5 σκέψεις για το συνταρακτικό Irishman στο Netflix
- 14 ΝΟΕ 2019
Να πώς 3μιση ώρες σε μια καρέκλα κινηματογράφου μπορεί να περνούν νεράκι. Ο Martin Scorsese, ετών 76, συνεχίζει ακάθεκτος με την πέμπτη του ταινία των ‘10s, παραδίδοντας αυτή τη φορά ένα σαρωτικό μαφιόζικο έπος που διατρέχει όχι απλά τις δεκαετίες αλλά και την ίδια του την καριέρα.
Το Irishman (Ο Ιρλανδός) ακολουθεί τη ζωή του Φρανκ Σίραν, από βετεράνο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε εκτελεστή της Μαφίας και κεντρικό πιόνι στη διαφθορά των σωματείων από το οργανωμένο έγκλημα στη διάρκεια των ‘60s και ‘70s. Στον ρόλο ο Robert De Niro, ψηφιακά αλλοιωμένος ώστε να παίζει τον χαρακτήρα σε όλα τα στάδια της ζωής του, επανενώνεται με τον Scorsese αλλά και με τον Al Pacino, ο οποίος υποδύεται τον διάσημο ηγέτη του συνδικάτου των Οδηγών Φορτηγών, Τζίμι Χόφα.
Μόλις είδαμε την ταινία και έχουμε μερικές πρώτες σκέψεις.
1. Πρόκειται για ένα έργο συνταρακτικό. Είναι δείγμα μεγάλης πείρας και χαρίσματος από την πλευρά του Scorsese όσο και της σταθερής μοντέρ του Thelma Shoemaker, το πώς παρακολουθώντας το πρώτο δίωρο του φιλμ τα πάντα μοιάζουν να κυλάνε αβίαστα, με τίποτα να μη μοιάζει συγκλονιστικά απαραίτητο αλλά και τίποτα να μην περισσεύει. Το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ αφορά τη δράση του Σίραν κατά το απόγειο της επιρροής της Μαφίας, δίνοντας στον Scorsese την ευκαιρία να απλώσει στο πανί όλο το εύρος της γκανκστερικής αφήγησης, με πλέγματα ηρώων και συμφερόντων να συναντώνται μονίμως και τους συσχετισμούς δύναμης να αλλάζουν διαρκώς.
Όμως ο Scorsese ίσως νιώθει πιο κοντά στο τέλος (του) παρά στην εποχή που έκανε τo Goodfellas – ετούτη τη φορά δεν υπάρχει χαρά, δεν υπάρχει cool στις διαδικασίες. Ο Φρανκ Σίραν είναι ένας άνθρωπος του οποίου η ύπαρξη (όπως όλων μας) διατρέχει τις εποχές και τις δεκαετίες, τρέχοντας παράλληλα στα ιστορικά γεγονότα, κάνοντας το Irishman (με έναν διεστραμμένο τρόπο) κάτι σαν το φιλοσοφημένο, μαφιόζικο Forrest Gump του Scorsese. Κοιτά τον Φρανκ και αναρωτιέται τι βάρος τελικά έχουν όλα αυτά, καθώς ο ήρωας-20ος αιώνας μεταπηδά από αφεντικό σε αφεντικό και από δουλειά σε «δουλειά», δίχως ποτέ να αναλογίζεται ποιοι είναι “αυτοί στην κορυφή” τους οποίους υπακούει, έρμαιο της Ιστορίας. Κοιτά το έργο του, μέσα από τις ιστορίες τέτοιων αντρών, και αναλογίζεται τι μένει (όταν κοιτάς) πίσω καθώς ο χρόνος διαστρεβλώνει μεγέθη και σημασία και ονόματα και την ίδια την Ιστορία καθώς έρχεται για όλους και για όλα.
Η τελευταία πράξη του φιλμ είναι τίποτα λιγότερο από ένας ογκόλιθος, σμιλευμένος από έναν καλλιτέχνη σε διάλογο με την ίδια του την ύπαρξη. Υπό αυτή την έννοια, το Irishman μπορεί κανείς και να το δει σαν τη μαφιόζικη εποποιία του Σκορσέζε, ιδωμένη μέσα από το πρίσμα του Silence, του αμέσως προηγούμενου αριστουργήματός του.
2. Ο De Niro προσπαθεί, αλλά με ένα τρόπο ο δικός του ρόλος είναι να (μην) αντιδρά, και μάλιστα βουτηγμένος σε ένα τόνο οριακά απόκοσμης VFX επεξεργασίας. Ο De Niro παίζει τον Σίραν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του με τον ίδιο παθητικά εχθρικό τρόπο, και είναι προς τιμήν του πως έστω και στην πορεία του πράγματος, σταματάμε να προσέχουμε (πολύ) τα εφέ. Η ψηφιακή αυτή απογήρανση δεν λειτουργεί πάντα τόσο καλά- τα μάτια του Φρανκ κάνουν το πρόσωπό του να μοιάζει μονίμως με κάτι που ξεπήδησε από βιντεοπαιχνίδι, και η κινησιολογία του (76χρονου) De Niro, δε συνάδει με την εμφάνιση του (45χρονου) Σίραν.
Γύρω όμως από αυτή την κεντρική φιγούρα στήνεται ένα σόου αξέχαστων ερμηνειών, από τους μικρότερους παίχτες που απολαμβάνουν κάθε τους ατάκα, μέχρι τα μεγάλα κεφάλια. Ο Pacino ακροβατεί μαγικά ανάμεσα στην ένταση και στην κωμωδία ως Jimmy Hoffa σε μια από τις λίγες πραγματικά σπουδαίες ερμηνείες της ύστερης περιόδου του. Ο Joe Pesci στήνει έναν υπόγεια τρομακτικό χαρακτήρα επιστρέφοντας στη μεγάλη οθόνη, εκπροσωπώντας το ίδιο το αόρατο πλέγμα δύναμης. Αλλά δεν μπορώ με τίποτα να βγάλω από το μυαλό μου την Anna Paquin στο ρόλο της κόρης του Φρανκ: Η διαρκής της σιωπή είναι εκκωφαντική δήλωση διάθεσης του φιλμ και του Scorsese, και είναι θαυμαστό αυτό που πετυχαίνει η ηθοποιός μέσα από λίγα βλέμματα και ακόμα λιγότερες λέξεις.
3. «Το Irishman… ή ο αληθινός τίτλος έπρεπε να είναι “I Heard You Paint Houses”», τάδε έφη Martin Scorsese σε ένα podcast της Α24 με τη Joanna Hogg. Είναι σαφές πως το Netflix ήθελε κάτι πιο πιασάρικο και που να ακούγεται λίγο πιο “οργανωμένο έγκλημα” από τον πιο ποιητικό και ακριβή τίτλο που είχε κατά νου ο Σκορσέζε για την ταινία. Πράγματι, στο ξεκίνημα είναι μόνο ο Houses τίτλος που εμφανίζεται, και στο τέλος κι οι δύο, κάνοντας σαφές πώς θεωρεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης πως λέγεται η ταινία του.
Εξάλλου, αυτός είναι κι ο τίτλος του βιβλίου στο οποίο βασίστηκε, το nonfiction “I Heard You Paint Houses” του 2004, στο οποίο ο συγγραφέας Charles Brandt αφηγείται όσα του είπε ο ίδιος ο Σίραν λίγο πριν πεθάνει. Δε θα πούμε περισσότερο για το τι σημαίνει αυτή η φράση, αλλά είναι σαφές γιατί ο Scorsese την προτιμά. Το «Ιρλανδός» είναι ένα χαρακτηριστικό του ήρωά του. Το “I Heard You Paint Houses” είναι αυτό που είναι ο ήρωάς του.
4. Ο Scorsese έχει γυρίσει 5 ταινίες στη διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας. Στα 76 του καθώς αυτή φτάνει στο κλείσιμό της, μπορεί με έναν εξωφρενικό τρόπο, να είναι και ο σκηνοθέτης της δεκαετίας. Η genre ψυχολογική άσκηση Shutter Island και η συναισθηματική εξερεύνηση της ιδέας του 3D σε διάλογο με την ιστορία του σινεμά στο Hugo, έδωσαν τη θέση τους σε ένα απίστευτο σερί αριστουργημάτων. Με τον Wolf of Wall Street, ο Scorsese δείχνει διάθεση και ενέργεια που σπάνια έχουν άνθρωποι 50 χρόνια νεότεροί του, αποδομώντας καθοριστικά τη σύγχρονη Δύση μέσα από μια καρτουνίστικα αιχμηρή κωμωδίας ανηθικότητας. Με το Silence όχι απλά ανακρίνει τις θρησκευτικές ενοχές του, αλλά αναρωτήθηκε τι σημαίνει η ίδια η ιδέα της πίστης. Και με το Irishman κοιτάζει πίσω, θέτοντας την Ιστορία (και την ιστορία του) υπό φιλοσοφική αντιμετώπιση, με το βάρος μια ζωής ζησμένης στην πλάτη και στις εικόνες του.
(Προσοχή: Στο σημείο #5 ακολουθεί η περιγραφή μιας σημαντικής σκηνής που διαδραματίζεται νωρίς στην ταινία. Δεν είναι spoiler, αλλά αν δε θέλετε να γνωρίζετε τίποτα τότε αφήστε το για μετά την προβολή.)
5. Ο Φρανκ θυμάται ένα περιστατικό από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που τον στοιχειώνει, δίχως να ξέρει γιατί. Απειλεί δύο στρατιώτες του αντίπαλου στρατού με αυτόματο όπλο, βάζοντάς τους να σκάψουν τους τάφους τους. Ο Φρανκ αφηγείται το περιστατικό και αναρωτιέται. “Βλέποντας αυτούς τους τύπους να σκάβουν τον ίδιο τους τον τάφο…. Σκέφτονταν πως αν έκαναν καλή δουλειά ίσως ο τύπος με το όπλο θα άλλαζε γνώμη;”
Η μόνιμη, τελευταία, μοναδική απορία.
*** Το παρόν κείμενο γράφτηκε στις 14 Νοεμβρίου του 2019 λίγες ημέρες πριν την κυκλοφορία του The Irishman στις ελληνικές αίθουσες.