Jean-Luc Godard, ο αντικομφορμιστής
- 13 ΣΕΠ 2022
Παρακινούμενος από τον Raoul Coutard, τον λαμπρό διευθυντή φωτογραφίας του, ο Godard τραβούσε εν κινήσει με κάμερες χειρός, χωρίς σενάριο, ανοίγοντας τον δρόμο όχι μόνο για τη Νουβέλ Βαγκ, το Γαλλικό Νέο Κύμα, αλλά μία ολόκληρη γενιά κινηματογραφιστών του ανεξάρτητου σινεμά σε όλο τον κόσμο – Scorsese, Tarantino, Altman, Fassbinder, Soderbergh, De Palma, Jarmusch, Paul Thomas Anderson, Edgar Wright.
Αυτό που ίσως πάνω από όλα είχαν κερδίσει από τον Godard στις αρχές τους, ήταν ο αφορισμός του “εγχειριδίου”. Ο συγκεκριμένος δημιουργός δεν το είχε σκίσει απλώς. Λειτουργούσε σα να μην το είχε διαβάσει ποτέ εξαρχής. Παρεκτρεπόταν αγρίως αφηγηματικά από τα ως τότε βασικά – καθώς περνούσαν τα χρόνια βέβαια οι επιρροές του άρχισαν να γίνονται όλο και πιο δύσκολο να εντοπιστούν καθώς απέρριπτε το μυθοπλαστικό σινεμά και έψαχνε αλλού για έμπνευση – δημιουργούσε αντισυμβατικούς διαλόγους, αντιμετώπιζε τις τοποθεσίες του σε στιλ vérité, έκανε jump-cuts.
Στο φεστιβάλ Καννών το 1982
Ήταν ένας ανεκπαίδευτος εικονοκλάστης που κατασκεύαζε διαισθητικά, το ιδιοφυές enfant terrible του σινεμά που ήταν επίσης θεωρητικός – ίσως ο πρώτος κινηματογραφιστής στην μικρή, τότε, ιστορία του σινεμά που είχε σκεφτεί στα σοβαρά τι ήταν ο κινηματογράφος, τι σήμαινε και τι θα μπορούσε να σημαίνει. Γι’ αυτό και κάποιες από τις ταινίες του όπως ας πούμε το Pierrot le Fou (1965) μπορούσαν να γίνουν απολαυστικά ασυνάρτητες, ενσωματώνοντας μέσα τους την αταξία που έχει το πραγματικό γύρισμα ενός φιλμ.
Η δράση θα ήταν φρενήρης, θα έμοιαζε σχεδόν με παρωδία για την παιδικότητα του μελοδραματικού Χόλιγουντ – θαύμαζε ανοιχτά το χολιγουντιανό σινεμά από τα ‘30s ως τα ‘50s αλλά την περίοδο του Pierrot le Fou το περιφρονούσε απορρίπτοντας την είσοδο των Η.Π.Α. στον πόλεμο του Βιετνάμ – όμως θα έβρισκε πάντα χρόνο για διανοούμενες συζητήσεις. Σε μία σκηνή μάλιστα επιδεικνύει ανοιχτά την πολιτική του ιδεολογία έχοντας τον Ferdinand και τη Marianne να κοροϊδεύουν τη σύγκρουση του Βιετνάμ. Ο πόλεμος εκείνος ήταν το κύριο ζήτημα των ‘60s που θα ωθούσε τον Godard σε μία εννοιολογική συστάδα μαοϊσμού και αριστερισμού απ’ όπου δεν αποκόπηκε ποτέ.
Από τον συγκεκριμένο πόλεμο, το Χόλιγουντ και τον Charles de Gaulle, ως τον καπιταλισμό και τους σκηνοθέτες που διέλυε δημόσια όπως τον άλλοτε φίλο του François Truffaut, ο Godard εμπότιζε τα κείμενα, τους διαλόγους του, τα γνωστά του voiceovers, τις συνεντεύξεις του, με έντονο πολιτικό σχολιασμό. Θα επέστρεφε πάντα στον μιλιταρισμό και τον ιμπεριαλισμό, στη γαλλική ενοχή και τη ντροπή για τον πόλεμο, για τη φρικτή σκιά των στρατοπέδων θανάτου.
Γεννημένος στο Παρίσι το 1930, ο Godard μεγάλωσε και πήγε σχολείο στη Nyon, στις όχθες της Γενεύης στην Ελβετία. Μετακόμισε πίσω στο Παρίσι όταν τελείωσε το σχολείο το 1949 και βρήκε τη φυλή του στα ιντελεκτουέλ “κινηματογραφικά κλαμπ” που άκμαζαν στη γαλλική πρωτεύουσα μετά τον πόλεμο και γέννησαν το Γαλλικό Νέο Κύμα. Έχοντας γνωρίσει τους κριτικούς André Bazin και τους μελλοντικούς συναδέλφους σκηνοθέτες François Truffaut, Claude Chabrol και Jacques Rivette, ο Godard άρχισε να γράφει για τα νέα κινηματογραφικά περιοδικά, συμπεριλαμβανομένου του Cahiers du Cinema του Bazin που θα είχε σύντομα επιρροή.
Υπερασπιζόμενος την παραδοσιακή παραγωγή ταινιών του Χόλιγουντ και προωθώντας τους Howard Hawks και Otto Preminger έναντι των πιο hot ονομάτων της εποχής, ο Godard είχε δώσει εξαρχής στίγμα αντικομφορμιστή. Έτρεφε επίσης σεβασμό για τον Humphrey Bogart, και θα ήταν έκδηλο στην πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του, το τεράστιο από κάθε άποψη Breathless που κυκλοφόρησε το 1960.
Το φιλμ άλλαξε για πάντα την πορεία του σινεμά και προανήγγειλε την άφιξη του κινηματογραφικού μοντερνισμού. Τα υπόλοιπα θα τα κατέγραφε η ιστορία αλλά και το Histoire(s) du cinéma, 1988-1998. Ένα απίστευτα φιλόδοξο αναλυτικό κολάζ από αποσπάσματα όπου ο Godard δημιουργεί ένα προσωπικό κινηματογραφικό τοπίο φτιαγμένο από παθιασμένη σινεφίλ αγάπη, που όμως θρηνεί με ευσυνειδησία κάθε έναν από τους θανάτους του σινεμά – από τις πολλαπλές διαφθορές που υπέστη η αγνότητα των πιθανοτήτων μέχρι και τις ιογενείς, εκμεταλλευτικές και καπιταλιστικές ιδιότητες της παραγωγής και της διάδοσης της εικόνας, ο δημιουργός εξέφραζε τη νοσταλγία για τον κινηματογράφο που θα μπορούσε να είχε υπάρξει.
«Δεν είμαι auteur, όχι πλέον έστω», είχε πει στον Guardian σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του. «Κάποτε πιστεύαμε ότι ήμασταν auteurs, αλλά δεν ήμασταν. Δεν είχαμε ιδέα, πραγματικά. Ο κινηματογράφος τελείωσε. Είναι λυπηρό που κανείς δεν τον εξερευνά πραγματικά. Τι να κάνουμε;».