To ‘Quantum of Solace’ είναι η υποτιμημένη arthouse εκδοχή του Bond
Κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες. Σήμερα, συνεχίζουμε τη σειρά των ταινιών James Bond με τον Daniel Craig, με την πιο ξεχασμένη από όλες.
- 21 ΙΟΥΝ 2020
Στο “Συνεχίζεται” θα ακολουθούμε κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες, μέσα από τις πιο διάσημες σειρές ταινιών του σινεμά, καθώς ήρωες και ιδέες αλλάζουν χέρια μέσα από το πέρασμα χρόνων ή και δεκαετιών.
Στα Τζέιμς Μποντ του Ντάνιελ Κρεγκ, ένα franchise μισού αιώνα μεταμορφώνεται σε κάτι μοντέρνο, μέσα από μια αλλοπρόσαλλη σειρά ταινιών όπου το κάθε φιλμ αποτελεί ακραία αντίδραση σε αυτό που προηγήθηκε, αλλά όλα είναι διασκεδαστικά με τον -διαφορετικό- τρόπο τους. Σήμερα θυμόμαστε το ξεχασμένο σίκουελ ‘Quantum of Solace’ του 2008.
***
Τι τα θες; Όλοι μας για λίγο quantum of solace παλεύουμε σε αυτή τη ζωή. Κι ο Μποντ άνθρωπος δεν είναι; Ωστόσο αυτή η ταινία πάντα κατείχε στη συλλογική συνείδηση τη στάμπα της αποτυχημένης, ή ακόμα χειρότερα, μιας ταινίας Μποντ που σχεδόν δεν υπάρχει. Πώς συνέβη αυτό;
Από τη φύση του το εμπορικό σινεμά σχηματίζεται ως αντίδραση στα θέλω του κοινού, σε κάποιο τελοσπάντων βαθμό, αλλά αυτό που κάνει τόσο ενδιαφέρουσα τη σειρά ταινιών Μποντ με τον Ντάνιελ Κρεγκ είναι το πόσο ακραία κάθε κεφάλαιο αυτής της σειράς αποτελεί τέρμα τα γκάζια στροφή σε αντίδραση κάθε φορά της προηγούμενης ταινίας.
Λέγαμε την περασμένη βδομάδα πώς το ‘Casino Royale’ ήταν αντίδραση στη σαχλαμάρα του ‘Die Another Day’ και στην πιο ωμή προσέγγιση στην κατασκοπική περιπέτεια από το ‘Bourne Surpemacy’. Το ‘Quantum of Solace’ αποτέλεσε αντίδραση στην επιτυχία του ‘Casino Royale’, ακόμα πιο σοβαρό, ακόμα πιο λιτό, ένα κανονικότατο σίκουελ σε ένα franchise που ποτέ δεν είχε υπάρξει, ακριβώς, σίκουελ. Στη συνέχεια θα δούμε πώς το ‘Skyfall’ ήταν αντίδραση στην σχετική αποτυχία του ‘Quantum of Solace’, και το ‘Spectre’ στον θρίαμβο του ‘Skyfall, δημιουργώντας έτσι μια τρομερά περίεργη αλυσίδα ταινιών που μοιάζουν εντελώς αναποφάσιστες ως προς το τι θέλουν τελικά να πετύχουν- αλλά περιέργως λειτουργούν μια χαρά, τελικά.
Το ‘Quantum of Solace’ ως απευθείας λοιπόν σίκουελ, ξεκινά μόλις λίγα λεπτά μετά το τέλος του ‘Casino Royale’ και ακολουθεί τον Μποντ σε ένα εκδικητικό σπιράλ θανάτου καθώς προσπαθεί να μην αφήσει όρθιο κανέναν υπεύθυνο για αυτό που συνέβη στην Βέσπερ, και ταυτόχρονα να την ξεπεράσει. ΟΚ, είναι πάντα μια διαδικασία αυτά τα πράγματα.
Είναι η πιο σύντομη ταινία του franchise, είναι η πιο αισθητικά αφηρημένη, είναι εκείνη στην οποία ο Μποντ δεν κοιμάται με την συμπρωταγωνίστριά του, εκείνη στην οποία ο κακός δεν έχει την παραμικρή σωματική παραμόρφωση, εκείνη που αρχίζει και τελειώνει μέσα σε ένα σύννεφο πόνου και νηφάλιου τόνου. Είναι η πιο περίεργη ταινία Μποντ που έχουμε δει ποτέ;
***
Νερό, αέρας, γη, φωτιά: Είναι ο Τζέιμς Μποντ!
Μετά την επιτυχία του ‘Casino Royale’ οι παραγωγοί ήθελαν να προχωρήσουν άμεσα στο επόμενο φιλμ και αν ποτέ οι ρυθμοί των franchise δε θα ξαναφτάσουν τις πρώτες ταινίες Μποντ όπου έβγαινε μία ταινία κυριολεκτικά κάθε χρόνο, τα πράγματα εδώ κινήθηκαν σχετικά γρήγορα. Ο Μάρτιν Κάμπελ δεν επέστρεψε και μάλιστα μερικά χρόνια αργότερα χαρακτήρισε την ταινία «lousy», το οποίο είναι σίγουρα μια κάποια δήλωση όταν η δική σου ταινία στις αίθουσες είναι το ‘Green Lantern’.
Οι παραγωγοί κυνήγησαν τον Ρότζερ Μισέλ του ‘Notting Hill’ ο οποίος είχε δουλέψει με τον Κρεγκ στο παρελθόν, αλλά τους είπε όχι επειδή δεν υπήρχε σενάριο. Τα βιβλία του Φλέμινγκ είχαν τελειώσει πλέον, διασκευαστεί όλα, οπότε αυτή τη φορά η πλοκή θα ήταν ορίτζιναλ ιδέα. Ο παραγωγός Μάικλ Γουίλσον σκέφτηκε πως θα ήθελε η ταινία να διαδραματίζεται αμέσως μετά το ‘Casino Royale’ με τον Μποντ σε mode εκδίκησης για την απώλεια της Βέσπερ, αλλά και με συγκεκριμένες θεματικές ιδέες. Αναφερόμενος στην ‘Chinatown’ λέει πως «αν ελέγχεις το νερό τότε ελέγχεις όλη την ανάπτυξη μιας χώρας», αποκαλύπτοντας την προέλευση της κεντρικής ιδέας του φιλμ. Ο Ιμόρταν Τζο φυσικά συμφωνεί.
Ο Μισέλ προφανώς δεν ενθουσιάστηκε με την ιδέα του να αναπτύξει το φιλμ πάνω σε μια μισοψημένη ιδέα, αλλά οι Γουίλσον και Μπρόκολι κατάφεραν να πείσουν τον επόμενο σκηνοθέτη με τον οποίο συναντήθηκαν, τον Μαρκ Φόρστερ. Ο Φόρστερ, σκηνοθέτης με μια από τις πιο παράξενες φιλμογραφίες του σύγχρονου σινεμά, είχε ως αυτό το σημείο σκηνοθετήσει το ‘Monster’s Ball’, το ‘Stranger Than Fiction’ και το ‘Finding Neverland’ μεταξύ άλλων, αλλά καμία περιπέτεια. Συναντήθηκε με τους παραγωγούς χωρίς να έχει καμία πρόθεση να ασχοληθεί με την ταινία, αλλά κάποια στιγμή μετά το πρώτο τους μίτινγκ άρχισε να το σκέφτεται, εν μέρει επειδή ο Μποντ άρεσε σε πολλούς ανθρώπους από το περιβάλλον του.
«Όταν συνάντησα τη Μπάρμπαρα και τον Μάικλ μου είπαν, “Κοίτα, θέλουμε να ξεκινήσουμε μισή ώρα μετά το ‘Casino Royale’ και θα είναι απευθείας συνέχεια”», θυμάται ο Φόρστερ. Η ιδέα του άρεσε γιατί έχοντας μόλις χάσει τον έρωτα της ζωής του, δεν ήθελε τώρα να έχει ξανά έναν Μποντ που να κυνηγάει «τις επόμενες δέκα γυναίκες». Εξηγεί πως «Είναι κυριολεκτικά ένας Μποντ που πονάει και που έρχεται αντιμέτωπος με αυτή τη συναισθηματική υφή. Γι’αυτό δημιούργησα τον χαρακτήρα της Καμίλ ως καθρέφτη του Μποντ, που κυνηγάει κι εκείνη μια εκδίκηση».
Ο Φόρστερ προφανώς βρήκε ενδιαφέρουσα την αρχική τοποθέτηση της ταινίας όπως και το σχετικά ελεύθερο πεδίο δράσης που του άφηναν οι παραγωγοί. Όταν τους συνάντησε υπήρχε αυτή η αρχική ιδέα, ένα draft σεναρίου από τους μόνιμους Νιλ Πέρβις και Ρόμπερτ Γουέιντ, και ένας μόνο κανόνας: Ο Μποντ δεν μπορεί να σκοτώσει αθώους. Πέραν αυτού, ο Φόρστερ είχε το πεδίο ελεύθερο. Έφερε τον Πολ Χάγκις ξανά για να στρώσει το σενάριο προς την κατεύθυνση που ο ίδιος ο σκηνοθέτης ήθελε, ιδιαίτερα με τον χαρακτήρα της Καμίλ (Όλγκα Κιριλένκο), αλλά και με την εσωτερικότητα του όλου εγχειρήματος.
«Όταν ο Μποντ ξεκίνησε την εποχή του Κόνερι, το ταξίδι ήταν μια πολυτέλεια που δε μπορούσαν όλοι να ανεχτούν οικονομικά», εξηγεί. «Σήμερα, ο κόσμος έχει γίνει μικρότερος. Αν ο Μποντ πάει σε μια παραλία με φοίνικες είναι σχεδόν μπανάλ τώρα. Το μόνο ενδιαφέρον ταξίδι που απομένει είναι εσωτερικό, βαθιά στον ψυχισμό».
Ο Φόρστερ προσέγγισε την δράση της ταινίας με έναν αντίστοιχα αφηρημένο και συμβολικό τρόπο, αναζητώντας τρόπους σύνδεση κάθε μάχης, καταδίωξης ή βίαιης έκρηξης, με κάποιο από τα Τέσσερα Στοιχεία. «Ήθελα να πω μια ιστορία μέσω αυτών που να κινούνται όπως ο χαρακτήρας, μπροστά». Ο Μποντ και η Καμίλ μοιράζονται μια καταδίωξη με βάρκες στο νερό, και αργότερα με αεροπλάνα στον αέρα, ενώ η κορύφωση του φιλμ γίνεται με μια σκηνή δράσης μες στι φλόγες.
Αναζήτησε μέρη σε όλο τον κόσμο που να πληρούν αυτές τις αισθητικές προϋποθέσεις, ενώ στυλιστικά βρίσκει τις επιρροές του αφενός στα παλαιότερα Μποντ των ‘60s (ιδιαίτερα στο σχεδιασμό των σετ και των γραφείων της ΜΙ6) κι αφετέρου σε παλιά θρίλερ, από τον πρώιμο Χίτσκοκ μέχρι τα κατασκοπικά των ‘70s όπου κάτι συμβαίνει στις πρώτες σκηνές και όλο το επακόλουθο φιλμ μοιάζει με έναν διαρκή αγώνα δρόμου με την πλάτη στον τοίχο- κάτι που ομολογουμένως οι ταινίες Μποντ ποτέ δεν ήταν.
Η πιο ευθεία αναφορά στον Χίτσκοκ γίνεται σε μια από τις καλύτερες σκηνές του φιλμ, όταν ο Μποντ ξεσκεπάζει τα μέλη της Quantum ενώ συνομιλούν μεταξύ τους στην όπερα.
Είναι μια σκηνή εν μέρει εμπνευσμένη και μονταρισμένη σύμφωνα τις αντίστοιχες σεκάνς στα δύο ‘Ο Άνθρωπος Που Ήξερε Πολλά’:
Να και η σκηνή στην εκδοχή του ‘56, με το ουρλιαχτό αυτή τη φορά από τη Ντόρις Ντέι, τα καδραρίσματα πιο επιβλητικά και το αφηγηματικό φόκους κεντραρισμένο περισσότερο πάνω στον χαρακτήρα του Τζέιμς Στιούαρτ, αντιμέτωπο με το χρόνο, σε σχέση με την απόλυτη αίσθηση τρόμου του ορίτζιναλ αποσπάσματος.
Ο Φόρστερ θέλησε η ταινία σε επίπεδο ρυθμού να στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο σασπένς και στην αποτύπωση συναισθημάτων, και τα πάντα είναι μονταρισμένα και φωτογραφημένα με αυτή την αισθητική κατεύθυνση. Καθόλου τυχαία, ο σκηνοθέτης έφερε στο φιλμ δύο μόνιμους συνεργάτες του στο μοντάζ και της διεύθυνση φωτογραφίας, τους Ματ Σες και Ρομπέρτ Σέφερ αντίστοιχα. (Ακόμα και οι φανταστικοί τίτλοι έναρξης δημιουργήθηκαν από συνεργάτες του που δεν είχαν δουλέψει ξανά σε ταινία Μποντ στο παρελθόν.)
Πρόσωπα, ήχοι και χρώματα διαρκώς διαχέονται μέσα σε σκηνές που εντελώς συμβατικά θα μπορούσαν να είναι απλώς τυπικές σεκάνς, με το intercutting στο μοντάζ να προσφέρει τελικά την αίσθηση μιας περιπέτειας χωρίς σκηνές δράσης. Πρόκειται για, υπό μία έννοια, φιλμικό κοντσρουκτιβισμό στην υπηρεσία της συναισθηματικής πορείας του ήρωα: Τα πάντα συμβαίνουν γύρω του αλλά εκείνος τα αντιλαμβάνεται μόνο ως θραύσματα, με το φιλμ να παρουσιάζεται ως κάτι το εντελώς αφηρημένο και απολύτως λιτό.
Σε εκείνο το αρχικό μίτινγκ με τους παραγωγούς, υπήρχε άλλο ένα τελευταίο πράγμα που τέθηκε ως δεδομένο στον Φόρστερ: Ο τίτλος της ταινίας. «Είναι περίεργο – εννοώ, ποιος θα σκεφτόταν έναν τέτοιο τίτλο;», θυμάται ο σκηνοθέτης. Είναι πράγματι ένας τρομερά παράξενος τίτλος, που ο Μάικλ Γουίλσον είχε πάρει από μια σύντομη ιστορία του Ίαν Φλέμινγκ, που κατά τα άλλα δεν είχε απολύτως καμία σχέση με την πλοκή του φιλμ.
Σε εκείνη την ιστορία του Φλέμινγκ, ένας χαρακτήρας εξηγεί στον Μποντ την έννοια αυτής της φράσης που βασικά αφορά την ποσότητα της άνεσης και της ανθρωπιάς που βρίσκει κανείς σε κάθε σχέση. Όταν το ‘quantum of solace’ φτάσει στο μηδέν, είναι η στιγμή που πρέπει να φύγεις μακριά για να σώσεις τον εαυτό σου. Είναι ταιριαστό με τον πόνο του Μποντ στο φιλμ και σίγουρα όταν το σκέφτηκε ο Γουίλσον θα πρέπει να έκανε high five με τον εαυτό του. Επιπλέον, η Eon δεν είχε ακόμα σε εκείνο το σημείο τα δικαιώματα χρήσης του ονόματος Spectre λόγω των πολύπλοκων δικαιωμάτων του ‘Thunderball’ που αναφέραμε και στο προηγούμενο κείμενο. Τι στοίχημα πως ήταν ανάμεσα στις λέξεις “Quantum” και “Solace” για την ονομασία της «όχι, δεν είμαστε η Spectre, μην το ξαναπείς!» οργάνωσης;
Σε κάθε περίπτωση, ο τίτλος ποτέ δεν αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον κόσμο. «Μου πήρε λίγο να το συνηθίσω αλλά τελικά μου άρεσε», παραδέχεται ο Φόρστερ. «Μου άρεσε και προσπάθησα να τον συμπεριλάβω. Ναι, ο Μποντ φτάνει στο ‘Quantum of Solace’ του στο τέλος και Quantum είναι η οργάνωση». Γελάω λίγο, αλλά ο τίτλος όντως μου αρέσει οπότε στηρίζω. Τι τα θες, όλοι μας για ένα quantum of solace παλεύουμε.
***
Αντι-Bond girl για έναν αντι-Μποντ
Η ταινία ξεκινά από εκεί που σταμάτησε η προηγούμενη και κάθε νέο επεισόδιο οδηγεί στο επόμενο με έναν εντελώς γραμμικό τρόπο, σχεδόν πλήρους απουσίας της παραμικρής έκπληξης ή ανατροπής. Ο Μποντ έχει κρατούμενο τον Κύριο Γουάιτ, στη συνέχεια εμφανίζεται προδότης στο στενό κύκλο της Μ («συνέχεια ακούς να λένε “έχουμε ανθρώπους παντού” αλλά δεν το εννοούν κυριολεκτικά!» ή κάπως έτσι, εντελώς σκασμένη η Τζούντι Ντεντς και με το δίκιο της η γυναίκα) και έπειτα ο Μποντ ξεχύνεται σε ένα κυνηγητό όπου τίποτα δεν είναι κρυφό και μόνος του οδηγός είναι η εκδίκηση.
Η ένταση ανάμεσα στον Μποντ και την Μ είναι εκείνη ενός γιου και της πολύ έξαλλης, ανήσυχης, απογοητευμένης μητέρας που όμως κατά βάθος ξέρει πως στο τέλος ο γιος της δεν θα την προδώσει- απλά εύχεται να μην έπρεπε να περάσει από μια τόσο δυσάρεστη διαδικασία. Ο Μποντ αφήνει πίσω του θάνατο και ο Κρεγκ μοιάζει κουρασμένος, φθαρμένος, όσο και εμμονικά αποφασισμένος. Είναι μια περιπέτεια ασαφούς αίσθησης παρά υπολογισμένων stunts, χτισμένη σχεδόν όλη πάνω του, κι αυτός αφοσιώνεται πλήρως. Το ‘Casino Royale’ μπορεί να τον καθόρισε όμως εδώ δίνει μια πιθανώς ακόμα πιο δύσκολη ερμηνεία.
Δίπλα του βρίσκεται η Όλγκα Κιριλένκο, μια τέλεια ομορφιά σε κατάσταση όμως κι εκείνη πλήρους αφοσίωσης σε ένα σκοπό. Αποτελεί μια κάποια νίκη για την ταινία το ότι τελειώνει και συνειδητοποιείς πως πιθανότατα δεν έχεις καν σκεφτεί τους δυο τους μαζί. Ο Μποντ βυθισμένος στην οργή και το πένθος για το θάνατο της Βέσπερ, δεν είναι καθόλου διαθέσιμος κι η Καμίλ έχει κι εκείνη στο νου την εκδίκηση με όποιο κόστος. Οι δυο τους κυκλοφορούν σαν αρματωμένοι με αόρατες πανοπλίες, η ενέργειά τους διαχέεται μες στην αίσθηση του φιλμ, κι από την αρχή ως το τέλος είναι σαν ο ένας να χρησιμοποιεί την άλλη και το αντίστροφο, σε πλήρη επίγνωση της μεταξύ τους συμμαχίας.
Πρόκειται για μια πραγματικά σπάνια δυναμική σε ταινία Μποντ. Δεν είναι τυχαίο που η Κιριλένκο ξεχωρίζει την Μισέλ Γιο από το ‘Tomorrow Never Dies’ ως αγαπημένο της Bond girl, αλλά ακόμα κι εκείνη δεν ήταν τόσο μοναδικός και αφοσιωμένος χαρακτήρας όσο η Καμίλ. Αν το ‘Casino Royale’ έπαιξε με τα αρχέτυπα και τη θέση του Μποντ σε σχέση με το Bond girl, το ‘Quantum of Solace’ πρακτικά τα αφήνει τελείως πίσω: Ούτε ο Μποντ είναι ποτέ διαθέσιμος για την Καμίλ, ούτε η Καμίλ για τον Μποντ. Μπορείς εύκολα να φανταστείς την ταινία από την οπτική της ηρωίδας της Κιριλένκο, όπου ο Μποντ του Ντάνιελ Κρεγκ είναι εκείνος ένας απλός περαστικός.
Για την ακρίβεια, η ταινία χρησιμοποιεί ένα δεύτερο Bond girl απλά για να υπογραμμίσει τη θέση της απέναντι στη συγκεκριμένη παράδοση. Η Τζέμα Άρτερτον, νεαρή τότε ακόμα, πήρε το ρόλο της Φιλντς, μιας απλής υπαλλήλου γραφείου που αναλαμβάνει να φέρει πίσω τον Μποντ αλλά μπλέκει μαζί του, σαγηνεύεται από αυτόν και καταλήγει νεκρή στο κρεβάτι, καλυμμένη από πετρέλαιο.
Το πλήρες όνομά της είναι Στρόμπερι Φιλντς (κατά το Strawberry Fields Forever των Beatles), μια σαφής αναφορά στο είδος των ονομάτων που είχαν τα Bond girls των παλαιότερων εποχών του ήρωα (βλέπε Πούσι Γκαλόρ κλπ), ενώ ο θάνατός της αποτελεί ευθεία παραπομπή στη νεκρή Bond girl καλυμμένη από χρυσό στο ‘Goldfinger’. Όμως αυτή τη φορά υπάρχει μια βαθιά θλίψη που διαπερνά τα πάντα, η κάμερα δεν επιχειρεί να εντυπωσιάσει τον θεατή, και η Μ χρεώνει απευθείας στον Μποντ την χαμένη ζωή της κοπέλας.
Η (ασχέτως Μποντ, πολύ καλή ηθοποιός) Άρτερτον στο πέρασμα των χρόνων έκανε σαφές πως δεν ήταν ένας ρόλος που θα έπαιρνε ξανά, χωρίς να το λέει καταδικαστικά απέναντι στην ταινία ή τους δημιουργούς. «Δεν θέλω να μειώσω την ταινία επειδή πραγματικά την διασκέδασα – ήμουν 21 και ήταν μια περιπέτεια. Αλλά θα το έκανα τώρα; Όχι», είπε το 2017. «Είμαι ευγνώμων, με έφτιαξε… Αλλά μου κάθεται πολύ άσχημα όταν κάνω κάτι για το οποίο δεν είμαι περήφανη ή δεν λέει αυτό που θέλω να πει», συμπλήρωσε. Είναι σίγουρα αυτό που λέμε thankless ρόλος, αλλά νιώθω πως η ταινία είχε κάτι πολύ σαφές να πει χρησιμοποιώντας την Φιλντς ως αθώο, άτυχο σύμβολο πάνω στο σκληρό legacy του Μποντ. Ενός Μποντ, δε, στο ψυχολογικό του ναδίρ.
Ακόμα και το σχέδιο του κακού, Ντόμινικ Γκριν (πολύ καλός ο Ματιέ Αμαλρίκ, χωρίς κανένα απολύτως gimmick στην εμφάνιση και την ερμηνεία του), είναι κάτι το σχεδόν πεζό και καθόλου extravagant. Ο Αμαλρίκ βασίζει την ερμηνεία του σε στοιχεία του Μπλερ και του Σαρκοζί, ένα ευγενικό αλλά επικίνδυνο παρουσιαστικό, για έναν χαρακτήρα-γρανάζι μιας μηχανής πολιτικής εκμετάλλευσης χωρών. (Η CIA, μέσω του τομεάρχη που παίζει ο Ντέιβιντ Χάρμπουρ του ‘Stranger Things’, συνδράμει με τον τρόπο της κι είναι ενδιαφέρον που ο Φίλιξ Λάιτερ τοποθετείται ηθικά μετέωρος και πρακτικά ανήμπορος να αντιδράσει.) Όσο για τον μηχανισμό της δράσης, δε γίνεται να μην παρατηρήσει κανείς πόσο απογυμνωμένα είναι τα πάντα από κάθε λογής τρικ ή το παραμικρό γκάτζετ.
Το ‘Casino Royale’ μπορεί να σύστησε έναν NuBond, αλλά το ‘Quantum of Solace’ εφαρμόζει τη θεωρία στον απόλυτο βαθμό. Είναι σαν μια θεωρητική άσκηση πάνω στο υποθετικό ζήτημα του τι θα έμενε εκεί αν από μια ταινία Μποντ αφαιρούσες όλα αυτά που κάνουν μια ταινία Μποντ. Αυτός εδώ δεν είναι πια ο Νέος Μποντ, είναι ένας αντι-Μποντ.
***
«Τη γλιτώσαμε, αλλά στο τσακ»
Δε θα ξέρουμε ποτέ ποιο ακριβώς κομμάτι της ταινίας ήταν πρόθεση και ποιο ήταν ανάγκη, πάντως σίγουρα ρόλο στο τελικό αισθητικό αποτέλεσμα έπαιξε και η απεργία των σεναριογράφων του 2008. Ο Πολ Χάγκις λέει πως τελείωσε το δικό του draft του σεναρίου λίγο πριν ξεκινήσει η απεργία, με συνέπεια να ξεκινήσουν τα γυρίσματα βάσει μιας ατελούς εκδοχής σεναρίου που υπό κανονικές συνθήκες θα συνέχιζε να γράφεται για το επόμενο διάστημα.
Όμως βάσει των κανόνων της απεργίας, κανείς σεναριογράφος δεν είχε δικαίωμα να δουλέψει πάνω σε σενάριο για όσο διάστημα κρατούσε η απεργία. Στη διάρκεια των γυρισμάτων, το σενάριο μπορούσε να πειραχτεί μόνο μη-μέλη του Σωματείου, κι αυτό πρακτικά σήμαινε πως πολύ μεγάλο κομμάτι της ταινίας γράφτηκε στο πόδι από τον Φόρστερ και τον ίδιο τον Ντάνιελ Κρεγκ.
«Στο ‘Quantum’ γαμηθήκαμε», έλεγε μετά από μερικά χρόνια έχοντας πλέον περάσει σε μια εντελώς αποστασιοποιημένη φάση όσο αφορά τον ρόλο του 007. Ποια είναι η ακριβής στιγμή που ο Κρεγκ σταμάτησε να νοιάζεται; Πιστεύω είναι η περίοδος της κυκλοφορίας του ‘Quantum of Solace’. Μέχρι εκείνο το σημείο η αποτύπωση του Μποντ είναι ανθρώπινη και πολυεπίπεδη χωρίς φόβο, και με τον ίδιο μέχρι και να αναλαμβάνει ρόλο σεναριογράφου εκτάκτου ανάγκης. Μετά, όλα αλλάζουν. (Αλλά αυτό θα το δούμε πιο αναλυτικά στο επόμενο κείμενο.)
«Είχαμε τα απολύτως ελάχιστα ενός σεναρίου και μετά ήρθε η απεργία και δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Εκεί ήμουν εγώ να πρέπει να ξαναγράψω σκηνές – και σεναριογράφος, δεν είμαι». Είναι πολύ πιθανό πως η ανάγκη αυτή, του να γεμίσει μια ταινία χωρίς τη βοήθεια έμπειρου σεναριογράφου, συνέβαλε στο τελικό αυτό αποτέλεσμα, όπου ένας πολύ βασικός σκελετός πλοκής και φλασιές δράσης υπηρετούν καθαρά χαρακτήρες και mood, παρά οτιδήποτε αντίθετο.
«Ήμασταν πηγμένοι», θυμάται. «Τη γλιτώσαμε, αλλά στο τσακ. Ποτέ δεν επρόκειτο να είναι όσο πολύ σίκουελ ήταν, αλλά κατέληξε να είναι σίκουελ», λέει ο Κρεγκ. Φυσικά ξέρουμε πως από την πρώτη στιγμή το όραμα για το φιλμ το ήθελε να είναι πράγματι συνέχεια του προηγούμενου, αλλά αυτό που ενδεχομένως εννοεί ο Κρεγκ είναι πως λόγω των συνθηκών, η ταινία κατέληξε να μην είναι τίποτα άλλο πέρα από αυτό: ένα mood piece πάνω στις συνέπειες του ‘Casino Royale’.
Ίσως γι’αυτό και να είναι τόσο σύντομο σε διάρκεια (η συντομότερη ταινία Μποντ στην ιστορία) και τόσο 1-2-3-τέλος όσο αφορά στην πλοκή. Το ‘Casino Royale’, για όλα τα θετικά του, είχε μια τρίτη πράξη μάλλον φουσκωμένη μετά τα αρχικά peaks της σκηνής στο καζίνο και της γνωριμίας του Μποντ με την Βέσπερ. Εδώ δεν υπάρχουν ούτε ιδιαίτερες κορυφώσεις αλλά ούτε και κοιλιές, στην πραγματικότητα. Είναι όλο το φιλμ μια αίσθηση.
***
Stray bullets:
*Μερικές σκηνές δράσης πραγματικά πάντως δεν λειτουργούν. Η σκηνή της θαλάσσιας καταδίωξης είναι κατά τον Φόρστερ ο μόνος συμβιβασμός που έκανε στην ταινία, ώστε να υπάρχει κάτι πιο αναμενόμενο ως προς τη δράση, ενώ ετούτη η σκηνή της πτώσης είναι εντελώς άτσαλη σαν αποτέλεσμα:
O Φόρστερ δεν ήθελε να τη γυρίσει σε green screen οπότε έβαλε τους ηθοποιούς σε ένα air tunnel ώστε να μοιάζουν σα να πέφτουν από ύψος, με τους Κρεγκ και Κιριλένκο μάλιστα να κάνουν οι ίδιοι τα stunts τους. Όμως ο φωτισμός ήταν πολύ δύσκολος ώστε να δένει αρμονικά με το φυσικό χρώμα του ουρανού, ενώ ο χωρικός περιορισμός της σήραγγας σήμαινε πως δεν υπήρχε δυνατότητα για μακρινά ή medium πλάνα των ηθοποιών, εξ ου και η σκηνή αποτελείται όλη από αυτά τα άβολα κοντινά. Τελικά μοιάζει απλά όλο ψεύτικο, έτσι κι αλλιώς.
*Ο σχεδιασμός των τίτλων αρχής είναι φανταστικός, όλος πάνω σε συγκεκριμένες αποχρώσεις που ταιριάζουν με την αισθητική και συναισθηματική ταυτότητα της ταινίας. Και το ντουέτο των Τζακ Γουάιτ και Αλίσια Κιζ είναι ωραιότατο, επίσης.
*Αρχικά η Έιμι Γουάινχαους επρόκειτο να τραγουδήσει το κομμάτι της ταινίας. Ο Μαρκ Ρόνσον δούλευε πάνω σε αυτό αλλά τελικά το απέσυρε. «Δουλέψαμε πάνω σε αυτό αλλά δεν το τελειώσαμε», είπε τον Μάιο του ‘08. «Δε νομίζω πως θα συμβεί εκτός αν γίνει θαύμα. Δεν είμαι σίγουρος πως η Έιμι είναι ακόμα έτοιμη να δουλέψει πάνω σε μουσική».
*Άλλο ένα παραλίγο της ταινίας: O Φόρστερ είχε σκεφτεί πως θα ήθελε ως villain τον Μπρούνο Γκανζ, αλλά όταν ανέλαβε το φιλμ ο Αμαλρίκ είχε ήδη υπογράψει. Μου αρέσει ο Αμαλρίκ αλλά σκέψου τον Μπρούνο Γκανζ, ε.
*O Αλφόνσο Κουαρόν εμφανίζεται στην ταινία σε cameo ως πιλότος; Μάλλον; Δεν κατάφερα να τον εντοπίσω αλλά ο Μαρκ Φόρστερ είπε πως του ζήτησε να εμφανιστεί στην ταινία επειδή είναι φίλοι. Θα το έχω κατά νου στο επόμενο rewatch. Αν τον βρείτε εσείς βάλτε μια φωνή.
*Αυτός που δεν εμφανίζεται στην ταινία είναι ο Τομπάιας Μένζιες, που στο ‘Casino Royale’ έπαιζε το δεξί χέρι της Μ. Εδώ χωρίς προφανή λόγο ή εξήγηση, τη θέση αυτή γεμίζει πλέον ο Ρόρι Κινίαρ, που μένει σταθερός και για τις επόμενες ταινίες.
*H ταινία είχε το μεγαλύτερο άνοιγμα Μποντ (ως τότε) στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, ανοίγοντας θριαμβευτικά εκμεταλλευόμενο τη φόρα από το ‘Casino Royale’ αλλά χωρίς να έχει τα ίδια πόδια με εκείνο. Το κοινό έφυγε ελαφρώς απογοητευμένο, οι κριτικές υπήρξαν χλιαρές, και τελικά η ταινία έμεινε στα 590 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως, πιο κάτω από τα 615 του προηγούμενου φιλμ. Το μετέπειτα ‘Skyfall’ ξεπέρασε το 1 δις, επιστρέφοντας σε μια πιο παραδοσιακή υφή, σε μια ακόμα στροφή για το franchise, αφού δηλαδή το ‘Quantum of Solace’ καταγράφηκε ως μια λίγο-πολύ αποτυχία.
*Τελοσπάντων, τουλάχιστον βρήκε το quantum of solace του ο άνθρωπος, κάτι είναι κι αυτό.