχίζει και σχηματίζεται η εικόνα ενός culture war για τον οποίο δεν ήμασταν ακριβώς προετοιμασμένοι σαν κοινωνία.
Το Trainspotting του Danny Boyle θα προβληθεί στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας σε μια επετειακή επαναπροβολή, το Σάββατο 5 Οκτωβρίου στις 22.00 στο Cinobo Όπερα.
Την ίδια στιγμή, στην πραγματικότητα (την αληθινή, όχι των lifestyle εντύπων), τα ναρκωτικά είναι ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα. Νέοι νιώθουν παντελώς απόβλητοι και απομακρυσμένοι από την κοινωνία. Το περιοδικό ΜΕΤΡΟ, μια από τις εμβληματικές εκδόσεις των ‘90s με το δάχτυλο στον παλμό του πραγματικού κόσμου και της νεανικής κουλτούρας, κυκλοφορεί τον Οκτώβρη του ‘96 με ένα τεράστιο θέμα όπου μιλά μεταξύ άλλων με εξαρτημένους 20άρηδες.
Ταυτόχρονα, το «προοδευτικό mainstream» δε θέλει να βλέπει, ούτε φυσικά να αναπαράγει, αυτή την πραγματικότητα. Και μέσα σε αυτή τη συνθήκη, βρίσκει πρόσφορο πεδίο δράσης μια περσόνα όπως του Δημήτρη Ρίζου που θέλει να δώσει στίγμα – συστημικός που πλασαριζόταν στο κοινό του ως αντισυστημική λαϊκή δεξιά φωνή. Θυμίζει κάτι; Αρπάζοντας την αφορμή από το θέμα του ΜΕΤΡΟ, ο Αδέσμευτος του Ρίζου καταδικάζει την ταινία και απαιτεί παρέμβαση εισαγγελέα, επιτιθέμενος στο youth culture και στο ΜΕΤΡΟ.
Δε θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως σε αυτή την ιστορία μπορούμε ουσιαστικά να δούμε σπόρους μετέπειτα πολιτικοκοινωνικής πόλωσης, σε ένα συμβάν που διήρκεσε μια νύχτα, αλλά φαίνεται πως κράτησε για πολύ καιρό ακόμα.
ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟ ΚΑΙ Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Το Trainspotting του Danny Boyle είχε ήδη ανοίξει σε αρκετές χώρες όταν έκανε την προβολή του στις Κάννες, αλλά τότε, εκείνο τον Μάιο, ήταν που έγινε ένα αληθινά γιγάντιο, διεθνές word of mouth φαινόμενο. Οι παρευρισκόμενοι έχουν χρόνια μετά να λένε για το πάρτι που ακολούθησε την προβολή στις Κάννες προσθέτοντας στον μύθο του φιλμ, την ώρα που η παγκόσμια κριτική έγραφε διθυράμβους για ένα φιλμ εντελώς φρέσκιας, ωμά ειλικρινούς οπτικής για μια παρέα περιθωριακών νεαρών στο Εδιμβούργο βυθισμένων στον κόσμο των ναρκωτικών, από τα οποία ο Renton (του Ewan McGregor στον ρόλο που τον έκανε σταρ) προσπαθεί να ξεφύγει.
Στην Ελλάδα η ταινία ήρθε τον Σεπτέμβριο, για μια προβολή στις Νύχτες Πρεμιέρας. Γύρω από τον sold out Απόλλωνα υπήρχαν ατελείωτες ουρές. «Θα είχαν μείνει και 200 άτομα απ’έξω», θυμάται ο διανομέας της ταινίας Ζήνος Παναγιωτίδης της εταιρείας διανομής Rosebud. Το πάρτι που ακολούθησε έγραψε κι αυτό ιστορία στη νυχτερινή Αθήνα. Μάλλον καθόλου τυχαίου δεν είναι που φέτος, στην επετειακή έκδοση των 30 χρόνων τους, οι Νύχτες Πρεμιέρας επέλεξαν μία προβολή από αυτά τα 30 χρόνια για να επαναλάβουν: Το Trainspotting.
Λίγες εβδομάδες μετά, στις 18 Οκτωβρίου, η ταινία κυκλοφορεί σε κανονική διανομή στην Ελλάδα από τη Rosebud, δίχως πάντως η εμπορική επιτυχία να είναι δεδομένη. Όπως σημειώνει σωστά ο Παναγιωτίδης, έχουν υπάρξει πολλές sold out προβολές των Νυχτών που δεν έχουν μεταφραστεί σε μετέπειτα εμπορική επιτυχία. Όμως το Trainspotting φαίνεται ήδη πως είναι μια διαφορετική περίπτωση.
Οι κριτικές είναι πολύ θερμές, ενώ η ταινία πιάνει κάτι από τους προβληματισμούς της νεανικής κουλτούρας φέρνοντας τον νεαρό κόσμο στο σινεμά. Λίγο πριν την κυκλοφορία της ταινίας, στο τεύχος Οκτωβρίου, το περιοδικό ΜΕΤΡΟ κυκλοφορεί με ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα στην ταινία που ξεκινάει από το φιλμ και φτάνει πολύ πιο μακριά από –μόνο– αυτό.
Νεαρές δημοσιογράφοι γράφουν τη γνώμη τους για την ταινία. Ο Δημήτρης Δανίκας κάνει μια πολύ καλή συνέντευξη με το δημιουργικό τρίο των Danny Boyle (σκηνοθέτη), John Hodge (σεναριογράφο) και Andrew McDonald (παραγωγό) οι οποίοι μιλούν για την περιπλοκότητα του φιλμ και το –αθέατο– αδιέξοδο της νεανικής κουλτούρας. Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης γράφει ένα κείμενο πάνω στο βιβλίο του Irvine Welsh. Ρεπόρτερ του περιοδικού συνομιλούν με νεαρά παιδιά της πόλης, άλλα εξαρτημένα, άλλα περιθωριοποιημένα, άλλα που νιώθουν απλώς μοναχικά, έξω από οτιδήποτε «αστραφτερό» συμβαίνει στην Ελλάδα των ‘90s.
«Θυμάμαι να επαναλαμβάνεται πολύ αυτό ως απορία: Τι δουλειά έχεις τώρα εσύ με αυτό; Παίρνεις ναρκωτικά; Ζεις στις εργατικές κατοικίες; Πώς ξαφνικά ταυτιστήκατε;», θυμάται η Μανίνα Ντάνου, μια από τις δημοσιογράφους που είχαν ετοιμάσει εκείνο το ρεπορτάζ στο ΜΕΤΡΟ.
«Ήταν τρομερά συναρπαστικό που βρεθήκαμε εκείνη τη στιγμή σε ένα μέσο που έκανε αυτό το θέμα, και μας δόθηκε λόγος. Συγκλονιστικό αν το σκεφτείς, 20 χρονών να υπογράφουμε κείμενα με το όνομά μας, με την άποψή μας για την ταινία, το πώς νιώσαμε. Καθόλου συνηθισμένο», λέει.
«Η ταινία μιλά για τις επιλογές που σου προσφέρονται. Εγώ ήμουν 20 χρονών και είχα μεγαλώσει στα Βόρεια Προάστια, είχα πάει ιδιωτικό, δεν είχα κάνει ούτε μπάφο. Απαγορευόταν να πάμε στο σχολείο με σκισμένο τζιν. Στα 18 μου δεν ήξερα καν που είναι η Ομόνοια. Οπότε δεν είναι ότι ήμουν μια γενιά που μπορούσε να ταυτιστεί με αυτό που έβλεπε στο Trainspotting – φτώχεια, ναρκωτικά, ανεργία, όλο αυτό το βρετανικό μεταθατσερικό. Τουλάχιστον η δική μου εμπειρία», εξηγεί.
«Και παρoλαυτά, αυτός ο μονόλογος και όλο αυτό που έλεγε η ταινία, κάποιες χορδές ακούμπησε. Σε σχέση με το τι θα κάνεις. Με το πώς είσαι. Ίσως λόγω Nitro, λόγω του lifestyle που πλάσαρε στα ‘90s ο Κωστόπουλος. Ένα μοντέλο lifestyle που δεν σου ταίριαζε αν ήσουν ένας άλλος άνθρωπος, λίγο πιο έξω από αυτό τον κόσμο», λέει. «Προφανώς δεν ήταν ίδια η απόγνωση», ξεκαθαρίζει. «Αλλά σου χτύπαγε μια κάποια χορδή που δεν είχε να κάνει μόνο με φτώχεια και ανέχεια. Και φυσικά δεν περνούσαμε όλοι μέλι γάλα. Αλλά υπήρχε πάντα αυτή η υποτίμηση: Έλα, βγείτε τώρα έξω, χορέψτε λίγο πάνω στα τραπέζια, πηγαίντε λίγο Μερσέντες».
Η κυρίαρχη αυτή κουλτούρα της εποχής πλάσαρε «ένα συγκεκριμένο είδος ζωής, μάρκες, συγκεκριμένα μαγαζιά, ένα είδος διασκέδασης, ένα είδος μουσικής. Όλη αυτή την trash 90ίλα δεν τη συνέφερε να μπλέξει σε αυτό που παρουσίαζε η ταινία. Αναπαρήγαγε και ανατροφοδοτούσε αυτό το “Δεν μας ενδιαφέρει. Το πρόβλημα δεν υπάρχει”».
Όμως το πρόβλημα φυσικά και υπήρχε. «Στα 19 που ξεκίνησα να δουλεύω στο ΜΕΤΡΟ πήγαινα καθημερινά στην Ομόνοια», λέει η δημοσιογράφος. «Μιλάμε για το 1996-1997, προ Ολυμπιακών Αγώνων, προ “ανάστασης” της Ομόνοιας, όταν ο υπόγειος σταθμός του τρένου ήταν καταφύγιο για χρήστες 24 ώρες το 24ωρο, και κανείς δεν εντυπωσιαζόταν, κανείς δεν έκρινε ότι πρέπει να κάνει κάτι για αυτό ή για αυτούς», θυμάται.
«Ξέραμε για τι πράγμα μιλάνε στην ταινία, το ζούσαμε καθημερινά. Κάθε μέρα που ανέβαινα με τις σκάλες -ως κλειστοφοβική- στον πέμπτο όροφο του κτιρίου στην Πειραιώς 8 όπου τότε είχε έδρα το ΜΕΤΡΟ έβρισκα λιπόθυμους χρήστες με την ένεση στο χέρι. Ήταν ρουτίνα το να παίρνουμε ασθενοφόρα μήπως και τους σώσουμε. Δεν υπήρχαν trendy μπαρ και εστιατόρια, καινούργια ξενοδοχεία. Σε μια απλή βόλτα για τσιγάρα μέχρι τα περίπτερα της πλατείας σε σταματούσαν 10 φορές μήπως θες πρέζα ή, αν ήσουν κορίτσι όπως εγώ, να σε ρωτήσουν πόσο πάει – γιατί θεωρούσαν ότι εκδίδεσαι».
Καταλήγει: «Οπότε η υποκρισία του Αδέσμευτου είναι ακόμα πιο έντονη όταν το ζεις αυτό κάθε μέρα».
ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
«Έψαχνε θέμα ο Αδέσμευτος», θυμάται ο Ζήνος Παναγιωτίδης. Καθώς έφταναν οι μέρες της πρεμιέρας της ταινίας, η εφημερίδα του Δημήτρη Ρίζου κυκλοφορεί με ένα εμπρηστικό πρωτοσέλιδο που δαιμονοποιεί την ταινία και λίγο-πολύ καλεί το κράτος να δράσει για να προστατεύσει τα παιδιά μας από μια ταινία που «διαφημίζει τα ναρκωτικά». ΦΥΛΑΞΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΑΣ ουρλιάζει η εφημερίδα με μια σύριγγα να συνοδεύει ένα καρέ κινηματογραφικού φιλμ. «Μήπως θα έπρεπε να το λάβει υπόψη του ένας εισαγγελέας;», ρωτάει το ανυπόγραφο cover story κείμενο γνώμης, στο εσωτερικό του φύλλου.
Το κείμενο, που αποτελεί μια εντελώς στρεβλή εκπροσώπηση της ταινίας, είναι γεμάτο κατασκευασμένους εχθρούς πάνω στους οποίους προβάλλει λίγο-πολύ ένα οργανωμένο σχέδιο διαφθοράς των νέων. Κάθε λίγες παραγράφους διαβάζουμε για τους κακούς «προοδευτικούς» (πάντα μέσα σε εισαγωγικά) και για τη «μόδα» (επίσης σε εισαγωγικά) που βρίσκεται απέναντι από τη «λογική» (αυτή δεν είναι σε εισαγωγικά). Ο μόνος λόγος που δεν επιτίθεται και στο woke είναι επειδή η έκφραση δεν υπήρχε ακόμα.
Το κείμενο κλείνει με την εξής ευχή ή ίσως προτροπή: «Στην Αγγλία, πάντως, σάλος έχει ξεσπάσει με την –εν γένει– παιδική εγκληματικότητα. Σιγά-σιγά ανοίγουν τα μάτια, καιρός να γίνει αυτό και εδώ». Ο Αδέσμευτος του ‘96 συνεχίζει να δίνει τον ρυθμό και στο πολιτικό κλίμα του σήμερα.
«Βγαίνει η εφημερίδα με αυτό το πρωτοσέλιδο και για κάποιο λόγο πάει ο εισαγγελέας επειδή τον κάλεσε ο Δημήτρης Ρίζος…;!;», απορεί η Μανίνα Ντάνου. «Ο Δημήτρης Ρίζος τότε ήταν ισότιμος συνομιλητής», εξηγεί η δημοσιογράφος. «Ήταν στα δελτία κάθε μέρα κι έλεγε την άποψή του, δεν εθεωρείτο Μακελειό. Ήταν mainstream, ήταν παντού».
Ο Σωκράτης Τσιχλιάς του ΜΕΤΡΟ βγαίνει στην εκπομπή της Ρίκας Βαγιάννη στο Κανάλι 5 και εξηγεί πως η ταινία μιλάει στους νέους για πράγματα που τους απασχολούν, δίχως διδακτισμούς. Και πάνω σε αυτή τη βάση στήθηκε ένα αφιέρωμα με κοινωνικό βλέμμα, μακριά από «τη ροζ δημοσιογραφία που έχει κατακτήσει τις τηλεοράσεις». Ξεκαθαρίζει πως αυτή η απαίτηση για επέμβαση του εισαγγελέα «μυρίζει λογοκρισία, υποκρισία και ηλιθιότητα».
«Αν θέλει κάποιος να στείλει κάπου τον εισαγγελέα, να τον στείλει εκεί που πουλάνε τα ναρκωτικά μπροστά στα μάτια της αστυνομίας, ακόμα κι εκεί που αποφυλακίζονται οι έμποροι ναρκωτικών», λέει δικαίως οργισμένος. «Δεν τα λέω εγώ. Τα γράφουν οι εφημερίδες», καταλήγει. «Οι εφημερίδες αυτών που μετά ζητούν οι εισαγγελείς να επέμβουν στις ταινίες».
Στο μεταξύ η ίδια η ταινία έχει καταφθάσει εν μέσω διθυράμβων. Αλλά και πιο συγκεκριμένα, ως ένα κομμάτι τέχνης που περιέχει περιπλοκότητες και πτυχές που ξεπερνούν την όποια μονοδιάστατη ανάγνωση στην οποία εκ των πραγμάτων πατικώνει το οποιοδήποτε αντικείμενο μια τέτοιου τύπου δημόσια αντιπαράθεση. Το να πεις πως το Trainspotting, μονοδιάστατα, είναι μια ταινία «κατά των ναρκωτικών» είναι μια απλούστευση που, κατανοητά φυσικά, έρχεται ως αντίδραση απέναντι στις υστερικές κραυγές των Προστατέψτε Τα Παιδιά Μας.
Αλλά ένα κομμάτι τέχνης όπως αυτό δεν υπάρχει για να προειδοποιεί, αλλά για να εξερευνά. Και μέρος της (καλλιτεχνικής) επιτυχίας και της διαχρονικότητας του Trainspotting, είναι το γεγονός πως δίχως φόβο και με πολλή ειλικρίνεια, βουτά σε ένα κόσμο και αποτυπώνει την αρρωστημένη έλξη του, προτού καταλήξει (βρωμισμένο, ναι, αλλά και σοφότερο) στην απόρριψή του.
«Το αναπολογητικό του ύφος, οι εξαιρετικοί χαρακτήρες, το περιρρέον κοφτερό χιούμορ, κάνουν την ταινία το πιο “ευχάριστο” φιλμ για τα ναρκωτικά που έγινε ποτέ», σημειώνει η Γιώργος Κρασσακόπουλος στην κριτική που δημοσιεύεται για την ταινία στο Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ τον Νοέμβριο του ‘96. «Αστείο, όχι όμως κωμικό, ευχάριστο, αλλά όχι ελαφρύ, με άποψη, αλλά όχι χωρίς συναισθηματισμούς και κλάψες. Το είδος της ταινίας που δεν ενδιαφέρεται για το “Just Say No” –οπότε για κάποιους είναι ίσως ύποπτο– δίνει, όμως, την εικόνα καλύτερα από κάθε υγιή κρατική εκστρατεία».
Στα παράθυρα του ΣΚΑΪ, ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης τονίζει πως η ταινία παρουσιάσει μια «αποξενωμένη κοινωνία της Αγγλίας, της κυρίας Θάτσερ» και πως όσον αφορά τη χρήση ναρκωτικών, «δεν παίρνει κάποια τέτοια θέση, ακριβώς το αντίθετο».
Ο σπουδαίος, συγχωρεμένος Μπάμπης Ακτσόγλου, έγραφε για την ταινία στο περιοδικό Αθηνόραμα, συγκρίνοντας με άλλες αντίστοιχες: «Μέχρι τώρα είχαμε συνηθίσει σε ταινίες, που επέμεναν στα ψυχολογικά αίτια του κατρακυλίσματος της νεολαίας στην ηρωίνη, έδειχναν συνήθως με λεπτομέρειες το τελετουργικό της προετοιμασίας της δόσης και μετά κατέγραφαν τις εφιαλτικές επιπτώσεις του εθισμού».
Γράφει ο Ακτσόγλου: «Το παράδοξο με το Trainspotting είναι ότι ενώ όλα αυτά τα στοιχεία υπάρχουν στην ταινία, […] η αίσθηση που αποκομίζει ο θεατής είναι εκείνη της ευφορίας: πριν απ’ όλα καθαρά κινηματογραφικής (δεν υπάρχει ούτε ένα πλάνο που να μην προσεγγίζεται με ένα στυλιστικό, εντυπωσιακό ύφος), αλλά και ψυχολογικής (με την έννοια ότι η ταινία θέλει να δείξει την ηδονή της έλξης προς τα ναρκωτικά, όχι μόνο τις αρνητικές της επιπτώσεις, αλλά και τις στιγμές που οι μαστουρωμένοι ήρωες “απογειώνονται” με την ηρωίνη).»
Σοκ και δέος: Μια ταινία που δεν κουνά το δάχτυλο από απόσταση, μαλώνοντας τους πληγωμένους ανθρώπους στο κέντρο της. Αλλά που λέει με τόλμη πως ναι, καταλαβαίνει. Τα καταλαβαίνει όλα. Σκάνδαλο! Ποιος θα προστατεύσει τα παιδιά μας από μια ταινία που ανοίγει διάλογο μαζί τους;!
ΔΕΛΤΙΑ ΕΙΔΗΣΕΩΝ ΣΕ ΖΩΝΤΑΝΗ ΣΥΝΔΕΣΗ: ΟΣΑ ΕΓΙΝΑΝ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΒΡΑΔΙΑ ΣΤΟ ΑΤΤΙΚΑ
Με τον Ισίδωρο Ντογιάκο σε αποστολή να δει την ταινία στην πρώτη της προβολή, οι πάντες αρχίζουν να ετοιμάζονται για ό,τι προκύψει. Το play by play εκείνης της βραδιάς είναι όλο φανταστικό. Τα κανάλια κάνουν διαρκώς ζωντανές συνδέσεις, μιλούν για το φαινόμενο της λογοκρισίας, έχουμε παρέμβαση Βενιζέλου υπέρ της ταινίας, και έχουμε φυσικά και επίσημους (όπως τελικά και την ίδια την Εισαγγελία) που ακόμα και παίρνοντας αθωωτική θέση, φαίνεται πόσο αμήχανα προσπαθούν να διαχωρίσουν τη θέση τους από Όλα Αυτά Τα Αίσχη που δείχνει το φιλμ.
«Είχαμε ακούσει ότι ο κ. Ντογιάκος θα πάει στην πρώτη παράσταση στο Όπερα, στις 6 το απόγευμα, πρώτη μέρα που βγαίνει η ταινία», θυμάται ο Ζήνος Παναγιωτίδης. «Είναι στημένα όλα τα κανάλια έξω από την Όπερα και περιμένουν να βγει. Κάποια στιγμή πληροφορούμαστε ότι βλέπει εκείνη την ώρα την ταινία στο Άττικα στην Πλατεία Αμερικής. Όπως είμαστε, φορτώνουν τις κάμερες όλα τα κανάλια, και πάμε όλοι στο Άττικα».
Η Μανίνα Ντάνου είχε πάει τη βραδιά της πρώτης προβολής ύστερα από ανάθεση του ΜΕΤΡΟ, σε περίπτωση δηλαδή που κάτι συνέβαινε και χρειαζόταν να γραφτεί κάποιο follow-up ρεπορτάζ στο αρχικό, πολυσυζητημένο θέμα. «Στο σινεμά στην Πατησίων είχε πολύ κόσμο, είχε κανάλια», θυμάται. «Η ταινία ήταν ακατάλληλη κάτω των 17 αλλά κατά τη γνώμη του Δημήτρη Ρίζου ούτε οι άνω των 18 έπρεπε να τη δούμε. Έρχεται ο Ισίδωρος Ντογιάκος με συνοδεία, της μουρλής από κόσμο, κάμερες, καλώδια, μικρόφωνα, χάος, απευθείας συνδέσεις από την Πατησίων».
Στον ΑΝΤ1 ο Τέρενς Κουίκ παρουσιάζει το θέμα με υπέρτιτλο ΣΙΝΕ-STOP. Ο Νίκος Ευαγγελάτος στον ΣΚΑΪ βγαίνει με το χαρακτηριστικά ψύχραιμο και φυσικά ανακριβές και πρώιμα clickbait-y «Κόπηκε η Ταινία». Στο Mega ο Νίκος Χατζηνικολάου είναι στο στούντιο κι ο Κώστας Βαξεβάνης ως ρεπόρτερ είναι στο σινεμά Άττικα περιμένοντας την απόφαση Ντογιάκου.
Το ενδιαφέρον και η όρεξη του κοινού φαίνεται από το πόσο πολύ το θέμα τραβάει μέχρι εκεί που δεν έχει άλλο. Σε ένα κανάλι βλέπουμε ρεπορτάζ από το διάλειμμα της πρώτης προβολής στο σινεμά Όπερα, όπου περίμεναν τον Ισίδωρο Ντογιάκο (αλλά δεν πήγε ποτέ). Ο δημοσιογράφος μιλάει με τυχαίους θεατές στην αίθουσα και κυριολεκτικά ρωτάει «ψάχνουμε έναν εισαγγελέα…. Δεν είστε εσείς…;».
Από τους ρεπόρτερ των καναλιών αλλά και από τις εικόνες που βλέπουμε στις συνεχείς συνδέσεις φαίνεται πως έρχεται όλο και περισσότερος κόσμος για τις βραδινές προβολές – ειδικά καθώς διαδίδεται πως υπάρχει το ρεαλιστικό ενδεχόμενο η ταινία να απαγορευθεί. Πανικόβλητοι ρεπόρτερ όλων των καναλιών ψάχνουν τον εισαγγελέα, ή έστω να μάθουν σε ποια προβολή είναι και πότε θα βγει. Μιλάνε με κόσμο που βγαίνει από το σινεμά, διαπιστώνοντας απογοητευμένοι πως ήταν το κοινό προβολής άλλης ταινίας.
Στο Mega, ο Κώστας Βαξεβάνης μεταδίδει πως ο Ισίδωρος Ντογιάκος αποφάσισε να δει την ταινία και δεύτερη φορά πριν πάρει απόφαση, επεκτείνοντας την αγωνία. Ο Αργύρης Ντινόπουλος στον ΑΝΤ1 μεταδίδει πως το ζητούμενο για τον Εισαγγελέα είναι πως, εφόσον ασκηθεί δίωξη, θα είναι σε βαθμό κακουργήματος(!) και όχι πλημμελήματος.
Οι συζητήσεις ανοίγουν, μιλάμε πλέον για το νόμο εναντίον των ναρκωτικών και προτροπής νέων στη χρήση τους (κάτι για το οποίο κατηγορείται η ταινία). Μιλάμε για την ελευθερία της έκφρασης. Όταν ο ρεπόρτερ στον ΣΚΑΪ αναφέρει πως ο βαθμός κακουργήματος είναι κάτι ακραίο, ο Νίκος Ευαγγελάτος τον διακόπτει κατευθείαν: «Ναααα μην εκφράσουμε γνώμη πριν ακούσουμε τον Εισαγγελέα», λέει κατευθείαν.
Τα κανάλια αρχίζουν να βγάζουν στα παράθυρα τον Ζήνο Παναγιωτίδη και τον νομικό του σύμβουλο, Μάκη Τζίφρα, που επαναλαμβάνουν τα προφανή: Η ταινία έχει παιχτεί παντού. Διθύραμβοι. Η απαγόρευση θα μας εξέθετε διεθνώς. Λογοκρισία κατά της τέχνης. Όλο αυτό συνέβη επειδή έτσι αποφάσισε μια εφημερίδα.
«Ο δικηγόρος μου είχε πει να ντυθώ όσο μπορώ πιο άνετα, χωρίς σακάκι, και να πάρω μαζί μου οδοντόβουρτσα και οδοντόκρεμα γιατί πιθανόν να πάμε για αυτόφωρο», μας λέει ο Ζήνος Παναγιωτίδης. «Θέλαμε να δικαστούμε το πρωί του Σαββάτου για να αθωωθούμε και να μπορεί να παιχτεί η ταινία στους κινηματογράφους, μη χάσουμε το ΣΚ», θυμάται. «Γιατί αν έβγαζε απόφαση αρνητική το Σάββατο, θα πηγαίναμε Δευτέρα».
Εντωμεταξύ στο Mega ο Νίκος Χατζηνικολάου κηρύσσει την έναρξη νέας εβδομαδιαίας ενότητας στο δελτίο ειδήσεων, όπου ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης θα παρουσιάζει την ταινία της εβδομάδας – ξεκινώντας φυσικά, σήμερα, από το Trainspotting. «Αυτό δεν σημαίνει πως συνιστούμε να τη δείτε οπωσδήποτε!», τονίζει ο παρουσιαστής, μην υπάρξει και καμιά παρεξήγηση από ανήσυχους γονείς. «Συχνά έχει να κάνει και με τον θόρυβο γύρω από αυτήν».
Το σινεμά ξαφνικά είναι καυτό! Κάνει θόρυβο! Συζητιέται! Στην ενότητα, ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης μας μιλά με το χαρακτηριστικό του στυλ μέσα από την αίθουσα του Αττικόν για την ταινία του Danny Boyle, ξεκινώντας με πλάνα από το πάρτι της ταινίας στις Κάννες.
Πίσω στα δικά μας, ο πολιτικός κόσμος έχει πλέον αρχίσει να εμπλέκεται. Ο τότε Συνασπισμός βγάζει ανακοίνωση όπου μιλά για «τακτικές που προσβάλλουν στοιχειώδη δικαιώματα των πολιτών και εκθέτουν διεθνώς τη χώρα». Στον ΣΚΑΪ, ο Νίκος Ευαγγελάτος έχει σε ζωντανή σύνδεση από το Άττικα τον Ζήνο Παναγιωτίδη, όταν κόβει τη συζήτηση για μια έξαφνη παρέμβαση.
«Εκείνη τη μέρα υπήρχε στο προεδρικό μέγαρο μια δεξίωση κι ήταν εκεί ο Βενιζέλος, ο οποίος τότε ήταν Υπουργός Πολιτισμού. Είχα βγει στον αέρα από το Άττικα, στη μέση το στούντιο, και δίπλα ο Βενιζέλος. Σε τρία διαφορετικά σημεία», θυμάται σήμερα ο Παναγιωτίδης. Πίσω στο 1996, ο διανομέας μιλά σε ζωντανή σύνδεση για το πώς δεν πρέπει να παρασυρθεί ο εισαγγελέας από την εφημερίδα, όταν τον διακόπτει ο Νίκος Ευαγγελάτος για να μας πάει στις δηλώσεις του Ευάγγελου Βενιζέλου.
«Όταν μερίδα νέων ανθρώπων νιώθουν ότι παραβιάζεται κάποιο δικαίωμά τους, το δικαίωμά τους στην τέχνη, δυσκολεύει η επικοινωνία, κι αυτό δεν βοηθά στην κοινή προσπάθεια κατά των ναρκωτικών», δηλώνει ο τότε Υπουργός. «Είμαι βέβαιος ότι εκείνοι που πιστεύουν ειλικρινά στην ανάγκη για συστράτευση κατά των ναρκωτικών και ταυτόχρονα γνωρίζουν τι θα πει ελευθερία της τέχνης, αυτά τα έχουν σκεφτεί», δηλαδή σαφέστατα.
Ρεπόρτερ ρωτάει αν θεωρεί άστοχη την κίνηση του εισαγγελέα, στο οποίο ο Βενιζέλος απαντά άμεσα: «Δεν γνωρίζω λεπτομέρειες και δεν μπορώ να τη σχολιάσω, στο πλαίσιο της διάκρισης των εξουσιών».
Με τον Υπουργό να διαχωρίζει εμμέσως πλην σαφώς τη θέση του από τον εισαγγελέα, ο Ζήνος Παναγιωτίδης συνεχίζει την κουβέντα από το Άττικα υπογραμμίζοντας πως απόψε «κρίνεται η ελευθερία της έκφρασης και της τέχνης». Ο Δημήτρης Αυγέρος στον ΣΚΑΪ εντωμεταξύ, αναφέρει πως σύμφωνα με πληροφορίες δεν υπήρξε καν εισαγγελική παραγγελία, και πως ο Ισίδωρος Ντογιάκος λειτούργησε μετά από προτροπή. «Αυτή είναι η φράση που ακούσαμε», λέει. «Και στην Εισαγγελία εξετάζεται μήπως και κατά πόσον, έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο».
Τελικά τα κανάλια εντοπίζουν τον εισαγγελέα μετά το τέλος και της δεύτερης προβολής. «Όταν ο Ισίδωρος Ντογιάκος βγήκε από την αίθουσα, όλα τα κανάλια διέκοψαν τις ειδήσεις για να τον βγάλουν στον αέρα», θυμάται ο Ζήνος Παναγιωτίδης. Στις κάμερες ο Ντογιάκος δηλώνει πως η ταινία περιλαμβάνει «μερικές πάρα πολύ σκληρές σκηνές που απεικονίζουν τον σκληρό κόσμο των ναρκωτικών και τη σκληρή ζωή αυτών που ζουν στον κόσμο αυτόν. Την κατάντια του ανθρώπου, μπορώ να πω».
Αλλά προτρέπει τους θεατές; Ας το συζητήσουμε λίγο!
«Αυτό είναι ένα θέμα που θα το σκεφτώ, δεν έχω αποφασίσει. Θέλω με νηφαλιότητα, ψυχραιμία, να μην είναι μια απόφαση της στιγμής».
Η βραδιά λήγει σε cliffhanger.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΕΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΥ ΣΟΚ
«Εν πάσει περιπτώση, η απόφαση βγήκε απαλλακτική. Η ταινία βγήκε κανονικά και έσκισε», λέει ο διανομέας. Η πρώτη μέρα μάζεψε 5.000 εισιτήρια σε 6 αίθουσες και συνολικά 25.000 άνοιγμα Σαββατοκύριακου. Το Star στο Άττικα αναφέρει εντατικούς ελέγχους ταυτοτήτων, αλλά και κοσμοσυρροή για τις προβολές.
Το Σάββατο το πρωί η απόφαση από την εισαγγελία είναι απαλλακτική για την ταινία, με τον Εισαγγελέα Αθηνών Αναστάσιο Κανελλόπουλο να ανακοινώνει το πόρισμα πως «η ταινία εκφράζει τη σκληρή πραγματικότητα του κόσμου των ανθρώπων που έχουν εμπλακεί [στα ναρκωτικά] και δεν αποτελεί παρότρυνση άρα διαφήμιση».
Παρόλ’ αυτά δηλώνει στον ΑΝΤ1 πως «υπήρξαν εφημερίδες οι οποίες έγραψαν απροκάλυπτα ότι η ταινία διαφημίζει τα ναρκωτικά, και υπήρξαν καταγγελίες πολιτών οι οποίες μας καλούσαν να επέμβουμε». Καταγγελίες ομίλου γονέων που, όπως καταλαβαίνει κανείς εύκολα, δεν είχαν καν δει την ταινία. Όσο για τις εν λόγω εφημερίδες;
«Ο Δημήτρης Ρίζος κέρδισε γιατί πλάσαρε ένα προφίλ προστασίας των παιδιών μας, το πούλησε αυτό στο κοινό του, ότι εμείς εδώ προστατεύουμε τα παιδιά μας, στείλαμε τον εισαγγελέα. Και το κοινό του το γούσταρε αυτό. Έγινε ισότιμος συνομιλητής, του απάντησε ο Υπουργός. Και στο κοινό του πήρε πόντους, αλλά πήρε και κοινό που δεν τον διάβαζε αλλά ήταν στο ίδιο μήκος κύματος», τονίζει η Μανίνα Ντάνου.
Κι η ταινία φυσικά κέρδισε, εν τέλει, από όλη αυτή την ιστορία: «Τα πράγματα τότε δεν ήταν όπως τώρα που τρεις μέρες πριν βγει κάθε ταινία ξέρουμε τα πάντα. Το κοινό έμαθε μια ταινία που ίσως να μην την ήξερε. Και κάποιοι ίσως πήγαν και στην κόντρα, ότι θα το δω για να είμαι στη σωστή πλευρά της ιστορίας», λέει η δημοσιογράφος.
Την επόμενη μέρα τα κανάλια ασχολούνται με τον απόηχο της υπόθεσης και την απόφαση της εισαγγελίας, αλλά κανείς δεν μοιάζει εκείνη τη στιγμή χαρούμενος. Καλλιτέχνες και άνθρωποι της τέχνης μιλούν για πρακτικές που θυμίζουν άλλα χρόνια. Αναφέρονται περιπτώσεις όπως ο Τελευταίος Πειρασμός του Scorsese ή το Φράουλες και Αίμα επί δικτατορίας. «Σκεπτικισμό προκαλεί ότι χρειάστηκε εισαγγελική παρέμβαση», λέει ο ΣΚΑΪ την επόμενη μέρα. «Ναι μεν η κατάληξη ήταν ευχάριστη για εμάς και το κοινό, αλλά το πώς ξεκίνησε αυτός ο θόρυβος πρέπει να μας βάζει σε σκέψεις», λέει στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ ο Ζήνος Παναγιωτίδης.
Μας έβαλε; Τις μέρες που ακολούθησαν εκείνη την απόφαση της Εισαγγελίας το ‘96, ο Αδέσμευτος συνέχισε να βγάζει ψωμί από το θέμα. Μιλά για συγκεντρώσεις πολιτών εναντίον της προβολής της ταινίας έξω από το σινεμά Άττικα (κάτι δεν αναφέρθηκε ούτε μία φορά σε όλα τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ εκείνης της βραδιάς, τα οποία παρακολουθήσαμε λεπτό προς λεπτό). Παρουσιάζει μια εν γένει αρνητική αντίδραση απέναντι στο φιλμ από το κοινό. («προβληματισμένη και η πλειοψηφία του κοινού»). «Προβολή λευκού θανάτου και παρακμής λένε οι επιστήμονες»(!) αναφέρει σε μεγάλο τίτλο-σαλόνι.
Αλλά και τις μέρες που ακολούθησαν, συνεχίζει με χυδαίες επιθέσεις απέναντι στους ανθρώπους που έγραψαν το ρεπορτάζ του ΜΕΤΡΟ – «άπλυτο», «ανοργασμικό», «εξ-ωθείται σε “δημοσιογραφικές” επιδόσεις», «θαυμάζει την “πρέζα” με τις ίδιες απραγματοποίητες επιθυμίες του να γευτεί την ανδρική βαρβατίλα» είναι μόνο μερικές από τις –πιστέψτε μας– πιο ήπιες και πολιτισμένες εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν.
«Ήμουν πιτσιρίκι 20 χρονών και γράφει για μένα η εφημερίδα ένα κείμενο που αν γραφόταν σήμερα ακόμα και στο Μακελειό, θα είχε γίνει πόλεμος», θυμάται η Μανίνα Ντάνου. «Απίστευτα σεξιστικό, μία-μία, κάθε λέξη και μια ντροπή», τονίζει σαν ακόμα να μην το πιστεύει. «Είναι εντυπωσιακό με τα μάτια τα σημερινά ότι δεν κινήθηκε νομική διαδικασία. Το κείμενο φυσικά ήταν ανυπόγραφο, κλασικά, έτσι κάνανε πάντα», λέει. «Από τη μία ήταν αστείο και πολύ κουλ το ότι σε βρίζει ο Αδέσμευτος. Τιμή σου προφανώς να σε βρίζει ο Αδέσμευτος. Παράσημο! Αλλά τότε ήταν ένα σοκ».
***
Δεκαετίες μετά, αυτού του τύπου οι «συναγερμοί» από το όλο και πιο οργανωμένο δεξιό μιντιακό σύστημα έχουν γίνει κανόνας – μόλις φέτος ας πούμε είχαμε συγκεντρώσεις και επεισόδια στη Θεσσαλονίκη για μια αφίσα ταινίας, όπως θυμόμαστε.
Πίσω στο 1996, ο Ζήνος Παναγιωτίδης μιλώντας στον ΑΝΤ1 την επόμενη μέρα της υπόθεσης, καταλήγει στο πολύ απλό: «Κάθε 5-6 χρόνια, κάποιος προσπαθεί να σταματήσει την ελευθερία της έκφρασης».
Υπάρχουν στιγμές που νιώθει κανείς, ότι η νύχτα που «κόπηκε η ταινία» δεν τελείωσε ποτέ.
*Το Trainspotting του Danny Boyle θα προβληθεί στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας σε μια επετειακή επαναπροβολή, το Σάββατο 5 Οκτωβρίου στις 22.00 στο Cinobo Όπερα 1. Στην αίθουσα αυτή τη φορά δεν αναμένεται παρουσία εισαγγελέα.