REVIEWS

Η οπερατική τραγωδία του Oppenheimer

Έχοντας κερδίσει ήδη πάνω από 800 εκατομμύρια δολάρια στο εξωτερικό, το σαρωτικό Oppenheimer έφτασε στην Ελλάδα.
Το κομψό, μεγαλειώδες Oppenheimer του Christopher Nolan διαρκεί τρεις ώρες και θα αισθανθείς κάθε λεπτό του χρόνο του, ακόμη και όταν θα περνάει σαν νεράκι. Αυτό που επιδιώκει ο Nolan εδώ δεν είναι απλώς να μας συναρπάσει – το πετυχαίνει και με το παραπάνω αυτό, υπάρχουν μέρη της ταινίας που καρδιοχτυπούν σε επίπεδο Dark Knight – αλλά να μας βυθίσει στη ζωή, το έργο και την αμφιλεγόμενη κληρονομιά του J. Robert Oppenheimer (Cillian Murphy). Έναν λιγνό άντρα με χλωμά μάτια που κρατούσε το μέλλον της γης στα χέρια του.

Το όμορφο αλλά απόκοσμο πρόσωπο του Cillian Murphy, φτιαγμένο από γωνίες, σκιές και μάτια που φαίνονται πάντοτε να λένε μία ιστορία διαφορετική από αυτή που λέει το στόμα του, είναι το θεμέλιο της ταινίας και η πολυεπίπεδη ερμηνεία του ως Oppenheimer είναι η άγκυρά της.

Ο Oppenheimer ήταν ένας θεωρητικός φυσικός, γνωστός ως ο πατέρας της ατομικής βόμβας. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ηγήθηκε μίας ομάδας στο Εργαστήριο του Λος Άλαμος στο Νέο Μεξικό, με την αποστολή να δημιουργήσει τα πρώτα πυρηνικά όπλα. Μετά την επιτυχή δοκιμή της βόμβας τον Ιούλιο του 1945 κατά το Trinity Test όπως αυτή ονομάστηκε, μία ίδια βόμβα εξερράγη ένα μήνα αργότερα στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας σκοτώνοντας έναν τεράστιο αριθμό κατοίκων (οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, η πιο δημοφιλής αναφέρεται σε έως και 200.000 πολίτες).


Η ταινία του Nolan, το πρώτο του βιογραφικό φιλμ που, αναμενόμενα, ελάχιστη σχέση έχει με την πληθώρα των τυποποιημένων ταινιών του είδους, μας μετακινεί στον χρόνο – από τις πρώτες μέρες του Oppenheimer στον ακαδημαϊκό χώρο και τη δουλειά του που κόβει την ανάσα στο Λος Άλαμος, μέχρι μία μεταγενέστερη σειρά ταπεινωτικών ακροάσεων σε κλειστή αίθουσα συνεδριάσεων όπου είχαν εκτεθεί οι προηγούμενες συναναστροφές του Oppenheimer με κομμουνιστές και η δραστήρια ερωτική του ζωή, απειλώντας τη διαπίστευση ασφαλείας και συνολικά το μέλλον του.

Σε ένα άλλο, τολμηρό στοιχείο της ταινίας, ο Nolan ακολουθεί τον πρώην πρόεδρο της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας Lewis Strauss – έναν Robert Downey Jr. επιτέλους χωρίς τον εξωσκελετό του Iron Man – καθώς υποβάλλεται σε ακρόαση επιβεβαίωσης στη Γερουσία για μια θέση στο Υπουργικό Συμβούλιο, σκαλίζοντας την τεταμένη σχέση και την εν τέλει εχθρότητα του πολιτικού με τον Oppenheimer. Όλες οι σεκάνς μέσα από την οπτική του Strauss αποτυπώνονται σε ασπρόμαυρο, μία λουστραρισμένη και ενδιαφέρουσα αν και όχι λεπτή επιλογή του Nolan που θέλει να σκιαγραφήσει έτσι την εμμονή του Strauss με το παρελθόν, και γενικά τον συντηρητισμό και την παράνοια στην κοινότητα που βοήθησε να δημιουργηθεί ο Oppenheimer.


Εκτός από την εμμονή, απαραίτητο συστατικό στη φιλμογραφία του δημιουργού, ο Nolan γοητευόταν ανέκαθεν από χαρακτήρες που διχάζονται μεταξύ της προσωπικής τους δράσης και των τεράστιων κοσμικών δυνάμεων του σύμπαντός μας. Ο J. Robert Oppenheimer λοιπόν ήταν ίσως ο πρώτος άνθρωπος που έζησε στ’ αλήθεια μία εκδοχή της μοναδικής ιστορίας που ήθελε να πει ποτέ ο Nolan. Η ένωσή τους ήταν γραμμένη στα άστρα και στα υποατομικά τους σωματίδια. Το Oppenheimer είναι απολύτως μία ταινία Nolan: το αντιλαμβάνεσαι με τον μεθυστικό, πυκνό, ιλιγγιώδη τρόπο που κόβει και ράβει τη χρονολογία πλάι στην Jennifer Lame, γνωστότερη για το μοντάζ της στις ταινίες του Noah Baumbach, το ψυχόδραμα, την επιστημονική έρευνα, τα πολιτικά πισώπλατα μαχαιρώματα.

Ο Nolan διαισθάνεται την ύπαρξη κάποιας σύνδεσης μεταξύ του ψυχρού υλικού του σύμπαντος – του χωροχρόνου, του θανάτου, της αιωνιότητας, της ύλης – και των πιο μεταφυσικών εννοιών της ανθρώπινης ύπαρξης όπως είναι η αγάπη, η μνήμη, η ταυτότητα, η ύβρις του ανθρώπου όταν νιώθει πως μπορεί να αψηφήσει τα προαναφερθέντα. Εδώ αυτό μεταφράζεται σε μία διερεύνηση της φύσης της εξουσίας: το πώς εξασφαλίζεται, πώς διατηρείται, πώς οδηγεί την ανθρωπότητα σε θολά διλήμματα χωρίς απλοϊκές απαντήσεις.

Επειδή ακριβώς είναι πέρα για πέρα μία ταινία Nolan, οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι ελλειμματικοί παρά τη σημασία τους στην ιστορία. Σίγουρα παρά τις σαρκωμένες ερμηνείες των ηθοποιών που τις υποδύονται. Η Florence Pugh υποδύεται την Jean Tatlock, τον πρώτο μεγάλο έρωτα του Oppenheimer που ενίσχυσε τη συμπάθειά του για τον κομμουνισμό και τον ευαισθητοποίησε σε σχέση με τους αγώνες του, με μία εδώ και τώρα παρουσία που βοηθάει τρομερά το ισχνό υλικό της. Η Tatlock ήταν μία αντισυμβατική γυναίκα των ‘40s, πιθανότατα queer, που σπούδαζε ψυχιατρική ενώ υπέφερε από κατάθλιψη, όμως η ταινία δεν εμβαθύνει σε τίποτα από αυτά. Αντίθετα, ο Nolan την εργαλειοποιεί πολύ ακόμα και για τα (χαμηλά) στάνταρ του, με απόγειο μία σουρεαλιστική ερωτική σκηνή τολμηρής σύλληψης και υψηλού στιλιστικού ενδιαφέροντος, που θα είχε εκπληρώσει το ίδιο επιτυχημένα τον στόχο της δυσφορίας της με διαφορετικό camerawork.


Η Emily Blunt φέρνει μια ενδιαφέρουσα πολυπλοκότητα στον ρόλο της συζύγου του Oppenheimer, την Kitty, παρά τον λιγοστό της χρόνο στην ταινία και τον περιορισμό της σε έναν εμπόλεμο χαρακτήρα για την οποία δεν ξέρουμε ιδιαίτερα πώς σκέφτεται ο πρωταγωνιστής, ή αν τη σκέφτεται καν. Είναι γνωστή αυτή η παγίδα στις ταινίες Σπουδαίων Ανδρών. Είτε μετατρέπουν τις συζύγους σε γλυκές υποστηρίκτριες, είτε τις κάνουν μεν ανθρώπους αλλά δεν εστιάζουν στην ιστορία τους. Είναι προς τιμήν της Blunt που περιστασιακά εύχεσαι η ταινία να αφορούσε τα σκαμπανεβάσματα στον γάμο του ζευγαριού. Η ανάκρισή της μπορεί να είναι η κορυφαία στιγμή του φιλμ ερμηνευτικά.

(Η Olivia Thirlby έχει τον μικρό ρόλο της επιστημόνισσας Lilli Hornig, εργαζόμενης στο Manhattan Project, που ξεφεύγει από αυτά τα αρχέτυπα).

Οι γυναίκες του Nolan επιδεικνύουν συχνά τα συναισθήματα που οι άνδρες του είναι πολύ καταπιεσμένοι για να εκφράσουν, οπότε οι σύντροφοι του Oppenheimer μοιάζουν έκρυθμες μπροστά στην ακλόνητη στωικότητά του.


Ο Oppenheimer πέθανε από καρκίνο στα 62 του, πιθανώς στοιχειωμένος ως το τέλος του από την κατασκευή της ατομικής βόμβας. Μετά τον βομβαρδισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι τον βλέπουμε στην ταινία να συμμετέχει σε μία γιορτή στο Λος Άλαμος, με το κοινό του να τον επευφημεί και τον ίδιο να βγάζει λόγο νικητή. Ταυτόχρονα όμως μοιάζει αβέβαιος καθώς κοιτάζει τα πλήθη, πριν τα δει στη φαντασία του να καλύπτονται από λευκό φως, να φουντώνουν στη φωτιά, να λιώνει το δέρμα τους, να ακούγεται μία κραυγή μέσα από το χειροκρότημα. Η εσωτερική του πάλη είναι τόσο επώδυνη ορισμένες φορές που ο κόσμος γύρω του αρχίζει να δονείται, το λαμπρό μυαλό του διαρρηγνύεται και ο κόσμος αλλάζει γύρω του.

Την έκρηξη στην Ιαπωνία δεν τη βλέπουμε. Ο Nolan έχει επιλέξει την οπτική του Oppenheimer και παραμένει σε αυτή μέχρι τέλους, άρα βιώνουμε μονάχα ό,τι βιώνει και γνωρίζουμε ό,τι γνωρίζει. Αυτό υπό τον Nolan σημαίνει πως δεν θα ξέρουμε πολλά για τις σκέψεις του πέρα από το γεγονός ότι μαστίζεται ασταμάτητα από αυτές. Έχουμε απλώς τις τύψεις του να παρουσιάζονται ωμά και οπερατικά καθώς ανατρέχει, απελπισμένος, στο έργο του.

Από την άλλη, ο Oppenheimer έχει μονάχα συμβολικά σημασία στην ταινία του. Η βόμβα του δεν είναι η κορύφωσή της ή το νόημα του Oppenheimer. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες το νόημα ήταν η δύναμη. Η ικανότητα να τη συντηρείς και να δείχνεις πως το δίκαιο είναι του ισχυρότερου. Στους επιστήμονες που κατασκεύασαν τη βόμβα δόθηκε εξουσία αρκεί να συμβιβάζονταν με τους ισχυρούς. Όταν άρχισαν να αμφισβητούν τη συνθήκη τους, παραμερίστηκαν. Ο ίδιος ο Oppenheimer συρρικνώθηκε στον καναπέ του Προέδρου Truman (Gary Oldman) μουρμουρίζοντας πως έχει «αίμα στα χέρια του».

Σαστισμένος ο Truman τού θέτει ενοχλημένος μία πολύ εύστοχη ερώτηση: Πιστεύει μήπως ότι οι Ιάπωνες ενδιαφέρονται για το ποιος κατασκεύασε τη βόμβα; Όχι, ενδιαφέρονται για το ποιος την έριξε. Και την είχε ρίξει ο Truman («δεν θέλω να δω αυτόν τον κλαψιάρη ξανά στο γραφείο μου», λέει στους υπαλλήλους του όταν ξεπροβοδίζουν τον Oppenheimer, στην πραγματική ζωή τον είχε αποκαλέσει “son of a bitch”).


«Δεν ξέρω αν είμαστε άξιοι εμπιστοσύνης με ένα τέτοιο όπλο», λέει κάποια στιγμή ο Oppenheimer, «αλλά ξέρω ότι οι Ναζί δεν είναι». Είναι μία συλλογιστική τόσο-όσο αρκετή για να συνεχίσεις αυτό που κάνεις. Γιατί δεν υπάρχει κανένα πραγματικό ηθικό επιχείρημα για την κατασκευή ενός όπλου με τη δύναμη να σκοτώσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Ο Oppenheimer όμως φαίνεται να πείθει τον εαυτό του πως κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει για τους σωστούς λόγους. Για την πιθανότητα τέλους κάθε πολέμου από εκεί και πέρα στην ιστορία. Το πίστευε πραγματικά ή είχε αυταπατηθεί ώστε να δικαιολογήσει τη λαχτάρα του για εφεύρεση;

«Είμαι ο Θάνατος, ο Καταστροφέας των Κόσμων», καταγράφει η ταινία αλλά και τα αρχεία ότι είχε σκεφτεί. Αυτό που είχε εξαπολύσει δεν μπορούσε να μπει ξανά πίσω στο μπουκάλι.

Exit mobile version