Η σκοτεινή ιδιοφυΐα του James Ellroy
Θεωρείται όχι άδικα ο πιο σπουδαίος εν ζωή Αμερικανός συγγραφέας του αστυνομικού. Θα ήθελε να ζει στα 50s, σιχαίνεται τον Albert Camus, δε χρησιμοποιεί υπολογιστή και γράφει εδώ και 43 χρόνια νουάρ ιστορίες στο χέρι. Αυτή είναι μία συνέντευξη μαζί του που παραλίγο να μη γίνει ποτέ, επειδή νόμιζε ότι τον καλούμε από το Τέξας και όχι την Αθήνα.
- 19 ΦΕΒ 2023
«Εδώ James Ellroy, ο Θανατηφόρος Σκύλος της Αστυνομικής Λογοτεχνίας. Αφήστε το μήνυμά σας». Η ώρα είναι 7 και 10 το απόγευμα. Το ραντεβού μας είναι κανονικά για τις 7. Είναι η τρίτη φορά που παίρνω στο σταθερό του. Στο Κολοράντο είναι μόλις 10 το πρωί. Σκέφτομαι: «ίσως δεν έχει ξυπνήσει ακόμα». Το άγχος μου έχει χτυπήσει κόκκινο. Έχει διοργανωθεί ολόκληρη επιχείρηση για να συνδεθούμε μαζί του: δεν απαντά στο κινητό, δεν κάνει κλήσεις μέσω Skype ή Viber, δε δέχεται ερωτήσεις σε email. Μόνο τηλέφωνο.
Τα βιβλία του James Ellroy τινάζουν την αδρεναλίνη στα ύψη. Η προοπτική μίας τηλεφωνικής συνέντευξης με τον πιο σπουδαίο Αμερικανό crime writer, το ίδιο. Ή μάλλον πιο σωστά και για να είμαι δίκαιος: σε γεμίζει φόβο. Ο 74χρονος είναι διαβόητος για τον τρόπο με τον οποίο τρομοκρατεί τους δημοσιογράφους. Μία λάθος κίνηση και αυτό ήταν: τέλος, finito, caput. Το μόνο που φαντάζομαι είναι ένα ακουστικό να κλείνει με βρόντο. Δεν είμαι σίγουρος ότι οι βαθιές ανάσες μπορούν να βοηθήσουν.
Οι ανάσες που δε σε αφήνει να πάρεις με το γράψιμό του, καθώς πυροβολεί σε bebop ρυθμούς. Αλήθεια, πόσο δύσκολο είναι να κρατάς στην τσίτα τον αναγνώστη γράφοντας περίπου όπως ένα ανθρώπινο τηλέγραφο; Μάλλον, αδύνατο για οποιονδήποτε άλλο – εκτός από τον James Ellroy.
Στο τελευταίο βιβλίο που μεταφράστηκε στα ελληνικά με τίτλο Πανικός (εκδ. Κλείδαριθμος) κάνει αυτό που έκανε πάντα: βουτά στα ανθρώπινα σκοτάδια με φόντο το Χόλιγουντ των 50s. Αυτήν τη φορά, ξεναγός μας στο σκοτεινό σύμπαν του LA είναι ο Freddy Otash· ένας πρώην μπάτσος, νυν ιδιωτικός ντετέκτιβ, ένας διεφθαρμένος τύπος που αναλαμβάνει χρέη μπράβου για ένα κατακίτρινο έντυπο, ένας σεσημασμένος ωτακουστής και ηδονοβλεψίας. (σ.σ: ένα ιστορικό πρόσωπο που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά).
Όσο ελπίζω να σηκώσει το τηλέφωνο ο Ellroy, περνάω δύσκολες στιγμές μέσα σε ένα θεοσκότεινο δωμάτιο του κτιρίου. Όχι, δεν έχω βρει από που ανάβουν τα φώτα. (Δεν μπορώ να ασχοληθώ τώρα και με αυτό). Στη δέκατη προσπάθεια, ένα ακουστικό σηκώνεται. Μια βαθιά φωνή, που ακούγεται σαν να τρίβεται πάνω σε γυαλόχαρτο, λέει:
«Με συγχωρείτε κύριε, η κλήση έλεγε ΤΕΞΑΣ, για αυτό δε σήκωνα το τηλέφωνο».
Επιτέλους, ο Death Dog του Crime Ficiton δέχεται την κλήση μου.
Ένα κωμικό (;) μυθιστόρημα
Είμαι σίγουρος ότι αυτό ήταν απλά κάποιου είδους τεστ, ένα τσεκάρισμα της επιμονής και υπομονής μου. Ίσως, μία μικρή εισαγωγή σε μία συζήτηση γεμάτη νάρκες. Ο James Ellroy δε θέλει να μιλά για την πολιτική, απεχθάνεται τις ερωτήσεις που τον κάνουν να βαριέται και είναι -για να το θέσω κομψά- κυκλοθυμικός. Τουλάχιστον, αυτή είναι η φήμη που έχει χτίσει για τον εαυτό μου μέσα από τα χρόνια. Του λέω πως διαβάζοντας τον Πανικό ένιωσα σαν να κρατάω έναν δυναμίτη ανάμεσα στα δόντια μου. Γελάει – με ένα κοφτό γέλιο, ιδανικό για κάποιον villain του σινεμά.
Ήταν άραγε τόσο έντονη η εμπειρία της συγγραφής του βιβλίο όσο και η ανάγνωσή του; «Δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα. Είναι επί της ουσίας τρεις διαφορετικές νουβέλες. Είναι ένα κωμικό, σατυρικό βιβλίο γεμάτο υπερβολικές ιστορίες, τις οποίες δεν πρέπει να τις αντιμετωπίσεις ως αληθινές» μου εξηγεί και με ζώνουν τα φίδια για τη λάθος ανάλυση. Στις σελίδες του Πανικού, κονιορτοποιεί όλο το Χόλιγουντ της εποχής αλλά και πολιτικούς όπως ο JFK και ο J. Edgar Hoover. Δεν καταλαβαίνεις με σιγουριά αν είναι ένας αριστοτεχνικός λίβελος ή μία χοντρή φάρσα. Ή και τα δύο.
«Όχι, όλα αυτά τα “τρελά σκατά” δε συνέβαιναν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του Επαναστάτης χωρίς αιτία. Ήθελα απλά να χλευάσω όλους αυτούς τους τύπους που ποτέ δε γούσταρα -τον Nicholas Ray, τον James Dean- και να διασκεδάσω εις βάρος τους· να ξεφτιλίσω έναν θρύλο· να ξεμπροστιάσω μία κακή ταινία και την ψευτοηθική του Χόλιγουντ» μου λέει χαρακτηριστικά.
Άλλωστε, ποτέ δεν έκρυψε τα συναισθήματά του για αυτό που ίσως πολύ γενικά θα ονομάζαμε «προοδευτική» Αμερική. Απλά, ο Ellroy δε βγάζει επιλεκτικά άπλυτα στη φόρα. Κάνει φύλο και φτερό τους πάντες: από αστυνομικούς μέχρι ναρκομανείς, και από πόρνες μέχρι πολιτικούς. «Και πέρασα πολύ καλά όσο το έκανα – και μπορείς να καταλάβεις ότι περνούσα καλά. Θεωρώ ότι είναι το πιο αστείο βιβλίο που έγραψα ποτέ».
Η αλήθεια είναι ότι η γραφή του James Ellroy, είτε το επιδιώκει είτε όχι, μοιάζει πάντα αφόρητα αληθινή. Οι χαρακτήρες είναι ανάγλυφοι, τα πάθη τερατώδη αλλά αφοπλιστικά ανθρώπινα, οι διάλογοι προσεκτικά τοποθετημένοι και εμπρηστικοί όσο δεν πάει. Το εύρημα μία φωτογραφίας όπου ο Marlon Brando φαίνεται να κρατάει σφιχτά στο στόμα του ένας πέος ακούγεται μάλλον γελοίο, στα χέρια του Ellroy όμως γίνεται επικίνδυνο.
Φυσικά, καλό είναι να μη σκαλίσεις και πολύ τις εξωλογοτεχνικές τοποθετήσεις του συγγραφέα, μιας και θα μπεις στην ατέρμονη συζήτηση του κατά πόσο το έργο και ο καλλιτέχνης ταυτίζονται ή πρέπει να διαχωρίζονται. Άλλωστε, είναι δικαίωμά του να πιστεύει ό,τι πιστεύει – όπως, αντίστοιχα, είναι δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να τον κάνει cancel αν θέλει.
«Σε καμία περίπτωση οι ιστορίες από το Πανικός δεν είναι οι αληθινές ιστορίες του Χόλιγουντ των 50s. Δε με ενδιαφέρει η ιστορική ακρίβεια» αναφέρει με θάρρος και όχι με θράσος. «Για μένα, μεγαλύτερη σημασία έχουν οι φήμες, τα υπονοούμενα, οι εικασίες αλλά και η αγνή, ανόθευτη φαντασία. Μάλιστα, αν ένα ιστορικό πρόσωπο δε βρίσκεται πια στη ζωή, μπορείς να γράψεις ό,τι σου κατέβει για αυτόν – και εγώ εκμεταλλεύομαι αυτή τη συνθήκη». Τίμια εξήγηση έτσι δεν είναι;
Όσο για τον κεντρικό του ήρωα στο τελευταίο του βιβλίο; «Τον γνώριζα προσωπικά. Τον συνάντησα τα τελευταία χρόνια της ζωής του (σ.σ: o Freddy Otash πέθανε το 1992) αλλά δεν τον συμπαθούσα, δεν τον εμπιστευόμουν. Σκέφτηκα όμως ότι μπορούσα να χρησιμοποιήσω τις ιστορίες του σε ένα βιβλίο. Είχαμε μία συμφωνία μεταξύ μας: του έδωσα κάποια χρήματα αλλά τελικά δεν προχώρησε το project ενώ στο ενδιάμεσο έφυγε από τη ζωή. Μπορεί να πεις ότι τώρα καρπώνομαι την επένδυση που είχα κάνει στον Freddy».
Στο ιδιοφυές και σκοτεινό μυαλό του James Ellroy δεν υπάρχουν κόκκινες γραμμές: «Δε λέω ποτέ στους αναγνώστες, στους δημοσιογράφους αλλά και σε οποιονδήποτε άλλο τι είναι αληθινό και τι όχι. Προσπαθώ πάντα να θολώνω τις γραμμές ανάμεσα σε αυτά τα δύο: την αλήθεια και τη φαντασία».
Ακαταπόνητος, ακατανίκητος, ιδιοφυής
Προσπαθώ να ξεχάσω ότι στην άλλη άκρη του τηλεφώνου βρίσκεται ένας από τους δέκα αγαπημένους μου συγγραφείς όλων των εποχών. Διάβασα την Τετραλογία του Λος Άντζελες (Μαύρη Ντάλια, Το Μεγάλο Πουθενά, Λος Άντζελες Εμπιστευτικό, Λευκή Τζαζ) πριν από 15 χρόνια. Τις περισσότερες σελίδες σε τρένα από και προς Θεσσαλονίκη, με τους υπόλοιπους επιβάτες να με κοιτούν σαν να είμαι τρελός. Προφανώς, δεν μπορούσα να κρύψω την έξαψη αλλά και τη ζήλια για κάποιον που μπορεί να γράψει έτσι, συγκρατώντας ένα αρχιτεκτονικό οικοδόμημα φτιαγμένο από δεκάδες χιλιάδες crime ψηφίδες.
«Είμαι πολύ σχολαστικός σε ό,τι γράφω. Έχω ένα ενδελεχές πλάνο για ο,τιδήποτε πρόκειται να αποτυπωθεί πάνω στο χαρτί: γνωρίζω ακριβώς πού πρέπει να πάει η ιστορία. Ίσως, αυτοσχεδιάζω σε επιμέρους σκηνές, και όσο μου επιτρέπει η δομή, αλλά δεν ξεφεύγω ποτέ από το αρχικό μου πλάνο» μού λέει στο τηλέφωνο, περίπου όπως ένας χειρούργος θα περιέγραφε ψυχρά τον τρόπο με τον οποίο κάνει τις εγχειρήσεις του.
Έχουν περάσει κάποια λίγα λεπτά, εκείνος αγορεύει με τη βαθιά και κάπως απόκοσμη φωνή του, εγώ νιώθω σαν να έχω περάσει το άτυπο τεστ. Προσπαθώ να βγάλω από το κεφάλι μου, χωρίς όμως να το ξεχάσω, ότι ο άνθρωπος στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν κάποτε εθισμένος σε ημιπαράνομες ουσίες, έχει κάνει φυλακή, είναι ο γιος μίας μάνας που βρέθηκε βιασμένη και δολοφονημένη. Κάπου εκεί, η δικιά του φωνή με βγάζει από τις σκέψεις του.
Ξεκινά, μόνος του, έναν μονόλογο ελληνικού ενδιαφέροντος χωρίς κανείς να τον ζητήσει, και αφού πρώτα έχει διακόψει τα όσα άλλα έλεγε. «Δε θα ξεχάσω ποτέ όταν είχα δει την Ειρήνη Παπά σε μία ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη. Ήμουν δεν ήμουν 15 χρονών τότε και σκεφτόμουν ότι μια μέρα θα έρθω στην Ελλάδα και μία γυναίκα σαν και αυτή θα γίνει δικιά μου. Ωραίο όνειρο έτσι;». Γελάω. «Αχά» μου λέει με ύφος: «Ώστε σου αρέσει το όνειρό μου;». Ε, ναι, μόνο άσχημο δεν είναι – ο Ellroy, άλλωστε, πάντα σου δίνει την αίσθηση πως μπορεί να διαβάσει τις πιο κρυφές σου επιθυμίες.
Το παράξενο ιντερλούδιο, κλείνει μία εξομολόγηση και κάτι σαν ευχή. «Δεν έχω μιλήσει ποτέ με κάποιον από τον εκδοτικό μου οίκο στην Ελλάδα και δεν έχω ταξιδέψει ποτέ στη χώρα σας. Γνωρίζω όμως ότι έχουν κυκλοφορήσει boxsets με τα βιβλία μου. Στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία δε συμβαίνει πια αυτό. Δεν υπάρχουν, δηλαδή, τέτοιες εκδόσεις στα Αγγλικά αλλά υπάρχουν στο ελληνικό αλφάβητο. Και σκέφτομαι: “Ω ρε φίλε, αυτό είναι πραγματικά ωραίο”. Αν μιλήσεις με τον εκδοτικό, πες τους ότι έρχομαι στην Ελλάδα όποτε πουν».
Προσπαθώ να επαναφέρω τη συνέντευξη σε κάποια τάξη, αλλά το σκοτάδι δε βοηθά. Το δωμάτιο έχει αποκτήσει μια νουάρ ατμόσφαιρα, όσο από την άλλη άκρη της γραμμής μία βαθιά και γδαρμένη φωνή σε καθηλώνει. Μιλάς με κάποιον σαφώς πιο ευφυή από σένα, κάποιον που σου δίνει την αίσθηση ότι μπορεί να δει τι πραγματικά συμβαίνει στο μυαλό σου· έναν τύπο με δαιμόνιο γέλιο και -όπως δείχνουν τα κείμενά του- ακόμα πιο δαιμόνιο μυαλό.
Η λύση έρχεται μέσα από μια τετριμμένη ερώτηση: «Κάνεις ενδελεχή έρευνα για τα βιβλία σου;». Η απάντηση είναι όχι, αφού ένας συγγραφέας οφείλει να είναι ιστορικά ακριβής μέχρι ενός σημείου. Μάλιστα, ο James Ellroy παραδέχεται ότι πολλές φορές ψάχνει τα κενά σε ιστορικές περιόδους, έτσι ώστε να έχει μεγαλύτερη δημιουργική ελευθερία στο γράψιμό του.
«Η ανθρώπινη φαντασία δε γνωρίζει όρια» μου λέει, όταν τον ρωτώ κατά πόσο ένας συγγραφέας που δεν ξέρει το πώς ακριβώς λειτουργεί ο υπόκοσμος μπορεί να γράψει ένα καλό αστυνομικό. «Ποτέ δεν μπορείς να πεις από την εμφάνιση κάποιου αν είναι ή όχι ιδιοφυΐα -είτε είναι άντρας, είτε γυναίκα, είτε ετεροφυλόφιλος, είτε ομοφυλόφιλος, είτε Έλληνας, είτε Αμερικανός, είτε Λευκός, είτε Μαύρος. Αυτό λέω και στους φοιτητές όταν δίνω διαλέξεις: “Ίσως ένας από εσάς να είναι ο επόμενος μεγάλος συγγραφέας. Μάλλον, όχι, αλλά ποτέ δεν ξέρεις”».
Διαβάζοντας τα βιβλία του James Ellroy έχεις την αίσθηση ότι ήταν παρών σε δεκάδες αστυνομικές έρευνες ενώ παράλληλα υπάρχουν τουλάχιστον τρεις ειδικοί σύμβουλοι που τον νουθετούν για κάθε κεφάλαιο. Αλλά όχι… Δεν είναι έτσι τελικά. «Εγώ βγάζω από το μυαλό μου τις διαδικασίες των ιατροδικαστών και τις ρουτίνες των αστυνομικών ερευνών. Εμπιστεύομαι το ένστικτό μου, επειδή έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων 43 ετών ολομόναχος, γράφοντας αστυνομικές ιστορίες στο χέρι, χωρίς να έχω χρησιμοποιήσει ποτέ υπολογιστή».
«Ακόμα γράφεις στο χέρι;» αναρωτιέμαι δυνατά. «Ναι, πάντα».
Έχει άραγε κάποιο μυστικό; «Σε γενικές γραμμές, πάντα με βοηθούσε η φαντασία μου. Στο τέλος, αν κάποιος θέλει να δώσει έναν ορισμό για μένα όταν ήμουν μικρός αυτός είναι ότι “ήμουν ένα μοναχικό παιδί που διάβασε πολλά βιβλία»”. Και μετά ήρθε ο Θεός με κοίταξε από ψηλά και είπε: “Μικρέ, έχεις χάρισμα”».
Ένας αδιόρθωτος προβοκάτορας
Είναι μία απορία που πάντα είχα: γιατί άραγε μας ελκύει η βία, έστω στη μυθοπλασία; Και ο πιο σκοτεινός από όλους τους αστυνομικούς συγγραφείς είναι μάλλον ο κατάλληλος άνθρωπος για να μου τη λύσει. «Θέλουμε να την αγγίξουμε και την ίδια στιγμή θέλουμε να είμαστε προστατευμένοι από αυτήν» αναφέρει πάνω σε ένα θέμα που γνωρίζει πραγματικά καλά.
«Ξέρεις, όσο βίαια και αν είναι τα βιβλία μου, έχουν πάντα ήρωες. Ακόμα και στον Πανικό, που είναι ένα κωμικό βιβλίο, ο αναγνώστης είναι με την πλευρά του Freddy Otash παρά τα όσα φριχτά πράγματα κάνει. Γνωρίζεις, όμως, ότι είναι ειλικρινά καλύτερος από τους πραγματικούς “κακούς¨» λέει, πριν δώσει περισσότερες εξηγήσεις: «Έχω μία τρομακτική οπτική απέναντι στα πράγματα, αλλά πιστεύω ότι όσοι χρησιμοποιούν στυγνή βία πολύ συχνά τυραννιούνται από τύψεις με αποτέλεσμα πολλές φορές να έρχονται ένα βήμα πιο κοντά στον Θεό ή έστω στην αναζήτηση μία λύτρωσης, μίας σωτηρίας».
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, παίρνει μία κάπως απολογητική στάση που με αφήνει έκπληκτο: «Σε καμία περίπτωση δε βιώνω κατάθλιψη ή απελπισία όταν τα γράφω όλα αυτά. Περνάω καλά όταν γράφω αυτά τα βιβλία».
Επειδή, όμως, ο James Ellroy είναι ο James Ellroy, από εκεί και πέρα ξεκινά ένα απολαυστικό προβοκατόρικο ξέσπασμα. Η σπίθα που βάζει φωτιά στο πετρέλαιο είναι η ερώτηση γιατί αναφέρεται τόσο συχνά στο Πανικός ο Ξένος του Albert Camus. Μήπως του άρεσε τόσο πολύ; «Όχι, νομίζω ότι είναι μία μαλακία. Όλη αυτή η μπούρδα του “υπαρξισμού” είναι πολύ σοσιαλιστική για τα γούστα μου. Malo, malo, malo – αυτό θα πει “κακός” στα Ισπανικά, σε περίπτωση που δεν κατάλαβες. Και είναι και τρομερά βαρετό βιβλίο. Ευτυχώς, είναι μικρό».
Υπάρχει όμως κάποιος πιο συγκεκριμένος λόγος απέχθειας; «Επίσης, είναι βλαβερό για την αστυνομική λογοτεχνία (η οποία έχει ανάγκη τη σφιχτοδεμένη πλοκή), αφού ο Albert Camuuuusss (σ.σ: τραβάει το φωνήεν για να ειρωνευτεί τη γαλλική προφορά) φημολογείται ότι εμπνεύστηκε το βιβλίο του, αφού πρώτα διάβασε τη νουβέλα Ο ταχυδρόμος χτυπά πάντα δύο φορές του James M. Cain. Ένα βιβλίο, δηλαδή, με πάρα πολύ δυνατή πλοκή σε αντίθεση με τον Ξένο».
Ιδεολογικά είμαι τελείως αντίθετος σε όσα λέει αυτήν τη στιγμή, ενώ λογοτεχνικά δε συμφωνώ καθόλου. Σε ένα ελληνικό εκδοτικό σύμπαν, βέβαια, όπου πια κανείς δε λέει κακή κουβέντα για κανέναν (τουλάχιστον όχι ανοικτά), αυτή η εμπρηστική δήλωση μοιάζει με όαση. Άλλωστε, συμφωνώ ή δε συμφωνώ με όσα λέει ο Ellroy, ποιος είμαι εγώ για να τον κρίνω; Ευτυχώς, τουλάχιστον δε θα μάθει ποτέ ότι στην υποκειμενική μου λίστα με τα πιο «δυνατά» βιβλία όλων των εποχών φιγουράρει δίπλα στον Γάλλο Νομπελίστα.
Λέω, λοιπόν, στον συνομιλητή μου ότι για μένα προσωπικά, το Μεγάλο Πουθενά (εκδ. Κλειδάριθμος) είναι το καλύτερο αστυνομικό μυθιστόρημα που έχω διαβάσει ποτέ. «Τότε έχω καλύτερο γούστο από σένα σαν αναγνώστης. Ναι, το Μεγάλο Πουθενά έχει δύναμη, έχει σασπένς αλλά είναι ένα βιβλίο από έναν πολύ νεαρό ακόμη Ellroy. Το Perfidia και η Θύελλα είναι πολύ καλύτερα αστυνομικά μυθιστορήματα».
Μπορεί και μόνο ο τίτλος του Μεγάλου Πουθενά να μου προκαλεί αναγνωστικό ενθουσιασμό, εκείνος όμως ένιωσε μόνο ανακούφιση και τίποτα άλλο όταν ολοκλήρωσε το συγκεκριμένο βιβλίο (ήταν τότε 39 ετών). Κάτι, δηλαδή, που νιώθει κάθε φορά που ολοκληρώνει ένα βιβλίο.
Η ώρα έχει περάσει. Ή μάλλον πιο σωστά έχουν περάσει μερικά λεπτά, αλλά μοιάζουν με αιώνες. Ο Ellroy καταφέρνει, όπως και στα βιβλία του, να συμπυκνώνει δεκάδες εμπειρίες μέσα σε λίγες μόνος λέξεις. Όπως για παράδειγμα, η φράση που επαναλαμβάνει συχνά-πυκνά στον πανικό ο Freddy Otash: «Είμαι ένας διεστραμμένος σκύλος».
Λύκοι, τσακάλια, σκυλιά, αδηφάγοι ασβοί με τεράστια δόντια παίζουν πάντα ρόλο -με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- στα μυθιστορήματα του Ellroy. «Τα ζώα έχουν τρομερή φυσική ομορφιά. Για παράδειγμα,: η τίγρη της Βεγγάλης, με τις μαύρες και πορτοκαλί της ρίγες, είναι το πιο όμορφο πλάσμα στον πλανήτη Γη. Τίποτα δεν είναι πιο δυνατό, τίποτα δεν είναι πιο όμορφο».
Ή όμως μήπως αυτή η εμμονή κάτι πιο βαθύ; «Έχω μία ενστικτώδη αγάπη για τα ζώα και πιο συγκεκριμένα τα σκυλιά. Μάλιστα, ο Andrew Wylie, ο λογοτεχνικός μου ατζέντης, είναι γνωστός στην πιάτσα ως “το τσακάλι”. Για αυτό και ο Freddie Otash πάντα αναφέρεται στον εαυτό του ως ο “διεστραμμένος σκύλος”».
Ο James Ellroy δε χρησιμοποιεί υπολογιστή, δε θέλει να ακολουθήσει τις τάσεις της εποχής, δεν έχει καμία διάθεση για νεωτερισμούς. Γενικά, μάλλον δεν περνά καλά στον 21ο αιώνα. «Ναι, βαριέμαι τις διαμάχες και τους ηγέτες του πλανήτη αυτήν τη στιγμή. Δώσε μου Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δώσε μου Μεταπολεμικά Χρόνια, δώσε μου Ψυχρό Πόλεμο και πάρε μου την ψυχή. Μου αρέσουν οι stars του 20ου αιώνα – ξέρεις, όπως η Ειρήνη Παπά και η Vanessa Redgrave. Αυτές ήταν γυναίκες. Δεν αντέχω τις σημερινές ελαφρόμυαλες starlets που γεμίζουν το σώμα τους με τατουάζ. Χέστο. Δε γουστάρω».
Τι γουστάρει λοιπόν να κάνει στον ελεύθερό του χρόνο; Δείχνει κάπως σαν να τον αιφνιδιάζει αυτή η ερώτηση. Σαν, για άγνωστο λόγο, να μην την έχει καν σκεφτεί. Αλλά αυτό διαρκεί 1-2 δευτερόλεπτα. Μετά, φορά και πάλι τη μάσκα του δαίμονα/προβοκάτορα.
«Έχω μία φίλη, είναι η δεύτερη πρώην γυναίκα μου. Ζούμε στο ίδιο κτίριο, στον ίδιο όροφο αλλά σε διαφορετικά διαμερίσματα. Παρόλα αυτά λατρεύουμε το μποξ και βλέπουμε πού και πού καμιά παλιά ταινία στην τηλεόραση» αναφέρει σχετικά με την περίεργεια ένοια συμβίωσης που έχει στο μυαλό του, πριν συνεχίσει: «Λατρεύω την τζαζ και την κλασσική μουσική αλλά όχι όταν δουλεύω. Πρέπει να είμαι 100% συγκεντρωμένος εκείνη την ώρα. Δε θέλω τίποτα να με αποσπά. Λατρεύω το διάβασμα, αλλά σε γενικές γραμμές η ζωή μου είναι κυρίως η δουλειά μου».
Έχω καταφέρει να τον κρατήσω στο τηλέφωνο περίπου 30 λεπτά. Το σκοτάδι είναι απόλυτο στο δωμάτιο ενώ καθώς σκύβω για να μιλήσω κοντά στο ακουστικό και την ανοιχτή ακρόαση, νιώθω σαν να συμμετέχω σε μυστική παρακολούθηση. Ένοχα μυστικά, σκοτεινά δωμάτια, σκληρές αλήθειες, για μερικά δευτερόλεπτα νομίζω ότι έχω μπει ξανά στα βιβλία του James Ellroy – τα καλύτερα, δηλαδή, αστυνομικά που έχω διαβάσει ποτέ.
Τελικά, το φινάλε είναι όλο δικό του – λογικό, αναμενόμενο, δίκαιο. Μάλιστα, όταν του αναφέρω ότι είναι ο αγαπημένος μου crime writer δεν είμαι σίγουρος αν εννοεί τα όσα λέει ή αν παίζει θέατρο.
Σε ένα αδιανόητο κρεσέντο και με μία φωνή βγαλμένη από την Κόλαση λέει αργά και σταθερά: «Είμαι ο σπουδαιότερος αστυνομικός συγγραφέας όλων των εποχών. Ο μεγαλύτερος, ο πιο ικανός, ο πιο παράξενος, ο πιο “κακός”. Είμαι ένας τεράστιος, γιγαντιαίος, τιτάνιος Αμερικανός (σ.σ: τονίζει το Αμερικανός) που δε μασά τα λόγια του και γράφει για όλα όσα θέλουν να αποκτήσουν οι αναγνώστες: εξουσία, λεφτά και φυσικά γυναίκες. Είναι φυσικό, λοιπόν, να σε μαγνητίζουν τα βιβλία μου».
Οκ, αυτό δεν το περίμενα. Κυρίως, όμως, δεν περίμενα να ανάψει ένα λαμπάκι στο κεφάλι μου. Κάποιος μόλις φώτισε τις πιο κρυφές μου επιθυμίες, εκείνες που σχεδόν ποτέ δε θέλω ή δεν μπορώ να παραδεχτώ. Όποιος πιστεύει το αντίθετο, ας κοιταχτεί στον καθρέφτη για μερικά ατέλειωτα δευτερόλεπτα ειλικρίνειας.
-Σας ευχαριστώ πολύ για αυτή τη συνέντευξη κύριε Ellroy.
-Εγώ σας ευχαριστώ κύριε. Μίλα τώρα με τον εκδοτικό μου στην Ελλάδα και πες τους να με βάλουν σε ένα αεροπλάνο για την Αθήνα.