Ιππότες, ανδροειδή και παλαβά πορνό: Οι Νύχτες Πρεμιέρας ως τώρα
- 28 ΣΕΠ 2021
Ακόμα και τα αφιερώματα, που συνήθως είναι πολλά, μικρά, μεγάλα, κάποιες φορές χαοτικά ή και άνισα, φέτος είναι μόνο δύο, αλλά είναι πραγματικά τέλεια, ισορροπώντας ανάμεσα στο δεδομένο (ο Orson Welles είναι ιδιοφυία) και στο αναγκαίο (η τρανς ματιά στο σινεμά μέσα από ταινίες διαφορετικών εποχών και προελεύσεων).
Οι 27ες Νύχτες Πρεμιέρας διεξάγονται 22 Σεπτεμβρίου ως 3 Οκτωβρίου.
Το αφιέρωμα στον Welles παρουσιάζεται υπό την οπτική μιας κάποιας αποκατάστασης, με ταινίες από όλες τις δημιουργικές του περιόδου, πολλές εκ των οποίων αποκατεστημένες και παιγμένες για πρώτη φορά στην Ελλάδα όσο πιο κοντά στο όραμα του δημιουργού έχουν ποτέ υπάρξει- και ταυτόχρονα, μια ευκαιρία για επανεκτίμηση ή ανακάλυψη κάποιων πιο ιδιοσυγκρασιακών στιγμών του auteur. Το δε αφιέρωμα Ζωές σε Μετάβαση, για το οποίο καθημερινά επιλέγουμε τίτλους (και όχι τυχαία) στις πρωινές μας προτάσεις, φέρνει πολύ σημαντικά έργα στη μεγάλη οθόνη, μαζί με μια ζωτικής σημασίας ματιά στις trans ζωές στο σινεμά, σε μια εποχή όπου ακόμα και οι κοινωνικές κατακτήσεις μοιάζουν συχνά να αμφισβητούνται.
Είναι αμφότερα σπουδαία αφιερώματα, και ενισχύουν ένα πρόγραμμα που δεν είχε καν την ανάγκη μιας τέτοιας ενίσχυσης για να μοιάζει εντυπωσιακό. Βοηθάει σε αυτό οπωσδήποτε που, λόγω της πρακτικής ακύρωσης των περσινών μεγάλων φεστιβάλ λόγω πανδημίας, η φετινή φουρνιά ήταν πρακτικά διπλή. Αυτό σημαίνει πως έχουμε πολλές μεγάλες πρεμιέρες, πολλές νέες δουλειάς αναγνωρισμένων auteurs, αλλά και πολλές ακόμα ανακαλύψεις.
Συνήθως κάθε φεστιβαλική χρονιά ξεκινά από τις Κάννες, όμως με έναν εντυπωσιακό τρόπο φέτος ήταν το Βερολίνο που ξεκίνησε πετυχαίνοντας διάνα στα πάντα. Κι αν μια ονλάιν εκδοχή ενός περίπου-Φεστιβάλ είχε ήδη να προτείνει τόσο καλό σινεμά, φαντάζεται κανείς τι επρόκειτο να ακολουθήσει.
ΑΝΔΡΟΕΙΔΗ ΚΑΙ ΠΟΡΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Στο Βερολίνο την Χρυσή Άρκτο κέρδισε το Άτυχο Πήδημα ή Παλαβό Πορνό του Radu Jude, ενός αυθεντικά ανήσυχου δημιουργού του οποίου το περασμένο αριστούργημα (“I Do Not Care If We Go Down In History As Barbarians”) δυστυχώς δεν βρήκε ποτέ διανομή στη χώρα μας. Εκεί ο Jude εξερευνούσε την ιδέα της ιστορικής αλήθειας ως έννοια στην εποχή των fake news, μέσα από μια μετα-κινηματογραφική προσέγγιση, όπου σενάριο, πραγματικότητα και εικόνα γίνονταν ένα. Ίσως ο Jude να είναι τελικά ο απόλυτος μοντέρνος auteur: Στη νέα του ταινία, γυρισμένη μες στην καρδιά της πανδημίας με έναν ορμητικό όσο και διαλεκτικό τρόπο που την κάνει σχεδόν ιστορικό κειμήλιο από τη στιγμή κιόλας της σύλληψής της, ακολουθεί μια δασκάλα της οποίας η υπόληψη γκρεμίζεται όταν μια ιδιωτική της σεξουαλική στιγμή διακινείται στο ίντερνετ κι ο σύλλογος γονέων ζητά την απομάκρυνσή της.
Ο Jude σπάει το φιλμ σε τρεις πράξεις, με τη μία να λαμβάνει χώρα αναγνωρίσιμα στον κόσμο μας κι η οποία σετάρει την κεντρική ιδέα, και μία (ως επίλυση) στημένη περίπου ως μονόπρακτο με την καθηγήτρια να αμύνεται κάθε πιθανής επίθεσης. Ένα θέατρο ηθικής και παραλόγου επηρεασμένο από την ονλάιν κουλτούρα όσο κι από τους μεγάλους σουρεαλιστές, με μια μεσαία πράξη να αποτελεί από ένα σερί από βινιέτες με σκέψεις, εικόνες και τσιτάτα πάνω στο σήμερα, το χτες και το πάντοτε. Ένα αληθινό φιλμ-αντίδραση από έναν δημιουργό που έχει το αυτί του στο έδαφος.
Ακόμα καλύτερες όμως ήταν δύο άλλες ταινίες από το Βερολίνο, συν μία που μας εξέπληξε με την οπτική της πάνω σε ένα εντελώς γνώριμο είδος. Στο αψεγάδιαστο Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας, ο Ryusuke Hamaguchi παραδίδει το πρώτο από τα δύο φετινά του διαμάντια (το δεύτερο ήταν το επίσης έξοχο Drive My Car στις Κάννες- και τα δύο βραβεύτηκαν), μια ταινία απαρτιζόμενη από 3 ιστορίες ερωτικής εμμονής και ερωτικής απώλειας, για ανθρώπους που διαρκώς μοιάζουν να βρίσκονται και να χάνονται (ακόμα και στη διάρκεια μίας και μόνο σεκάνς) ή να ξεχνάνε και να θυμούνται ή απλώς να ανακαλύπτουν πράγματα εκ του μηδενός- τόσο για τα πρόσωπα που έχουν απέναντί τους όσο και για τους εαυτούς τους.
Πρόκειται για σκηνοθέτη με εκπληκτικό έλεγχο του σινεμά του διαλόγου. Τα πάντα αναπτύσσονται, ανατρέπονται και λύνονται μέσα από το διάλογο, μέσω του οποίου ο Hamaguchi όχι απλώς σκιαγραφεί χαρακτήρες, αλλά διαρκώς αλλοιώνει τη μεταξύ τους δυναμική και θέση ισχύος. Το καταφέρνει επειδή καταλαβαίνει πως κανείς μας δεν είναι απλά ένα πράγμα, κανείς δεν είναι απλά ένα πρόσωπο. Καθώς οι χαρακτήρες αναζητούν τον όποιο τους δραματικό στόχο (είτε είναι μια γυναίκα που προσπαθεί να αποδεχθεί τη νέα σχέση του πρώην της, είτε δύο γυναίκες που μοιάζουν να θυμούνται ένα κοινό παρελθόν που ποτέ δεν μοιράστηκαν) ο Hamaguchi εντοπίζει διακυμάνσεις και ανακαλύψεις σα να επρόκειτο για νέους ήρωες που εισέρχονται στο δράμα για να πάρουν τον έλεγχο. Ίσως και αυτό να συμβαίνει.
Το Ο Άντρας των Ονείρων Μου της Maria Schrader, ο πάντα διασκεδαστικός Dan Stevens παίζει τον ιδανικό γκόμενο, που φυσικά είναι ανδροειδές, σε μια απολαυστικά ανατρεπτική ρομαντική κομεντί από τη Γερμανία. (Ναι, ξέρω, πολλές λέξεις στη σειρά που μοιάζουν λάθος.) Η ηρωίδα της Maren Eggert (με βραβείο ερμηνείας στο Βερολίνο) πρέπει να ζήσει για τρεις μήνες με τον τέλειο άντρα προκειμένου να συμμετάσχει σε ένα πείραμα. Πίσω από το γνώριμο του όλου μοτίβου κρύβονται πινελιές υπαρξιακής αγωνίας πάνω στη μοναξιά και το πόσο είμαστε τελικά όντα κατασκευασμένα με στόχο τον συμβιβασμό ή/και την τελειότητα. Η ταινία λειτουργεί άψογα μες στα πλαίσια του είδους, είναι απολαυστική από άκρη σε άκρη, και καταλήγει ως κάτι πολύ πιο μεστό από αυτό που αρχικά παρουσιάζεται.
Στην δε αφοπλιστικά minor Μικρή Μαμά, η Celine Sciamma επιστρέφει μετά το θρίαμβο του Πορτρέτου Μιας Γυναίκας Που Φλέγεται με μια -πρακτικά- παιδική ταινία 70 λεπτών με 4 ηθοποιούς, ένα μικρού βεληνεκούς παραμύθι για ένα κοριτσάκι που γνωρίζει τη μαμά του- όταν εκείνη ήταν στην ηλικία της. Περιττό να πω ότι άρχισα να κλαίω από το 15ο λεπτό. («Μα δεν την αποχαιρέτησες τη γιαγιά;» – «Όχι όπως ήθελα», ή κάπως έτσι.) Η ιδιοφυία Claire Mathon επιστρέφει στην διεύθυνση φωτογραφίας και καδράρει τα δύο μικρά κορίτσια εναλλάξ σε ξέφωτα στο δάσος ή σε ένα κρύο σπίτι που μυρίζει απώλεια, εστιάζοντας σε γήινα χρώματα που δεν αφήνουν ποτέ αυτό το fantasy παραμύθι να τολμήσει να σηκώσει τα πόδια του από το χώμα.
Θυμίζοντας κάτι από τον μιγιαζακικό Totoro ως αφηγηματική αισθητική, πρόκειται για ένα φιλμ απίστευτης κειμενικής λιτότητας που χτίζει έναν κόσμο που μοιάζει να ανήκει σε όλες τις εποχές που έχουν υπάρξει, επιτρέποντας σε ένα συναίσθημα φροντίδας, τρυφερότητας και αγνής περιέργειας να κατακλύσει το στόρι, καταφέρνοντας να βλέπει τα πάντα μέσα από παιδικό βλέμμα. Ούτε απλά, ούτε απειλητικά, ούτε δυσνόητα, ούτε τίποτα. Απλώς, ένας κόσμος που περιμένει να τον νιώσεις. Μια τέλεια ταινία.
ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΕΣ ΚΑΙ ΤΕΡΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΝΝΕΣ
Στον αντίποδα της θριαμβευτικής απλότητας της ταινίας της Sciamma βρίσκεται η έτερη μεγάλη γαλλική πρόταση της χρονιάς, το εκτελεστικά υπερφορτωμένο Titane του φετινού Χρυσού Φοίνικα. Η Julia Ducournau, με το φανταστικό ντεμπούτο της Raw να έχει δείξει πως κατέχει τον έλεγχο μιας αλληγορίας μέσα από ένα προσωποκεντρικό σινεμά του σοκ, εδώ επιχειρεί να ταιριάξει κάθε πιθανή ακρότητα με τρόπο που μοιάζει συχνά υπολογισμένος. Σε αυτή την ακατηγοριοποίητη ιστορία απώλειας και συναισθηματικής επούλωσης τα πάντα είναι fluid (η ιστορία, τα φύλα, ακόμα και η σχέση με την Αλληγορία) και οι ιδέες που προτείνονται είναι πολλές- τίποτα στο φιλμ δεν είναι αδιάφορο ή χωρίς αξία. Όμως κάτω από τις εντυπωσιακές (και εντυπωσιακά αποτυπωμένες) κορυφώσεις βρίσκεται τελικά ένα κενό, με την Ducournau να επιχειρεί να συνταιριάξει σωματικό και αλληγορικό τρόμο με έναν ασυνεπή συναισθηματισμό. Μια φιλμική κατασκευή φτιαγμένη περισσότερο για να αναλύεται διεξοδικά σε διαρκείς κύκλους (μιας και δεν βρίσκεται κάτι στη μέση) παρά για να ζει μέσα μας, κι αυτό είναι τελικά που την κάνει καλύτερη ως βράβευση παρά ως actual ταινία.
Τα κρυφά διαμάντια από τις φετινές Κάννες έρχονται από αλλού. Στο Belle, o Mamoru Hosoda του Mirai αφηγείται μια γνώριμη ιστορία προσωπικής αυτο-εκπλήρωσης μέσα από την ανάπτυξη ενός ιδεατού alter ego (καλησπέρα, ίντερνετ) σε ένα ψηφιακό app περιβάλλον, μες στο οποίο (και με τη βοήθεια μιας αποστομωτικά όμορφης πολυχρωμίας) ζωντανεύει μια μοντέρνα επαναδιατύπωση του παραμυθιού της πεντάμορφης και του τέρατος. Στο Cow, η διχαστική Andrea Arnold (American Honey) το γυρίζει στο ντοκιμαντέρ για να αφηγηθεί τη ζωή μιας αγελάδας αλλά το κάνει με μια αφοπλιστικά νεορεαλιστική προσέγγιση. Δίχως διαλόγους, δίχως επεξηγήσεις, και με την κάμερα εκεί, επίμονη και σιωπηλή, η αγελάδα του τίτλου πρακτικά μοιράζεται μαζί μας το βλέμμα της. Δεν ξέρω πώς ακούγεται αυτό στον καθένα, εγώ πάντως δεν ήμουν έτοιμος για κάτι τόσο δυνατό.
Άλλες επιλογές από τις Κάννες συμπεριλαμβάνουν το πολύ σκληρό Μπρούνο Ρεϊντάλ: Εξομολόγηση Ενός Δολοφόνου, μια κλινικής ακρίβειας εξερεύνηση του πορτρέτου ενός νεαρού δολοφόνου που μπλέκει μέσα θρησκοληψία, προκατάληψη και παντός είδους καταπίεση σε ένα ανατριχιαστικό αποτέλεσμα για γερά στομάχια. Όπως και τα αιχμηρά πορτρέτα γυναικών στο Χειρότερο Κορίτσι του Κόσμου του Joaquim Trier και στο Zero Fucks Given με την Adele Exarchopoulos, αμφότερα ορμητικά, αποφασισμένα, αλλά και δραματουργικά αμήχανα. Αλλά και το βραβευμένο στην Εβδομάδα Κριτικής (αλλά και στην πρόσφατη Δράμα) Brutalia, Εργάσιμες Μέρες, μια αληθινά εντυπωσιακή μικρού μήκους ελληνική ταινία με μια πολλά υποσχόμενη κεντρική ιδέα, που όμως δεν αλληλεπιδρά με αληθινά ουσιώδη τρόπο με τις πολιτικές επεκτάσεις του concept της, παραμένοντας ακίνητη, δύσκαμπτη, σε απόσταση.
Αντίθετα, μακριά από τις Κάννες αλλά κοντά στην καρδιά μου βρέθηκε το animation Από το Μπαλκόνι του Άρη Καπλανίδη, για το οποίο μιλήσαμε και με τους δημιουργούς πριν λίγες μέρες. Μια γειτονιά της Νέας Φιλαδέλφειας ζωντανεύει μέσα από καθημερινούς διαλόγους και μικρά σπαρταριστά επεισόδια, σαν μια ακολουθία από απολαυστικά στριπάκια εφημερίδας όπου δεν ξέρεις ποτέ τι θα συναντήσεις μετά. Στην ανθρωπογεωγραφία αυτού του κτιριακού συμπλέγματος, συνδετικός κρίκος είναι μια γειτόνισσα που, από το μπαλκόνι της, παρατηρεί τους πάντες και τα πάντα. Χαρακτήρες που έχουν ξεπηδήσει από μια κάποια διπλανή πόρτα συζητούν για τα πάντα με τον άτακτο τρόπο που μόνο η ποίηση της καθημερινότητας μπορεί να ζωντανέψει, τοποθετημένοι μέσα σε έναν animation κόσμο σκηνοθετημένο ως κάτι το απολύτως φυσικό.
ΟΙ AUTEURS ΤΑ ΒΑΖΟΥΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥ
Σκηνοθέτες με στιβαρή προσωπική σφραγίδα μπορούν συχνά να κάνουν τόσο-όσο αλλά και όχι-αρκετά την ίδια ακριβώς στιγμή, αφήνοντας πίσω έργα που στέκονται σε ένα κάποιο ενδιάμεσο διάστημα. Ο Asghar Farhadi, που πήρε βραβείο στις Κάννες με το Ένας Ήρωας και που χαιρέτησε μέσω βίντεο το αθηναϊκό κοινό καθώς η ταινία του άνοιγε τις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, είναι από τους κορυφαίους δραματουργούς του παγκόσμιου σινεμά αυτή τη στιγμή, θες απλά να βλέπεις καθως ρίχνει τους ήρωές του στα (δραματουργικά!) λιοντάρια. Όμως υπάρχει μια οριακά εκβιαστική αίσθηση στο νέο του έργο, μια πιο εμφανώς -από συνήθως- κατασκευή στον κοινωνικό λαβύρινθο, με καταστάσεις που, όλο και πιο εξεζητημένα δομημένες, οδηγούν με ακρίβεια τους πρωταγωνιστές σε συγκεκριμένα ηθικά αδιέξοδα.
Στον Αιχμάλωτο στη Γη των Φαντασμάτων του Sion Sono, ο λατρεμένος ιάπωνας auteur καλωσορίζει τον Nicolas Cage στην Ιαπωνία στέλνοντάς τον να σώσει μια κοπέλα από μια μετα-αποκαλυπτική έρημο της δυστοπίας, έξω από τα τελευταία απομεινάρια ενός πρώην πολιτισμού. Είναι παλαβό αλλά και απρόσμενα συγκρατημένο για τα δεδομένα των δύο συντελεστών, αλλά ακόμα κι έτσι πάντως αποτελεί έναν απολαυστικών κινηματογραφικών αναφορών, σχεδόν θεατρική υφής, χορό πάνω στο τέλος του κόσμου. Όπως και με τον Ήρωα του Farhadi, δεν πρόκειται για κάποιο ριζοσπαστικό δείγμα των δύο δημιουργών, αλλά πάντως σε κάθε περίπτωση αποτελεί υπενθύμιση των ικανοτήτων τους.
Ο Ridley Scott πάντως, έδωσε το κάτι παραπάνω στο μεσαιωνικό #MeToo παραμύθι ιπποτών που βιάζονται να σταθούν ηρωικά χωρίς κανείς να τσεκάρει αν η πριγκίπισσα έχει όρεξη να είναι σε αυτό το κάστρο. Το Last Duel, μια από τις μεγάλες στουντιακές ταινίες που παρουσιάζονται σε πρεμιέρα στο πλαίσιο των Νυχτών, έρχεται εδώ λίγες μέρες μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της Βενετίας. Ο Scott λειτουργεί με οδηγό ένα εξαιρετικά δομημένα σενάριο από τους Ben Affleck και Matt Damon αλλά και, κυριότερα, της Nicole Holofcener, πάνω στην κόντρα δύο γάλλων ιπποτών του 14ου αιώνα και το πώς το παράπλευρο θύμα της εγωιστικής τους μονομαχίας ήταν η Marguerite, που παίζει εντυπωσιακά η Jodie Comer (που όπως και στο Killing Eve, παίζει κι εδώ με ευκολία ανάμεσα σε διαφορετικά πρόσωπα- εκεί ζήτημα ταυτότητας, εδώ ζήτημα οπτικής).
Η κόντρα ανάμεσά τους παρουσιάζεται ρασομονικά μέσα από τρεις οπτικές, της τρίτης εκ των οποίων τη φροντίδα έχει αναλάβει η Holofcener, υποσκάπτοντας σε επίπεδο τονικό και θεματικό ό,τι ως τότε παρουσιαζόταν ως αλήθεια των δύο αντρών. (Matt Damon και Adam Driver, άλλοτε παίζουν σαν τσαρλατάνοι άλλοτε σαν τέρατα, κατά τις ανάγκες της εκάστοτε αφήγησης.) Ο Ridley Scott ξέρει πώς να κάνει άκρη όταν η τρίτη πράξη του φιλμ επιτίθεται στον ίδιο του τον εαυτό με φανταστικά αποτελέσματα, αλλά και ξέρει πώς να ισορροπήσει το camp και τον τρόμο του στόρι παρουσιάζοντας κάτι παραδόξως αστείο και ανατριχιαστικό, σοβαρότατο και ανόητο την ίδια στιγμή- σαν ακριβώς διαφορετικές οπτικές πάνω στο ίδιο αντικείμενο.
Σε ένα κινηματογραφικό Φεστιβάλ οι σκηνοθέτες είναι νομοτελειακά το κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος. Αλλά κάποιες φορές είναι εξίσου ενδιαφέρον το να κάνουμε ένα βήμα πίσω και -όπως ακριβώς έκανε το Last Duel– να προσπαθήσουμε να δούμε τα πάντα μέσα σε context, από κάθε πιθανή οπτική. Κάθε ταινία, κάθε αφιέρωμα, κάθε σινεφίλ πρόταση, μπορεί να αποκαλύπτει διαφορετικές τις πτυχές μέσα στο πλαίσιο ενός φεστιβάλ σαν τις Νύχτες Πρεμιέρας. Αυτό κάνει αυτό το δεκαήμερο, πάντοτε, τόσο μοναδικό.
*Οι 27ες Νύχτες Πρεμιέρας διεξάγονται 22 Σεπτεμβρίου ως 3 Οκτωβρίου και το OneMan συνεχίζει να φέρνει καθημερινές προτάσεις προβολές κάθε πρωί.