Η ωραιότερη χριστουγεννιάτικη ιστορία που γράφτηκε ποτέ
- 25 ΔΕΚ 2022
Βέβαια, ένα από τα πρώτα πράγματα που ξεκαθαρίζει ο Κάρολος Ντίκενς στη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία (1843) είναι πως -κόντρα στην περιρρέουσα γιορτινή ατμόσφαιρα- ο «γερο-Μάρλεϋ ήταν νεκρός σαν πρόκα πόρτας». Ένα μικρό κρεσέντο κλασικού φλεγματικού βρετανικού χιούμορ δηλαδή.
Ποιος ήταν τώρα ο νεκρός-σαν-πρόκα κύριος; Ο συνέταιρος του πιο κλασικού τσιγκούνη της παγκόσμιας λογοτεχνίας· του Εμπενίζερ Σκρουτζ. Ο τελευταίος σιχαίνεται τα Χριστούγεννα. Πιο πολύ όμως σιχαίνεται όσα συμβολίζουν. Δεν αντέχει την οικογενειακή θαλπωρή και δεν έχει καμία διάθεση για ψευτορομαντισμούς. Ο χρόνος είναι χρήμα και εκείνος δεν έχει καμία διάθεση να χάνει τον χρόνο του – και, άρα, το χρήμα.
Βέβαια, κάτω από τη σκληρή επιφάνεια υπάρχει μία τραυματισμένη ψυχή. Από την άλλη δεν του φταίει κανείς άλλος, παρά μόνο ο εαυτός του: κάποτε η ευτυχία βρισκόταν δίπλα του με τη μορφή μίας γυναίκας, αλλά εκείνος προτίμησε την καριέρα και την εργασιακή άνοδο. (Δεν ξέρω αν σου θυμίζει κάτι).
Το ίδιο, δηλαδή, που έκανε και ο συγχωρεμένος ο συνέταιρός του. Έτσι, αφού ο τσιγκούνης Σκρουτζ τραμπουκίσει άσχημα τους υφιστάμενούς του εκείνο πρωί, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων θα βρεθεί ολομόναχος. Θα μπορούσε να έχει παρέα αλλά έχει αρνηθεί την πρόσκληση του ανιψιού του για οικογενειακό δείπνο. Η μοναξιά, λοιπόν, θα τον φέρει αντιμέτωπο με τις τύψεις του· και ο νεκρός του συνέταιρος θα τον επισκεφτεί για να τον στοιχειώσει.
Προς τρομερή έκπληξη του πρωταγωνιστή μας, το φάντασμα είναι αλυσοδεμένο. Υπάρχει όμως εξήγηση για αυτό. «Φορώ την αλυσίδα που σφυρηλάτησα μόνος μου όσο ζούσα. Την έφτιαξα κρίκο τον κρίκο, μέτρο το μέτρο· την έφτιαξα με δικιά μου βούληση, και από τη δικιά μου βούληση τη φορώ» θα του πει ο καταραμένος Μάρλεϋ.
Κάπως έτσι, ξεκινά η πιο διάσημη χριστουγεννιάτικη νουβέλα όλων των εποχών. Δεν είναι όμως τόσο σημαντική επειδή είναι διάσημη, αλλά επειδή αποτελεί μία ευφύεστατη αν και κάπως λοξή ματιά στις καταστροφές που προκαλεί η απληστία. Ο Σκρουτζ δεν είναι απλά τσιγκούνης. Τα χρόνια τον έχουν κάνει πικρόχολο, τοξικό, αδιάφορο για οτιδήποτε το ανθρώπινο. Η εμμονή με τα κέρδη έχει σκοτώσει τα συναισθήματά του.
Ο Ντίκενς βρίσκει έναν παραμυθένιο τρόπο για να ασκήσει την κριτική του στο οικονομικό σύστημα της εποχής· τον καπιταλισμό.
Στην πορεία της νουβέλας παρακολουθούμε τον ήρωα να γνωρίζει το Πριν, το Τώρα και το Μετά των Χριστουγέννων, να βλέπει με τα ίδια του τα μάτια το δικό του Πριν, το Τώρα και -πόσο τρομακτικό;- το Μετά. Εκτός από φαντάσματα, υπάρχουν πικρές αναμνήσεις από άλλες πιο ευτυχισμένες εποχές και μεγαλοπρεπείς τάφοι από κηδείες στις οποίες κανείς δε θέλει να παραστεί.
Η σκηνή όπου ο Σκρουτζ αντιλαμβάνεται ότι έχει μεταμορφωθεί σε ένα ψυχρό τέρας δίχως συναισθήματα είναι σπαρακτική. Με δάκρυα στα μάτια ζητά μία τελευταία ευκαιρία – στο βιβλίο έρχεται, στην πραγματική ζωή πάλι, κάτι τέτοιο δε συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Ο γέγονε, γέγονε.
Ο Κάρολος Ντίκενς, λοιπόν, κατάφερε με αυτά τα απλά υλικά να φτιάξει μία ιστορία για αναγνώστες από 9 έως 99 ετών. Είναι ένας από τους λίγους συγγραφείς που πέτυχε κάτι τέτοιο στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αφού η συγκεκριμένη αναγνωστική αρίθμηση αποτελεί συνήθως ένα μαρκετινίστικο τρικ, ένα πολυφορεμένο κλισέ – και τίποτα άλλο.
Μάλιστα, αν δεν υπήρχε και η μεταστροφή του κεντρικού ήρωα σε συνδυασμό με το happy ending ίσως η νουβέλα να ήταν ακόμα πιο ρεαλιστική. Σίγουρα πάντως μία βασική θεματική του Άγλλου συγγραφέα (οι δραματικές συνθήκες διαβίωσης των παιδιών των χαμηλότερων οικονομικών στρωμάτων της εποχής δηλαδή, όπως αποτυπώνονται στην ασθένεια του μικρού Τιμ, γιο του υφιστάμενου του Σκρουτζ) είχαν απόλυτα ρεαλιστική βάση: ο Ντίκενς είχε παρακολουθήσει το πώς έσπαγαν τις πλάτες τους οι ανήλικοι εργάτες των ορυχείων κασσίτερου της εποχής.
Με έναν έμμεσο τρόπο, λοιπόν, η Χριστουγεννιάτικη ιστορία ρίχνει φως στις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα σε αφεντικά και υφιστάμενους καθώς και στο δράμα που ζουν όσοι δεν μπορούν να προσφέρουν τις απαραίτητες θεραπείες στα παιδιά τους. Η οικονομική αδικία, λοιπόν, σκιαγραφείται σε όλο της το μεγαλείο.
Ο Ντίκενς βρίσκει έναν παραμυθένιο τρόπο για να ασκήσει την κριτική του στο οικονομικό σύστημα της εποχής· τον καπιταλισμό. Ένα σύστημα το οποίο ωθεί τους εργάτες να δίνουν όπιο στα μωρά τους για να μπορέσουν να δουλέψουν περισσότερες ώρες στις βιομηχανίες, ενώ παράλληλα τσαλαπατά τα όνειρα και τις ελπίδες των χαμηλόμισθων υπαλλήλων. (Mήπως σου θυμίζει κάτι;).
Αν δε σου θυμίζει κάτι, λοιπόν, φέρε αυτές τις μέρες την εικόνα από τα παιδάκια στους καταυλισμός των Τσιγγάνων στο μυαλό σου. Θα μπορούσαν και αυτά να πρωταγωνιστούν στη Χριστουγεννιάτικη ιστορία. Οι μικροί Τιμ αυτού του κόσμου, τους οποίους ποδοπατούν οι Σκρουτζ της γης σφυρίζοντας αδιάφορα.
Τι καταφέρνει λοιπόν ο Ντίκενς στην εμβληματική του νουβέλα; Καταρχάς, κάτι πολύ σημαντικό: Δεν εκβιάζει τα συναισθήματά σου. Σε κάνει να χαμογελάς και να κλαις – όπως, δηλαδή, και η πραγματική ζωή, ενώ παράλληλα αφηγείται το δικό του όραμα για μία (λίγο) καλύτερη κοινωνία και για (λίγο) καλύτερους ανθρώπους. Άλλωστε, αυτό δεν είναι το πραγματικό ζητούμενο των Χριστουγέννων;