Photo by CBS via Getty Images
ΣΙΝΕΜΑ

Η περίπλοκη κληρονομιά του Top Gun και ο ρόλος ζωής του Tom Cruise

Το Top Gun ήταν ως τώρα μία από τις διασημότερες ταινίες των τελευταίων 50 ετών χωρίς κάποιου τύπου συνέχεια. Γιατί σημαδεύει ξαφνικά την καριέρα του Tom Cruise περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο;
Το Top Gun έχει περίεργο legacy. Από τη μία πλευρά, είχε δείξει στο Χόλιγουντ τι θα μπορούσαν να περιμένουν να κάνει – ή τι θα ήταν καν πιθανό να κάνει – ένα μπλοκμπάστερ. Γιατί ο Tom Cruise δεν ήταν ο Tom Cruise τότε. Ήταν ο ανερχόμενος πρωταγωνιστής του Risky Business που ετοιμαζόταν να μπει στη συνταγή του “high concept” σινεμά των Don Simpson και Jerry Bruckheimer. Ο όρος, με λίγα λόγια, εξηγείται ως εξής: μία ιδέα που μπορεί να διατυπωθεί σε ένα στούντιο παραγωγής μέσα σε 10-12 το πολύ λέξεις, με τρόπο που το εν λόγω στούντιο θα μπορεί αμέσως να καταλάβει εάν πρόκειται για κάτι εμπορεύσιμο ή όχι.

Η συνταγή είχε πετύχει ήδη δύο φορές τότε, με το Flashdance και το Beverly Hills Cop, σαφώς σπρωγμένο από την παρουσία ενός Eddie Murphy που δεν ήταν ακόμα leading man – θα γινόταν με το Beverly Hills Cop – αλλά είχε κερδίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες από το Saturday Night Live.

Θα τελειοποιούσαν τη μέθοδο με ταινίες όπως το Bad Boys, το Armageddon και το Pirates of the Caribbean μεταξύ άλλων – προϊόντα φτιαγμένα από καταιγιστική δράση, το casting φωτεινών ονομάτων και τεχνική φαντασμαγορία που συχνά αποσπούσαν από την έλλειψη ανθρωπίλας μέσα τους.

Σε όρους ‘90s και ‘00s το Top Gun που είχε κάποια από αυτά τα στοιχεία δε θα έμοιαζε με ρίσκο, αλλά το 1986 ήταν.

Το ρίσκο του Top Gun

 


Photo by CBS via Getty Images

Το να σε λένε Tom Cruise δε σήμαινε τίποτα ιδιαίτερο, ούτε και το να κυκλοφορείς στις 16 Μαΐου όπως είχε γίνει με το Top Gun. Σήμερα η καλοκαιρινή μπλοκμπάστερ σεζόν ξεκινά στις αρχές του Μάη – αν όχι από τον Απρίλιο χάρη στην επιτυχία που έκανε το Fast and Furious στον άλλοτε νεκρό μήνα – στα ‘80s όμως τις πιο πολλά υποσχόμενες κυκλοφορίες τις έβγαζαν από το Memorial Day και μετά (τέλη Μαΐου).

Η Paramount είχε διαλέξει να προηγηθεί για ανήμερα του Memorial Day θα κυκλοφορούσε το Poltergeist 2 και το Cobra – καθένα από τα δύο αντπροσωπευτικό για τα trends των ημερών.

Το Poltergeist, το sequel μίας παραγωγής του Steven Spielberg, έμπαινε χοντρά-χοντρά στην κατηγορία της φαντασίας που, από οικογενειακά δράματα και περιπέτειες όπως το E.T. the Extra-Terrestrial μέχρι κωμωδίες όπως το Ghostbusters, ήταν η πιο αξιόπιστη επένδυση για απόσβεση στα ταμεία. Μπορείς να κάνεις παραλληλισμούς με την επικράτηση των υπερηρώων σήμερα στο box office, με την ειδοποιό και αξιοζήλευτη διαφορά ενός συνολικά πιο πολυσυλλεκτικού box office.

Το Cobra με τον Sylvester Stallone πάλι συγκαταλεγόταν στις αξιόπιστες εξαιρέσεις, τις προσωποκεντρικές ταινίες δράσης όπου πρωταγωνιστούσε είτε εκείνος, είτε ο Arnold Schwarzenegger. Το Poltergeist II: The Other Side τα πήγε υπέροχα, κέρδισε μία υποψηφιότητα Όσκαρ για Εφέ, και απέκτησε συνέχεια με το Poltergeist III. Το Cobra έκανε πρεμιέρα στο Νο.1 και σήμερα απολαμβάνει καλτ στάτους.

Το Top Gun είχε ανοίξει με 8,2 συμπαθέστατα εκατομμύρια δολάρια το πρώτο του σαββατοκύριακο (κάπου 20 εκατ. σε σημερινά χρήματα), αλλά είχε πετύχει επίσης και κάτι πολύ δύσκολο, ακόμα και για την εποχή που δεν ήταν ασυνήθιστο να υπάρχει επί μήνες μία ταινία στις αίθουσες (δες το αδιανόητο σερί του E.T. εδώ) και να γεμίζει με το πάσο της τον κουμπαρά. Έληξε τη χρονιά ως η επικερδέστερη ταινία του 1986, πολλαπλασιάζοντας 22 φορές τα έσοδα του ντεμπούτου της. Το Χόλιγουντ κατάλαβε πως οι γήινες περιπέτειες μπορούσαν να κάνουν ξανά πάταγο και αναγνώρισε πως, γιατί όχι, η φετιχοποίηση του ανδρικού σώματος ήταν ένα διαφορετικό «αντρικό βλέμμα» που όταν γινόταν σε όρους MTV θα απηχούσε στη νεότερη γενιά.

Έδωσε επίσης βάση στη multimedia συνέργεια – όχι για πρώτη φορά φυσικά, τα Planet of the Apes είχαν παιχνίδια και κόμικ από τα 1970s – αυτή τη φορά με ένα σάουντρακ-σύνθεση από άσχετα μεταξύ τους κομμάτια διαφορετικών καλλιτεχνών που μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες θα πουλούσε 9 εκατομμύρια αντίτυπα. Στο μεταξύ τα μουσικά κλιπ των τραγουδιών θα έπαιζαν στο MTV σε rotation.

Η Μέρα Που Πέθανε το Σινεμά;


Photo by CBS via Getty Images

Ο Mark Harris, δημοσιογράφος και συγγραφέας γύρω από την κουλτούρα και το entertainment, είχε γράψει το 2011 ένα φανταστικό essay στο Esquire με τίτλο The Day The Movies Died σχετικά με την αλλεργία που έχει αναπτύξει το Χόλιγουντ στις πρωτόπυπες ιδέες, ανακοινώνοντας ως ώρα θανάτου τη στιγμή που το Top Gun άρχιζε να σκίζει.

Το κείμενο είναι μία σαρωτική και άδικη εν μέρει γενίκευση όπως παραδέχεται και ο ίδιος, αποτύπωνε όμως τη συνθήκη που έχει οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια τη βιομηχανία στη μονοκουλτούρα του σήμερα, με την επιβίωση των αιθουσών να εξαρτάται από tentpole franchises πολύ μεγάλα για να αποτύχουν.

«Η ταμπέλα [της καλοκαιρινής ταινίας] μπορούσε να περιλαμβάνει μια ταινία επιστημονικής φαντασίας τόσο σιωπηλή και ζοφερή όσο το Alien», έγραφε ο Harris, «μία ταινία τρόμου διάρκειας δυόμιση ωρών όπως το The Shining, ένα σκηνοθετικό όραμα τόσο μοναδικό όσο το Blade Runner, ένα νουάρ για ενήλικες όπως το Body Heat, ένα μικρού εύρους (ναι, ήταν) ταινία όπως το E.T. The Extra-Terrestrial, ένα αγνά ερωτικό ρομαντικό δράμα όπως το An Officer and a Gentleman.

Η ύπαρξη το σεξ ήταν ok – το ίδιο και η απαγόρευση εισόδου για τους κάτω των 17 χωρίς συνοδό. Οι ενήλικες αντιμετωπίζονταν ως ενήλικες και όχι ως υπερμεγέθη παιδιά που επιδιώκουν να τιμήσουν την ακινητοποιημένη τους ανάπτυξη. Και μετά ήρθε το Top Gun».

Μιλώντας για τις παραγωγές των Simpson και Bruckheimer, συνεχίζει: «Στα πιο βασικά τους στοιχεία, οι ταινίες τους δεν ήταν ταινίες. Ήταν καθαρό προϊόν – συναρμολογημένα αμαλγάματα από αμφεταμινούχους ρυθμούς δράσης, casting αστεριών, μουσικά βίντεο και μία σκληρή σα διαμάντι πλαστικοποίηση τεχνολογικής αδρεναλίνης, όλα σχεδιασμένα για να σου αποσπάσουν την προσοχή από την έλλειψη εσωτερικής συνοχής, αφηγηματικής αξιοπιστίας ή αναγνωρίσιμων ανθρώπινων ιδιοτήτων».

Άουτς. Η περιγραφή δεν είναι μακριά από το ορίτζιναλ Top Gun, αλλά πρέπει αν μη τι άλλο να υπερασπιστώ τα skills του Tony Scott.

Ο σκηνοθέτης που πριν δέκα χρόνια αφαίρεσε τραγικά τη ζωή του, κατασκεύασε μία εκ των εμβληματικότερων ενάρξεων στο σινεμά δράσης και είχε βυθίσει όλη σχεδόν την ταινία του σε ένα ρομαντικό ημίφως που, εντάξει, δε χρειαζόταν καν να είναι εκεί. Δε ρομαντικοποίησε έτσι μία μιλιταριστική ταινία που φώναζε “‘Fuck yeah, ‘Murica!”; Εντελώς.

Φαίνεται όμως η ανάγκη του να συνθέσει ένα μη επίπεδο λουκ γιατί, όπως θα έδειχνε τελικά και η τεχνική στην υπόλοιπη φιλμογραφία του, αυτήν που άλλοτε υποτιμούσαν αλλά τώρα γίνεται αντικείμενο ανάλυσης από essays, το ανεπιφύλακτο ύφος του Scott ήθελε να απορροφηθείς από τους οπτικούς του κόσμους, να εξυπηρετήσει στο καλύτερο των δυνατοτήτων του την κάθε ιστορία που είχε στα χέρια του – γιατί πίστευε πολύ στις ιστορίες – να κάνει κάθε σκηνή όσο γινόταν πιο διεγερτική.

Αυτό δε λειτουργούσε πάντα το ίδιο καλά και το αδυσώπητο μοντάζ του μπορούσε να κουράσει, όμως ο Scott ήθελε να κάνει κάθε σκηνή όσο γινόταν πιο διεγερτική, γιατί νοιαζόταν. Δε χρειαζόταν να βάλει τους εραστές του Quentin Tarantino στο True Romance, την αγαπημένη μου ταινία του, να μιλάνε κάτω από μία γιγάντια διαφημιστική πινακίδα, ούτε τον Christian Slater και τον Gary Oldman να πλακώνονται σε ένα δωμάτιο με εννέα δεξαμενές ψαριών.

Δεν τα είχε γράψει αυτά ο Tarantino στο σενάριο. Δε χρειαζόταν καν να ζήσουν οι πρωταγωνιστές. Άλλαξε το σενάριο γιατί ένιωθε ότι τους άξιζε το happy ending («Ας τους ερωτευτούμε και ας μείνουμε εκεί», είχε πει σε αφιερωματικό podcast ο Tarantino πως του είχε ζητήσει. «Δεν το κάνω για να γίνω εμπορικός. Το κάνω γιατί αγαπώ αυτά τα γαμημένα παιδιά, το αξίζουν. Δεν μπορώ να τους σκοτώσω»).

Αλλά ο Harris ήξερε ότι γινόταν άδικος:

«Αυτή η γενιά των 16-24 – οι τύποι που ένιωσαν την ορμή του Top Gun επειδή ήταν ειδικά κατασκευασμένο για να τους ενθουσιάσει – είναι τώρα στα 40 τους, ακριβώς στην ηλικία πολλών μεσαίας και ανώτερης κατηγορίας στελεχών σε στούντιο.

Όλο και περισσότερο, είναι το γούστο τους, η όρεξή τους και η αισθητική της μετεφηβείας τους στα τέλη της δεκαετίας του ’80 που διαμορφώνουν τη δημιουργία ταινιών. Και αυτό μπορεί να είναι μία βάναυσα άδικη γενίκευση, αλλά οδηγεί επίσης σε ένα εύλογο ερώτημα: Ποιον θα προτιμούσες να έχεις επικεφαλής—κάποιον για τον οποίο ο ορισμός του classic είναι το Jaws ή κάποιο για τον οποίο ο ορισμός του classic είναι το Top Gun;».

Δεν το γράφει, αλλά εικάζω βάσει της έμφασής του στη δυνατότητα που είχαν κάποτε οι ταινίες να έχουν ερωτισμό σε αντίθεση με τη σημερινή αποστείρωση, πως ο Harris θα είχε εκτιμήσει τουλάχιστον τη σεξουαλική ενέργεια του Top Gun που, σκόπιμα ή μη, εκτοξευόταν σε κάθε κατεύθυνση (είμαι team μη σκόπιμα, αλλά ευπρόσδεκτα).

Πάντως δεν πρέπει να είναι τυχαίο που το Top Gun ήταν μία από τις διασημότερες ταινίες των τελευταίων 50 ετών χωρίς κάποιου, όποιου τύπου συνέχεια ως τώρα. Η εικονογραφία του είναι βαθιά ενσωματωμένη στην ποπ κουλτούρα, αλλά είναι επίσης και ένα παράξενο πολιτιστικό κατάλοιπο, μία κιτς πύλη στο υποσυνείδητο της Αμερικής στη δεκαετία του 1980.

Σήμερα είναι περισσότερο αξιοσημείωτο για τον ιδρωμένο του ομοερωτισμό, τα Ray-Ban memes και τη στρατιωτική του προπαγάνδα παρά για τις ιδιότητές του ως ταινία, όσο εκπληκτικές κι αν είναι οι σκηνές αεροπορίας ή το πορφυρό ημίφως του Scott.

Βάλε σε αυτά και την άρνηση του Tom Cruise να κάνει γενικώς sequels για μεγάλο μέρος της καριέρας του. Ειδικά στην περίπτωση του Top Gun, δεν ήταν μονάχα ότι δεν έβρισκε μεγάλη πρόκληση στον χαρακτήρα του Maverick και στο περιβάλλον του (σε αντίθεση με τα Mission: Impossible που τον εξίταραν λόγω δύσκολων logistics). Φοβόταν και το μήνυμα.

«Εντάξει, κάποιοι θεώρησαν ότι το Top Gun ήταν μια δεξιά ταινία για την προώθηση του Ναυτικού, και πολλά παιδιά το λάτρεψαν», έλεγε το 1990 στο Playboy. «Θέλω όμως τα παιδιά να γνωρίζουν ότι ο πόλεμος δεν είναι έτσι – ότι το Top Gun ήταν απλώς μία βόλτα στο λούνα παρκ, μία διασκεδαστική PG-13 ταινία που δεν φτιάχτηκε για να εκληφθεί ως πραγματικότητα. Γι’ αυτό δε συνέχισα με το Top Gun II και III και V. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανεύθυνο».

Γιατί τώρα λοιπόν;

Και ξαφνικά, ο Maverick γίνεται ο ρόλος ζωής του Tom Cruise


Ο Τελευταίος Movie Star του είδους του. Συχνός χαρακτηρισμός για τον Tom Cruise και μάλλον αλήθεια.

Ο Cruise αποτυγχάνει σπάνια στο box office, φτιάχνει ταινίες μόνο για τις αίθουσες, δεν έχει κάνει τηλεόραση και τίποτα για το streaming, δεν διαφημίζει καφέδες, τεκίλα ή cryptocurrency. Θα δουλέψει, επίσης, μέχρι να πέσει κάτω για το publicity των ταινιών του και θα τραβήξει φωτογραφίες με τους φαν, γιατί προέρχεται από ένα Χόλιγουντ που έφτιαχνε αστέρες για να βασιστεί σ’ αυτούς για το box office.

Αυτό προϋποθέτει την αφοσίωση του κόσμου και ο Cruise, παρά τις σφαλιάρες που έχει κατά καιρούς φάει από την κοινή γνώμη για την αναρρίχηση καναπέδων, για την επίθεσή του στη Brooke Shields για τη χρήση ψυχοφαρμάκων ή για τις αποκαλύψεις για τις προβληματικές μεθόδους της Σαϊεντολογίας που ως ηγετική φιγούρα της εκκλησίας εικάζεται ότι γνωρίζει, δεν την έχασε ποτέ στην πραγματικότητα. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους.

Διψώντας για αναγνώριση και σίγουρα για προσωπική εξέλιξη στην τέχνη του, ο ηθοποιός συνεργαζόταν με θρυλικούς σκηνοθέτες όπως ο Martin Scorsese, ο Stanley Kubrick και ο Steven Spielberg, και έπαιζε με την (αυτο)εικόνα έντασής του με ρόλους όπως του Frank στο Magnolia του Paul Thomas Anderson ή του Vincent στο Collateral του Michael Mann.

Στο μεταξύ γλυκάθηκε και με την πρώτη του παραγωγή με το Mission: Impossible, καταπατώντας έτσι τον “no guns, no sequels” κανόνα που είχε για την πρώτη εικοσαετία της καριέρας του. Και μετά από το Tropic Thunder και το Rock of Ages, οι προσπάθειές του στην αυτοπαρωδία και την αυτοανάκριση, ακόμα και στην αποτύπωση περισσότερων ανθρώπινων ιδιοτήτων πέραν του ηρωισμού και της αποφασιστικότητας, κάπως εξαϋλώθηκαν (φωτεινή εξαίρεση και μία από τις καλύτερες ταινίες στην action καριέρα του το Edge of Tomorrow).

Σήμερα επιλέγει journeyman σκηνοθέτες, έμπειρους, αξιόπιστους, με αθλητική πειθαρχία, που μοιράζονται την αγάπη του για τον κίνδυνο και τον βοηθούν να ενορχηστρώσει ακροβατικά πρακτικά stunts για τον εαυτό του που θα αψηφούν κάθε φορά τον θάνατο.

Είναι ένας daredevil πολυτελείας, ένας showman που σφίγγει τις γροθιές και το σαγόνι του, τρέχει γρήγορα και εκτοξεύεται απ’ όπου βρίσκει, όσο ο πλανήτης τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Σε όσους από εμάς αγαπούσαμε τον αλλόκοτο μαγνητισμό του σε δραματικούς ρόλους μάς λείπει αυτή η πλευρά του Cruise, όμως έχει γίνει πάρα πολύ καλός σε αυτό που κάνει. Ο καλύτερος.

Με τα κινηματογραφικά θεάματα που στήνει, φτιαγμένα χεράτα, με production values που δεν τσιγκουνεύονται το παραμικρό, πρακτική δράση, σασπένς και την πολυπόθητη κάθαρση στο φινάλε, το brand του Cruise, σίγουρα σε ό,τι αφορά τα Mission: Impossible αλλά όχι μόνο, είναι ένα εγγυημένο good time στην αίθουσα. Και δεν έρχεται χωρίς κάποιου είδους κόστος.

Ο ηθοποιός ασκεί εμμονικό έλεγχο στις παραγωγές όπου πρωταγωνιστεί και έχει δυσανεξία στο όχι. Έχει υπάρξει μία, τουλάχιστον, φορά που ακούσαμε και οι υπόλοιποι κάποιο κατσάδιασμά του, αλλά εκείνο είχε αποκτήσει γρήγορα την εύνοια της κοινής γνώμης.

Σε μία περίοδο απόγνωσης έναντι συμπολιτών μας που δεν τηρούσαν τα μέτρα για την Covid-19, το audio που λίκαρε με τον Cruise να ουρλιάζει σε συνεργάτες του που δε φορούσαν μάσκες στα γυρίσματα του επόμενου Mission: Impossible είχε λειτουργήσει σχεδόν ανακουφιστικά. «Είμαστε το gold standard», μπορεί να τον θυμάστε να ξεφωνίζει. «Πίσω στο Χόλιγουντ φτιάχνουν αυτή τη στιγμή ταινίες εξαιτίας μας. Δημιουργούμε χιλιάδες δουλειές, ρε γαμημένοι!».

Η παραγωγή του Mission: Impossible έκλεισε συνολικά τέσσερις φορές λόγω κρουσμάτων και ο Cruise δε φαινόταν έτοιμος να ακούσει απολογίες. «Μπορείτε να τις πείτε στους ανθρώπους που χάνουν τα γαμημένα τα σπίτια τους επειδή η βιομηχανία έχει βάλει λουκέτο», συνέχιζε. «Δε θα βάλουν φαγητό στο τραπέζι τους, ούτε θα πληρώσουν για τις σπουδές τους. Με αυτό το πράγμα κοιμάμαι κάθε βράδυ – το μέλλον αυτής της γαμημένης βιομηχανίας!».


Σε μία σκηνή του Top Gun: Maverick, ως θρυλικός πια πιλότος του Πολεμικού Ναυτικού που έχει κληθεί να εκπαιδεύσει τους καλύτερους πιλότους της νέας γενιάς για μία αποστολή ζωής και θανάτου, ο Pete “Maverick” Mitchell δεν πρόκειται να χαϊδέψει τα αυτιά των αλαζονικών νεοσσών που νομίζουν ότι τα κάνουν όλα σωστά. Να τα πείτε στις οικογένειες των συναδέλφων σας που δε θα επιβιώσουν στην αποστολή επειδή δε μάθατε να πετάτε σωστά, ξεκαθαρίζει.

Σε μία από τις εισαγωγικές σκηνές, ο Maverick ενημερώνεται πως το πειραματικό τμήμα μαχητικών αεροσκαφών στο οποίο ανήκει πρόκειται να διακοπεί επειδή οι δοκιμές ως τώρα δεν είχαν πιάσει τους στόχους. Θα καβαλήσει ετσιθελικά το αεροσκάφος του πριν τους επισκεφθεί ο Ed Harris σε ρόλο αξιωματικού με σκοπό να τους κλείσει, θα σφίξει τα δόντια και θα στοχεύσει στο υπερηχητικό ρεκόρ των Μαχ 10.

Λαμβάνει την εντολή επιστροφής στη βάση, όμως σκεπτόμενος όλους τους ανθρώπους που θα χάσουν τη δουλειά τους εάν η κυβέρνηση εκτρέψει τη χρηματοδότηση για χάρη των drones και εις βάρος των πιλότων, θα σπρώξει το σκάφος του σε σημείο εξαΰλωσης για να αποδείξει πως ο ανθρώπινος παράγοντας έχει ακόμα σημασία.

Η αυτοαναφορικότητα δεν είναι λεπτή εδώ. Ο Cruise χρησιμοποιεί το CGI μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο, σε μία βιομηχανία που, σε επίπεδο μπλοκμπάστερ, βασίζεται όλο και περισσότερο σε αλγόριθμους και σε τεχνολογίες απογήρανσης στις δημιουργίες της.

Είναι ένα οξύμωρο με σάρκα και οστά που έχει αρνηθεί να υποκύψει στο πέρασμα του χρόνου, τον μόνο πραγματικό αναπόδραστο εχθρό του ανθρώπου, αλλά ταυτόχρονα αρνείται πεισματικά και το «ουδείς αναντικατάστατος». Όχι, ο άνθρωπος δεν αντικαθιστάται για τον Cruise και τις ιστορίες που θέλει να λέει. Δεν είναι το αεροπλάνο, ακούμε ξανά και ξανά στο νέο Top Gun, δεν είναι η τεχνολογία. Είναι ο πιλότος που κάνει τη διαφορά.

Εκεί όμως που το Top Gun του 1986 διακατεχόταν από το αίσθημα του αήττητου, η συνέχειά του αντλεί τη δύναμή της από την επίγνωση του αναπόφευκτου.

«Ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός σας», παραδέχεται ο Maverick στους εκπαιδευόμενούς του και το λέει για να το ακούσει και ο ίδιος. Κάποτε ήταν ένα ψωνισμένο παράγωγο νεποτισμού που πίστευε ότι ο κόσμος του ανήκει. Τώρα, 40 χρόνια μετά, είναι τρομερό το πόσο σκληρά έχει προσπαθήσει για να μείνει παγωμένος στον χρόνο (άλλη μία μη τυχαία, αυτοαναφορική επιλογή για τον ηθοποιό που τον ενσαρκώνει).

Έχει αρνηθεί προαγωγές ή το σενάριο της σύνταξης γιατί πιστεύει πως παραμένοντας πλοίαρχος θα μπορεί να ζει για πάντα στις χρυσές εποχές του. Τώρα που του ζητούν να επιστρέψει στο τμήμα του Top Gun για να διδάξει τους νεότερους, τι καλύτερο τρόπο θα μπορούσε να βρει για να σταματήσει τον χρόνο;


Νεοσύλλεκτοι και βετεράνοι εξίσου, κάθε χαρακτήρας αυτής της ταινίας θεωρεί τον Maverick λείψανο και θεό ταυτόχρονα. Από τη μία το Top Gun γίνεται μία Gen X φαντασίωση για έναν άνδρα που αποδεικνύει στους μικρότερους ότι ο παλιός είναι αλλιώς. Πώς ό,τι μπορούν να κάνουν μπορεί να το κάνει καλύτερα.

Από την άλλη, σε μία σκηνή στο μπαρ που διατηρεί η Jennifer Connelly σε ρόλο πρώην συντρόφου του, έναν ισχνών δυνατοτήτων χαρακτήρα που η ηθοποιός καταφέρνει να μετατρέψει σε αληθινή γυναίκα, ο Maverick κοιτάει από το παράθυρο νεότερους άντρες και γυναίκες να διασκεδάζουν χωρίς εκείνον, να έχουν ήδη δημιουργήσει τον κόσμο που σε λίγο θα τον έχει ξεχάσει. «Το μέλλον έρχεται», είχε γρυλίσει νωρίτερα ο Harris. «Και δεν είσαι μέσα σε αυτό».

Εάν ο Maverick όμως θέλει απεγνωσμένα να σταματήσει τον χρόνο, αυτό που τον τρομοκρατεί περισσότερο μάλλον είναι το να τον αφήσει να επαναληφθεί. Ένας από τους εκπαιδευόμενους, είναι ο Rooster, γιος του Goose, παιγμένος από έναν Miles Teller που είχα να ευχαριστηθώ τόσο από το Spectacular Now (ναι, ξέρω, το Whiplash – καταπληκτική ταινία, η αγαπημένη μου του Damien Chazelle, απλά ο J.K. Simmons τα έσβηνε όλα).

Ο Rooster έχει πρόβλημα με τον επικεφαλής του, όχι μόνο γιατί τον κατηγορεί για τον θάνατο του πατέρα του, αλλά και γιατί ο Maverick είχε χρησιμοποιήσει το εκτόπισμά του στο Ναυτικό για να αποτρέψει την εξέλιξη της καριέρας του. Το τελευταίο πράγμα που θέλει ο Maverick, είναι να δει το παιδί του φίλου του να χάνει κι αυτό τη ζωή του στον στρατό.

Οι υπόλοιποι πιλότοι, κυρίως η Monica Barbaro και ο Lewis Pullman ως Phoenix και Bob, έχουν και αυτοί τις στιγμές τους. Παρέα με τον Cruise φέρνουν τα νοσταλγικά beats στην ταινία: το Great Balls of Fire που παίζουν στο πιάνο, τις αερομαχίες, τα παιχνίδια στην παραλία, τα ρομάντσα με bomber jackets και ηλιοβασιλέματα. Αυτή είναι μία ταινία Top Gun, μη μπερδεύεσαι, και θα έχει καρέ-καρέ την εισαγωγή του Tony Scott με το Danger Zone.

Και φτάνουμε στον wingman του Cruise.

Ήδη από το ντεμπούτο του με το Tron: Legacy, ο Joseph Kosinski είχε δείξει το σταθερό του χέρι και τις δυνατότητές του στα όχι και τόσο πιθανά sequels. Με το Oblivion, την πρώτη του συνεργασία με τον Cruise, έδειξε ξανά πώς μπορούν τα ψηφιακά περιβάλλοντα να μπλέξουν υπέροχα με πραγματικούς ανθρώπους και σύνολα. Στο Only the Brave που είχαμε δει ένα μάτσο άνθρωποι, έκανε στροφή στο γήινο διατηρώντας την ποιητικότητα της βιωμένης του δράσης με τον παλιομοδίτικο (αλλά αληθινής υπόθεσης) ηρωισμό.

Στο Top Gun: Maverick δεν έχει τους στιλιστικούς λεονταρισμούς του Scott, αλλά επανορθώνει με στακάτη ταχύτητα, σαφή γεωγραφία, αιχμηρές συνθέσεις και την αλήθεια των πλάνων του (εδώ αξίζει ειδική μνεία στον διευθυντή φωτογραφίας Claudio Miranda που μας βάζει απευθείας μέσα στο πιλοτήριο). Ο Kosinski είναι τεχνίτης και εύχομαι να αποκτήσει την καριέρα που φαντάζεται.


Από αριστερά στα δεξιά: Christopher McQuarrie, Tom Cruise, Joseph Kosinski και Jerry Bruckheimer, στο σετ του Top Gun: Maverick

Από αριστερά στα δεξιά: Christopher McQuarrie, Tom Cruise, Joseph Kosinski και Jerry Bruckheimer, στο σετ του Top Gun: Maverick

Όπως το πρώτο Top Gun, το Maverick καταβάλλει κοπιώδεις προσπάθειες για να σιγουρέψει πως οι κακοί που αντιμετωπίζουν οι γενναίες αμερικανικές δυνάμεις στερούνται ανθρωπιάς και εθνικότητας. Αποκαλούνται απλά «ο εχθρός», τα πρόσωπά τους κρύβονται τελείως πίσω από μαύρα κράνη, τα λογότυπα στα μαχητικά τους αεροσκάφη είναι φανταστικά.

Είναι μία παγκόσμια δύναμη («κράτος-παρίας» αναφέρεται στους ελληνικούς υπότιτλους) με πυρηνικά που ο υπόλοιπος κόσμος θέλει να ξεφορτωθεί, αλλά το Top Gun αντί να απασχολείται με την ηθική επιλογή της ένοπλης μάχης με μία ξένη χώρα εστιάζει στη διασκέδαση.

Το ζήτημα είναι τα ηρωικά επιτεύγματα των γενναίων στρατιωτών, ενώ ο εχθρός περιορίζεται σε μία ανώνυμη, απρόσωπη απειλή. Η άφιξη της αποστολής κιόλας στο ξένο έδαφος γίνεται τόσο σύντομα, που κατά τη διάρκεια της δημοσιογραφικής προβολής αναρωτήθηκα μαζί με έναν αγαπητό συνάδελφο εάν απλά πετάχτηκαν μέχρι τον Καναδά. Αυτή θα ήταν πάντα η πιο αμφιλεγόμενη ή και ανησυχητική πτυχή του Top Gun ως franchise. Ότι δημιουργεί έναν κόσμο όπου οι πολιτικές επιπτώσεις των στρατιωτικών του συγκρούσεων απλά δεν υπάρχουν.


Είναι ο απόγονος μίας στρατιωτικής προπαγάνδας από το απόγειο της άκριτης εποχής του Reagan. Τι θέση θα μπορούσε να έχει στον σημερινό κόσμο, που ήδη μοιάζει πολύ διαφορετικός από τον κόσμο στον οποίο γυρίστηκε πριν από τέσσερα χρόνια;

Το Top Gun όμως είναι ένα έργο πολιτιστικής παρά πολιτικής νοσταλγίας. Είναι επίσης μία καλύτερη ταινία από του 1986 και, πιο σημαντικά, μία πιο φιλική, τρυφερότερη ταινία. Πιο ενήλικη και γενναιόδωρη, όπως ταιριάζει στον ώριμο πια αστέρα της. Ο συγκινητικός τρόπος που ενσωματώνει το πρόβλημα υγείας του Val Kilmer, εδώ ως ανώτερος πλέον του Maverick, είναι ένα από τα δείγματα προς αυτή την κατεύθυνση.

Και ο Cruise χαμογελάει πολύ, περισσότερο από ό,τι έχει να χαμογελάσει χρόνια σε ταινία του. Οδηγεί τη μοτοσυκλέτα του (φυσικά χωρίς κράνος), πετάει στα αεροπλάνα του, παίζει football με το νεότερο καστ, και είναι ανάλαφρος, χωρίς τη δεσμευτική του, συχνά, ένταση.

Μερικές φορές χαμογελάει τόσο πλατιά που μοιάζει ακούσιο, σαν να μη μπορεί να το ελέγξει. Όταν έπεφταν τα credits της ταινίας, σκεφτόμουν πως όταν δε θα είναι πια εδώ, θα λείψει ακόμα και στους πιο σκληρούς επικριτές του.

Exit mobile version