Ulf Andersen/Getty Images/Ideal Image
ΒΙΒΛΙΟ

James Baldwin, ένας τιτάνας της παγκόσμιας λογοτεχνίας

Με αφορμή την πρόσφατη έκδοση στα ελληνικά του πρώτου κλασικού μυθιστορήματός του, το OneMan ανατρέχει σε μια συγκλονιστική συνέντευξη που παραχώρησε στο λογοτεχνικό περιοδικό Paris Review πριν από 40 χρόνια.

Εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης και τριάντα επτά μετά τον θάνατο του στο Σαιν-Πωλ-ντε-Βανς της Γαλλίας, ο James Baldwin δικαίως θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς μεταπολεμικούς Αμερικανούς συγγραφείς, έχοντας αφήσει πίσω του μια λαμπρή παρακαταθήκη βιβλίων και δοκιμίων και παράλληλα έχοντας υπάρξει εμβληματική μορφή του κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων.

Μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά και το πρώτο του μυθιστόρημα (μτφρ. Χρήστος Οικονόμου, εκδ. Πόλις), Ανέβα στο βουνό να το φωνάξεις, με την υπόθεση του να συνοψίζεται ως εξής:

Ο Τζον Γκράιμς, ένας ευαίσθητος και χαρισματικός έφηβος, μεγαλώνει στο Χάρλεμ. Η οικογένειά του τον προετοιμάζει για να γίνει ιεροκήρυκας. Τη νύχτα των γενεθλίων του όμως, όταν κλείνει τα δεκατέσσερα, θα βιώσει μια πρωτοφανούς έντασης ηθική και πνευματική κρίση. Θέλει να ορίζει ο ίδιος τον εαυτό του. Αλλά ένας νέος που προέρχεται από ένα τόσο βαθιά θρησκευόμενο περιβάλλον έχει δικαίωμα επιλογής; Και, ακόμα περισσότερο, πόσο ελεύθερος μπορεί να είναι ένας νεαρός μαύρος Αμερικανός, τη δεκαετία του ’30;

Με αυτή την αφορμή ανατρέχουμε σε μια συγκλονιστική συνέντευξη που παραχώρησε πριν από 40 χρόνια, ήδη κάτοικος Γαλλίας για περίπου άλλα τόσα, έχοντας εγκαταλείψει τις ΗΠΑ το 1948, θέλοντας να ξεφύγει από τον ρατσισμό και την ομοφοβία.

Αυτά είναι τα κυριότερα σημεία όσων είπε το 1984 στο λογοτεχνικό περιοδικό Paris Review.

Μέχρι τον θάνατο του πατέρα μου νόμιζα ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Είχα θελήσει να γίνω μουσικός, είχα σκεφτεί να γίνω ζωγράφος και ηθοποιός. Όλα αυτά πριν κλείσω τα 19. Δεδομένων των συνθηκών σε αυτή τη χώρα (σ.σ. ΗΠΑ) το να είσαι μαύρος και συγγραφέας ήταν αδύνατο. Όταν ήμουν νέος, ο κόσμος πίστευε όχι τόσο ότι ήσουν κακός, όσο άρρωστος, οπότε σε εγκατέλειπαν.

Ο πατέρας μου δεν πίστευε ότι ήταν εφικτό – νόμιζε ότι θα με σκότωναν, ότι θα με δολοφονούσαν. Έλεγε ότι αμφισβητούσα τις νόρμες των λευκών, και πράγματι έτσι ήταν.

Ο πατέρας μου ήταν ευσεβής, πολύ θρήσκος, με κάποιους τρόπους ένας πολύ όμορφος άντρας και με κάποιους άλλους απαίσιος.  Πέθανε όταν γεννήθηκε το τελευταίο του παιδί και συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να κάνω ένα άλμα πίστης. Για τρία χρόνια άλλωστε ήμουν ιεροκήρυκας, από τα 14 ως τα 17 μου. Εκείνα τα χρόνια μάλλον με οδήγησαν στη συγγραφή.

Γράφοντας προσπαθείς να ανακαλύψεις κάτι που δεν ξέρεις. Όλη η γλώσσα της συγγραφής για μένα είναι η ανακάλυψη όσων δεν θέλεις να γνωρίζεις, όσων δεν θέλεις να ανακαλύψεις. Αλλά κάτι  σε αναγκάζει να το κάνεις.

Θα μπορούσα να είχα γίνει πρεζάκι. Στους δρόμους που γυρνοβολούσα θα μπορούσε να είχε συμβεί οτιδήποτε σε ένα αγόρι σαν εμένα – στη Νέα Υόρκη. Κοιμόμουν σε ταράτσες και στο μετρό. Μέχρι και σήμερα τρέμω τις δημόσιες τουαλέτες. Σε κάθε περίπτωση, πέθανε ο πατέρας μου και στρώθηκα και έβγαλα άκρη για αυτό που έπρεπε να κάνω.

Διάβαζα τα πάντα. Είχα διαβάσει τα πάντα σε δύο βιβλιοθήκες στο Χάρλεμ μέχρι να κλείσω τα 13. Μαθαίνεις πολλά για το γράψιμο με αυτό τον τρόπο. Πρώτα απ’ όλα, συνειδητοποιείς πόσα λίγα γνωρίζεις.

Είναι αλήθεια ότι όσο περισσότερα μαθαίνει κανείς, τόσο λιγότερα γνωρίζει. Ακόμη μαθαίνω πώς να γράφω. Δεν ξέρει τι πάει να πει τεχνική. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρέπει να κάνεις τον αναγνώστη να το δει. Αυτό το έμαθα από τον Ντοστογιέφσκι, τον Μπαλζάκ.

Οι εμπειρίες που έχει ζήσει κανείς δεν είναι απαραίτητα η πραγματικότητά του.

Για μένα το γράψιμο γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο όσο περνάει ο καιρός. Μιλάω για τη διαδικασία της δουλειάς που απαιτεί μια συγκεκριμένη ενέργεια και κουράγιο αλλά και απερισκεψία. Δεν ξέρω, αμφιβάλλω αν κάποιος -πόσο μάλλον εγώ- ξέρει πώς να μιλήσει για το γράψιμο. Ίσως να φοβάμαι να το κάνω.

Κάθε φόρμα είναι δύσκολη, καμία δεν είναι ευκολότερη από την άλλη. Όλες σου ρίχνουν ξύλο. Καμία δεν έρχεται εύκολα.

Γράφω το βράδυ. Αφού έχει τελειώσει η μέρα, και αφού έχει τελειώσει το δείπνο, ξεκινάω και δουλεύω μέχρι τις 3-4πμ. Αρχίζω να δουλεύω όταν όλοι έχουν πάει για ύπνο. Έτσι έπρεπε να κάνω από τότε που ήμουν νέος – έπρεπε να περιμένω μέχρι να κοιμηθούν τα παιδιά. Και μετά έκανα διάφορες δουλειές κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ανέκαθεν έπρεπε να γράφω το βράδυ. Αλλά τώρα που έχω καθιερωθεί το κάνω γιατί είμαι μόνος μου το βράδυ.

Γράφω και ξαναγράφω πολύ. Είναι πολύ οδυνηρό. Ξέρεις ότι έχεις τελειώσει όταν δεν μπορείς να κάνεις κάτι παραπάνω, αν και ποτέ δεν είναι ακριβώς όπως το θέλεις.

Ανέκαθεν μου έκαναν μεγάλη εντύπωση οι δευτερεύοντες χαρακτήρες στα βιβλία του Ντοστογιέβσκι και του Ντίκενς. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες έχουν μια ελευθερία που δεν έχουν οι βασικοί. Μπορούν να σχολιάσουν, μπορούν να κινηθούν, αλλά δεν έχουν την ίδια σημασία ή την ίδια ένταση.

Ίσως το σημείο καμπής στη ζωή κάποιου να είναι η συνειδητοποίηση ότι αν σου συμπεριφέρονται σαν θύμα δεν σημαίνει ότι πρέπει να γίνεις κιόλας θύμα.

Υπάρχουν πολλοί μάρτυρες του παρελθόντος μου, άνθρωποι που έχουν εξαφανιστεί, άνθρωποι που έχουν πεθάνει, τους οποίους αγάπησα. Αλλά δεν νιώθω ότι υπάρχουν φαντάσματα, ούτε μετανιώνω. Δεν νιώθω καθόλου τέτοιου τύπου μελαγχολία. Καθόλου νοσταλγία. Τα πάντα είναι γύρω σου για πάντα. Μυθιστορήματα που δεν πήγαν καλά, έρωτες, αγώνες. Και όλα μαζί σου δίνουν κάτι που έχει ανυπολόγιστη δύναμη.

Νομίζω ότι ένας άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι κάποια στιγμή θα πεθάνει γύρω στην ηλικία των 40. Το βλέπεις να έρχεται. Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι κάποια στιγμή θα πεθάνεις όταν είσαι 30, ακόμη λιγότερο στα 25. Μένεις άναυδος από την ίδια σου τη θνητότητα, από το ότι είναι μάλλον απίθανο να ζήσεις άλλα 40 χρόνια. Ο χρόνος σε αλλάζει, τελικά γίνεται εχθρός ή φίλος.

Προβληματίζομαι για το αν θα προλάβω να κάνω τη δουλειά μου και σχετικά με όλα τα πράγματα που δεν έχω μάθει. Είναι ανώφελο να προβληματίζεσαι για τον θάνατο, γιατί τότε, φυσικά, δεν μπορείς καν να ζήσεις.

Αν σκοπεύεις να γίνεις συγγραφέας δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να πω για να σε σταματήσω. Αν δεν σκοπεύεις να γίνεις συγγραφέας τίποτα που θα σου πω δεν θα σε βοηθήσει. Αυτό που πραγματικά χρειάζεσαι στο ξεκίνημα είναι κάποιος που θα αναγνωρίσει ότι η προσπάθεια σου είναι αληθινή.

Το ταλέντο είναι ασήμαντο. Ξέρω πολλά ταλαντούχα συντρίμμια. Πέρα από το ταλέντο βρίσκονται οι συνήθεις λέξεις: πειθαρχία, αγάπη, τύχη, αλλά πάνω απ’ όλα αντοχή.

Το μυθιστόρημα Ανέβα στο βουνό να το φωνάξεις κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Χρήστου Οικονόμου.