Το No Time to Die δε μοιάζει με ταινία James Bond (και αυτό είναι καλό)
Ο συγκινητικός αποχαιρετισμός του Daniel Craig είναι ένα μελόδραμα μεταμφιεσμένο σε περιπέτεια που παραδίδει λευκή σελίδα στον επόμενο James Bond. (Το άρθρο είναι spoiler-free).
- 30 ΣΕΠ 2021
Στις τρεις ώρες του No Time to Die – και ας βγάλουμε νωρίς από τη μέση ότι όχι, η συγκεκριμένη ταινία δε δικαιολογεί τη διάρκειά της – δε σταμάτησα να σκέφτομαι το πόσο κουρασμένος φαινόταν ο Daniel Craig. Οι παραγωγοί των ταινιών γνωρίζουν καλά πως ο κύριος λόγος της ανάγκης του ηθοποιού να απομακρυνθεί από τον ρόλο (“καλύτερα να έκοβα τις φλέβες μου από το να κάνω άλλο ένα Bond” έλεγε κάποτε) ήταν η σωματική του κόπωση.
Ο Craig κυριολεκτικά δεν πίστευε ότι το σώμα του θα άντεχε άλλη μία τέτοια ταινία. Αυτή την εξάντληση εκμεταλλεύεται σωστά εδώ ο Cary Joji Fukunaga, σκηνοθέτης της ταινίας μετά την αποχώρηση του Danny Boyle και συν-σεναριογράφος μαζί με τους Μποντ-ικούς βετεράνους Neal Purvis και Robert Wade, και τη Phoebe Waller-Bridge του Fleabag που ο ίδιος ο Craig έφερε στο πρότζεκτ. Στις εκρηκτικές, αραιές σκηνές δράσης του στην ταινία, ο James Bond είναι πάντοτε ετοιμοπόλεμος αλλά πιο μπαρουτοκαπνισμένος από ποτέ.
Το τσαλακωμένο, πιο τραχύ παρουσιαστικό του Craig άλλωστε είχε εξαρχής επιτρέψει στα μεγάλα κεφάλια του Bond να κάνουν χειροπιαστό το όραμά τους για μία πιο αλεξίσφαιρη αλλά και πιο ευάλωτη εκδοχή του πράκτορα. Ήταν εκείνος που η M θα αποκαλούσε «αμβλύ εργαλείο» στο Casino Royale και στην ίδια ταινία θα αγκάλιαζε τρυφερά μία τρεμάμενη Vesper Lynd κάτω από το νερό.
Προοδευτικά ο δικός του Bond θα έμοιαζε όλο και περισσότερο με ανοιχτή φλέβα που αιμορραγεί όπως ακριβώς οι δικές μας, πιο κοντά στον επίσης παράτολμο αλλά ανθρώπινο Ethan Hunt, ή έναν χολωμένο Jason Bourne, διαρκώς στο τσακ να τα στείλει όλα στο διάολο και να πιάσει σπίτι στη Φολέγανδρο. Στο No Time to Die ο πράκτορας είναι ακριβώς τόσο αποδοτικός όσο τον έχεις συνηθίσει, όμως χρειάζεται πάντα μία βαθιά ανάσα πριν υψώσει ξανά τη γροθιά του. Αγκομαχάει και σέρνει τα πόδια του. Σε άλλη ταινία θα βλαστήμαγε συνεχώς, αλλά για τον 007 μιλάμε. Υπάρχει κύρος και μία βασίλισσα που πρέπει να τιμήσει.
Ο Craig τιμάει με αφοσίωση επίσης εδώ την ευκαιρία που του δόθηκε να καθιερωθεί παγκοσμίως πριν δεκαπέντε χρόνια, με έναν ρόλο που τον καταταλαιπώρησε μεν αλλά του άφησε τον χώρο να τον σημαδέψει. Ο Sean Connery γέννησε τον James Bond αλλά ο Daniel Craig, έστω μέσα στους κούφιους περιορισμούς που κουβαλάει ο συγκεκριμένος χαρακτήρας, τον ωρίμασε. Κοιτώντας πίσω, όλο το era του Craig θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένα πείραμα: Πόσο μη-Bond θα μπορούσαν να γίνουν αυτές οι ταινίες χωρίς να απωλέσουν τη Bond-ικότητά τους;
Το Quantum of Solace είχε γίνει το πρώτο πραγματικό σίκουελ του franchise. Το Skyfall είχε εξερευνήσει για πρώτη φορά το origin story του James Bond. Το Spectre προσπάθησε να συνδέσει το παρόν του ήρωα με ένα παρελθόν που είχε ξεπεράσει, ενώνοντας (πολύ άτσαλα, αλλά με τους δικούς του κανόνες) τις τελείες για να αναδείξει μία κοινή απειλή στις προηγούμενες τρεις ταινίες. Και όλα αυτά μετά την – καθοριστική εκ των υστέρων – απόφαση που ακολούθησε του Casino Royale, να μη διαγραφεί ο πόνος του ήρωα μετά την απώλεια της Vesper.
Την τελευταία φορά που ο James Bond είχε βιώσει έναν χαμό τέτοιου βάρους, τον θάνατο της γυναίκας του στο On Her Majesty’s Secret Service, το franchise είχε αποφασίσει να αντικαταστήσει αμέσως μετά τον πρωταγωνιστή του και να σφυρίξει ανέμελα. Εκείνη η ταινία έγινε άδικα ένας αστερίσκος μέσα στη σειρά, τόσο μεγάλος που όταν την είχα πετύχει ως παιδί στην τηλεόραση είχα αναρωτηθεί μήπως επρόκειτο για κάποια παρωδία. Αλλιώς γιατί να βάζουν τον James Bond να σφίγγει το νεκρό σώμα της γυναίκας του αν ήταν να τη μετατρέψουν σε τυχαίες, περαστικές αναφορές στη συνέχεια;
«Έχουμε όλο τον χρόνο στον κόσμο» της έλεγε θρηνώντας τότε, και το πέρασμα του χρόνου στο No Time to Die επανέρχεται συνέχεια. Ο τίτλος από μόνος του είχε έναν ειρωνικό τόνο απ’ όταν ανακοινώθηκε, ειδικά γνωρίζοντας πως ο Craig είχε προσπαθήσει να εγκαταλείψει τον ρόλο. Ο δικός του Bond μόνο χρόνο είχε, αλλά υπήρξε και ο πιο διστακτικός στο να του επιτρέψει να τον επουλώσει.
Προς αυτή την κατεύθυνση θέλει να τον σπρώξει η σύντροφός του, Madeleine (Léa Seydoux), που ταξιδεύει μαζί του στην Ιταλία με ένα τελεσίγραφο στην τσέπη. Ή θα αντιμετωπίσει το πένθος και τις τύψεις του για τη Vesper, ή οι δυο τους δε θα μπορούσαν να έχουν μέλλον. Εκείνος μοιάζει αποφασισμένος να το κάνει, όμως η υπόνοια μίας πιθανής προδοσίας από τη Madeleine τούς στέλνει αρχικά σε ένα σπασμωδικό, εντυπωσιακό car chase – εύκολα η πιο συναρπαστική σκηνή δράσης στην ταινία – για να καταλήξουν σε μία δραματική σκηνή χωρισμού που μοιάζει βγαλμένη από Marriage Story αντί για κάποια ταινία του James Bond.
Η ταινία σε προϊδεάζει για αυτή της τη διάθεση από την έναρξη, με ένα cold open ανόμοιο όχι μόνο με οποιαδήποτε εισαγωγή στην ιστορία του Bond, αλλά ιδιοσυγκρασιακά τελείως διαφορετικό απ’ ότι περιμένεις σε αυτές τις ταινίες. Είναι ένα φλάσμπακ από τη ζωή της Madeleine ως μικρό κορίτσι στα παγωμένα δάση της Νορβηγίας, όταν ένας μασκοφόρος εκτελεστής (Rami Malek) εισέβαλε στο απομονωμένο της σπίτι για να τη σκοτώσει μαζί με τη μητέρα της. Σε εκείνη έδειξε έλεος τελικά, μόνο που τώρα έχει επιστρέψει για να διεκδικήσει ξανά τη ζωή της και τη ζωή όλων όσων ανακατεύονται με τη Spectre (και τον Bond) μέσω μίας νέας τεχνολογίας που μπορεί να εξουδετερώνει στοχευμένα τον στόχο της, μαζί με όλους όσους μοιράζονται ίδια στοιχεία στο DNA τους. Ο Malek είναι ένας ασθενικός villain που αποκτά πιο ουσιαστική παρουσία μετά την πρώτη 1,5 ώρα του No Time to Die, ενώ εμφανίζεται και ο Christopher Waltz ως Blofeld σε μία σεκάνς ξεριζωμένη μέσα από τη Σιωπή των Αμνών.
«Εγώ θέλω να δω τον κόσμο να εξελίσσεται», του λέει ο πρώτος. «Εσύ θες να μείνει ίδιος». Η ταινία δεν έχει έλλειψη των γνωστών “τελικά εμείς οι δύο μοιάζουμε” διαλόγων μεταξύ καλών και κακών που έχουν λατρέψει τα μετα-Nolan μπλοκμπάστερ, όμως εδώ εντάσσουν τον ήρωα και την ίδια την ταινία στο πλαίσιο μίας ιστορίας για την ανάγκη να αφήνουμε κάποια πράγματα πίσω μας. Ο Craig ήθελε τον κόσμο στο No Time to Die να έχει ξεπεράσει τον James Bond και σε μεγάλο βαθμό πρέπει να ικανοποιήθηκε. Οι Μυστικές Υπηρεσίες της Μεγάλης Βρετανίας τον έχουν αντικαταστήσει με τη Nomi της Lashana Lynch ως νέα 007 (εξαιρετική πρόταση για αλλαγή σκυτάλης αν το θελήσουν), και σε μία αποστολή του στην Αβάνα συνεργάζεται με τη νέα κατάσκοπο Paloma (Ana de Armas) την οποία καθοδηγεί χωρίς να πατρονάρει.
Τούτος ο James Bond πάει για απόσυρση και έχει κάνει ειρήνη με αυτό («Έχω αδυναμία στα ναυάγια», του λέει κάποια στιγμή η Nomi. «Τότε είσαι στο σωστό μέρος», της απαντάει).
Το mood ενισχύεται από τον ελεγειακό ρυθμό στο μοντάζ που επιλέγουν ο Elliot Graham και ο Tom Cross, και από τη γκρίζα ωμότητα στη φωτογραφία του Linus Sandgren που εν μέρει είχε προσδώσει στο First Man την αποστασιοποίησή του. Έτσι λειτουργεί και εδώ, με έναν James Bond που κινείται σε οριακά αυτοτελή μικρο-επεισόδια μέσα στην ίδια ταινία, σε σεκάνς που θυμίζουν κάτι άλλο κάθε φορά. Το Beasts of No Nation του Fukunaga για παράδειγμα όταν οι πρωταγωνιστές βρίσκονται σε ένα ομιχλώδες δάσος. Το βραβευμένο μονοπλάνο του στην πρώτη σεζόν του True Detective σε ένα set piece εγκαταλελειμμένων εγκαταστάσεων πυραύλων.
Ο Fukunaga ξέρει ακριβώς πού να τοποθετήσει την κάμερα για να πυροδοτήσει μικρά σοκ ενέργειας σε μία βαθιά μελαγχολική ταινία. Κοιτώντας κάτω όσο η Ana de Armas στροβιλίζεται στο έδαφος πυροβολώντας με χάρη τους εχθρούς της, ή στον λαιμό του James Bond όσο γρονθοκοπιέται από ένα φαινομενικά ανεξάντλητο στρατό εκτελεστών στην προσπάθειά του να ανέβει μία σκάλα.
Εκτός από μία κατάλληλη αίσθηση οριστικού τέλους που υποστηρίζει πλήρως η τελευταία σκηνή της ταινίας, ο σκηνοθέτης έχει ταιριάξει άψογα το άναρχο στιλ πάλης που προτιμάει στο φουρτουνιασμένο παρουσιαστικό του Craig. Περισσότερο από τους υπόλοιπους σκηνοθέτες που δούλεψαν με τον ηθοποιό. Οπότε είναι καλό το περίβλημα περιπέτειας που έχει φτιάξει εδώ, όμως στην πραγματικότητα το No Time to Die είναι ένα μελόδραμα μεταμφιεσμένο σε ταινία James Bond. Η αποθέωση του συγκρατημένου πειράματος αυτών των ταινιών που λέγαμε νωρίτερα. Ο Bond του Craig δε θέλει πια να τα τραβάει όλα αυτά.
Ολόκληρη η τελευταία ταινία του είναι κατασκευασμένη γύρω από έναν άνθρωπο που θα επέλεγε να παραιτηθεί για να ζήσει ήσυχα τον έρωτά του. Μέχρι το φινάλε δεν έχει καν σημασία που ο τελικός του Big Bad δεν είναι ούτε πειστικά big, ούτε αποτελεσματικά bad. Υπάρχει μόνο για να εξυπηρετήσει έναν σκοπό, να τον ωθήσει να αντιμετωπίσει τους δαίμονές του.
Είναι ένας συγκινητικός, επιδραστικός αποχαιρετισμός για τον Craig το No Time to Die. Θα λειτουργούσε ως τέτοιος και για τον ίδιο τον James Bond αν το franchise δεν ήταν πολύ μεγάλης αξίας για να πεθάνει. Προς το παρόν κερδίζει χρόνο για τους επόμενους, για πρώτη φορά με τόσο λευκή σελίδα.
Το No Time to Die κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Tulip Entertainment.