Η πονεμένη ιστορία της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα (και όχι μόνο)
Μάρκος Κρητικός και Χίλντα Παπαδημητρίου, με αφορμή τα νέα τους μυθιστορήματα, μιλούν για τις αρετές και τις παθογένειες, το παρόν και το μέλλον του λαοφιλούς λογοτεχνικού είδους που ορισμένοι «διανοούμενοι» εξακολουθούν να θεωρούν υποδεέστερο και ταιριαστό μόνο για την παραλία.
- 8 ΑΠΡ 2021
Ο μεν Μάρκος Κρητικός κυκλοφορεί «Το μπλουζ της πεταλούδας» (13 Μαΐου, εκδ. Μεταίχμιο), ένα νουάρ μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Μίλτο Οικονόμου στα ίχνη ενός κυκλώματος ναρκωτικών και πορνείας που απλώνεται από το κέντρο της Αθήνας ως τις παραλίες της Μυκόνου.
Η δε Χίλντα Παπαδημητρίου το «Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου» (εκδ. Μεταίχμιο), την τέταρτη κατά σειρά περιπέτεια του αστυνόμου Χάρη Νικολόπουλου που πιάνεται στον ιστό ενός κυκλώματος τράφικινγκ και περνάει στην παρανομία για να εξιχνιάσει ένα έγκλημα για το οποίο τον κατηγορούν άδικα.
Αμφότεροι συγκαταλέγονται ανάμεσα στους πιο αξιόλογους εκπροσώπους της αστυνομικής λογοτεχνίας στη χώρα μας. Εξ ου και κλήθηκαν από το OneMan να τοποθετηθούν πάνω σε μερικά εύλογα ζητήματα:
Πώς ορίζεται το αστυνομικό μυθιστόρημα;
Ποια είναι τα μεγαλύτερα στερεότυπα, ατού, μυστικά αλλά και παθογένειες του;
Από που αντλούν έμπνευση οι crime writers;
Υπάρχει σοβαρή «σκηνή» στην Ελλάδα και αν ναι, θα κάνει ποτέ διεθνή καριέρα;
Είναι σεξιστικό το genre;
Το Netflix έχει κάνει καλό στη συγγραφική και αναγνωστική κουλτούρα των δημιουργών και καταναλωτών του;
Είναι νομοτελειακά βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα διαβάσουμε τα «αστυνομικά της πανδημίας»;
Φυσικά ρωτήθηκαν και το εξής: Θα σταματήσει ποτέ η αστυνομική λογοτεχνία να θεωρείται «εύκολη» και «για την παραλία»; Πλησιάζει, βλέπετε, και το Ατελείωτο Ελληνικό Καλοκαίρι…
Ο Ορισμός της Αστυνομικής Λογοτεχνίας
Χίλντα Παπαδημητρίου: Το πρώτο που πρέπει να υπάρχει σίγουρα είναι ένας δολοφόνος, ένα θύμα και κάποιος που, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, θέλει να εξιχνιάσει το έγκλημα. Όχι ντε και καλά για να αποδοθεί δικαιοσύνη μέσα από το πρίσμα της καθεστηκύιας τάξης. Μπορεί να θέλει την κάθαρση που επιφέρει η εξιχνίαση ενός εγκλήματος, η απόδοση τιμής στο νεκρό. Να μην φύγει δηλαδή χωρίς να ξέρει κανείς τι του συνέβη και γιατί.
Μάρκος Κρητικός: Νομίζω ότι ο πιο ασφαλής ορισμός είναι ότι αστυνομικά είναι τα βιβλία που είναι στο ράφι των αστυνομικών στο βιβλιοπωλείο. Εντάξει, αστειεύομαι.
ΧΠ: Δεν είναι δουλειά ούτε των συγγραφέων ούτε των αναγνωστών να ορίζουν τι είναι αστυνομικό και τι δεν είναι. Γίνεται, ας πούμε, μεγάλη συζήτηση για το αν είναι αστυνομικά τα μυθιστορήματα της Πατρίσια Χάισμιθ, στα περισσότερα από τα οποία δεν υπάρχει απονομή δικαιοσύνης. Ακόμη και σε κάποια βιβλία του Ζωρζ Σιμενόν είναι υποτυπώδης η απονομή δικαιοσύνης.
ΜΚ: Ο ορισμός που προσωπικά με καλύπτει είναι ο εξής: το αστυνομικό πρέπει να έχει μια ιστορία εγκλήματος,και να υποβιβάζει την ανθρώπινη τραγωδία που αυτό εμπεριέχει σε ένα μυστήριο προς διερεύνηση. Κατά τα άλλα, τα όρια έχουν φτιαχτεί κυρίως από τους κριτικούς και τους μελετητές για να μπορούν ομαδοποιώντας να κάνουν τη δουλειά τους. Για παράδειγμα ο Σιμενόν είναι ένας από τους πιο κλασικούς αστυνομικούς συγγραφείς, αλλά υπάρχουν βιβλία του που δεν θεωρούνται αστυνομικά, πχ «Το χιόνι ήταν βρόμικο» που το συγκρίνουν με τον «Ξένο» του Καμύ. Ο Ξένος έχει έγκλημα, αλλά δεν θεωρείται αστυνομικό. Το «Έγκλημα και Τιμωρία» θεωρείται αστυνομικό. Είναι μια ιστορία εξαιρετικά κοινότοπη, ένα κλασικό έγκλημα με φόνο και ληστεία, το θέμα είναι όμως τι βγαίνει μέσα από την ιστορία, τι άλλο εγκιβωτίζει, τι ψυχικό βάθος έχει. Ίσως μάλιστα το «Έγκλημα και Τιμωρία» να είναι το magnum opus της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ίσως όμως το αστυνομικό στοιχείο να χρησιμοποιείται κατ’ επίφαση, για να κάνει ο Ντοστογιέφσκι το απόλυτο ανθρώπινο ψυχογράφημα.
ΧΠ: Πιστεύω ότι οι «διανοούμενοι» αγνοούν την ποπ κουλτούρα του 20ου αιώνα. Δεν μπορεί να μη λαμβάνεις υπ’ όψιν σου ότι τον 20ο αιώνα δημιουργήθηκε η τζαζ, το ροκ-εν-ρολ, ο κινηματογράφος, αλλά και το αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο είναι ένα πολύ στέρεο πράγμα, δεν είναι μια υποκουλτούρα που ξεχάστηκε. Όταν τα αγνοείς όλα αυτά, σημαίνει ότι σου λείπει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής. Γι’ αυτό λέμε πολύ συχνά ότι οι «διανοούμενοι» ζουν σε ένα κενό αέρος. Μπορεί να πέσουν με τα μούτρα ξέρω ’γώ στον Ροΐδη ή στους ποιητές του 19ου αιώνα, αλλά το τι γίνεται γύρω τους, τώρα, καθημερινά, το αγνοούν. Για αυτό και είναι βαρετό και κοινότοπο να λέγεται ότι είναι υποδεέστερη η αστυνομική λογοτεχνία. Άλλωστε όταν ξεκίνησα να γράφω δεν ήθελα να γίνω διάσημη συγγραφέας που θα παίρνει κρατικά βραβεία. Ήθελα να μιλήσω για πράγματα που μου φαίνονταν ενδιαφέροντα. Στα τρία πρώτα βιβλία ήθελα να μιλήσω για τον χώρο της μουσικής, που είναι ο δικός μου χώρος, με τα δισκάδικα, τις συναυλίες, τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Αν αυτά θεωρούνται κατώτερα σε σχέση με τη σύγχρονη ιστορία, τον εμφύλιο και τη μικρασιατική καταστροφή, ΟΚ, εγώ έκανα την επιλογή μου.
ΜΚ: Υπάρχει πάντα χώρος για μια αστυνομική ιστορία στην καλή λογοτεχνία. Πιστεύω επίσης ότι η αστυνομική λογοτεχνία βάλλεται και εξαιτίας της δημοφιλίας της. Πολλοί θα θέλανε να γράφουνε και να έχουν την εμπορική αναγνωρισιμότητα που έχουν συγγραφείς του αστυνομικού. Από την άλλη, είναι ιδιαίτερο το κοινό της. Αν δηλαδή θεωρήσουμε ότι υπάρχει μια δεξαμενή αναγνωστών αστυνομικής λογοτεχνίας, σε αυτή υπάρχει εισροή από διαφορετικά σημεία και με διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Είναι άλλος αυτός που έρχεται στο αστυνομικό από τη λογοτεχνία του φανταστικού, άλλος αυτός που έρχεται από την κλασική λογοτεχνία, άλλος αυτός που έρχεται από τη ροζ λογοτεχνία.
ΧΠ: Δεν θεωρώ εύκολο και εύπεπτο το αστυνομικό. Δεν νομίζω ότι θα πάρει κανείς ένα βιβλίο του Φαζαρντί να το διαβάσει στην παραλία. Θα πάρει ένα του Νταν Μπράουν που όντως είναι εύκολο. Τα περί ευκολίας είναι απλά ένας τρόπος πλασαρίσματος, αν θες, ότι το αστυνομικό είναι ένα βιβλίο που δεν θα σε προβληματίσει. Δεν είναι αλήθεια. Εξαρτάται από το ποιος γράφει και πώς γράφει. Το τελευταίο βιβλίο του Νέσμπο είναι σπουδαίο ανεξαρτήτως είδους. Δεν νομίζω ότι θα το διαβάσεις στην παραλία, γι’ αυτό και απογοήτευσε πολλούς από τους φανατικούς αναγνώστες του. Είναι ένα καταπληκτικό ψυχογράφημα μιας οικογένειας στη βόρεια Νορβηγία. Δεν είναι καλοκαιρινό.
Τα Στερεότυπα της Αστυνομικής Λογοτεχνίας
ΧΠ: Το μεγαλύτερο είναι ότι επιτυγχάνεται η απονομή της δικαιοσύνης από έναν άνθρωπο ο οποίος είναι αδέκαστος και δεν έχει ελαττώματα. Ή αν έχει, τα βάζει σε δεύτερη μοίρα για να τιμωρήσει τους κακούς. Είναι ένα στερεότυπο που δεν ισχύει απόλυτα και εμένα τουλάχιστον δεν με καλύπτει. Επίσης μέχρι πρόσφατα αυτός ο ήρωας έπρεπε να είναι αλκοολικός, πικραμένος από τη ζωή κλπ. Αυτό άρχισε να αλλάζει κάπως από τη σχολή των Ισπανών και των Ιταλών, που έβαλαν ανθρώπους καθημερινούς στο παιχνίδι. Να αρέσει για παράδειγμα στον ήρωα το καλό φαγητό, χαρακτηριστικό των νοτιοευρωπαίων.
ΜΚ: Το να μην υπάρχει απονομή δικαιοσύνης είναι όντως κάτι σπάνιο. Κατά κανόνα δηλαδή πρέπει να κερδίσει το καλό στο τέλος. Κατά τη γνώμη μου είναι πιο έντονο χαρακτηριστικό στο νουάρ η εικόνα του αλκοολικού, γυναικά ντετέκτιβ, που πολεμάει τους κακούς έχοντας και ο ίδιος κάποια χαρακτηριστικά τους. Αυτό που βρίσκω κοινότοπο είναι η κουβέντα που γίνεται τα τελευταία χρόνια για το αν το αστυνομικό είναι το κοινωνικό μυθιστόρημα της εποχής μας. Δεν λέω ότι δεν έχει κοινωνικό σχολιασμό. Άλλωστε η παραβατικότητα είναι πιο έντονη στις ταραγμένες κοινωνίες. Όμως η παραβατικότητα, το έγκλημα δηλαδή, στην αστυνομική λογοτεχνία, παραδοσιακά καθοριζόταν από τα ανθρώπινα πάθη.
ΧΠ: Εμένα μου αρέσει να το ονομάζω πολιτικό, όχι κοινωνικό. Αν κάτι με έχει γοητεύσει από μικρή που διάβαζα αστυνομικά, ήταν ακριβώς αυτό το πολιτικό κομμάτι. Γι’ αυτό αγαπώ πολύ το hard-boiled και τη μετεξέλιξή του. Όταν λέω πολιτικό εννοώ την ουσία της πολιτικής που είναι η διαπλοκή της εξουσίας με το οργανωμένο έγκλημα. Όλο αυτό ξεκινά τη δεκαετία του ’20 με την οικονομική κρίση στις ΗΠΑ, την ποταπαγόρευση κλπ. Βρίσκω πολλές ομοιότητες εκείνης της εποχής με τη δεκαετία της ελληνικής κρίσης. Ισχύει όμως και αυτό που λέει ο Μάρκος περί ανθρωπίνων παθών. Γι’ αυτό στα προηγούμενα βιβλία μου με ενδιέφερε το έγκλημα της διπλανής πόρτας. Δηλαδή γιατί ένας άνθρωπος που έχει πχ μανία με τα βινύλια, μπορεί να σκοτώσει.
ΜΚ: Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και στο πρώιμο αστυνομικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα δεν υπήρχε το πολιτικό στοιχείο. Σκεφτείτε την Αγκάθα Κρίστι. Ακόμη και στο hard-boiled υπήρχε ένα κομμάτι της παραγωγής που δεν καταλάβαινες που βρίσκεσαι από πολιτικής άποψης.
Η Αστυνομική Λογοτεχνία στην Ελλάδα
ΧΠ: Από τους «διανοούμενους» εξακολουθεί να θεωρείται δευτερεύον είδος. Δεν μας παίρνουν εξίσου στα σοβαρά με αυτούς που γράφουν μεγάλα μυθιστορήματα που αναφέρονται…δεν ξέρω κι εγώ που. Επιπλέον θεωρώ λάθος να συγκρίνουμε τη δική μας αστυνομική λογοτεχνία με την αντίστοιχη άλλων χωρών. Με την έννοια ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει ξεκινήσει να γράφεται συστηματικά στις αγγλοσαξωνικές χώρες από τα μέσα του 19ου αιώνα, στις ευρωπαϊκές από τον Β Παγκόσμιο. Οι Σκανδιναβοί για παράδειγμα έγιναν γνωστοί από τα 90s και μετά. Εμείς έχουμε πολύ λιγότερο χρόνο. Την τελευταία δεκαετία γράφονται πολλά αστυνομικά. Από το 2000 ως το 2010 ήταν πολύ λίγα και σκόρπια ώστε να δημιουργήσουν κάτι. Άρα πώς να συγκριθούμε με άλλους σε σχέση με κάτι που δεν έχουμε παράδοση;
ΜΚ: Η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία δεν έχει βγει προς τα έξω γιατί ακολουθεί τη γενικότερη πορεία της ελληνικής λογοτεχνίας. Είναι πολύ λίγες οι εξαιρέσεις, πόσο μάλλον στην αστυνομική που, όπως λέει η Χίλντα, υστερεί σημαντικά σε μαζικότητα. Θεωρώ όμως ότι πήγε να δημιουργηθεί μια ταυτότητα την εποχή της ελληνικής κρίσης. Έβλεπες ότι ήταν πιο ελληνικά τα μυθιστορήματα. Για να μπορέσεις να βγεις προς τα έξω, είναι μονόδρομος η δημιουργία μιας δικής σου ταυτότητας. Η ελληνική κρίση ήταν κάτι δικό μας, γι’ αυτό και πήγε κάτι να γίνει. Τώρα όμως βλέπω να υπάρχει μια τάση μιμητισμού προς άλλες σχολές, όπως είναι η σκανδιναβική. Δηλαδή αποτρόπαια εγκλήματα που σπάνια απαντώνται στην Ελλάδα. Γίνεται αυτοσκοπός ο τρόμος για να φοβηθεί ο αναγνώστης. Γιατί λοιπόν κάποιος έξω να μη διαβάσει τον Σκανδιναβό και να διαβάσει εμένα που πάω να γράψω σε αυτό το σκοτεινό στιλ που όμως με το ένα μάτι λοξοκοιτάζει στο Netflix;
ΧΠ: Από το να αγωνιούμε για το πώς θα βγούμε έξω, είναι πιο σημαντικό να μπορέσουμε να εδραιωθούμε στην Ελλάδα και να κατακτήσουμε το ελληνικό κοινό. Δεν νομίζω ότι μας διαβάζουν πολύ ούτε οι Έλληνες αναγνώστες, οι οποίοι επειδή είναι επηρεασμένοι από τις αστυνομικές σειρές, θέλουν ένα είδος αφήγησης που έχει διαρκώς ανατροπές. Της μόδας είναι και το ψυχολογικό θρίλερ που εστιάζει πολύ στις γυναίκες, υπό την έννοια ότι έχει σκάσει το απόστημα της κακοποίησης γυναικών και παιδιών. Διαβάζοντας γνώμες αναγνωστών στο goodreads, καταλαβαίνεις ότι οτιδήποτε γράφεις και δεν είναι μέσα σε αυτά τα πλαίσια, δεν το θεωρούν αστυνομικό. Λένε για παράδειγμα για τα βιβλία της Jane Harper που μεταφράζω ότι δεν είναι αστυνομικά, αλλά κοινωνικά.
ΜΚ: Σίγουρα στην Ελλάδα υπάρχει μεγαλύτερη προσφορά παρά ζήτηση. Εκδίδονται περισσότερα αστυνομικά βιβλία από αυτά που μπορούν να διαβαστούν, με συνέπεια να χάνονται καλοί τίτλοι. Το προϊόν γίνεται ευπαθές, σαν οπωροκηπευτικό, μπορεί μετά από 20 μέρες στα βιβλιοπωλεία να χαθεί, να μην το προλάβει κανείς. Όταν όμως χαθεί έτσι, θα βγάλει ο εκδότης το επόμενο του ίδιου συγγραφέα;
Οι Παθογένειες της Εγχώριας Αστυνομικής Λογοτεχνίας
ΜΚ: Εξαιτίας των περιστατικών αστυνομικής αυθαιρεσίας, δεν έχουμε καλή άποψη για τον «μπάτσο». Γι’ αυτό συνήθως ο ήρωας είναι πρώην «μπάτσος» ή ντετέκτιβ, όχι εν ενεργεία. Έχουμε όλοι στο μυαλό μας την εικόνα ενός τύπου που είναι λίγο αγράμματος, λίγο φασίστας, όλα αυτά.
ΧΠ: Αυτός είναι ένας από τους λόγους που άργησε τόσο πολύ να γραφτεί στην Ελλάδα αστυνομική λογοτεχνία. Ξεκίνησε δειλά τη δεκαετία του ’50, όμως οι περισσότεροι αναγνώστες είχαν μια δυσκαμψία να διαβάσουν βιβλία με ήρωα έναν αστυνόμο. Ακόμη και ο Μπέκας δεν είναι συμπαθής. Από την εξωτερική του περιγραφή μέχρι αυτά που κάνει, δεν μπορείς εύκολα να ταυτιστείς. Πόσο μάλλον όταν έχεις έναν εμφύλιο και μετά δικτατορία, οπότε ήταν πολύ δύσκολο να πειστεί κάποιος να διαβάσει αστυνομικά βιβλία, γιατί σιχαινόταν τους αστυνομικούς. Αφού διάβασε ο κόσμος ξένους συγγραφείς, σιγά σιγά άρχισε να αποδέχεται και τους Έλληνες.
ΜΚ: Νομίζω ότι δημιουργεί ένα πρόβλημα στην ελληνική αστυνομική λογοτεχνία η εικόνα που έχει παγιωθεί στην κοινωνία για τον αστυνομικό.
ΧΠ: Κατά τη γνώμη μου η μεγαλύτερη παθογένεια είναι η μίμηση ξένων σχολών. Και η υπόθεση που κάνουν ορισμένοι ότι είναι εύκολο είδος, τύπου έλα μωρέ, άμα έχεις την ιδέα γιατί έγινε ο φόνος και πώς θα βρει ο μπάτσος τον ένοχο, δεν χρειάζεται τίποτα άλλο. Η αστυνομική λογοτεχνία όμως ξεκίνησε ως κάτι πάρα πολύ καλά γραμμένο. Τα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι που τώρα τα σνομπάρουμε λίγο, τα διαβάζεις και συνειδητοποιείς ότι πρόκειται για μια γλώσσα πάρα πολύ δουλεμένη. Το ίδιο ισχύει και για κλασικούς Αμερικάνους. Είχα την τύχη να μεταφράσω Χάμετ, Τσάντλερ και Ροκ Μακντόναλντ. Γράφουν δύσκολα. Όταν λοιπόν εσύ θεωρείς ότι το μυστικό είναι μια απλή φόρμουλα και δεν φροντίζεις τίποτα άλλο, δεν έχεις βάθος στους χαρακτήρες, και σε νοιάζει μόνο μια σεναριακή γραφή, δεν πας πουθενά.
ΜΚ: Φταίει και εκείνη η μεριά των αναγνωστών που θέλει απλά να υπάρχει δράση, όχι βάθος και διαβάζει με τα δεδομένα που βλέπει μια ταινία run n gun που μετά δεν αφήνει τίποτα. Δεν λέω ότι είναι κακό ως διασκέδαση αυτό. Η αστυνομική λογοτεχνία όμως δεν πάει έτσι μπροστά.
ΧΠ: Είναι κάτι που βλέπω και σε αρκετά ξένα μυθιστορήματα. Είναι πια σαν να διαβάζεις σενάριο. Άπλωσε το χέρι του, πήρε το ποτήρι, το έφερε στο στόμα. Τι πάει να πει αυτό; Στη λογοτεχνία δεν πρέπει να τα πεις, πρέπει να τα δείξεις τα πράγματα. Αν κάνεις μόνο περιγραφές κινήσεων και δεν το δουλεύεις παραπάνω, το ‘χεις χάσει το παιχνίδι. Ένα μεγάλο λάθος που κάνουν οι ομότεχνοι είναι η γλώσσα. Δεν ασχολούνται ιδιαίτερα. Δεν εννοώ να έχουμε χιλιάδες επίθετα και καλολογικά στοιχεία σαν να είμαστε στο σχολείο. Εννοώ να είναι μια γλώσσα λογοτεχνική.
ΜΚ: Και είναι πιο δύσκολο στο αστυνομικό να φτιάξεις κάτι λογοτεχνικό, με την έννοια ότι τα υλικά σου είναι περιορισμένα γιατί οι ήρωες σου δεν έχουν κατ’ ανάγκη πλούσιο λεξιλόγιο όντας εγκληματίες, άνθρωποι της νύχτας κλπ. Βλέπεις όμως ότι κάποιοι τα καταφέρνουν με σπουδαία αποτελέσματα. Τα βιβλία του Σιμενόν για παράδειγμα, παρόλο που δεν έχουν καμία τρομερή λογοτεχνικότητα, θεωρούνται εφάμιλλα μεγάλων λογοτεχνών. Βγαίνει δηλαδή κάτι μαγικό σε μερικές περιπτώσεις, χωρίς να υπάρχει πολύ πλούσιο λεξιλόγιο.
Αστυνομική Λογοτεχνία & Σεξισμός
ΧΠ: Πριν ακόμη ξεκινήσω να γράφω με απασχολούσε πολύ το θέμα της θέσης της γυναίκας στην αστυνομική λογοτεχνία. Από τη δεκαετία του ’20 βλέπουμε ότι από τη μία υπάρχει η femme fatale που οδηγεί τους άντρες στην καταστροφή, και από την άλλη το κορίτσι της διπλανής πόρτας που είναι η γραμματέας, η φίλη που βοηθάει τον ήρωα να εξιχνιάσει το έγκλημα. Όταν είσαι γυναίκα με συνείδηση, δεν χρησιμοποιείς τις ηδονοβλεπτικές μεθόδοδυς που χρησιμοποιούν πολύ συχνά οι άντρες συγγραφείς. Για παράδειγμα στα περισσότερα αστυνομικά όταν υπάρχει γυναικείο πτώμα ο συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά τι φορούσε το θύμα, κάτι που δεν ισχύει όταν το θύμα είναι άντρας. Προσωπικά αποφεύγω να χρησιμοποιώ βία που δεν χρειάζεται, θεωρώ ότι μας εξοικειώνει με τη βία έξω στον κόσμο σε κάποιο βαθμό. Και γράφω με μία σχετικά φεμινιστική συνείδηση. Στο νέο βιβλίο μου το θέμα είναι το σεξουαλικό τράφικινγκ.
ΜΚ: Στα βιβλία μου έχω μοιραίες γυναίκες, αλλά παίζουν σημαντικό ρόλο στην πλοκή, ίσως μάλιστα μια πόρνη να περνάει ακόμη και τον κεντρικό ήρωα ως προς τα στοιχεία. Δεν πρόκειται δηλαδή απλά για μια πόρνη που περιγράφω τη δουλειά της. Από εκεί και πέρα είναι γεγονός ότι στην αστυνομική λογοτεχνία η συντριπτική πλειοψηφία των πρωταγωνιστών είναι άντρες, είτε ο συγγραφέας είναι άντρας είτε γυναίκα.
ΧΠ: Ο Ίαν Ράνκιν, ένας ιδιοφυής άνθρωπος, το κατάλαβε αυτό και έβαλε σιγά σιγά δίπλα στον Ρέμπους τη Σιμόν, που είναι πρότυπο γυναίκας στην αστυνομική λογοτεχνία. Υπάρχουν και άλλοι άντρες συγγραφείς που χρησιμοποιούν γυναίκες ηρωίδες, αλλά τις έχουν κάνει καρμπόν των ανδρών. Έχουν ανδρικά χαρακτηριστικά.
ΜΚ: Και βλέπεις τη γυναίκα πρωταγωνίστρια να έχει όλα τα εντός ή εκτός εισαγωγικών κακά στοιχεία του άντρα σε χειρότερο βαθμό. Σαν να απενοχοποιείται, βάζοντας γυναίκα, αυτός που γράφει, οπότε αποδίδει χειρότερα πράγματα στον ήρωα απ’ ότι αν ήταν άντρας.
ΧΠ: Είναι λίγοι οι συγγραφείς που τα καταφέρνουν καλά σε αυτό το κομμάτι. Ο Ράνκιν είναι το καλύτερο παράδειγμα. Επίσης ο Θοδωρής Καλλιφατίδης που ζει στη Σουηδία έχει γράψει μια καταπληκτική τριλογία με γυναίκα ηρωίδα. Επίσης η Σούζι Στάινερ έχει μια καταπληκτική πρωταγωνίστρια. Υπάρχουν και κάποιες παλιότερες συγγραφείς, όπως η Ντόροθι Χιουζ, μιλούσαν από μία φεμινιστική σκοπιά χωρίς να έχουν γυναίκες ηρωίδες, όμως ο τρόπος που παρουσίαζαν το έγκλημα και την εξιχνίαση του ήταν έντονα φεμινιστικός. Αυτές τις κατάπιε η Ιστορία και ο μακαρθισμός.
Αστυνομική Λογοτεχνία & Έμπνευση
ΧΠ: Υποθέτω ότι κάπως θα αποτυπωθεί αυτό που ζούμε τώρα, η πανδημία, και στην αστυνομική λογοτεχνία. Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει το θέμα, διότι αγγίζει τα όρια της δυστοπίας και της επιστημονικής φαντασίας που δεν είναι ο τομέας μου.
ΜΚ: Ίσως πάρει λίγο χρόνο γιατί ακριβώς επειδή όλοι το ζούμε αυτό το πράγμα, έχουμε μια φυσική απέχθεια. Ίσως όμως να υπάρξει μια περίοδος που θα πλημμυρίσουμε με βιβλία που γράφονται με φόντο την τρέχουσα κατάσταση. Προσωπικά ούτε καν θέλω να διαβάσω κάτι για την πανδημία, πόσο μάλλον να γράψω.
ΧΠ: Κάθε συγγραφέας παίρνει ερεθίσματα από παντού γύρω του. Από τη φάτσα που θα δει στο λεωφορείο μέχρι ένα περιστατικό στις ειδήσεις. Όλα αυτά συνήθως έχουν σχέση με ένα θέμα που σε απασχολεί ιδιαίτερα. Προσωπικά τα τελευταία χρόνια με απασχολεί το θέμα των αστέγων, γι’ αυτό στα βιβλία μου υπάρχουν άστεγοι. Πρέπει αυτό που γράφεις να το νιώθεις μέσα σου, να μην ακολουθείς απλά μια συνταγή. Και θεωρώ απαραίτητο για τον οποιονδήποτε θέλει να γράψει οτιδήποτε, ακόμη και ένα ημερολόγιο που λέει ο λόγος, να διαβάζει πολύ. Σε βοηθάει να δημιουργήσεις τη δική σου αφηγηματική γλώσσα. Δεν βλέπεις δηλαδή δέκα αστυνομικές σειρές για να γράψεις ένα αστυνομικό βιβλίο.
ΜΚ: Το να διαβάζεις πολύ είναι μια συνθήκη αναγκαία, αλλά όχι ικανή. Δεν σημαίνει ότι μπορείς να γράψεις μόνο και μόνο γιατί έχεις διαβάσει πολύ. Πιστεύω ακράδαντα το εξής: αν υπήρχε ένας παντογνώστης νους που θα μπορούσε σε μια σελίδα να ετοιμάσει το σκελετό μιας τέλειας αστυνομικής ιστορίας που δεν μπάζει από πουθενά, ένας καλός συγγραφέας θα έγραφε ένα καλό βιβλίο, ένας μέτριος θα έγραφε ένα μέτριο κι ένας κακός θα έγραφε ένα κακό. Όπως και να ‘χει, πρέπει να γράφεις με την ψυχή σου, με αυτό το duende που λένε.
ΧΠ: Και οι αναγνώστες δεν χρειάζεται να διαβάσουν ντε καλά με τη σειρά τα βιβλία που έχουν τον ίδιο ήρωα. Τα βιβλία και του Νέσμπο και του Ράνκιν δεν κυκλοφόρησαν με χρονολογική σειρά στην Ελλάδα. Κι όμως είναι από τους πιο αγαπημένους συγγραφείς των Ελλήνων. Στον Ράνκιν είναι πιο έντονο το στοιχείο της συνέχειας, κάποια στιγμή τον βάζει να παίρνει σύνταξη ή να επιστρέφει στις cold cases, όμως στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι σημαντικό να ξέρεις τι έκανε ο ήρωας παλιότερα, αν έχει γεράσει από το προηγούμενο βιβλίο, αν έχει παντρευτεί η κόρη του.
ΜΚ: Άλλωστε οι συγγραφείς τονίζουν ότι είναι αυτοτελείς οι ιστορίες που απαρτίζουν μια σειρά. Απλά προτιμούν τις σειρές και δένονται με τον λογοτεχνικό τους ήρωα αλλά και γιατί δένεται ο αναγνώστης με τον ήρωα. Είναι το τερπνόν μετά του ωφέλιμου.
ΧΠ: Σκέφτηκε ποτέ κανείς ότι για να διαβάσει Αγκάθα Κρίστι πρέπει να ξεκινήσει από το πρώτο βιβλίο; Και σε σχέση με το δέσιμο, μερικές φορές ισχύει το εντελώς ανάποδο. Η κακομοίρα η Αγκάθα Κρίστι είχε φτάσει σημείο να μισεί τον Πουαρό αλλά δεν της επέτρεπαν οι εκδότες της να γράψει κάτι άλλο. Από κει και πέρα ναι, προφανώς είναι πιο εύκολο για ένα συγγραφέα να ξεκινήσει ένα βιβλίο έχοντας ήδη έτοιμο τον ήρωα, όσο κι αν θα πρέπει να βάλεις ορισμένα στοιχεία για να καταλάβει ο αναγνώστης που σε διαβάζει πρώτη φορά. Το αστυνομικό δηλαδή έχει κάποιες ευκολίες. Από την άλλη αυτή ακριβώς η βάση είναι που μπορεί να σε δυσκολέψει γιατί θα πρέπει να προσαρμόσεις αυτά που σε απασχολούν. Αυτά που έκανε ο ήρωας σου στο προηγούμενο βιβλίο σε κυνηγάνε θες δε θες, δεν μπορείς να τον αλλάξεις εντελώς.
Τα μυθιστορήματα «Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου» της Χίλντας Παπαδημητρίου και «Το μπλουζ της πεταλούδας» του Μάρκου Κρητικού κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.